τοῦ Δικαίου τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἡ ὑπόθεση τῆς Εἰρήνης εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀμφιβολία ἀπό τά πιό καυτά
προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ὅλοι κατανοοῦμε πώς τυχόν ὑποβάθμισή του σημαίνει
ἀμέσως αὔξηση τῆς πιθανότητας γιά ἕνα πλανητικό ὁλοκαύτωμα. Κι αὐτή ἡ
πιθανότητα φαίνεται νά ἔχει μεγαλώσει τίς τελευταῖες ἡμέρες, στήν Εὐρώπη τοῦ
ἔτους 2022.
Τά θλιβερά γεγονότα πού συμβαίνουν μέ τόν πόλεμο στήν Οὐκρανία, μέ τίς
ἑκατόμβες τῶν θυμάτων, ἀνάμεσά τους καί ἀνυπεράσπιστων μικρῶν παιδιῶν, μέ τήν
καταστροφή μιᾶς ὁλόκληρης χώρας, μέ τίς προσφυγικές ροές ἐκατομμυρίων
προσφύγων, τήν καταπάτηση βασικῶν πτυχῶν τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου καί τίς
ἀπρόβλεπτες συνέπειες στή ροή τῆς ἱστορίας, ὑπογραμμίζουν τά παραπάνω.
Μέ ἀφορμή αὐτόν τόν καταστροφικό πόλεμο, ἔχει ἀναπτυχθεῖ σ᾿ ὁλόκληρο σχεδόν τόν κόσμο ἕνα μεγάλο φιλειρηνικό κίνημα. Ἡ Εἰρήνη ὅμως δέν ἑδραιώνεται μόνο μέ μεγαλειῶδεις πορεῖες ὑπέρ τῆς Εἰρήνης καί μεγαλόστομες διακηρύξεις ἐναντίον τοῦ Πολέμου, οὔτε εἶναι ἀποκλειστικά ἕνας τρόπος συνύπαρξης λαῶν χωρίς πόλεμο, ἀλλά προπάντων ἀνάβρυσμα πίστης καί ἐλπίδας μιᾶς ἀνθρωπότητας πού θά πρέπει νά συναρμοστεῖ ἑκούσια σέ σῶμα Χριστοῦ.
Ἰδιαίτερα, οἱ Χριστιανοί, ἀκόμη κι ἄν
ἀποκλείονταν ὅλοι οἱ πόλεμοι, πάλι δέν θά μπορούσαμε νά ζήσουμε χωρίς Εἰρήνη: «Ὁ ζητῶν εἰρήνην, Χριστόν ἐκζητεῖ, ὅτι Αὐτός
ἐστίν ἡ εἰρήνη, ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ Αὐτοῦ, εἴτε τά ἐν
οὐρανοῖς εἴτε τά ἐπί τῆς γῆς», γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας διαβεβαιώνει ὅτι αὐτή ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα
τῆς ἀνθρωπότητας ἀναζωπυρώνεται στίς ψυχές μας μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων πρός
τόν εἰρηνοποιό Χριστό.
Εἰδικότερα, στά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων βρίσκεται ἐνοικοῦσα ἡ θεία Χάρη. Καθώς μᾶς διδάσκει ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρώπινη φύση του κατά τήν τριήμερη ταφή του, ἔτσι καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θεώνει τούς Ἁγίους, δέν βρίσκεται στά σώματά τους μόνο κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, ἀλλά συνεχίζει νά ἐνοικεῖ στά ἱερά λείψανά τους καί μετά τόν βιολογικό τους θάνατο.
Οἱ Ἅγιοι
παραμένουν πνευματοφόροι ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους, ἀλλά καί μετά
τήν κοίμησή τους. Ἔτσι, ἡ τιμητική προσκύνηση στά λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι τιμή
πρός τούς ἴδιους τούς Ἁγίους. Οἱ πιστοί, ἀσπαζόμενοι μέ εὐλάβεια καί πίστη τά ἱερά λείψανα καί τιμώντας αὐτούς πού δόξασαν μέ τή ζωή
τους τόν Θεό, φθάνουν μέσα ἀπό τόν προσωπικό τους ἀγώνα στό σημεῖο νά ἐφελκύουν
τή χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στίς ἀσθένειες καί τίς δοκιμασίες τους.
Στήν Ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων καί εἰδικότερα στό σεπτό Κυριακό της, ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα, πρίν λίγες ἡμέρες, μέ τό ξέσπασμα τοῦ πολέμου, οἱ Καυσοκαλυβίτες πατέρες ἔψαλλαν τόν Παρακλητικό Κανόνα πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί πρός τόν ἅγιο ὁσιομάρτυρα Παχώμιο τόν Ρῶσο, τοῦ ὁποίου ἀποτμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου φυλάσσονται στή Σκήτη.
Ἡ ἐκ Ρωσίας καταγωγή τοῦ ἁγίου αὐτοῦ νεομάρτυρα ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι γεννήθηκε στά μέρη τῆς Οὐκρανίας ὅπου σήμερα διαδραματίζονται τά θλιβερά πολεμικά γεγονότα τῶν ἡμερῶν μας, στάθηκαν ἡ ἀφορμή γιά τήν ἐπιλογή τοῦ ἁγίου Παχωμίου ὡς πρεσβευτοῦ πρός τόν Κύριο γιά τήν εἰρήνη στήν Εὐρώπη.
Ὅμως, τόν ἅγιο Παχώμιο θά μποροῦσαν νά ἐπικαλεστοῦν καί οἱ λοιποί πιστοί, λόγω τῆς εἰδικῆς του σχέσης μέ τούς δύο ὀρθόδοξους λαούς πού αὐτή τή στιγμή ἀλληλοσπαράζονται στήν κοινή ἱστορική τους κοιτίδα, στή γῆ πού ποτίζουν τά ὁρμητικά νερά τοῦ Δνείπερου.
Στή συνέχεια τοῦ ἄρθρου μας καί γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν,
πού θά θελήσουν νά ἐπικαλεστοῦν τόν ἅγιο Παχώμιο στίς δύσκολες αὐτές στιγμές, παραθέτουμε
ἀπό τήν ἀσματική Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου τό Ἀπολυτίκιο καί τό Κοντάκιο, καθώς καί
τόν συνοπτικό του Βίο καί τό Μαρτύριο, πού ἔχουμε συντάξει βάσει τῶν πηγῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ Ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς
προγυμνασθείς ἐν τῶ Ἄθῳ,
τάς νοητάς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις,
τῇ πανοπλίᾳ ὥλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ.
Εἶτα δέ πρός ἄθλησιν ἀνδρικῶς ἀπεδύσω
καί τελέσας ἄριστα μαρτυρίου τόν
δρόμον,
ὑπό Χριστοῦ ἐστέφθης ἀθλητά,
ὁσιομάρτυς Παχώμιε ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς
σοῖς λειψάνοις
καί τελοῦσιν ἔνδοξε, σεπτήν σου μνήμην εὐλαβῶς,
δίδου αὐτοῖς τά αἰτήματα,
ὁσιομάρτυς Παχώμιε ἔνδοξε.
Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος ὁ Ρῶσος
Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (+12 Ἀπριλίου
1730) κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο
ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν
θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς
δεύτερης στήν τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθωνα, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διακονία
του στήν Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτης Νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές ἐξίσου
σημαντική καί δυναμογόνος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, στό Νέον Μαρτυρολόγιον, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου
Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος, «...διά τήν ὑπεράνθρωπον πολιτείαν του καί
τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος.
Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό († 19 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο († 11 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο († 7 Μαΐου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν
καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί στήν Καλύβη του.
Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος, πού ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς τρεῖς ὑποτακτικούς τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, γεννήθηκε γύρω στά 1670 στήν «κάτω Ρωσία», στήν περιοχή τῆς σημερινῆς νότιας Οὐκρανίας, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς πού κατά τή βάπτισή του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Προκόπιος. Σέ ἡλικία δεκαπέντε περίπου ἐτῶν αἰχμαλωτίστηκε ἀπό Τατάρους ἐπιδρομεῖς, κατά τή διάρκεια τοῦ μεγάλου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου ἐπί Πέτρου τοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου (1672-1725), καί πουλήθηκε σέ Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τόν μετέφερε στήν πατρίδα του, τό Οὐσάκι τῆς περιοχῆς τῆς Φιλαδέλφειας Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ τό ἀφεντικό του τοῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῆς βυρσοδεψίας, ἐνῶ παράλληλα, χρησιμοποιώντας βασανιστήρια καί παντοειδεῖς στερήσεις, τόν πίεζε νά ἀλλαξοπιστήσει. Εἰκοσιεπτά χρόνια αἰχμαλωσίας ὑπέμεινε ὁ Προκόπιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σταθερός καί ἀκλόνητος στήν εὐσέβεια, ὥσπου στό τέλος ὁ ἀφέντης του βλέποντας καί θαυμάζοντας τήν πίστη του τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀσθένησε. Τότε,
ἐκμεταλλευόμενοι τό γεγονός αὐτό γνωστοί του Τοῦρκοι πού τόν ἐπισκέφθηκαν,
διέδωσαν ψευδῶς ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί θέλησε νά γίνει Τοῦρκος καί γι’
αὐτό τοῦ φόρεσαν τούρκικα ἐνδύματα. Μόλις ὅμως ὁ Προκόπιος συνῆλθε ἀπό τήν
ἀσθένειά του, ἔβγαλε τά ροῦχα αὐτά καί ἀναχώρησε γιά τή χώρα τῆς μετανοίας, τό
Ἅγιον Ὄρος, γύρω στά 1712.
Στή Νέα Σκήτη τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου, ὅπου
ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε, ὑποτάχθηκε στόν πνευματικό Ἰωσήφ, πού ἀσκεῖτο σέ
ἡσυχαστήριο, στοῦ ὁποίου τήν τοποθεσία, ἀργότερα, τό 1802, ἱδρύθηκε ἡ καλύβη
Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπό τόν μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Θεοφάνη (+ 1805). Ὁ Ἰωσήφ τόν
ἔκειρε σύντομα μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Παχώμιος. Μετά ἀπό 12 χρόνια
ἀσκήσεως ἀναχώρησε γιά τά Καυσοκαλύβια, γύρω στά 1724, ὅπου ὑποτάχθηκε ἐπί 6
χρόνια στόν ἱδρυτή τῆς Σκήτης ὅσιο Ἀκάκιο.
Στά Καυσοκαλύβια, μέ τίς εὐχές καί νουθεσίες
τοῦ Ὁσίου καί μέ ἀπερίγραπτο πνευματικό ἀγώνα ἔγινε τύπος καί παράδειγμα τῆς
μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγωνιώντας ὅμως μήπως κατά τόν καιρό τῆς ἀσθένειάς του στό
Οὐσάκι εἶχε πράγματι βγεῖ ἀπό τό στόμα του ἄθελά του ἐκεῖνος ὁ λόγος τῆς
ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός θά εἶχε εἰπωθεῖ ἀσυναίσθητα καί χωρίς
τόν ἔλεγχο τῆς βούλησής του, ἄρχισε νά ἐπιθυμεῖ σφόδρα τό μαρτύριο.
Μετά ἀπό τή διαπίστωση τόσο τοῦ ὁσίου
Ἀκακίου ὅσο καί ἄλλων πνευματικῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅτι ὁ πόθος τοῦ
Παχωμίου γιά τό μαρτύριο ἦταν κατά Θεόν, ἀποφασίστηκε ἡ ἀναχώρησή του γιά τόν
τόπο τῆς ὁμολογίας του. Συνοδίτης στή μαρτυρική του πορεία ἦταν ὁ πρῶτος του
γέροντας ἱερομόναχος Ἰωσήφ Νεασκητιώτης. Ὅταν ἔφθασαν στό Οὐσάκι, ὁ μέν Ἰωσήφ
κατέλυσε σ᾿ ἕνα κοινό πανδοχεῖο, ὁ δέ Παχώμιος, ἀφοῦ πρῶτα ἐπισκέφθηκε τήν
οἰκία τοῦ πρώην ἀφέντη του, κατέληξε στό παζάρι ὅπου καί τόν ἀναγνώρισαν
γνωστοί του Ἀγαρηνοί. Αὐτοί, φοβούμενοι μήπως ἦρθε γιά νά ξαναβρεῖ τήν
περιουσία του, τόν ἅρπαξαν καί τόν ἔσυραν στό δικαστήριο τοῦ τόπου, δέρνοντας
καί ὑβρίζοντάς τον καθ᾿ ὁδόν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι ἀπό Μουσουλμάνος
ξανάγινε Χριστιανός, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀπ᾿ ἐκεῖ,
ὁ δρόμος γιά τό πολυπόθητο μαρτύριο ἦταν ἤδη ἀνοικτός. Οἱ παρόντες στό
δικαστήριο συκοφάντες, ἀφοῦ ἔδεσαν σάν κακοῦργο τόν Παχώμιο, ἄρχισαν νά τόν
σέρνουν πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης, ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τή μαρτυρική πομπή
συνόδευαν Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι μέν τόν ἔβριζαν καί τόν
ἐνέπαιζαν, ἄλλοι τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἄλλοι τόν ἐνέπτυαν
στό πρόσωπό του καί τόν ἐκολάφιζαν. Ἀρκετοί δέ ἀπό τούς Χριστιανούς,
προσευχόμενοι μέσα στήν καρδιά τους, τόν παρότρυναν νά ἐγκαρτερήσει μέχρι
τέλους καί νά ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, τόν ὁποῖο ἔλαβε κατά τήν ἑβδόμη
τοῦ μηνός Μαΐου, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ὁ συνοδίτης τοῦ Ἁγίου,
ἱερομόναχος Ἰωσήφ, μαθαίνοντας τά γενόμενα, παίρνοντας τόν δρόμο τῆς
ἐπιστροφῆς, πέρασε ἀπό τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί εἶδε τό τρισόλβιο λείψανο νά
κεῖται στή βαμμένη μέ τό αἷμα του γῆ.
Μετά τρεῖς ἡμέρες Χριστιανοί πῆραν τό ἱερό
λείψανο καί τό ἐνταφίασαν στήν ἁγιοτόκο μικρασιάτιδα γῆ. Κάποια μάλιστα
Χριστιανή πού βασανιζόταν ἀπό ἡμικρανία, ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε τή βοήθεια τοῦ ἁγίου
Παχωμίου καί ἔχρισε μέ τό αἷμα του τήν κεφαλή της, ἐλευθερώθηκε ἀμέσως καί γιά
πάντα ἀπό ἐκείνους τούς δυσβάστακτους πόνους. Καί τόσο μεγάλη εὐλάβεια ἔτρεφε
ἀπό τότε στόν Ἅγιο, ὥστε ἔγραψε πρός τούς πατέρες τῶν Καυσοκαλυβίων, πού τόν
γνώριζαν, καί ζήτησε νά ἱστορήσουν γιά λογαριασμό της τήν εἰκόνα του. Ὅταν τήν
ἔλαβε, μέ λαμπρότητα καί εὐλάβεια τελοῦσε κάθε χρόνο τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου
Παχωμίου. Τόσο στό Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσο καί στήν
καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ὅπου ἀσκήθηκε ὁ Ἅγιος, τίθενται γιά προσκύνηση ἱερά
λείψανά του.
Δικαῖος τῆς
Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος