Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ



Υπάρχει ένα βουνό στην Βόρειο Ελλάδα, στην Χαλ­κιδική· είναι η αθωνική χερσόνησος, το γνωστό Άγιον Όρος, το ωραία προσωνυμούμενο Περιβόλι της Παναγίας με τα είκοσι μοναστήρια, τις δεκατρείς σκήτες, τα τριακόσια κελλιά, τούς χίλιους οκτακόσιους μοναχούς, την υπερχιλιόχρονη ιστορία, τις χίλιες άγιες τράπεζες, τις χιλιάδες βυζαντινές εικόνες, τα εκατοντάδες τετρα­γωνικά αγιογραφημένων τοίχων από τον Πανσέληνο, τον Θεοφάνη, τον Τζώρτζη, τα χιλιάδες εικονογραφημέ­να χειρόγραφα, τα παλαίτυπα, τα βυζαντινά έγγραφα, τα τιμιοξυλα τ’ αργυροχρυσοδεμένα, τα μυροβλύζυντα άγια λείψανα, τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας της Οικονόμισσας, της Πορταίτισσας, του Άξιον εστι, της Παραμυθίας, της Γλυκοφιλούσας, της Τριχερούσας,  της Οδηγήτριας, της Γερόντισσας, της Γοργοϋπηκόου, τα σήμαντρα, τα τάλαντα, τις καμπάνες, τα στασίδια, τα κομποσχοίνια, τους Όρθρους, τα Μεσονυκτικά, τ’ Από­δειπνα, τις καθημερινές Θείες Λειτουργίες, τους Χαιρετι­σμούς, τις αγρυπνίες, τις λιτανείες, τούς αγιασμούς, τις μελέτες, τις συγγραφές, τις δεήσεις, τις γονυκλισίες, τις μετάνοιες, τις χαμαικοιτίες, τις μνημονεύσεις χιλιάδων ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων, τα μνημόσυνα, τα κόλλυβα, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα, τους επίχρυσους πολυ­ελαίους, τα ακοίμητα κανδήλια, τα κεντημένα σάβανα, τούς πολύπτυχους μανδύες, τα συνοδικά, τ’ αρχονταρίκια, τα τεριρέμ, τα μεγαλυνάρια, τα δοξαστικά, τα πασαπνοάρια, τ’ ανοιξαντάρια, τα κυριελέησον, τις δο­ξολογίες, τούς στολισμούς, τα ευαγγέλια, τον δικέφαλο, την αρετή, την ταπείνωση, την αγιότητα, την «ένδοξη αδοξία» που έλεγε ένας άγιος, τον πλούτο της πενίας, την έρημο, την φάτνη, την γη, το σπήλαιο, τον ερημίτη, την ησυχία, τη σιωπή, το μυστήριο, τη Θεοτόκο, τον Ιωσήφ, τον Χριστό, τη Βηθλεέμ, τον χιονισμένο Άθωνα… Απόψε, Χριστός γεννάται, δοξάσατε.

Χριστούγεννα στο Άγιον Όρος σημαίνει, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να θέλεις να γιορτάσεις και συ, καθώς όλα γιορτάζουν, να θέλεις να ευφρανθείς και να πανηγυρίσεις. Aν, καθώς λέγει ο αββάς Ησαΐας, «μοναχός έστί ό άει χαίρων», πόσο μάλλον σήμερα, πού γεννιέται o Χριστός και για τον κάθε Αγιορείτη, όπως και για τον κάθε άνθρωπο.
Ο μοναχός έχει μια συνεχή, θερμή, προσωπική κι αλη­θινή σχέση με τον Χρίστο. Έτσι, αγρυπνώντας την εξαί­σια νύχτα των Χριστουγέννων στο Καθολικό της μονής του, στο Κυριάκο της σκήτης του, στο ερημικό του κελλί, μετά από μακρά νηστεία και προσεκτική προετοιμασία, ακούει τους ταπεινούς ψάλτες των αναλογίων ως βηθλεεμικούς αγγέλους και γίνεται ένα με τους αγραυλούντες ποιμένες. Δέχεται το «επί γης ειρήνη» που χαρίζει στις καθαρές ψυχές ο Ειρηνοδότης Θεός και θυμάται τους εξαίσιους λόγους του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ:
«Βρες την ειρήνη στην καρδιά σου και χιλιάδες κό­σμος θα σωθεί»!
Θωρεί τους λαμπρώς φορεμένους παπάδες, με τα ερυ­θρά λιβανοκαπνισμένα άμφια ως αγγέλους ειρήνης και φωτός, που έρχονται στην κατά το δυνατόν ευτρεπισμένη καρδιά του που γίνεται σπήλαιο, για να κατοικήσει εκεί Αυτός που δεν τον χωρούν οι ουρανοί των ουρανών.

 Μετατίθεται η Βηθλεέμ με την κοινή Θεία Μετάληψη των αγρυπνούντων μοναχών στις ψυχές τους. Το νόημα όλο της μεγάλης εορτής είναι σε αυτή τη Θεία Λειτουργία της ωραίας νύχτας, της όντως άγιας νύχτας. Έτσι, η πο­λύωρη αγρυπνία δεν κουράζει, γίνεται πηγή αληθινής χα­ράς. Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, ψάλλουν όλοι μαζί, εκ βαθέων, ολοψύχως, ολοθέρμως, και το εννο­ούν και το κατανοούν και το βιώνουν και το διαλαλούν μυστικά και σιωπηλά στα βάθη τής καρδιάς τους…
Ενώπιον της εικόνας της Γεννήσεως τού Χριστού με τ’ ολόχρυσο φόντο, την Παναγία Μητέρα στο μέσο με τον σπαργανωμένο Χριστό να θερμαίνεται από τα ζώα της φάτνης, τον Ιωσήφ σκεφτικό, τους μάγους να προ­σφέρουν τα δώρα, τους αγγέλους να ψέλνουν τον ύμνο της ειρήνης στους ταπεινούς ποιμένες των προβάτων και το υπέρλαμπρο άστρο στον ουρανό να μηνύει το εξαίσιο θαύμα, αντικρίζουμε το μεγαλείο της πίστης στον εορτάζοντα, καθώς όλα έξω ησυχάζουν, σκεπασμένα από το χιόνι.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΑΘΩΝΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1839 (Β)

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος Επιστολή,  
Διακηρύχθεισα παρα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Κυρίου Γρηγορίου και της περι Αυτόν Ιεράν Σύνοδον, κατά των ήδη  αναφανεισών Λατινικών Καινοτομιών και τις Επιστολή του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως περί αυτών.
(Κωνσταντινούπολη 1839), (μέρος B')
















ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (1866 - 19 Δεκεμβρίου 1956)

Κατά κόσμον ονομαζόταν Απόστολος Κοντός του Στυλιανού και της Αμερσούδας. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Βρυσσί Μυ­τιλήνης. Το 1885 ήλθε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων και υποτάχθηκε στον Γέροντα Νικόδημο (+1907) της Καλύβης των Αγίων Πάντων, από τον οποίο έμαθε και την τέχνη της αγιογραφίας. Αργότερα όμως έμαθε το εργόχειρο της ξυλογλυπτικής, στην οποία σύντομα προόδευσε κατα­πληκτικά. Εκάρη μοναχός το 1887.
Τα ξυλογλυπτικά έργα του, με πολύπλοκες παραστάσεις, πολυπρόσωπα, λεπτότατα και αριστοτεχνικά τον έκαναν φημισμένο και μακριά από τον Άθωνα. Επί 15 χρόνια σκάλιζε περίτεχνα μία «Δευτέρα Παρουσία» και επί 10 χρόνια μια αριστουργηματική «Σταύρωση», που βρίσκεται στην Αμερική, και άλλη, που φυλάγεται στο συνοδικό της Μ. Λαύρας. Έργα του κοσμούν αίθουσες ανακτόρων. Η λεπτή του τέχνη είχε κάτι από τη λεπτότητα, υπομονή και ευγένεια της καθαρής καρδιάς του. Ο ηγούμενος του Παρακλήτου αρχιμανδρίτης Χερουβείμ, που τον συνάντησε το 1938, γράφει περί αυτού: «Η καλλιτεχνική του ψυχή ήταν αγιασμένη από την άσκηση. Την εργασία του την συνόδευε πάντοτε η νηστεία και η προσευχή. Στο πρόσωπό του έβλεπες τον άνθρωπο που ζούσε μόνο για τον Θεόν και τον υπηρετούσε με την λε­πτή, την λεπτοτάτη τέχνη του. Όταν τον εγνώρισα, ήταν περίπου εβδομήντα ετών. Καθόταν σταυροπόδι επάνω σ’ ένα μιντέρι. Γύρω του είχε σκορπισμένα τα εργαλεία. Στα χέρια κρατούσε ένα κομμάτι τσιμισίρι, ξύλο που συνήθως χρησιμοποιούν οι ξυλογλύπται. Τα μάτια του ήσαν φωτεινά, σαν μικρού παιδιού. Το λευκό του πρόσωπο χωρίς καμμία γεροντική ρυτίδα ακτινοβολούσε, ενώ η άσπρη του γενειάδα τον έκα­νε περισσότερο σεβάσμιο. Όλους όσοι είχαν την ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσουν, τους συνέπαιρνε. Τα σοφά του λόγια έβγαιναν από μία αγιασμένη καρδιά». Ο Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης στο περίφημο Λαυσαϊκόν του αναφέρει περί αυτού: «Η σημερινή δόξα και του Αγίου Όρους καύχημα, είναι ο λαμπρός και περί την αρετήν θαυμαστός καλλιτέχνης Αρσένιος, γέρων ογδοηκοντούτης ήδη με παιδικήν χάριν και αγαθότητα». Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, που τον επισκέφθηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη το 1914, γράφει στο ημερολόγιό του: «Πηγαίνομε έπειτα στον ξυλογλύπτη Αρσένιο που κάνε το εγκόλπιο των Καρύων, τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτοδίδακτος άρχισε από μικρούς άξεστους σταυρούς. Δούλεψε 15 χρόνια τη Δευτέρα Παρουσία. Σε κάθε πρόσωπο έδωκε έκφραση. Στην όψη του έχει σταλαγμένο το φως της εργασίας. Στο μικρό του δωμάτιο όλα τα σύνεργα της τέχνης του. Το κοτσύφι του. Τρώει σμυρτιά απ’ το χέρι, κουκκί κισσού, ζυμάρι. Μια πίστη στον άνθρωπο».
Ο π. Αρσένιος μετά την κοίμηση του Γέροντός του Νικοδήμου και μία καταστρεπτική νεροποντή μετακινήθηκε στην Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, όπου απέκτησε ευλογημένη κι ευλαβή τετραμελή συνοδεία. Η ζωή του Γέροντος Αρσενίου κύλησε όλη ήρεμη και ήσυχη. Αγάπησε την άσκηση, τη σιωπή, τη νήψη. Πάντοτε πριν να κοινωνήσει, αγρυπνούσε. Ζούσε αθόρυβα και ταπεινά. Η ψαλμωδία του και η ανάγνωσή του ήταν κατανυκτική. Φιλόπονος, φίλεργος, φιλότιμος πάντοτε, έφθανε να εργάζεται 14 ώρες την ημέρα. Σκυμμένος δίπλα σ’ ένα ανοιχτό πα­ράθυρο τεχνουργούσε τα ιερά και τα όσια.
Την τελευταία τριετία έχασε το φως του. Έπαθε ημιπληγία, αγκύλωση των άκρων κι έμεινε κλινήρης. Διατηρούσε όμως έως τέλους πλή­ρη διαύγεια πνεύματος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.12.1956. Έζησε 70 χρόνια στα Καυσοκαλύβια. Μετέβη στα θυμηδέστερα και κρείττονα για να ψάλλει και να τεχνουργεί τα μεγαλεία του Θεού.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σ. 56. Χε­ρουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 32-34. 
Αγγέλου Σικελιανού, Το Αγιορειτικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1988, σσ. 202-204. 
Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγή­σεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 20013, σσ. 192-195.
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.557-560 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011