Τά Καυσοκαλύβια πανηγύρισαν τόν πρῶτο οἰκιστή τους ὅσιο
Μάξιμο Καυσοκαλύβη
Τήν μνήμη τοῦ ὁσίου
Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ἑόρτασαν οἱ πατέρες τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, τήν
Τετάρτη 13/26 Ἰανουαρίου 2022. Τηρώντας ὅλους τούς ἀναγκαίους περιορισμούς,
λόγω τῆς πανδημίας, οἱ Καυσοκαλυβίτες μοναστές, μαζί μέ πατέρες τῶν γύρω ἡσυχαστηρίων, τίμησαν τήν μνήμη τῆς
Κοιμήσεως τοῦ πρώτου οἰκιστοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων (13 Ἰανουαρίου 1365/70) μέ
πανηγυρική ὁλονύκτιο ἀγρυπνία στό Κυριακό τῆς Σκήτης.
Ἔτσι τό πρόσφατα χιονισμένο
τοπίο τοῦ Ἄθωνα ζεστάθηκε μέ τίς προσευχές τῶν δεομένων πατέρων, οἱ ὁποῖες ἑνώθηκαν
μέ τήν φλόγα τῆς ἁγιασμένης ψυχῆς τοῦ ὁσίου Μαξίμου, πού ὡς καιομένη λαμπάδα
στέκεται δίπλα στόν θρόνο τοῦ Παντοκράτορος, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα γιά τούς
πατέρες τῆς Σκήτης καί ὅλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί γιά ὅλους ὅσοι ἐπικαλοῦνται
τήν χάρη του. Εἰδικά στίς δύσκολες καταστάσεις πού βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα λόγω τῆς
ὑγειονομικῆς κρίσης.
Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας
ἡμέρας τελέστηκε ὁ μεθέορτος Ἑσπερινός τῆς Ἑορτῆς, πού συμπληρώθηκε μέ τό
Μνημόσυνο τῶν Κτητόρων τῆς Σκήτης, ἐνῶ, μεθεορτίως, Θεία Λειτουργία τελέστηκε
καί στό πανηγυρίζον παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, τῆς ὁμώνυμης ἔρημης
καλύβης τῆς Σκήτης.
Μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορταστικῶν
αὐτῶν ἐκδηλώσεων, ὁ Δικαῖος τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος γέροντας Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης
εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστότοπου ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ καί ἰδιαίτερα σέ ὅσους εὐλαβοῦνται τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη, νά ἔχουν πάντοτε πρέσβη πρός τόν
Κύριο καί ἐμπνευστή του στόν ἀγώνα τῶν ἀρετῶν τόν μεγάλο αὐτόν καθηγητή τῆς ἀθωνικῆς
ἐρήμου.
Οἱ φωτογραφίες
προέρχονται ἀπό τήν Πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, κατά τήν μνήμη τοῦ
ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη 13/26 Ἰανουαρίου 2022.
Μικρό Συναξάρι
τοῦ Δικαίου τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Τριάδος, Παταπίου μοναχοῦ
Ὁ ὅσιος Μάξιμος θά μποροῦσε νά
θεωρηθεῖ ὡς ἡ «διαπρεπέστερη ἁγιορείτικη ἀσκητική μορφή καθ᾿ ὅλους τούς
αἰῶνες», κατά ἕναν ἐπιφανῆ ἱστορικό, καί ἔχει μεγάλη ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
Γεννήθηκε περί τό 1270-75 στή Λάμψακο τῆς ἀσιατικῆς πλευρᾶς τοῦ Ἑλλησπόντου. Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ποθώντας τόν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἀναχώρησε ἀπό τό πατρικό του σπίτι γιά τό ὄρος Γάνος τῆς Θράκης, ὅπου καί ἐκάρη μοναχός. Mετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του ὁ Μάξιμος ἀναχώρησε γιά ἕνα ἄλλο σπουδαῖο μοναστικό κέντρο πού βρισκόταν στά ὅρια Θράκης καί Μακεδονίας, τό Παπίκιο Ὄρος. Μέ τήν μετακίνησή του αὐτή ὁ ὅσιος Μάξιμος ἐγκαινίασε μία ὁλόκληρη σειρά ἀνάλογων μετακινήσεων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑπόμενη περίοδο.
Ἀπό τό Παπίκιο ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε
πρός τήν Κωνσταντινούπολη γιά προσκύνημα. Ἦταν ἡ ἐποχή πού βασίλευε
ὁ Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328), ὁ ὁποῖος γνώρισε τόν Ὅσιο
καί ἀπό τότε τόν καλοῦσε συχνά στό παλάτι. Στήν Πόλη ὁ Ὅσιος δέν παρέλειψε
νά συναναστρέφεται μέ τόν τότε Πατριάρχη ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Α΄
(1289-1293, 1303-1311), πού τοῦ πρότεινε ἐπανειλημμένα νά ἐγκαταβιώσει
σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού ἐκεῖνος εἶχε ἱδρύσει στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ὅσιος ὅμως προτίμησε νά ζεῖ ὡς διά Χριστόν σαλός, ἀγρυπνώντας σέ
μιά στοά τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν.
Ἀπό τή Βασιλεύουσα ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρός στό Ἅγιον Ὄρος, πού ἔμελλε νά εἶναι τό ἐνδιαίτημά του γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Ἀρχικά ὁ Ὅσιος κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου διακόνησε καί ὡς ψάλτης ἀφοῦ κατεῖχε τήν ψαλτική τέχνη, καταφέρνοντας νά ψάλλει μέν μέ τό στόμα του, μέ τήν καρδιά του δέ νά προσεύχεται νοερῶς. Ἀφοῦ πέρασε ἕνα ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα στή Λαύρα, ὁ Ὅσιος ἀναχώρησε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη «ἔρημο», πού ἐκτείνεται στούς νότιους πρόποδες τοῦ Ἄθωνα. Ἐρέθισμα γιά τή μετακίνησή του αὐτή στάθηκε ἕνα ὄνειρο πού εἶδε τρεῖς φορές, μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἡ Θεομήτωρ βρεφοκρατοῦσα τοῦ εἶπε: «Δεῦρο, πιστότατε Μάξιμε, ἀκολούθει μοι». Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος βεβαιώθηκε ὅτι δέν πρόκειται γιά ἀπάτη τοῦ διαβόλου παρά γιά θεϊκή ὀπτασία, ὁ Ὅσιος ξεκίνησε γιά τήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος παρέμεινε μόνος γιά τρία ἡμερόνυκτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα γιά μία ἀκόμα φορά, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: Δέξαι κατὰ δαιμόνων ἰσχύν, ὁ σεπτὸς ἀθλοφόρος καὶ κατοίκει ἀτρόμως ἐπὶ τὰ τοῦ Ἄθωνος πρόσποδα. Τοῦτο γάρ σοι ὁ ἐξ ἐμοῦ τεχθεὶς ἀσπόρως χαρίζεται, ἵνα ὁδηγήσῃς πολλοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν αὐτοῦ θείων προστάξεων.
Ἔτσι ὁ ὅσιος Μάξιμος, ὑπακούοντας στή
Θεοτόκο, ἄρχισε νά περιπλανᾶται σ᾿ ὅλη τή δύσβατη αὐτή περιοχή,
στήν ὁποία οἱ συνθῆκες τόν χειμώνα εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολες. Γιά ἕνα
διάστημα ἔμεινε καί κοντά στή θάλασσα,
στή σημερινή τοποθεσία τῶν Καυσοκαλυβίων. Στόν Βίο τοῦ
ὁσίου Ἀκακίου, ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀναφέρεται
ὅτι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατοίκησε στό Σπήλαιο ὅπου παλαιότερα κατοικοῦσε
ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Πιθανότατα σ᾿ αὐτήν τήν περίοδο
τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος ἄρχισε ἐκείνη τή δραστηριότητα ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως
φαίνεται νά ἐντυπωσίασε τούς συγχρόνους του καί τοῦ ἔδωσε τήν προσωνυμία
του «Καυσοκαλύβης», καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν εἶχε κατασκευάσει
καί μετακομίζοντας ἀλλοῦ, μόλις γινόταν γνωστή ἡ κατοικία του.
Ὁ Ὅσιος συνέχισε τόν «πλάνητα» αὐτόν βίο γιά δέκα περίπου χρόνια καί μετά, ἀκολουθώντας τίς συμβουλές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἔπαψε νά καίει τίς καλύβες του καί ἔμεινε σταθερά σ᾿ ἕναν τόπο. Στό κελλί ἐκεῖνο, πού βρισκόταν στήν εὐρύτερη λαυριωτική περιοχή τή λεγόμενη «τοῦ κύρ Ἠσαΐου», ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ εἶχε προείπει τό τέλος του σέ κάποιον μοναχό, καί ἐτάφη σέ πέτρινο μνῆμα πού ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του, σέ ἡλικία ἐνενήντα πέντε ἐτῶν, στίς 13 Ἰανουαρίου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. Σ᾿ αὐτήν τήν τελευταία του κατοικία ἦταν πού ὁ ὅσιος Μάξιμος ὑποδέχθηκε, περί τό 1350, τούς βυζαντινούς συμβασιλεῖς Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) καί Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1347-1352) καθώς καί τόν οἰκουμενικό πατριάρχη ἅγιο Κάλλιστο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1363), περί τό ἔτος 1363, καί περί τῶν ὁποίων οἱ προρρήσεις του ἐπαληθεύτηκαν μέ ἀκρίβεια.
Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Μαξίμου εἶναι γεμᾶτος ἀπό θαυμαστές ἐνέργειές του, προοράσεις καί διοράσεις καί θεραπεῖες ἀσθενῶν, δαιμονισμένων κ. ἄ., μέ ἀποκορύφωμα τό ὄντως ἐντυπωσιακό καί ὑπερφυσικό πού ἀποκάλυψε ὁ δεύτερος βιογράφος του ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλούμενος τόν Θεό ὡς μάρτυρα διηγήθηκε ὅτι «ἰδίοις ὄμμασιν» εἶδε «ἱπτάμενον τόν ὅσιον καί ὑπόπτερον καί διαέριον» νά ἔρχεται πρός αὐτόν ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
Σημαντική εἶναι καί ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἡ ὁποία συνοψίζεται κυρίως στόν διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν μεγάλο ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία, καθώς ἀποτελεῖ τή διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπ᾿ ἐκεῖνα τῆς πλάνης. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λόγῳ τῆς σπουδαιότητας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμπεριλήφθηκε ἀπό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φιλοκαλία.
ΤΟ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗ |
Ἀκούγοντας ἕνας μοναχός τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν
Καυσοκαλυβίτη νά ἐξυμνεῖ συνεχῶς τίς ἀρετές τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἔλαβε
τήν εὐλογία ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο καί ἔκτισε στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης
παρεκκλήσι στή μνήμη τοῦ ὁσίου Μαξίμου, στά 1732. Πρόκειται γιά τόν παλαιότερο
σωζόμενο ναό στά Καυσοκαλύβια. Σήμερα, μετά τήν πρόσφατη σχεδόν ἐκ βάθρων ἀνακαίνισή
του, τό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου λειτουργεῖται συχνά καί συνεχίζει νά
στέκεται ἀκλόνητο πάνω στά βράχια γιά νά μᾶς θυμίζει τό ὄντως ὑπερφυσικό στοιχεῖο
ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὅτι ὁ Ὅσιος, δαμάζοντας τά πάθη του, εἶχε ἀποτινάξει
τή γήινη βαρύτητα καί μποροῦσε νά ἵπταται.