Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΑΝ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΟΙΚΙΣΤΗ ΤΟΥΣ ΑΓ.ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗ

Τά Καυσοκαλύβια πανηγύρισαν τόν πρῶτο οἰκιστή τους ὅσιο Μάξιμο Καυσοκαλύβη

  Τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ἑόρτασαν οἱ πατέρες τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, τήν Τετάρτη 13/26 Ἰανουαρίου 2022. Τηρώντας ὅλους τούς ἀναγκαίους περιορισμούς, λόγω τῆς πανδημίας, οἱ Καυσοκαλυβίτες μοναστές, μαζί μέ πατέρες  τῶν γύρω ἡσυχαστηρίων, τίμησαν τήν μνήμη τῆς Κοιμήσεως τοῦ πρώτου οἰκιστοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων (13 Ἰανουαρίου 1365/70) μέ πανηγυρική ὁλονύκτιο ἀγρυπνία στό Κυριακό τῆς Σκήτης.

  Ἔτσι τό πρόσφατα χιονισμένο τοπίο τοῦ Ἄθωνα ζεστάθηκε μέ τίς προσευχές τῶν δεομένων πατέρων, οἱ ὁποῖες ἑνώθηκαν μέ τήν φλόγα τῆς ἁγιασμένης ψυχῆς τοῦ ὁσίου Μαξίμου, πού ὡς καιομένη λαμπάδα στέκεται δίπλα στόν θρόνο τοῦ Παντοκράτορος, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα γιά τούς πατέρες τῆς Σκήτης καί ὅλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί γιά ὅλους ὅσοι ἐπικαλοῦνται τήν χάρη του. Εἰδικά στίς δύσκολες καταστάσεις πού βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα λόγω τῆς ὑγειονομικῆς κρίσης.

  Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας τελέστηκε ὁ μεθέορτος Ἑσπερινός τῆς Ἑορτῆς, πού συμπληρώθηκε μέ τό Μνημόσυνο τῶν Κτητόρων τῆς Σκήτης, ἐνῶ, μεθεορτίως, Θεία Λειτουργία τελέστηκε καί στό πανηγυρίζον παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, τῆς ὁμώνυμης ἔρημης καλύβης τῆς Σκήτης.

  Μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορταστικῶν αὐτῶν ἐκδηλώσεων, ὁ Δικαῖος τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος γέροντας Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστότοπου ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ καί ἰδιαίτερα σέ ὅσους εὐλαβοῦνται τόν ὅσιο Μάξιμο τόν  Καυσοκαλύβη, νά ἔχουν πάντοτε πρέσβη πρός τόν Κύριο καί ἐμπνευστή του στόν ἀγώνα τῶν ἀρετῶν τόν μεγάλο αὐτόν καθηγητή τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου.

 Οἱ φωτογραφίες προέρχονται ἀπό τήν Πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, κατά τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη 13/26 Ἰανουαρίου 2022.
























Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁΚαυσοκαλύβης 

Μικρό Συναξάρι 

τοῦ Δικαίου τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Τριάδος, Παταπίου μοναχοῦ

     ὅσιος Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ «διαπρεπέστερη ἁγιορείτικη ἀσκητική μορφή καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες», κατά ἕναν ἐπιφανῆ ἱστορικό, καί ἔχει μεγάλη ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.


 Γεν­νή­θη­κε περί τό 1270-75 στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του.   Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, πο­θών­τας τόν βί­ο τῆς ἀσκήσεως, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι γιά τό ὄ­ρος Γά­νος τῆς Θράκης, ὅ­που καί ἐκάρη μο­να­χός. M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο πού βρι­σκό­ταν στά ὅ­ρια Θρά­κης καί Μα­κε­δο­νί­ας, τό Πα­πί­κιο Ὄ­ρος. Μέ τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ἐγ­και­νί­α­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη σει­ρά ἀ­νά­λο­γων με­τα­κι­νή­σε­ων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑ­πό­με­νη πε­ρί­ο­δο.

   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ Ὅσιος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή πού βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328), ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Ὅ­σιο καί ἀ­πό τό­τε τόν κα­λοῦ­σε συ­χνά στό πα­λά­τι. Στήν Πό­λη ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται μέ τόν τό­τε Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311), πού τοῦ πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Ὅ­σιος ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά ζεῖ ὡς διά Χρι­στόν σα­λός, ἀ­γρυ­πνών­τας σέ μιά στο­ά τοῦ να­οῦ τῶν Βλα­χερ­νῶν.

   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρός στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἀρ­χι­κά ὁ Ὅσιος κοι­νο­βί­α­σε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα, ὅ­που δι­α­κό­νη­σε καί ὡς ψάλ­της ἀφοῦ κα­τεῖ­χε τήν ψαλ­τι­κή τέ­χνη, καταφέρνοντας νά ψάλ­λει μέν μέ τό στό­μα του, μέ τήν καρ­διά του δέ νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς. Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στή Λαύ­ρα, ὁ Ὅ­σιος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη «ἔ­ρη­μο­», πού ἐ­κτεί­νε­ται στούς νό­τιους πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θωνα. Ἐ­ρέ­θι­σμα γιά τή με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή στά­θη­κε ἕ­να ὄ­νει­ρο πού εἶ­δε τρεῖς φο­ρές, μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­μή­τωρ βρε­φο­κρα­τοῦ­σα τοῦ εἶ­πε: «Δεῦ­ρο, πι­στό­τα­τε Μά­ξι­με, ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι»­. Ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου πα­ρά γιά θε­ϊ­κή ὀπτα­σί­α, ὁ Ὅ­σιος ξε­κί­νη­σε γιά τήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θωνα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πα­ρέ­μει­νε μό­νος γιά τρί­α ἡ­με­ρό­νυ­κτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο βρε­φο­κρα­τοῦ­σα γιά μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά, ἡ ὁποία τοῦ εἶ­πε: Δέ­ξαι κα­τὰ δαι­μό­νων ἰ­σχύν, ὁ σε­πτὸς ἀ­θλο­φό­ρος καὶ κα­τοί­κει ἀ­τρό­μως ἐ­πὶ τὰ τοῦ Ἄ­θω­νος πρό­σπο­δα. Τοῦ­το γάρ σοι ὁ ἐξ ἐ­μοῦ τε­χθεὶς ἀ­σπό­ρως χα­ρί­ζε­ται, ἵ­να ὁ­δη­γή­σῃς πολ­λοὺς πρὸς ἐκ­πλή­ρω­σιν τῶν αὐ­τοῦ θε­ί­ων προ­στά­ξε­ων.

   Ἔ­τσι ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πα­κού­ον­τας στή Θε­ο­τό­κο, ἄρ­χι­σε νά πε­ρι­πλα­νᾶ­ται σ᾿ ὅ­λη τή δύ­σβα­τη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή, στήν ὁ­ποία οἱ συν­θῆ­κες τόν χει­μώ­να εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα ἔ­μει­νε καί κον­τά στή θάλ­α­σσα,  στή ση­με­ρι­νή το­πο­θε­σί­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων. Στόν Βί­ο τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου, ἱ­δρυ­τοῦ τῆς σκή­της τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­κά­κιος κα­τοί­κη­σε στό Σπή­λαι­ο ὅ­που παλαιότερα κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης. Πι­θα­νό­τατα σ᾿ αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅσιος ἄρ­χι­σε ἐ­κεί­νη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται νά ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τούς συγ­χρό­νους του καί τοῦ ἔ­δω­σε τήν προ­σω­νυ­μί­α του «Καυ­σο­κα­λύ­βης», καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες πού ὁ ἴ­διος πρίν εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει καί με­τα­κο­μί­ζον­τας ἀλ­λοῦ, μό­λις γι­νό­ταν γνω­στή ἡ κα­τοι­κί­α του.

   Ὁ Ὅσιος συ­νέ­χι­σε τόν «πλά­νη­τα» αὐ­τόν βί­ο­ γιά δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια καί με­τά, ἀ­κο­λου­θών­τας τίς συμ­βου­λές τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Σι­να­ΐ­του, ἔ­πα­ψε νά καί­ει τίς κα­λύ­βες του καί ἔ­μει­νε στα­θε­ρά σ᾿ ἕ­ναν τό­πο. Στό κελ­λί ἐ­κεῖ­νο, πού βρι­σκό­ταν στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λαυριωτική πε­ρι­ο­χή τή λε­γό­με­νη «τοῦ κύρ Ἠ­σα­ΐ­ου», ἐ­κοι­μή­θη ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­εί­πει τό τέ­λος του σέ κά­ποι­ον μο­να­χό, καί ἐ­τά­φη σέ πέ­τρι­νο μνῆ­μα πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­ήν­τα­ πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. Σ᾿ αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ἦ­ταν πού ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὑ­πο­δέ­χθη­κε, πε­ρί τό 1350, τούς βυ­ζαν­τι­νούς συμ­βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γο (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νό (1347-1352) κα­θώς καί τόν οἰκουμενικό πα­τριά­ρχη  ἅγιο Κάλ­λι­στο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1363), πε­ρί τό ἔ­τος 1363, καί πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προρ­ρή­σεις του ἐ­πα­λη­θεύ­τη­καν μέ ἀ­κρί­βεια.

   Ὁ βί­ος τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­πό θαυ­μα­στές ἐ­νέρ­γει­ές του, προ­ο­ρά­σεις καί δι­ο­ρά­σεις καί  θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων κ. ἄ., μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σια­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ δεύ­τε­ρος βι­ο­γρά­φος του ὅσιος Θε­ο­φά­νης Περιθεωρίου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λού­με­νος τόν Θε­ό ὡς μάρ­τυ­ρα δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι «ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σιν» εἶ­δε «ἱ­πτά­με­νον τόν ὅ­σιον καί ὑ­πό­πτε­ρον καί δι­α­έ­ριον» νά ἔρχεται πρός αὐτόν ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.

                                                                                                       Σημαντική εἶναι καί ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἡ ὁποία συνοψίζεται κυρίως στόν διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν μεγάλο ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία, καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τή δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π᾿ ἐκεῖνα τῆς πλά­νης. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε ἀ­πό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φι­λο­κα­λί­α.



      



ΤΟ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗ

  κούγοντας ἕνας μοναχός τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη νά ἐξυμνεῖ συνεχῶς τίς ἀρετές τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἔλαβε τήν εὐλογία ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο καί ἔκτισε στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης παρεκκλήσι στή μνήμη τοῦ ὁσίου Μαξίμου, στά 1732. Πρόκειται γιά τόν παλαιότερο σωζόμενο ναό στά Καυσοκαλύβια. Σήμερα, μετά τήν πρόσφατη σχεδόν ἐκ βάθρων ἀνακαίνισή του, τό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου λειτουργεῖται συχνά καί συνεχίζει νά στέκεται ἀκλόνητο πάνω στά βράχια γιά νά μᾶς θυμίζει τό ὄντως ὑπερφυσικό στοιχεῖο ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὅτι ὁ Ὅσιος, δαμάζοντας τά πάθη του, εἶχε ἀποτινάξει τή γήινη βαρύτητα καί μποροῦσε νά ἵπταται.