Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΗΣΑΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΟΙ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΕΣ
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Οἱ μακαριστοί Γέροντες Ἡσαΐας καί Φιλάρετος οἱ Καυσοκαλυβίτες*
Ἀπό τά πολλά ἀξιόλογα πού θά μποροῦσε νά θυμηθεῖ καί νά ἀναφέρει κανείς ἀπό τήν σκητιωτική ζωή τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων, σταχυολογοῦμε ταπεινῶς καί υἱϊκῶς λίγα ἀμάραντα ἄνθη, σάν προσφορά εὐώδους θυμιάματος ἤ ἄναμμα κεριοῦ στά μνήματά τους πού εἶναι δίπλα δίπλα, ὅπως δίπλα δίπλα μέ τούς ἄλλους συνασκητές τους ἀντιμετώπισαν ὅλες τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὕφαναν τό περιούσιο ἐργόχειρο τῆς ψυχῆς τους στόν πλέον ἀπομακρυσμένο μοναστικό οἰκισμό τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, τήν ἁγιοτόκο Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων.
Ὁ Γέρων Ἡσαΐας (1917-2002) καταγόταν ἀπό τή Λήμνο καί ἀπό τότε πού γεννήθηκε (τέλη τοῦ 1917) ἀντίκρυζε ἀπό τό νησί του τήν ἀπέναντι κορυφή τοῦ Ἄθω - τόπο γιά τόν ὁποῖο τόσα ἄκουγε ἀπό τούς συμπατριώτες του πού ἔχοντας ἐμπορικούς λόγους τόν ἐπισκέπτονταν συχνά. Ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τό 1945 γιά νά γίνει μοναχός. Τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε στήν Κυρία Θεοτόκο, τέσσερα χρόνια πρίν, κατά τρόπο θαυμαστό. Βρισκόταν στίς γνωστές μάχες τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού ἔγιναν στά φημισμένα ὀχυρά τῆς γραμμῆς Μεταξᾶ, στό Ρούπελ. Ἡ μάχη ἦταν κρίσιμη καί κινδύνευε ἡ ζωή ὅλων τῶν μαχητῶν. Καί ἦταν τότε πού ὁ Βασίλειος ὑποσχέθηκε στήν Παναγία ὅτι θά γίνει μοναχός στό Περιβόλι της ἄν τόν γλύτωνε ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πολέμου.
Στά 1947 κείρεται μοναχός στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἀπό τόν γέροντά του Συμεών μοναχό. Καί ἦταν εὐλογία Θεοῦ πού ἀνέθεσε τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας του στή χαρισματική αὐτή μορφή. Πραγματικός ἀσκητής ὁ γερο Συμεών εἶχε πολλές ἀπό τίς ἀρετές τῶν παλαιῶν Πατέρων · τήν ἀκτημοσύνη, τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀλουσία, τή νηστεία. Στό τέλος, ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά προγνωρίσει τό θάνατό του, ἕνα χρόνο πρίν τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του, κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγ. Συμεών, τό 1987. Καί πράγματι, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του καί Πανηγύρεως τῆς Καλύβης, στίς 12 Μαρτίου τοῦ 1988, ἄφησε τήν τελευταία του ἀσκητική πνοή. Καί ἦταν φυσικό, ὁ γερο Ἡσαΐας, σάν καλός ὑποτακτικός, νά ἀφομοιώσει στή βιοτή του πολλά ἀπό τά χαρίσματα τοῦ γέροντά του. Ποτέ, ὅπως κι ἐκεῖνος, στά 57 χρόνια πού ἄναβε τά κανδήλια στό ταπεινό καί ἀπέριττο ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης, δέν βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὑπομένωντας καρτερικά ἀσθένειες καί ἄλλα δεινά. Πάντα εἶχε ἕνα καλό λόγο νά πεῖ γιά τόν καθένα · λόγο πού στήριζε, πού παρηγοροῦσε καί παραμυθοῦσε, προσέχοντας συνάμα πολύ τήν κατάκριση.
Τήν προπαραμονή τῆς Πεντηκοστῆς πού πανηγυρίζει ἡ Σκήτη μας, τό ἔτος 2002, ὅταν σήμανε πένθιμα ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ Κυριακοῦ γιά τόν τελευταῖο ἀσπασμό μέ τόν γερο Ἡσαΐα, ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ.
Μέ πόνους καί μέ βάσανα ξεκίνησε ἡ ζωή τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου (1920-2003), στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας, καθώς ἦταν δύο ἐτῶν ὅταν ξεριζώθηκε ἡ οἰκογένειά του, τό 1922, μέ τίς γνωστές συνθῆκες πού ἐπικράτησαν κατά τή Μικρασιατική καταστροφή πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη συμφορά τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν Ἄλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Κάποτε στήν Ἀθήνα πού φιλοξένησε τήν προσφυγική του οἰκογένεια, δύο φορές πού ἀρρώστησε βαρειά καί πῆγε στό νοσοκομεῖο, μιά μαυροφορεμένη καί ἄγνωστη σ' αὐτόν γυναίκα τόν ἐπισκέφθηκε- ἡ ἴδια καί τίς δύο φορές - καί τοῦ εἶπε νά φύγει ἀπ' ἐκεῖ καί νά πάει στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στό Βύρωνα. Ἐκεῖ ὅταν τελικά πῆγε, ἔμαθε καί ἀρκετά ψαλτικά. Μά κι ἐκεῖ, πάλι κάποιος ἄγνωστός του τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός.
Στό μετόχι γνωρίστηκε μέ τόν μετέπειτα γέροντά του, τό μοναχό Ἀθανάσιο Καυσοκαλυβίτη πού διακονοῦσε ἐκεῖ ὡς ἐπίτροπος ἀπό τό 1937 ἕως τό 1940, ὁπότε ἐπέστρεψε στή μετάνοιά του. Ἀργότερα, στά 1947 ἔφθασε καί ὁ γερο Φιλάρετος στά Καυσοκαλύβια, στή Καλύβη τοῦ Ἁγ. Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ γέροντάς του προερχόταν ἀπό τή ὀνομαστή καυσοκαλυβίτικη συνοδία τῶν Ἰωασαφαίων, πού ἦσαν κι αὐτοί Μικρασιάτες. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἁγιογραφία πού τήν δίδαξε μέ τή σειρά του στόν ὑποτακτικό του Φιλάρετο μοναχό.
" Ἦταν πολύ σκληρός καί αὐστηρός ὁ Γέροντας ! " μᾶς ἔλεγε συχνά ὁ γερο Φιλάρετος. Μεγάλη ἡ αὐστηρότητα τοῦ γέροντα Ἀθανασίου, μεγάλη ὅμως καί ἡ ὑπομονή τοῦ μακαρίτη στά 15 χρόνια πού ἔζησε μαζί μέ τόν γέροντά του. "Ζωντανός" ἄνθρωπος ὁ γερο Φιλάρετος, πάντα χαμογελαστός, αὐθόρμητα αἰσιόδοξος, ἕτοιμος κάθε στιγμή γιά τίς χαριτωμένες αὐτοσχέδιες στιχομυθίες, πού εἶχε τή μοναδική ἱκανότητα νά συνθέτει πρός τέρψιν τῶν ἀκροατῶν του. Ἐκοιμήθη σέ νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλευόταν ἐπί ἕνα μήνα, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς του, τοῦ Ἁγ. Φιλαρέτου ( μέ τό ἐκτός Ἁγ. Ὄρους ἡμερολόγιο, μιά πού βρισκόταν ἐκτός Ἁγ. Ὄρους), τό Νοέμβριο τοῦ 2003.
Καί οἱ δύο μακαριστοί γεροντάδες ἦρθαν ἴδια ἐποχή στή Σκήτη, ἔζησαν τά ἴδια χρόνια, στίς ἴδιες δύσκολες βιοποριστικές συνθῆκες. Ἀντίκρυζαν τήν ἴδια φουρτουνιασμένη θάλασσα πού ἀπομόνωνε τόν ἀγαπημένο τόπο τοῦ Φώτη Κόντογλου γιά πολλές μέρες ἀπό τό ὑπόλοιπο Ὄρος · κάτι πού συμβαίνει καί σήμερα. Ἀνέβαζαν στήν πλάτη, μέ τούς ἴδιους κόπους τά ἀναγκαῖα ἀπό τόν ἀρσανά, μιά πού παλαιότερα στή Σκήτη δέν εἶχαν ὑποζύγια. Ὁ γερο Φιλάρετος μᾶς διηγόταν πόσες φορές ἐπέστρεψαν μαζί μέ ἄλλους Πατέρες ἀπό τή Δάφνη, ὅπου εἶχαν πάει νά διακινήσουν τά ἐργόχειρά τους μετά ἀπό ἑπτά ὧρες κοπιαστικῆς πορείας. Μαζί συμψάλλανε στίς κατανυκτικές ἀγρυπνίες ἐξήντα χρόνων, στό σεπτό Κυριακό ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Μαζί στίς παγγενιές τῆς Σκήτης, πού τότε ἦταν ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς σκητιωτικῆς ζωῆς. Μαζί - εὐχόμαστε ὁλόψυχα - καί στόν Παράδεισο !
Τῶν μακαριστῶν Γερόντων Ἡσαῒου καί Φιλαρέτου τῶν μοναχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη !
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
Παταπίου μονaχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή βυζαντινή τέχνη*
Κατά τά τέλη τοῦ 4ου αἰ., ἕνας ἀνώτερος βυζαντινός ἀξιωματοῦχος, ὁ ἔπαρχος Ὀλυμπιόδωρος, ἔγραψε στόν ὅσιο Νεῖλο τόν Ἀσκητή († περ. 430), μαθητή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί τοῦ ζητοῦσε τή γνώμη του, ἄν ταίριαζε νά εἰκονογραφήσει κυνηγετικές καί ἀλιευτικές σκηνές «πρός ἡδονήν ὀφθαλμῶν» στό ναό πού μόλις εἶχε κτίσει. Ὁ ὅσιος τοῦ ἀπάντησε πώς αὐτό τό σχέδιο ἦταν «νηπιῶδες καί βρεφοπρεπές» καί τόν συμβούλευσε νά ζωγραφίσει τόν σταυρό, στήν ἀψίδα τοῦ ἱεροῦ, καί σκηνές ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, στίς δύο πλευρές τοῦ κλίτους. Μέ τόν τρόπο αὐτό, τοῦ ἔγραψε «αὐτοί πού δέν γνωρίζουν γράμματα ἀλλ᾿ οὔτε μποροῦν νά διαβάζουν τίς θεῖες Γραφές, μέ τήν θεωρία τῆς ζωγραφιᾶς ὄχι μόνο ἐνθυμοῦνται ὅσες ἀνδραγαθίες ἔκαναν οἱ ἀληθινοί δούλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως διεγείρονται νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά καί αἰώνια ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι ἀντάλλαξαν τόν οὐρανό μέ τή γῆ, προτιμῶντας ‘‘τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα’’»[1].
Ἡ Παλαιά Διαθήκη (στό ἑξῆς: Π.Δ.) προεικονίζει τήν Καινή, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἐπικαλεῖται τήν πρώτη, ρίχνοντας τό φῶς τους ἡ μιά στήν ἄλλη. Θεωρῶντας τά περίφημα ψηφιδωτά τῆς βυζαντινῆς βασιλικῆς τοῦ Monreale τῆς Σικελίας (12ος αἰ.) πού παρουσιάζουν τόν Χριστό -πού κρατεῖ στό ἕνα χέρι εἰλητό Εὐαγγέλιο- ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου[2] ἤ τίς τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Σαββίνου στή Γαλλία (11ος αἰ.), οἱ ὁποῖες εἰκονίζουν τόν Χριστό μέ τό φωτοστέφανο ἤδη Ἐσταυρωμένο, ὡς δημιουργό τῆς σελήνης καί τοῦ ἥλιου, μᾶς δημιουργεῖται ἡ πεποίθηση ὅτι Παλαιά καί Καινή Διαθήκη «σχηματίζουν τό σύνολο μιᾶς προοδευτικῆς ἀποκάλυψης, ἀπ᾿ ὅπου πηγάζει ἡ ἀναγκαιότητα νά ἀποφύγουμε κάθε διαχωρισμό, ἔστω κι ἄν ἡ Π. Δ. προηγεῖται καί φυσικά ἀναγγέλει τήν Καινή»[3].
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, δέν διέκοψαν τή συνέχεια μέ τό ἱστορικό τους παρελθόν· ἀντίθετα θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ἄμεσους συνεχιστές τῆς Π.Δ. Οἱ Χριστιανοί ἦταν ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ πλήρωση τῶν προφητειῶν. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὀνομάζει αὐτούς πού ἀνήκουν πλέον στό Χριστό ὡς «τοῦ Ἀβραάμ σπέρμα καί κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμους» (Γαλ. 3, 29). Ὅλες οἱ προεικονίσεις τῆς Π.Δ. ἀνήγγελλαν τή μέλλουσα σωτηρία, πού τελικά πραγματοποιήθηκε μέ τήν θεία ἐνανθρώπιση. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἡ εἰκόνα βασίζεται πάνω στή σάρκωση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγ. Τριάδος. Οἱ Ἀπόστολοι ἔβλεπαν πλέον μέ τά σαρκικά τους μάτια αὐτό πού προεικονιζόταν στήν Π.Δ. Δέν πρόκειται ἐδῶ, παρά γιά μιά ἄμεση ὁλοκλήρωσή τῆς Π.Δ.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ χριστιανική εἰκαστική τέχνη πρωτοεκφράστηκε μέσα ἀπό τίς τοιχογραφίες τῶν κατακομβῶν, σάν τέχνη πού κυρίως δίδασκε τήν πίστη. Ὁ Χριστιανισμός, τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν, ὡς γνωστόν, ἀπαγορευμένη θρησκεία. Οἱ πρῶτοι λοιπόν χριστιανοί ζωγράφοι, θέλοντας νά ἐκφράσουν τήν πίστη πού τούς ἐνέπνεε καί γιά τήν ὁποία τόσους διωγμούς καί στερήσεις ὑπέφεραν, πῆραν τή θεματογραφία τους-ἐκτός ἀπό τόν ἑλληνιστικό κόσμο- ἀπό τούς πρώτους χριστιανούς μάρτυρες καί ἀπό τήν Βίβλο. Τά περισσότερα ἀπό τά παλαιοδιαθηκικά θέματα τῆς νεκρικῆς αὐτῆς ζωγραφικῆς, κυρίως τά συμβολικά, προέρχονται ἀπό γεγονότα ὅπου εἴχαμε καθοριστική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ περιούσιου λαοῦ. Τέτοιες σκηνές ἦταν ἡ παράσταση τοῦ Νῶε μέσα στή Κιβωτό, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Αἰγύπτιου Φαραώ, τοῦ Μωϋσῆ πού κτυπᾶ μέ τή ράβδο τήν πέτρα ἀπ' ὅπου ἀνέβλυσε τό νερό, Τῶν Τριῶν Παίδων ἐν καμίνῳ, τοῦ Δανιήλ στό λάκκο τῶν λεόντων τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς Σωσάννας ἀπό τήν κατηγορία περί μοιχείας, κ.ἄ. Ἐπιπλέον συναντοῦμε τίς παραστάσεις τῶν πρωτοπλάστων μέ τόν ἀρχέκακο ὄφη, τοῦ Ἰώβ, τῆς ἀναλήψεως τοῦ Προφήτη Ἠλία, τοῦ Ἰωνᾶ μέσα στό κῆτος κ.ἄ., πού ἐμφανίζονται ἤδη ἀπό τόν 1ο αἰ.
Οἱ πρῶτες συμβολικές παραστάσεις τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού συχνά συναντῶνται μέσα στίς κατακόμβες τῆς Ρώμης καί ἀργότερα περιλήφθηκαν στό βυζαντινό εἰκονογραφικό πρόγραμμα, δείχνουν τόν ἰχθύ, τήν σκηνή τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τόν γάμο τῆς Κανᾶ, τό Ἐσφαγμένο Ἀρνίο, τήν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τόν Δανιήλ στό λάκκο τῶν λεόντων, τούς τρεῖς Παῖδας ἐν καμίνῳ κ. ἄ. Οἱ παραστάσεις ὅμως αὐτές στίς κατακόμβες δέν ἔχουν ἱστορικό χαρακτῆρα, ἀλλά μόνο συμβολικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ περιπέτεια τοῦ Ἰωνᾶ, μέ τήν παραμονή του στό κῆτος καθώς καί τήν ἔξοδό του ἀπ' αὐτό, πού θεωρεῖται μία ἀπό τίς σπουδαιότερες παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις τῆς τριήμερης Ταφῆς καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Τά παραπάνω θέματα, ἀργότερα ἀναπτύχθηκαν, ἐμπλουτίστηκαν καί διατηρήθηκαν στή μετέπειτα βυζαντινή τέχνη, ἀποτελῶντας μέρος τοῦ καθορισμένου προγράμματος ἁγιογραφήσεως τοῦ ὀρθόδοξου ναοῦ.
Οἱ ἀρχαιότερες σωζόμενες τοιχογραφίες μέ παλαιοδιαθηκική ἀναφορά, πού ἔχουν βρεθεῖ μέχρι σήμερα -ἐκτός ἀπ' αὐτές τῶν κατακομβῶν- τοῦ α΄ τετάρτου τοῦ 3ου αἰ., εἶναι αὐτές πού διακοσμοῦσαν μιά συναγωγή στή Δούρα-Εὐρωπό, μιά μικρή πόλη τῆς δυτικῆς ὄχθης τοῦ Εὐφράτη. Ἐδῶ ἡ παρουσία τοῦ θείου αἰσθητοποιεῖται μέ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό Ναό ἤ τή Διαθήκη, ἀφοῦ ὁ Ἰουδαϊκός νόμος ἀπαγόρευε ὁποιαδήποτε ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ. Στήν ἴδια πόλη, σέ χριστιανικό βαπτιστήριο, βρίσκουμε τοιχογραφίες πού ἀνάγονται στό β΄ τέταρτο τοῦ 3ου αἰ.· σύγχρονες δηλ. μ᾿ αὐτές τῶν ρωμαϊκῶν κατακομβῶν. Ἐδώ, ἐκτός ἀπό καινοδιαθηκικές σκηνές ὅπως ὁ Καλός Ποιμήν καί οἱ Μυροφόρες στόν τάφο τοῦ Κυρίου, βρίσκουμε καί θέματα ἀπό τήν Π.Δ. ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι καί ὁ Δαβίδ μέ τό σπαθί τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ Γολιάθ. Ἡ εἰκονογράφηση τῆς νίκης αὐτῆς τοῦ Δαβίδ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἱστόρηση τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο.
Μέσα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός «ὡμίλησεν διά τῶν προφητῶν». Στό καθολικό τῆς μονῆς τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης, στό θεοβάδιστο ὄρος Σινᾶ, στόν ἴδιο χῶρο μέ τό περίφημο ψηφιδωτό τῆς Μεταμορφώσεως (6ος αἰ.), ὑπάρχουν καί δύο σκηνές ἀπό τό βίο τοῦ Μωϋσῆ πού σχετίζονται μέ τά παλαιοδιαθηκικά γεγονότα πού συνέβησαν στόν ἱερό αὐτό τόπο. Στό ἕνα, ὁ Μωϋσῆς λύνει τά ὑποδήματά του μπροστά στή φλεγομένη ἀλλά μή καιομένη Βάτο καί στό ἄλλο λαμβάνει τό Νόμο στό ὄρος Σινᾶ ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ἀπεικόνιση τῶν δύο αὐτῶν παλαιοδιαθηκικῶν ἐπεισοδίων μαζί μέ τή Μεταμόρφωση, πέρα ἀπό τή σχέση τους μέ τόν τόπο, μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ δύο θεοφάνειες τῆς Π.Δ. θεωροῦνται ἀπεικονίσεις, εἶναι τύπος τῆς θεοφάνειας στό ὄρος Θαβώρ»[4].
Στό μεσαῖο κλίτος τῆς βασιλικῆς τῆς S. Maria Maggiore, ὅπου βρίσκουμε τό σημαντικότερο ψηφιδωτό σύνολο τῆς Ρώμης (432-444 μ.Χ.), ἀπεικονίζονται θέματα τῆς Π.Δ. ὅπως σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί θέματα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ὁ ἀφηγηματικός χαρακτήρας τῶν παραστάσεων αὐτῶν εἶναι ἔντονος. Τά μωσαϊκά αὐτά πρέπει νά θεωρηθοῦν ὅτι ἔχουν σάν πρότυπο εἰκονογραφημένα χειρόγραφα τῆς Π.Δ.[5]. Στόν ἴδιο ναό, στό χῶρο τοῦ ἱεροῦ, στήν ἐμφάνιση τῶν τριῶν Ἀγγέλων στόν Ἀβραάμ, ἡ φωτεινή δόξα περιβάλλει τό μεσαῖο Ἄγγελο, τόν ὁποῖο προσεφώνησε ὁ πατριάρχης, καί θεωρεῖται ὁ Χριστός. Ἡ δόξα ἐδῶ εἶναι «ἔνδειξη θεοφάνειας, τῆς θείας καταγωγῆς Του»[6].
Ἀνάμεσα στά περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Βιταλίου, στή Ραβέννα τῆς Ἰταλίας (540-547 μ.Χ.), συναντοῦμε καί ἀρκετές σκηνές ἀπό τήν Π.Δ. ὅπως ἡ Φιλοξενία τῶν τριῶν Ἀγγέλων ἀπό τόν Ἀβραάμ (Γέν. 18, 1-8) στόν ὁποῖο προανήγγειλαν τή γέννηση τοῦ Ἰσαάκ, ἡ Θυσία τοῦ Ἰσαάκ (Γέν. 22, 1-13), ἡ Θυσία τοῦ Ἄβελ (Γέν. 4, 1-5) καί ἡ προσφορά τοῦ Μελχισεδέκ (Γέν. 14, 18-20). Πάνω ἀπό τά θέματα αὐτά ὑπάρχουν δύο ἰπτάμενοι ἄγγελοι πού κρατοῦν μετάλλιο μέ σταυρό καί ἑκατέρωθεν οἱ προφῆτες Ἱερεμίας καί Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι προεῖδαν τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, καί δύο σκηνές ἀπό τό βίο τοῦ Μωϋσῆ. Πιό πάνω ἀπό τά θέματα αὐτά, εἰκονίζονται οἱ τέσσερεις Εὐαγγελιστές μέ τά σύμβολά τους. «Ἡ ἀπεικόνιση τῶν παραπάνω ἐπεισοδίων ἀπό τήν Π. Διαθήκη ἔγινε ἀντιτυπικά, δηλαδή γιά νά δηλωθεῖ ὅτι τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ πού περιέγραψαν οἱ Εὐαγγελιστές, οἱ ὁποῖοι εἰκονίζονται πάνω ἀπ' αὐτά, προεικονίστηκαν στήν Π. Διαθήκη»[7].
Στούς πλάγιους τοίχους τοῦ ὀκταγωνικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Βιταλίου στή Ραβέννα (περί τό 547 μ.Χ.), ἔχουμε τίς προεικονίσεις τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπως εἶναι οἱ ψηφιδωτές παραστάσεις τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ, τῆς θυσίας τοῦ Ἄβελ καί τοῦ Μελχισεδέκ, σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Μωϋσῆ κ.ἄ. Ἀναφορικά μέ τό Μωϋσῆ, σχετική μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἡ σκηνή πού μέ τή ράβδο του ἔβγαλε νερό ἀπό τήν ἄγονη πέτρα καί ξεδίψασε ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο. Τό θαῦμα αὐτό προτυπώνει τό «καινόν πόμα», πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν ζωηφόρο τάφο τοῦ Κυρίου καί παραπέμπει στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Παραστάσεις μέ θέματα ἀπό τήν Π.Δ. ἔχουμε και σέ εἰκονογραφημένα χειρόγραφα ὅπως στή Γένεση τῆς Ἐθν. Βιβλιοθήκης τῆς Βιέννης (5ος αἰ.), κώδικας στόν ὁποῖο ξεχωρίζουν οἱ μικρογραφίες μέ τά ἐπεισόδια τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Ἠσαῦ, τοῦ Ἰακώβ μέ τό ποίμνιό του καί τοῦ Ἐλιέζερ καί τῆς Ρεβέκκας. Στό ἑλληνικό Εὐαγγέλιο τοῦ Ροσσάνο τῆς Καλαβρίας (6ου αἰ.) ἀξιοσημείωτο ἐδῶ,γιά τό θέμα στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε, εἶναι ὅτι σκηνές ὅπως τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τῆς Κοινωνίας τοῦ Ἄρτου καί τῶν δέκα Παρθένων, ἀκολουθοῦν στό κάτω μέρος τους προφῆτες πού φέρουν ἀνοικτά εἰλητάρια «διά τῶν ἐπιγραφῶν τῶν ὁποίων ὑπενθυμίζεται ἡ πλήρωσις τῆς Π.Δ. διά τῆς Καινῆς»[8]. Χαρακτηριστικό ἐξ ἄλλου τοῦ ἑλληνικοῦ χειρογράφου Λόγων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ (Ἀμβροσιανή Βιβλιοθήκη τοῦ Μιλάνου, ἀρ. 49-50), εἶναι ὅτι ὁ ζωγράφος ἀπεικονίζει πρόσωπα καί γεγονότα κυρίως τῆς Π.Δ., ἐνῶ σχεδόν λείπουν οἱ καινοδιαθηκικές σκηνές. Δίνει ἔτσι περισσότερο σημασία στήν ἀλληγορία. Ἀναφέρουμε ἐπίσης δειγματολειπτικά τό περγαμηνό εἰλητάριο τοῦ 10ου αἰ. τοῦ Βιβλίου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ (Palat. Grec. 431), πού ἀπεικονίζει μέ ἑλληνιστική τεχνοτροπία ἐπεισόδια τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καθώς καί τό Ψαλτήριον τοῦ 10ου αἰ. τῆς Ἐθν. Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (ἀρ. 139), μέ τίς 14 μεγάλες ἀπεικονίσεις, ἐμπνευσμένες ὅλες ἀπό τήν Π.Δ.
Μετά τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό θρίαμβο τῶν ἱερῶν εἰκόνων διά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιβάλλεται μία ἱεραρχική τάξη στά εἰκονογραφικά θέματα. Ὅλα τά θέματα στή μνημειακή ζωγραφική συνιστοῦν τρεῖς εἰκονογραφικούς κύκλους καί ἱστοροῦνται σέ καθωρισμένη θέση στό ναό, κάτι πού γίνεται κανόνας στή βυζαντινή ἁγιογραφία. Οἱ κύκλοι αὐτοί εἶναι ὡς γνωστόν ὁ δογματικός, ὁ λειτουργικός καί ὁ ἱστορικός (ἑορταστικός).
Ἀπό τό θεματολόγιο τῆς Π.Δ., στό δογματικό κύκλο ἀνήκουν οἱ Προφῆτες πού προανήγγειλαν τόν Σωτήρα καί πού βρίσκονται στό τύμπανο τοῦ τρούλλου, ἀμέσως κάτω ἀπό τόν Παντοκράτορα. Λειτουργικό χαρακτῆρα ἔχουν οἱ παραστάσεις τῆς θυσίας τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Μελχισεδέκ, τοῦ Ἀαρών, τοῦ Δανιήλ καί τῶν τριῶν Παίδων, πού συνήθως ἀπεικονίζονται ἐντός τοῦ ἁγίου Βήματος. Ὁ τρίτος κύκλος ἀναπτύσσεται στίς τέσσερεις καμάρες, στούς πλάγιους τοίχους καί στό νάρθηκα τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ.
Στόν τρούλλο, στό τύμπανο καί κάτω ἀπό τό χορό τῶν Ἀγγέλων, συνήθως συναντοῦμε τόν κυκλικό χορό τῶν Προφητῶν, θέμα πού παριστάνεται συχνά, ἤδη ἀπό τή μεσοβυζαντινή ἐποχή. Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Παλαιολόγων καθιερώνεται τό θέμα αὐτό αὐτό σχεδόν ἀποκλειστικά γιά τρουλλαίες ἐκκλησίες[9]. Ἡ εἰκονογράφηση ἐμπνέεται ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου: «ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τά γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καί τοῖς προφήταις καί ψαλμοῖς περί ἐμοῦ» (Λουκ. 24, 44). Ὁ ἀριθμός τῶν Προφητῶν δέν εἶναι σταθερός, καθώς ἐξαρτᾶται ἀπό τό μέγεθος τοῦ τρούλλου. Συνήθως στήν ἱερότερη γιά τούς Ὀρθοδόξους θέση τοῦ ὀρίζοντα, τήν ἀνατολή, εἰκονίζονται τιμητικῶς οἱ Προφῆτες Δαβίδ καί Σολομῶν. Ἡ διάταξη αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι ἄσχετη μέ τή δαβιτική καταγωγή τῆς γενεᾶς τοῦ ἐνανθρωπισμένου Χριστοῦ[10]. Ἄλλωστε ἡ θέση αὐτή τοῦ ναοῦ -κοντά δηλ. στόν Παντοκράτορα- πού ἱστοροῦνται οἱ προφῆτες, πού εἶχαν προαναγγείλει τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ταιριάζει μέ τίς περικοπές τῶν προφητικῶν κειμένων πού ἀναγράφονται στά εἰλητάρια πού κρατοῦν.
Οἱ Προπάτορες, συνήθως παριστάνονται στά πλάγια τύμπανα τῶν κεραιῶν, στά διάστυλα τῶν παραθύρων, δηλαδή στήν ὑψηλότερη θέση μέ ἁγίους[11]. Εἶναι ὁλόσωμοι καί συνήθως κρατοῦν διάφορα λειτουργικά σκεύη, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν εἰδική δράση τοῦ καθενός: ὁ Νῶε, γιά παράδειγμα, κρατεῖ τήν κιβωτό, ὁ Ἀαρών τή ράβδο, ὁ Μελχισεδέκ τό δίσκο καί ὁ Σαμουήλ τό κέρας καί τό θυμιατό.
Στήν ἀψίδα τοῦ ἱεροῦ (ἅγιο Βῆμα), κυρίαρχη παράσταση εἶναι ἡ Παναγία, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν. Στήν Παναγία ὡς «ἔμψυχον κιβωτόν» ἀναφέρονται ὡς προεικονίσεις καί δύο παραστάσεις πού συνήθως πλαισιώνουν τήν εἰκόνα της στούς πλάγιους τοίχους. Ἡ πρώτη σχετίζεται μέ τή μεταφορά τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης στά Ἱεροσόλυμα (Βασιλ. Β΄, 6, 3 κ. ἑξ.): «ἡ Κιβωτός αἱρομένη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ». Ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης, φέρεται σέ ἅμαξα πού σέρνουν δύο βόδια. Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ ἱστορεῖται τό ἑπόμενο ἐπεισόδιο τῆς βιβλικῆς αὐτῆς ἱστορίας: «ἡ Κιβωτός αἱρομένη ὑπό τῶν ἱερέων» μέσα στό ναό τοῦ Σολομῶντος, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων (Παραλ. Α΄. 13, 5 - Βασιλ. Γ΄, 3-4). Τούς ἀκολουθεῖ ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ μέ ἐπικεφαλῆς τόν βασιληᾶ Σολομώντα. Ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ νέα Κιβωτός τῆς χάριτος, πού θεμελιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό μέ τή σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάσταση. Στό Βῆμα, συνήθως στήν καμάρα-ὀροφή τῆς πρόθεσης ἤ σέ κόγχη τοῦ διακονικοῦ, συναντοῦμε καί τήν παράσταση τοῦ Χριστοῦ Ἐμανουήλ, ὡς ἐφηβική ὡραία μορφή, πού σέ μερικές περιπτώσεις πλαισιώνεται ἀπό τέσσερα Χερουβείμ ἤ ζώδια (τετράμορφο). Σέ ἄλλη θέση τοῦ ἱεροῦ, συνήθως ἱστορεῖται μία ἄλλη συμβολική μορφή, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος.
Ἄλλες παραστάσεις πού ἀναφέρονται μέ προεικονιστικό τρόπο στή θυσία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τά βιβλικά θέματα τῆς Θυσίας τοῦ Ἀβραάμ καί τῶν Τριῶν Παίδων ἐν τῇ Καμίνῳ. Σχετική βέβαια μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ ἀπεικόνιση τῆς μορφῆς ἐκείνης πού στάθηκε ἀνάμεσα στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, δηλ. τοῦ Προδρόμου, πού συνήθως κρατᾶ εἰλητάριο μέ κείμενο πού δικαιολογεῖ τήν παρουσία του ἐντός τοῦ ἱεροῦ: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Σκηνές ὅμως προεικονιστικές ἔχουμε καί αὐτήν τῆς Φλεγομένης Βάτου πού ἀναφέρεται στήν Παναγία, καθώς καί τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ (συνήθως στό διακονικό), πού εἶναι ὡς γνωστόν συμβολική τῆς Ἁγ. Τριάδος.
Ἡ σκηνή τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ( Γεν. 18, 1-15) παρουσιάζει τρεῖς ἀγγέλους νά μοιράζονται ἕνα γεῦμα ὑπό τή σκιά πού δίνει ἡ δρύς τοῦ Μαμβρῆ. Αὐτή ἡ σκηνή παίρνει εὐχαριστιακό χαρακτῆρα, ὅταν τοποθετεῖται κοντά στό ἱερό θυσιαστήριο, ἐντός τοῦ ἁγίου Βήματος, τακτική πού συναντᾶται στό βυζαντινό κόσμο ἤδη ἀπό τόν 11ο αἰ.[12] Περιβαλλόμενος ἀπό τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρα, ὁ Ἄγγελος στό κέντρο προεξάρχει τοῦ συμποσίου. Ἡ Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ φανερώνει ὅτι «τέλος τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἡ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ὑπό μορφήν ταπεινοῦ διαβάτου φιλοξενία αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ»[13]. Ὁ μόσχος ἕτοιμος νά σφαγεῖ, παριστάνεται μπροστά ἀπό τό τραπέζι-θυσιαστήριο. Συνήθως, κοντά στή τοιχογραφία αὐτή, πάνω στό ἐμπρόσθιο τοίχωμα, εἰκονίζεται ὁ Ἀβραάμ ἕτοιμος νά θυσιάσει τόν υἱό του Ἰσαάκ· σκηνή πού παραπέμπει στό Χριστό πού δίνει τή ζωή Του γιά ὅλο τόν κόσμο, σέ κάθε θεία Λειτουργία πού γίνεται σέ Ὀρθόδοξο θυσιαστήριο.
Ἡ Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, μία ἀπό τίς πλουσιότερες παραστάσεις τῆς μνημειακῆς ζωγραφικῆς, πού δείχνει συνάμα καί τήν ἀμεσότητα τῆς σχέσης Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης εἶναι ἕνα πολυπρόσωπο θέμα πού συνήθως ἱστορεῖται στίς τράπεζες τῶν μονῶν, καθώς ἀπαιτεῖται εὑρύτητα χώρου γιά νά ἀναπτυχθεῖ.
Ἐξίσου πλούσια εἶναι καί ἡ εἰκονογράφηση ἑνός ἄλλου θέματος μέ παλαιοδιαθηκικές ρίζες ἀλλά ἀναφορά στό βασικότερο μετά τό Χριστό πρόσωπο τῆς Νέας Διαθήκης, τήν Κυρία Θεοτόκο: Ἡ Παναγία καθημένη ἐπί θρόνου, φέρουσα ὡς βρέφος τόν Χριστόν, καί ὑποκάτω τοῦ ὑποποδίου ἡ ἐπιγραφή αὕτη· « Ἄνωθεν οἱ προφῆται σέ προσκυνοῦσιν»· καί γύρωθεν οἱ προφῆται...[14]. Ἄλλες ἀπεικονίσεις στίς ὁποῖες ἔχουμε συνάντηση τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ παράσταση τῆς Εἰς Ἄδου Καθόδου τοῦ Κυρίου καθώς καί τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου· μιᾶς ἑορτῆς ὅπου ἀποκαλύπτεται τό νόημα τῶν παλαιοδιαθηκικῶν προφητειῶν μέ τόν πιό συγκεκριμένο καί σαφή τρόπο.
Ἡ πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο γιά τήν λύτρωσή του ἁγιάζει καί φωτίζει ἐπίσης τόν παλαιοδιαθηκικό ἄνθρωπο, συμπεριλαμβάνοντάς τον μέσα στήν ἐξαγορασμένη ἀνθρωπότητα. «Μποροῦμε τώρα ν᾿ ἀναπαριστάνουμε, μετά τήν σάρκωση, τούς Προφῆτες καί τούς Πατριάρχες τῆς Π.Δ. ὡς μάρτυρες τῆς ἤδη ἐξαγορασμένης ἀνθρωπότητας ἀπό τό αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ»[15].
----------------------------
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, διά χειρός Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.
- Τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Μακκαβαίων. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, διά χειρός Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης. Ἅγιον Ὄρος.
- Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, διά χειρός Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.
- Ἡ ἔξοδος τοῦ Προφήτου Ἰωνᾶ ἀπό τό κῆτος. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759, ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος τοῦ παρεκκλησίου τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου. Ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομον. Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια. Ἅγιον Ὄρος.
καί σέ ἐκτενέστερη μορφή στό περιοδικό ‘‘Ὀρθόδοξη Μαρτυρία’’ τ. 77, Λευκωσία (2005), σ. 78-85, ὑπό τόν τίτλο: Ἡ εἰκονογραφική ἀπεικόνιση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή μνημειακή ζωγραφική.
[1] P.G. 79, σ. 577- 580 (τό ἀπόσπασμα δίνεται ἐδῶ σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση).
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ὠδή στό χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
Ἡ πορεία πρός τή θέωση, ἡ καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί ἡ δι᾿ ἀγώνων κατάκτησή της, ἀποτέλεσε καί ἐξακολουθεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀποτελεῖ τό ἰσχυρότερο ἔρεισμα τῆς ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑπερχιλιετῆ φωτεινή διαδρομή τῶν αἰώνων σέ ὁδούς σωτηρίας, δυσαρίθμητοι ἅγιοι, «φίλοι» δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυκύτατες ἀκτῖνες τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων τους τό πλήρωμα τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση οἱ περισσότερο ἁρμόδιοι νά μιλοῦν γιά τούς ἁγίους καί τήν ἁγιότητα εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μποροῦν νά ἐννοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν σωστά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁγιοπνευματικῆς τους ἐμπειρίας, τά ἔργα καί τά διδάγματα τῶν ἱερῶν ἐκείνων προσώπων πού εἶχαν ἕνα κυρίως σκοπό, τόν ὁποῖο καί πέτυχαν, νά εὐαρεστήσουν τόν Κύριο καί νά ἑνωθοῦν μ᾿ Αὐτόν. Ἐμεῖς, πού δέν ἔχουμε τήν ἁγιότητα καί τά πνευματικά βιώματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀγάπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου κατοικοῦμε στούς ἴδιους ἱερούς τόπους μέ τίς ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές, μποροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκιαγραφήσουμε «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι» κάποια ἀπό τά πλούσια χαρίσματα-καρπούς τῶν πνευματικῶν τους ἀγώνων ἤ τίς φωτισμένες διδασκαλίες τους. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τελευταίους στή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσιακῶν Ἁγιορειτικῶν μορφῶν: «Ἀλήθεια, αὐτά πρέπει νά τά ἔχει πάθει ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά καταλάβει... Μόνο ἐκεῖνος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰσθάνεται...».
Κίνητρο τῶν ἀσκητῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων γιά νά ὑποβληθοῦν σέ ἑκούσιες ταλαιπωρίες καί παντοειδεῖς στερήσεις -ὅπως θά διαπιστώσουμε- δέν ἦταν τό μῖσος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζωῆς», πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή ἐνεργεῖ καί καταφλέγει τήν καρδιά. Θέλησαν νά σταυρωθοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νεκρώσουν τελείως τά πάθη τους, νά ἐνταφιασθοῦν στόν τάφο τῆς ταπεινώσεως καί νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ διά τῆς ἀπαθείας.
Μέ τό σῶμα ἐργάζονταν καί διακονοῦσαν τούς ἀδελφούς τους, μέ τόν νοῦ ὅμως καί τήν καρδιά συνομιλοῦσαν πάντοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρπαζόμενοι σέ ἐκστάσεις καί θεωρίες τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, προγεύονταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν οἱ ἀγαπῶντες τόν Κύριο.
Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
Αὐτοί οἱ κατά προαίρεση μάρτυρες, ἔθεσαν τήν πίστη ὡς ἀκλόνητο θεμέλιο τῆς σωτηρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χάριτος καί θείων ἐμπειριῶν βιοτή τους, μέχρι τίς ἀποκαλυπτικές διοράσεις καί προοράσεις καθώς καί τίς κατανυκτικές διδαχές τους, μαρτυροῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τή συνεχῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλες αὐτές τίς ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους ἔγραψαν ἕνα νέο Γεροντικό, ἀποδεικνύοντας τήν ἀλήθεια καί τή διαχρονικότητα τῶν συναξαριακῶν ἀφηγήσεων καί περιγραφῶν.
Ζώντας οἱ ἴδιοι στό θεῖο γνόφο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, νά διδάξουν τή νοερά προσευχή, νά καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή, νά ἐνισχύσουν στίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς τῶν ἄλλων. Πολλοί ἀπό τούς ἐνάρετους αὐτούς πατέρες στήριξαν ὄχι μόνο πλειάδα ὁ καθένας συνασκητῶν τους καί ἄλλων ἀθωνιτῶν μοναχῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, μεταδίδοντάς τους τό ἦθος τῆς ἁγιορείτικης πνευματικότητας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Μέ τόν πλήρη θεϊκῆς ἐμπειρίας λόγο τους ἄγγιξαν τίς διψασμένες ψυχές, συνδύασαν τό φωτισμένο λόγο μέ τό ζωντανό βίωμα καί μετέφεραν τή θεολογία ἀπό τό στοχασμό στήν προσωπική ζωή. Ἐνέπνευσαν στήν πίστη χιλιάδες ἀνθρώπων ἄλλως χαμένων· παρηγόρισαν ἀπελπισμένες ψυχές· φώτισαν μέ τή σοφία καί τή χάρη τους πλῆθος ἀναζητητῶν τῆς ἀλήθειας. Ἄλλοι, ὅπως ὁ μακαριστός σύγχρονος γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄντλησαν δυνάμεις ἀπό τίς ἀστείρευτες ἁγιορείτικες πηγές γιά λίγα μόνο χρόνια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγκόσμιους ἀναμορφωτές τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐνάρετοι Ἁγιορεῖτες γέροντες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσίων Πατέρων· ἄλλωστε ὁ ἁγιορείτικος χρόνος μόνο μέ τήν αἰωνιότητα θά μποροῦσε νά εἶναι συγχρονισμένος.
Συνάμα οἱ Πατέρες αὐτοί δημιούργησαν καί πνευματικές συγγένειες μέ ὅσους παρέλαβαν τήν ἀσκητική παράδοση πού τούς κληροδότησαν καί μέ τόν πνευματικό τους μόχθο διαφύλαξαν. Ἡ ὄντως ἐντυπωσιακή καί πλούσια χαρισματική προσωπικότητα τοῦ σύγχρονού μας γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλλιεργήθηκε σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁποῖο ἡ πνευματική παράδοση παραμένει αἰσθητή μέχρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώτους οἰκιστές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέχρι τούς τελευταίους ἐνάρετους γέροντες, ὅλοι ἀποτελοῦν μία πνευματική οἰκογένεια, στήν ὁποία τά πάντα εἶναι κοινά: τό ἀσκητικό φρόνημα, τά πνευματικά κατορθώματα, τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα. Ἄλλωστε, ἡ αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἁγιορείτικης παράδοσης ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ αὐθεντικότητα τῆς παράδοσης τοῦ τόπου αὐτοῦ ἔχει θαυμαστή συνέχεια. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς τελευταίους ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶχαν ἄμεση ἤ ἔμμεση πνευματική σχέση μέ τούς πατέρες τῶν προηγουμένων γενεῶν. Ἡ διαμονή τους στούς ἁγιασμένους τόπους ἀσκήσεως τῶν μεγάλων Ἁγιορειτῶν ὁσίων, δημιούργησε ταυτότητα πνεύματος μέ αὐτούς καί τούς παρότρυνε σέ παρόμοια ἀσκητικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ καλύβες, τά σπήλαια καί τά ἀσκητήρια, πού κρέμονται σέ ἀπόκρημνα μέρη, παραμένουν σιωπηλοί μάρτυρες τῆς θαυμαστῆς καί ἰσάγγελης βιοτῆς τῶν Πατέρων, καί γιά μᾶς τούς νεώτερους, διαχρονική πρόσκληση γιά μίμησή τους.
Ἡ ζωή πολλῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γνώρισαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖτες ἁγίους καί τούς λοιπούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες γέροντες ἄλλαξε ριζικά, γιατί ἡ παρουσία τους ἦταν καταλυτική καί σφράγισε τήν ὕπαρξή τους.
Στό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀναφέρεται ὅτι, ἀνάμεσα στά τόσα του χαρίσματα, εἶχε πνεῦμα εἰρηνοποιό τόσο, ὥστε ὅποιος δοκιμαζόταν ἀπό λογισμούς μνησικακίας, μέ τό πού ἀντίκριζε καί μόνο τό γεμᾶτο χάρη πρόσωπό του, εἰρήνευε ἀπό τούς κακούς ἐκείνους λογισμούς.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δείχνεται ἡ συνέχεια τῆς ἀθωνικῆς παράδοσης. Οἱ ἀσκητικές αὐτές μορφές μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἁπλότητας καί τή γνησιότητα τοῦ ἀπαραχάρακτου μοναχικοῦ τους βίου, ἐπαληθεύουν διαρκῶς τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἐπιβεβαιώνουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας, πιστοποιῶντας τή δυνατότητα πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι γιά κοινωνία μέ τόν Θεό καί μετοχή στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ὑψηλή πνευματικότητα τοῦ βίου τῶν ἁγιασμένων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάντοτε δυναμογόνος, ζωντανή καί ζωτική, σπάει τό φράγμα τοῦ χρόνου, προσπερνάει τίς ἀσίγαστες ἱστορικές καταιγίδες καί τίς ἀνθρώπινες περιπέτειες, γιά νά κτυπήσει σάν πνευματικό ξυπνητήρι στό ἀνήσυχο, ὀμιχλῶδες καί ἀνταριασμένο «σήμερα».
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς προηγμένης ψηφιακῆς τεχνολογίας καί τῶν κοσμοϊστορικῶν ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων ἔμαθε νά κατευθύνει τίς μηχανές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑαυτό του. Δυσκολεύεται νά ζήσει ἀνεπηρέαστος ἀπό τά διαλυτικά σύνδρομα τῆς πάσης φύσεως αἰχμαλωσίας. Συντρίβεται σέ ἰδεολογικούς ὀγκόλιθους.
Ἡ ἁγιασμένη πορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καί ἐνάρετων Γερόντων πρός συνάντησή τους μέ τόν Χριστό, ἄς σηματοδοτήσει τό μέλλον μας καί ἄς μᾶς ἐμπνεύσει νά χρωματίσουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «καλόν ἀγῶνα» στά χαρακώματα τῆς θείας ἀγάπης, πού εἶναι «ἀγάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη.
Ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος τῆς θεώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἰώνιος καί ἀσφαλής. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων!
Οἱ ἁγιασμένες Ἁγιορειτικές μορφές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέχρι καί τούς σύγχρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη, ἔφθασαν στόν ἐράσμιο τόπο, πού ὅλοι προσκληθήκαμε νά κατοικήσουμε.
Σέ μᾶς τούς ὑμνητές καί ἐπίδοξους μιμητές τους, ἀντιδωρίζουν ἕνα χαρούμενο φῶς, πού ἄν δέν ἀποτελεῖ τήν πλησμονή τῆς ἀναμενόμενης φωτοχυσίας, ὅμως εἶναι μιά παράκληση ἑωθινοῦ φάους, πού προμηνύει τήν ἀνατολή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)