Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
(Μέρος Α΄)
Οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, παράλληλα μέ τούς ἀγῶνες τους γιά ἰσάγγελη πολιτεία, κάθαρση, θεῖο φωτισμό καί θέωση, εἶχαν καί ἔχουν πρωταρχικό μέλημά τους τήν περιφρούρηση καί μετάδοση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, τῆς κατά Θεόν σοφίας καί τῆς ἀνόθευτης ἀλήθειας, μέσω τοῦ γραπτοῦ κυρίως λόγου, μέ στόχο τήν ἀναβάθμιση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τόσο τῶν ἴδιων τῶν μοναχῶν ὅσο καί τῶν συνανθρώπων μας.
Εἶναι νομίζω ἀπόλυτα εὔλογο, σ᾿ ἕνα τόσο ἀξιόλογο κέντρο πνευματικῆς καί καλλιτεχνικῆς δραστηριότητας, ὅπως εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος, οἱ πολιτιστικοί θησαυροί νά εἶναι πολλοί καί ποικίλοι: ἡ μνημειακή ζωγραφική, τά ἐντοίχια ψηφιδωτά, οἱ περίτεχνες φορητές εἰκόνες, τά χειρόγραφα, εἰκονογραφημένα ἤ μή, τά παλαίτυπα βιβλία, τά ξυλόγλυπτα, τά χρυσοκέντητα καί ἔργα μικροτεχνίας (ἀργυροχρυσοχοΐα, σμάλτα καί ἄλλα). Ὅλα αὐτά τά πολιτιστικά ἀγαθά, τά ὁποῖα δημιούργησε στόν ἱερό αὐτόν τόπο ἡ φιλοπονία καί φιλοκαλία τῶν καλλιτεχνῶν τους, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἤ ἀπέθεσε ἡ εὐλάβεια βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, τσάρων, πατριαρχῶν καί πλῆθος ἄλλων εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων, οἱ ἁγιορεῖτες μοναστές τά διαφύλαξαν μέ περισσή φροντίδα καί ζῆλο.
«Ὅτι σπουδαῖο καί ὡραῖο ὑπάρχει στούς ναούς καί τίς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους εἶναι καί μοναδικό».
Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀξία πού ἔχουν τά κειμήλια αὐτά, προβάλλεται ἡ ἀνάγκη ὅπως ἡ ἀκτινοβολία τους ἐξακτινωθεῖ παντοῦ καί καταστοῦν -ὅπως τά τελευταῖα χρόνια γίνεται- δυνάμεις προαγωγῆς τῆς ἐπιστήμης καί πηγές γνώσης καί χαρᾶς τοῦ ἀνθρώπου πού διψᾶ γιά μόρφωση καί πασχίζει γιά τήν ἀνύψωση τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τοῦ τόπου του.
Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ὀργάνωσης τοῦ μοναστικοῦ βίου, ἡ συγγραφή καί ἀντιγραφή χειρογράφων θεωρήθηκε ἀναπόσπαστη πτυχή τῆς δραστηριότητας τῶν μοναχῶν. Ἔτσι, ἀναπτύχθηκαν στόν ἱερό αὐτό τόπο, μέ πρωτοβουλία- τίς περισσότερες φορές- τῶν ἴδιων τῶν ἱδρυτῶν καί κτιτόρων τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν, ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων. Βλέπουμε λοιπόν τόν διοργανωτή τοῦ ἀγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, τόν κτίτορα τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀλλά καί στή συνέχεια τούς κτήτορες καί τῶν ἄλλων ἀθωνικῶν μονῶν, νά προβλέπουν τήν ὕπαρξη χώρων εἰδικῶν γιά τή στέγαση καί φύλαξη τῶν χειρογράφων βιβλίων στά ὑπερῶα τῶν κεντρικῶν ναῶν (καθολικῶν), ἀλλά καί νά ἱδρύουν καί λειτουργοῦν ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων (scriptorium) ὄχι μόνο θρησκευτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, ἀλλά καί φιλοσοφικοῦ, ἰατρικοῦ, νομικοῦ, ἱστορικοῦ, ἐκπαιδευτικοῦ καί μουσικοῦ. Τά ἐργαστήρια αὐτά ὠργανώθηκαν περισσότερο κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο, ὅταν τό Ἅγιον Ὄρος, μετά τήν πτώση τῆς βασιλίδος τῶν Πόλεων, ἀνέλαβε ἡγετικό ρόλο στήν πνευματική ζωή, τά γράμματα καί τίς τέχνες.
Ἡ χριστιανική παράδοση ἔχει τίς ἀρχές της στά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ζῶντας οἱ ἀθωνίτες μοναχοί καθημερινά σ’ ἕνα πνευματικό περιβάλλον, πού ἀκόμη καί μέ εἰκαστικούς τρόπους τούς διατηροῦσε σέ στενή σχέση μέ τά βιβλία, ἐμπνέονταν μέ τόν καλύτερο τρόπο γιά τήν τόσο ἐπιμελημένη ἐργασία πού θά ἔκαναν ἀργότερα, σκυμμένοι γιά ὥρες πολλές, στά καλλιγραφεῖα τῶν μονῶν. Ἡ ζωγραφική ἀπεικόνιση τῶν βιβλίων εἶναι αἰσθητή παντοῦ πάνω στίς ἀμέτρητες ἐπιφάνειες τῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἁγιορειτικῶν ναῶν, πού ἔχουν ἱστορηθεῖ μέ τόν χρωστῆρα τῆς κρητικῆς ἤ τῆς μακεδονικῆς Σχολῆς. Τίς δέκα ἐντολές παρέλαβε ὁ Μωϋσῆς ἀπό τό Θεό στό ὄρος Σινᾶ σέ μορφή γραπτῶν πινακίδων, Ὁ Χριστός παριστάνεται ὡς Παντοκράτωρ μέ ἕνα βιβλίο στό χέρι, ὡς παιδί στήν ἀγκαλιά τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί ὡς Κριτής τοῦ κόσμου στήν Ἀποκάλυψη, μέ ἕνα βιβλίο-εἰλητάριο, οἱ Εὐαγγελιστές ἀποδίδονται πάντα εἰκαστικά μέ ἕναν κώδικα τή στιγμή πού γράφουν, ἐνῶ, ἀπό τίς πρῶτες ἤδη Οἰκουμενικές Συνόδους, τό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου πάνω σ’ ἕνα θρόνο, ἀντιπροσώπευε τόν ὁρατά μή παρόντα Σωτήρα Χριστό. Ἀκόμη καί ἡ σκηνή τῆς «Ἑτοιμασίας τοῦ θρόνου» γιά τήν ἐπάνοδο τοῦ Χριστοῦ, παριστάνεται στή βυζαντινή εἰκονογραφία συχνά μέ ἕνα βιβλίο-Εὐαγγέλιο.
Περισσότεροι ἀπό ἐξῆντα εἶναι οἱ μέχρι σήμερα γνωστοί ἐπώνυμοι ἁγιορεῖτες μοναχοί πού ἀντέγραψαν χειρόγραφα, καί σέ πολλές ἑκατοντάδες ἀνέρχονται τά σωζόμενα ἐνυπόγραφα χειρόγραφα πού γράφηκαν ἐντός τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Ἀνάμεσα στούς ὀνομαστότερους καί ἱκανότερους βιβλιογράφους, βρίσκουμε τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, τό μαθητή του, μοναχό Ἰωάννη Λαυριώτη (μέ 7 κώδικες πού χρονολογοῦνται ἀπό τό ἔτος 984 μέχρι τό 995), τόν ὅσιο Εὐθύμιο τόν Ἰβηρίτη, τόν Θεοφάνη τῆς μονῆς Ἰβήρων (μέ 10 κώδικες ἀπό τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 11ου αἰ., ὁ ὁποῖος συνέδεσε τό ὄνομά του μέ τήν ἵδρυση τοῦ βιβλιογραφικοῦ ἐργαστηρίου τῆς μονῆς του), τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Κουκουζέλη, τό μοναχό Νεῖλο Λαυριώτη, τόν ἱερέα Ἄνθη (ἔτος 1106), Ἰωάννη, Κάλλιστο (ἔτος 1322), Γρηγόριο καί Φιλόθεο τούς Βατοπαιδινούς, τόν ὅσιο Διονύσιο τόν Ρήτορα (16-17ος αἰ.), τούς ὁσίους Θεόφιλο καί Νεῖλο τούς Μυροβλύτες (17ος αἰ.), τό μοναχό Εὐφρόσυνο Κουτλουμουσιανό, τόν ἱερομόναχο Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη (18ος αἰ.), τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη (+ 1809), τό μοναχό Διονύσιο Ἁγιαρτεμίτη (19ος αἰ.), τό μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη (19ος αἰ.), τόν Χαρίτονα τόν Πνευματικό (19ος αἰ.) κ.ἄ. .......(συνεχίζεται).
«Ὅτι σπουδαῖο καί ὡραῖο ὑπάρχει στούς ναούς καί τίς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους εἶναι καί μοναδικό».
Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀξία πού ἔχουν τά κειμήλια αὐτά, προβάλλεται ἡ ἀνάγκη ὅπως ἡ ἀκτινοβολία τους ἐξακτινωθεῖ παντοῦ καί καταστοῦν -ὅπως τά τελευταῖα χρόνια γίνεται- δυνάμεις προαγωγῆς τῆς ἐπιστήμης καί πηγές γνώσης καί χαρᾶς τοῦ ἀνθρώπου πού διψᾶ γιά μόρφωση καί πασχίζει γιά τήν ἀνύψωση τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τοῦ τόπου του.
Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ὀργάνωσης τοῦ μοναστικοῦ βίου, ἡ συγγραφή καί ἀντιγραφή χειρογράφων θεωρήθηκε ἀναπόσπαστη πτυχή τῆς δραστηριότητας τῶν μοναχῶν. Ἔτσι, ἀναπτύχθηκαν στόν ἱερό αὐτό τόπο, μέ πρωτοβουλία- τίς περισσότερες φορές- τῶν ἴδιων τῶν ἱδρυτῶν καί κτιτόρων τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν, ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων. Βλέπουμε λοιπόν τόν διοργανωτή τοῦ ἀγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, τόν κτίτορα τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀλλά καί στή συνέχεια τούς κτήτορες καί τῶν ἄλλων ἀθωνικῶν μονῶν, νά προβλέπουν τήν ὕπαρξη χώρων εἰδικῶν γιά τή στέγαση καί φύλαξη τῶν χειρογράφων βιβλίων στά ὑπερῶα τῶν κεντρικῶν ναῶν (καθολικῶν), ἀλλά καί νά ἱδρύουν καί λειτουργοῦν ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων (scriptorium) ὄχι μόνο θρησκευτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, ἀλλά καί φιλοσοφικοῦ, ἰατρικοῦ, νομικοῦ, ἱστορικοῦ, ἐκπαιδευτικοῦ καί μουσικοῦ. Τά ἐργαστήρια αὐτά ὠργανώθηκαν περισσότερο κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο, ὅταν τό Ἅγιον Ὄρος, μετά τήν πτώση τῆς βασιλίδος τῶν Πόλεων, ἀνέλαβε ἡγετικό ρόλο στήν πνευματική ζωή, τά γράμματα καί τίς τέχνες.
Ἡ χριστιανική παράδοση ἔχει τίς ἀρχές της στά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ζῶντας οἱ ἀθωνίτες μοναχοί καθημερινά σ’ ἕνα πνευματικό περιβάλλον, πού ἀκόμη καί μέ εἰκαστικούς τρόπους τούς διατηροῦσε σέ στενή σχέση μέ τά βιβλία, ἐμπνέονταν μέ τόν καλύτερο τρόπο γιά τήν τόσο ἐπιμελημένη ἐργασία πού θά ἔκαναν ἀργότερα, σκυμμένοι γιά ὥρες πολλές, στά καλλιγραφεῖα τῶν μονῶν. Ἡ ζωγραφική ἀπεικόνιση τῶν βιβλίων εἶναι αἰσθητή παντοῦ πάνω στίς ἀμέτρητες ἐπιφάνειες τῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἁγιορειτικῶν ναῶν, πού ἔχουν ἱστορηθεῖ μέ τόν χρωστῆρα τῆς κρητικῆς ἤ τῆς μακεδονικῆς Σχολῆς. Τίς δέκα ἐντολές παρέλαβε ὁ Μωϋσῆς ἀπό τό Θεό στό ὄρος Σινᾶ σέ μορφή γραπτῶν πινακίδων, Ὁ Χριστός παριστάνεται ὡς Παντοκράτωρ μέ ἕνα βιβλίο στό χέρι, ὡς παιδί στήν ἀγκαλιά τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί ὡς Κριτής τοῦ κόσμου στήν Ἀποκάλυψη, μέ ἕνα βιβλίο-εἰλητάριο, οἱ Εὐαγγελιστές ἀποδίδονται πάντα εἰκαστικά μέ ἕναν κώδικα τή στιγμή πού γράφουν, ἐνῶ, ἀπό τίς πρῶτες ἤδη Οἰκουμενικές Συνόδους, τό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου πάνω σ’ ἕνα θρόνο, ἀντιπροσώπευε τόν ὁρατά μή παρόντα Σωτήρα Χριστό. Ἀκόμη καί ἡ σκηνή τῆς «Ἑτοιμασίας τοῦ θρόνου» γιά τήν ἐπάνοδο τοῦ Χριστοῦ, παριστάνεται στή βυζαντινή εἰκονογραφία συχνά μέ ἕνα βιβλίο-Εὐαγγέλιο.
Περισσότεροι ἀπό ἐξῆντα εἶναι οἱ μέχρι σήμερα γνωστοί ἐπώνυμοι ἁγιορεῖτες μοναχοί πού ἀντέγραψαν χειρόγραφα, καί σέ πολλές ἑκατοντάδες ἀνέρχονται τά σωζόμενα ἐνυπόγραφα χειρόγραφα πού γράφηκαν ἐντός τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Ἀνάμεσα στούς ὀνομαστότερους καί ἱκανότερους βιβλιογράφους, βρίσκουμε τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, τό μαθητή του, μοναχό Ἰωάννη Λαυριώτη (μέ 7 κώδικες πού χρονολογοῦνται ἀπό τό ἔτος 984 μέχρι τό 995), τόν ὅσιο Εὐθύμιο τόν Ἰβηρίτη, τόν Θεοφάνη τῆς μονῆς Ἰβήρων (μέ 10 κώδικες ἀπό τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 11ου αἰ., ὁ ὁποῖος συνέδεσε τό ὄνομά του μέ τήν ἵδρυση τοῦ βιβλιογραφικοῦ ἐργαστηρίου τῆς μονῆς του), τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Κουκουζέλη, τό μοναχό Νεῖλο Λαυριώτη, τόν ἱερέα Ἄνθη (ἔτος 1106), Ἰωάννη, Κάλλιστο (ἔτος 1322), Γρηγόριο καί Φιλόθεο τούς Βατοπαιδινούς, τόν ὅσιο Διονύσιο τόν Ρήτορα (16-17ος αἰ.), τούς ὁσίους Θεόφιλο καί Νεῖλο τούς Μυροβλύτες (17ος αἰ.), τό μοναχό Εὐφρόσυνο Κουτλουμουσιανό, τόν ἱερομόναχο Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη (18ος αἰ.), τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη (+ 1809), τό μοναχό Διονύσιο Ἁγιαρτεμίτη (19ος αἰ.), τό μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη (19ος αἰ.), τόν Χαρίτονα τόν Πνευματικό (19ος αἰ.) κ.ἄ. .......(συνεχίζεται).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Κώδ. Καυσοκαλυβίων 123, φ. 48β. Μέσα 19ου αἰ. Γραφέας, μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης.