Παταπίου μοναχοῦ
Καυσοκαλυβίτου
«Ἄν
πεθάνεις
πρίν πεθάνεις,
δέν θά πεθάνεις
ὅταν πεθάνεις»
ἤ, μέ ἄλλα λόγια,
πῶς ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, πού γιά μᾶς τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς, αἰώνες τώρα, εἶναι καθημερινή ὑπόθεση, φέρνει δίψα
γιά οὐρανό καί ἀθανασία·
γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ξέσπασμα ζωῆς, πού οἱ συντεταγμένες του βρίσκονται στήν
αἰωνιότητα.
Γιατί, τί ἄλλο παρά φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου εἶναι κατά βάθος ἡ
ἀληθινή μοναχική ζωή; Φιλοσοφία γιά τά ἐντός καί τά ἐκτός τοῦ χρόνου τῆς
ὕπαρξης· γιά ἀνέσπερους
κόσμους ἐν τάφῳ...
Ἄς προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε
τό θέμα μας μέ συνοδοιπόρους τούς ἀσκητές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀφορμή μας
θά σταθεῖ ἕνα πράγμα, τό ὁποῖο ἐκ νεότητος μᾶς εἶχε συγκινήσει ἀλλά καί
βοηθήσει στήν πορεία γιά τήν βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Πρόκειται γιά μία ἐπιγραφή, πού τήν βλέπει κανείς ἀκόμη καί σήμερα,
κάπου ἀνηρτημένη στό ἀρχονταρίκι μιᾶς ἁγιορείτικης μονῆς ἤ μιᾶς σκητιωτικῆς καλύβης, καί ἡ ὁποία δημιουργεῖ προβληματισμούς, σκέψεις καί
ὁπωσδήποτε... θέμα γιά συζήτηση τό βράδυ μεταξύ τῶν ἐφήμερων ἐνοίκων τοῦ
ξενῶνα.
Τό σταυροαναστάσιμου χαρακτῆρα κείμενό της, πού ἐκ πρώτης ὄψεως θυμίζει
λογοπαίγνιο, εἶναι τό ἑξῆς:
«Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις».
Καί βέβαια, ἔχοντας πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες στή μοναχική ζωή, τώρα, μέ
τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐπιγραφή θέλει περίπου νά πεῖ
ὅτι: ὅταν πεθάνεις γιά τόν κόσμο καί γιά
τά τοῦ κόσμου καί καταφέρεις νά νεκρώσεις τά πάθη σου, πρίν ἀκόμη ἔλθει ἡ ὥρα
τοῦ βιολογικοῦ σου θανάτου, δέν θά πεθάνεις ὀντολογικά ὅταν ἔλθει αὐτή ἡ ὥρα,
ἀλλά θά ζήσεις αἰώνια· μιά πού ἡ κάθαρση καί ἀπαλλαγή
ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τή σωτηρία σου.
Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαραίτητη ἐργασία τοῦ μοναχοῦ πού θέλει νά
νεκρωθεῖ γιά τόν κόσμο, καθώς αὐτή ὁδηγεῖ σέ θερμή καί πραγματική μετάνοια καί
καθαρίζει τή ψυχή ἀπό τά πάθη.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης διηγεῖται στό
περίφημο ἔργο του Κλῖμαξ γιά τόν σύγχρονό του μοναχό Ἡσύχιο ὅτι: «ζοῦσε ἀμελέστατα χωρίς τό παραμικρό ἐνδιαφέρον
γιά τήν ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη νά ἀσθενήσει πολύ βαριά καί νά φθάσει
στό σημεῖο ὥστε ἐπί μία ὥρα ἀκριβῶς νά φαίνεται ὅτι πέθανε. Συνῆλθε ὅμως πάλι,
ὁπότε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νά φύγουμε ἀμέσως. Καί ἀφοῦ ἔκτισε τήν πόρτα τοῦ
κελιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια χωρίς νά μιλήσει καθόλου μέ
κανέναν. Ὅλο αὐτό τό διάστημα δέν γευόταν τίποτ’ ἄλλο ἐκτός ἀπό ψωμί καί νερό.
Καθόταν μόνον ἐκστατικός μπροστά σ’ ἐκεῖνα πού εἶδε στήν ἔκστασή του. Τόσο πολύ
σκεπτικός, ὥστε ποτέ πλέον δέν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασή του. Ἦταν πάντοτε σάν
ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καί συνεχῶς θερμά δάκρυα. Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα
τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τήν πόρτα καί εἰσήλθαμε μέσα. Καί ἀφοῦ πολύ τόν
παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο μᾶς εἶπε: ‘’Συγχωρήστε με, ἀδελφοί. Αὐτός πού γνώρισε
τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δέν θά μπορέσει πλέον ποτέ νά ἁμαρτήσει’’. Κι ἐμεῖς
θαυμάζαμε βλέποντας τόν ἄλλοτε ἀμελέστατο νά ἔχει μεταμορφωθεῖ τόσο ἀπότομα μέ
τήν μακαριστή αὐτή ἀλλαγή καί μεταμόρφωση. Ἀφοῦ τόν θάψαμε μέ εὐλάβεια στό
κοιμητήριο πού βρίσκεται κοντά στό κάστρο, ὕστερα ἀπό μερικές μέρες ἀναζητήσαμε
τό ἅγιο λείψανο, ἀλλά δέν τό βρήκαμε. Μέ
τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο ὁ Κύριος πληροφόρησε πόσο εὐάρεστα δέχθηκε τήν
ἐπιμελημένη καί ἀξιέπαινη μετάνοιά του».
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀφ’ ἑνός συγκρατεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τάση του γιά ἁμαρτία, ἀφ’ ἑτέρου τόν παρακινεῖ νά καλλιεργήσει τήν ἀρετή. Διδάσκει σχετικά ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας: «Τρία πράγματα ἀποκτᾶ μέ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι αὐτά πού συντηροῦν ὅλες τίς ἀρετές: Τό πένθος, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες του καί ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου του. Διότι ὅποιος καθημερινά συλλογίζεται τόν θάνατο καί λέγει στόν ἑαυτό του ‘’Μόνο τή σημερινή ἡμέρα ἔχω νά ζήσω σ’ αὐτόν τόν κόσμο’’, αὐτός ποτέ δέν θά ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἐλπίζει νά ζήσει πολλά χρόνια, θά ἐμπλακεῖ σέ πολλές ἁμαρτίες».
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε στούς μαθητές του: «Γιά νά μήν πέφτουμε σέ
ἀμέλεια γιά τή σωτηρία μας, καλό εἶναι νά συλλογιζόμαστε διαρκῶς τόν λόγο τοῦ
ἀποστόλου Παύλου ‘’καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω’’»·
νά ζοῦμε δηλαδή σάν νά πεθαίνουμε κάθε ἡμέρα». Καί ἐξηγεῖ ὁ ‘’καθηγητής τῆς
ἐρήμου’’ συνεχίζοντας τό λόγο του: «Κάθε μέρα ὅταν ξυπνήσουμε νά σκεπτόμαστε
ὅτι δέν θά βραδιάσουμε. Καί ὅταν πρόκειται νά κοιμηθοῦμε νά σκεπτόμαστε ὅτι δέν
θά ξυπνήσουμε, ἀφοῦ ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μας εἶναι ἀπό τή φύση της ἄγνωστη. Ἄν
ἔτσι σκεπτόμαστε, οὕτε θά ἁμαρτήσουμε, οὔτε θά ἐπιθυμήσουμε τίποτε, οὔτε θά
ὀργιστοῦμε μέ κανέναν, οὔτε θά μαζέψουμε θησαυρούς στήν γῆ. Ἀντίθετα,
περιμένοντας τόν θάνατο καθημερινά, θά ἐπιδιώξουμε τήν ἀκτημοσύνη καί θά
συγχωροῦμε ὅλα σέ ὅλους».
Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καθώς
γράφει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος «ἡ πρώτη ἔννοια τήν ὁποίαν τοποθετεῖ ἡ θεία
φιλανθρωπία στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὁδηγεῖ τήν ψυχή στή ζωή εἶναι ἡ
ἐνθύμηση τοῦ θανάτου. Στό λογισμό αὐτό ἀκολουθεῖ μέ φυσικό τρόπο ἡ καταφρόνηση
τοῦ κόσμου καί ἀπό τό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει στόν ἄνθρωπο κάθε ἀγαθή κίνηση πού
τόν ὁδηγεῖ στή ζωή». Καί συνεχίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Τοῦτο τόν λογισμό πολύ τόν
μισεῖ ὁ διάβολος καί γι’ αὐτό προσπαθεῖ μ’ ὅλες του τίς δυνάμεις νά τόν
ἐκριζώσει ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἄν τοῦ ἦταν δυνατόν, θά ἔδινε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά
βασίλεια τοῦ κόσμου, μόνο καί μόνο γιά νά ἐξαφανίσει ἀπό τό νοῦ του, μέ τούς
περισπασμούς, αὐτόν τό λογισμό. Κι αὐτό γιατί γνωρίζει ὁ δόλιος ὅτι, ἐάν ὁ
λογισμός αὐτός παραμείνει στόν ἄνθρωπο, δέν στέκεται πιά ὁ νοῦς του σ’ αὐτόν
τόν ψεύτικο κόσμο, οὔτε μποροῦν νά τόν πλησιάσουν οἱ δαιμονικές πανουργίες».