Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
ΤΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
Μέρος Α (17ος-18ος αί.)
Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Μακεδονικά, τεῦχος 36 (2007) σελ. 65-96.
Τα περισσότερα από τα έργα τέχνης πού φυλάσσονται σήμερα στην αγιορείτικη Σκήτη Αγίας Τριάδος των Καυσοκαλυβίων1 και τήν ευρύτερη περιοχή της, προέρχονται από τον 18ο κυρίως αιώνα, δπως εξάλλου συμβαίνει και στο σύνολο της αθωνικής χερσονήσου. Τήν εποχή άλλωστε αυτή ιστορήθηκαν με τοιχογραφίες τόσο ο Κυριάκος ναός (δεύτερο μισό 18ου αί.) όσο και τα παρεκκλήσια των Καλυβών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1759) και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (1777).
Ή ζωγραφική αυτή δραστηριότητα θα πρέπει να συνδεθεί με τή γενικότερη πνευματική άνθηση, κατά τό δεύτερο κυρίως μισό του 18ου αί. στο Αγιον Όρος, ή οποία ανιχνεύεται κυρίως κατά τήν περίοδο της φιλοκαλικής αναγέννησης πού εκδηλώθηκε με αφορμή τό νεοησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων (αρχή τό 1754)2.
Παράλληλα όμως δυτικίζουσες καλλιτεχνικές επιρροές ακόμη και στην εκκλησιαστική τέχνη άρχισαν να ανησυχούν τήν Εκκλησία και ιδιαίτερα τό πλέον μαχόμενο τμήμα της, τους μοναχούς. Ό συντηρητικός χαρακτήρας της μεταβυζαντινής τέχνης συνυφαίνεται μέ τή διδασκαλία των ιεροπρεπών Κολλυβάδων, ή οποία φαίνεται τελικά να επικρατεί. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι τήν εποχή πού ιστορήθηκαν οι περισσότεροι ναοί τών Καυσοκαλυβίων ήταν σέ πλήρη εξέλιξη ή διαμάχη γύρω από τα ζητήματα των μνημοσυνών και της συνεχούς μεταλήψεως, στα όποια, ας μη λησμονούμε, πνευματικός αρχηγός από την πλευρά των Κολλυβάδων -κατά την πρώτη φάση τους- ήταν ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ο Πελοποννήσιος ο εξ Ιουδαίων (f περ. 1784), πρώτος σχολάρχης της Άθωνιάδος Σχολής3.
Στη συνέχεια θα κάνουμε μία περιδιάβαση στα τοιχογραφημένα παρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων4, περιοριζόμενοι στα πλαίσια της παρούσας μελέτης σ' εκείνα της περιόδου 17ου-19ου αι. Τα παρεκκλήσια αυτά, όπως συμβαίνει άλλωστε σ' όλη τή Σκήτη, είναι αναπόσπαστο τμήμα τών Καλυβών και συνήθως τα κτίσματα τους αποτελούν επέκταση προς ανατολάς τού κεντρικού κτιρίου τής Καλύβης.
Στή μελέτη αυτή γίνεται μία συνοπτική περιγραφή τού εικονογραφικού προγράμματος τών παρεκκλησίων, ενώ συγχρόνως επισυνάπτονται οι υπάρχουσες ιστορικές ειδήσεις για τους κτίτορες καθώς και τους ζωγράφους πού τα ιστόρησαν. Ό υπογράφων τήν παρούσα μελέτη θα εΐναι ευτυχής, εάν το αποτέλεσμα τής πολυετούς αυτής ερευνάς του σταθεί κίνητρο ώστε τα αξιόλογα αυτά μεταβυζαντινά μνημεία να τύχουν μελέτης από ειδικότερους επιστήμονες.
Το παρεκκλήσι της Υπαπαντής τον Κελίον τον 'Αγίον Νείλον
Στα ανατολικά τών Καυσοκαλυβίων, στην περιοχή τού Κελιού τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, γνωστότερου ώς τού «Άγιου Νείλου», και σε μικρή απόσταση από το βασικό κτίριο τού Κελιού, βρίσκεται το εντός μεταγενέστερου κτιρίου ναΐδριο τής Υπαπαντής τού Χριστού.
Στο εσωτερικό τού στενόχωρου αυτού παρεκκλησίου σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών, πού κατά τήν παράδοση αποδίδονται στον κτίτορα τού ναύδρίου, δσιο Νείλο τον Μυροβλύτη (+ 1651)5, ο όποιος ασκήθηκε σε παρακείμενο σπήλαιο. Σύμφωνα με τον Βίο του, ο Όσιος κατείχε τή ζωγραφική τέχνη, τήν οποία εξασκούσε και πριν έλθει στον 3Άθω. 'Άλλωστε στο ιερό Βήμα τού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, στο ϊδιο Κελί, φυλάσσεται εικόνα τής Θεοτόκου 'Οδηγήτριας, πού αποδίδεται κι αυτή στον όσιο Νείλο (είκ. 1). Μεταξύ τών σπαραγμάτων τών τοιχογραφιών διακρίνεται σαφέστερα ή Γέννηση τού Χριστού (είκ. 2).
Στή θέση τού σημερινού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου πού κτίστηκε το 19086, υπήρχε παλαιότερος ναός πού καταστράφηκε από τον σεισμό του 1905, και ήταν κατάγραφος. Σύμφωνα μέ άποτειχισμένη μαρμάρινη επιγραφή7, ο ναός άνηγέρθη από τον ιερομόναχο Πελάγιο8 το 1745. Ή επιγραφή όμως δέν αναφέρει κάτι σχετικά μέ τήν αγιογράφηση. Σύμφωνα πάντως μέ τον επίσκοπο Πορφύριο Ούσπένσκι, ο ναός ιστορήθηκε τό 17529. Άς δούμε πώς περιγράφει τον ναό ο ρώσος περιηγητής και ιστορικός:
Πέρασα μία νύκτα στη σκήτη [τών Καυσοκαλυβίων] καί το πρωΐ ξεκίνησα για τη Λαύρα. Σε μισή ώρα φθάσαμε στο κελλί τον ήσνχαστή Νείλου. Οι αδελφοί με πήγαν στην εκκλησία τους, ή οποία κτίστηκε πριν το 1744 (δταν τήν είδε ο Μπάρσκν) καί καθαγιάστηκε στή μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ή μικρή εκκλησία είναι ζωγραφισμένη το 1752. Στον τοίχο είχε ζωγραφιστεί ο άγιος Νείλος, κρατώντας ενα χαρτί πού λέει: «αδελφοί, τα δπλα του μονάχου είσιν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύνη και ή κατά Θεόν υπακοή....»10.
Στον σημερινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκονται τρεις φορητές εικόνες, έργα των οποίων προτείναμε την απόδοση στον ευρύτερο κύκλο του ιερομόναχου Παρθενίου του εκ Φουρνα των Άγραφων11 και των μαθητών του. Οι εικόνες αυτές προέρχονται από τό τέμπλο του κατεδαφισμένου ναού πού επανατοποθετήθηκε στο νέο παρεκκλήσι.
Είναι πολύ πιθανόν ο ζωγράφος των παραπάνω φορητών εικόνων να ιστόρησε και τους τοίχους του κατεδαφισθέντος ναού, όπως έχει συμβεί και μέ τις άλλες περιπτώσεις έργων τών οποίων προτείναμε την απόδοση στον παραπάνω ζωγράφο και τό εργαστήριο του, όπως ο κυρίως ναός του Κυριακού τών Καυσοκαλυβίων, τό παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στην ϊδια σκήτη, τό παρεκκλήσι του Άγιου Στεφάνου του ομώνυμου Κελιού - εξαρτήματος της μονής Άγιου Παντελεήμονος στην περιοχή τών Καρυών και τό πιθανότερο του παρεκκλησίου τού Τιμίου Προδρόμου (γνωστό και ώς «Προδρομάκι») στον περίβολο της δεύτερης (χρονολογικά) Άθωνιάδος Σχολής, στις Καρυές.
Σύμφωνα μέ διηγήσεις τού γέροντος Μεθοδίου πού μόνασε στο κελί αυτό (έγινε μοναχός τό 1927), τα σπαράγματα τών τοιχογραφιών μαζί μέ τους σοβάδες από τον κατεδαφισθέντα ναό, οι παλαιότεροι Πατέρες συγκέντρωσαν και έθαψαν σέ τόπο κοντά στο κοιμητήρι τού Κελιού. Στο σημερινό Κελί, οι εκεί πατέρες φυλάσσουν μικρό σπάραγμα τοιχογραφίας (τμήμα προσώπου), από τα προαναφερθέντα σπαράγματα. Χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να διαπιστωθεί ή συγγένεια της τέχνης τών σπαραγμάτων αυτών μ' εκείνη τού εργαστηρίου τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων.
Το παρεκκλήσι 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου καί ο ζωγράφος του μοναχός Μητροφάνης ο Χίος
Ή καλύβη τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου (είκ. 3) είναι μία από τις ιστορικότερες στή σκήτη Καυσοκαλυβίων. Τήν καλύβη πού πριν κατείχε ο ιερομόναχος Παρθένιος Άγιοαρτεμίτης ο πνευματικός12 άνεκαίνισε ο έπί σης ιερομόναχος και πνευματικός Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης από την Άγιάσο της Λέσβου13 το 1766. Ό Παΐσιος, χαρισματική φυσιογνωμία με πολλές και σημαντικές γνωριμίες στην Κωνσταντινούπολη, εΐχε οργανώσει κοινοβιακά τη δεκαμελή συνοδεία του, αν και ζοΰσε σέ σκήτη. Χωρίς να εγκαταλείψει τελείως τα Καυσοκαλύβια, βρέθηκε στή Σκόπελο, όπου τό 1770 ή οικογένεια Εύαγγελινών του δώρησε -τό πιθανότερο μέ παρότρυνση του γνωστού στον Παισιο, λογίου μοναχού Καισάριου Δαπόντε (1713/4-1784)14τήν ερειπωμένη τότε σταυροπηγιακή μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος15, όπου και εγκατέστησε γυναικεία αδελφότητα, τήν οποία και οργάνωσε κοινοβιακά16 υπό τήν ηγουμένη Μελάνη μοναχή Μεσολογγίτισσα17. Τό 1784 ανέλαβε (μετά από αίτηση των Ξενοφωντινών και σχετικό σιγίλιο του Πατριάρχου Γαβριήλ Δ') την ήγουμενία και την κοινοβιακή οργάνωση της μονής Ξενοφώντος18 (τής πρώτης πού έπανακοινοβιοποιήθηκε κατά τήν τελευταία αθωνική περίοδο), ενώ μεταξύ τών ετών 1794-1796 διετέλεσε ηγούμενος τής Μεγίστης Λαύρας19. Έκοιμήθη το 1801.
Πάνω από τή δυτική θύρα εισόδου του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου πού ανακαινίστηκε στα 1766 και ιστορήθηκε στα 1777, υπάρχει ή εξής επιγραφή, σκαλισμένη σε μαρμάρινο υπέρθυρο, γραμμένη σε δύο στήλες:
(αριστερά) ΩΣ ΠΡΟΣΕΛΕΞΩ ΚΥΡΙΕ TOY ABE Α ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ, / ΟΥΤΩ ΚΑΜΟΥ ΤΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΣΟΥ ΑΙ ΑΚΡΑΝ ΕΥΣΠΑΑΓΧΝΙΑΝ / ΤΟΝ ΝΑΟ Ν TONA Ε ΤΟΝ ΣΕΠΤΟ Ν, ΤΟΝ ΕΠΙ ΤΩ TIM ΙΩ / ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΙΜΩΜΕΝΟΝ ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΑΙΩΝΙΩ / ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ, ΦΙΑΟΥ, ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΥ, ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΥ ΣΟΥ, Κ[Α\] ΜΥΣΤΟΥ, Κ[Α\] ΠΑΡΘΕΝΟΥ
(δεξιά) ON ΣΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΑΟΥΑΙΚΩΣ Κ[Α\] TE ΕΑΑΦΙΑΙΩΣ / ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΕΥΤΕΑΗΣ, ΘΥΤΗΣ. ΜΙΤΥΑΗΝΑΙΟΣ, ΑΑΠΑΝΗ ΜΕΝ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΝΥΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΕΝ ΤΑ /ΑΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Α Ε ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΘΕΝΤΑ / ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ ΑΨΞΣΤ [1766] / ΜΗΝΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ Κ (είκ. 4).
Στην επιγραφή αύτη μεταφέρεται πιστά το κείμενο επιγράμματος πού συνέθεσε ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες, φίλος του κτίτορος του ναού ιερομόναχου Παϊσίου20. Οι μόνες διαφορές είναι στην πρώτη σειρά του δευτέρου τμήματος πού το επίγραμμα λέει: νυν καί εδαφιαίους, αντί για Κ[Α\\ TE ΕΔΑΦΙΑΙΩΣ, καθώς καί στο τέλος της επιγραφής πού στο επίγραμμα λέει: Από Χ(ριστο)ϋ γεννήσεως εις χρόνους τους χίλιους οκτώ επί έξήκοντα καί y ε επτακόσιους. Σχετικά με τον Βενιαμίν πού στην επιγραφή αναφέρεται ότι «επεξεργάστηκε» (εδώ θα πρέπει να εννοήσουμε δτι εργάστηκε χειρονακτικούς στην ανακαίνιση του ναού) τον ναό, πρόκειται για τον μοναχό Βενιαμίν πού τό ονομά του αναφέρεται ώς συνοδεία του Παϊσίου μαζί μέ τον ιερομόναχο Θεοδόσιο, στο ομόλογο πού δόθηκε στον Παΐσιο τό 1776 από τή Μεγίστη Λαύρα21.
Στο εσωτερικό του ναού, πάνω από τή δυτική πύλη εισόδου, βρίσκουμε τήν έξης επιγραφή, γραμμένη σέ δύο σειρές:
Η ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΘΕΙΟΥ ΝΑΟΥ ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΡΑΣ ΕΙΛΗΦΕ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΟΥ, καί στην κάτω σειρά μέ διαφορετικού χρώματος γράμματα: ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΥΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΧΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΜΕΝ, ΑΨΟΖ [1777] φ, ΜΗΝΙ ΔΕ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ Ι (είκ. 5).
Ό ζωγράφος Μητροφάνης μοναχός ο Χίος
Σύμφωνα μέ τήν επιγραφή, ο ζωγράφος πού ιστόρησε τό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι ο μοναχός Μητροφάνης ο Χίος. "Εργα του ϊδιου ζωγράφου (φορητές εικόνες) αναφέρονται σέ ναούς του Μεταξοχωρίου Άγιας Λαρίσης22. Θα πρέπει επίσης ο Μητροφάνης ο Χίος να ταυτιστεί μέ τον «ιστοριογράφο Μητροφάνη» πού μαζί μέ το συνεργείο του ιστόρησε τη φιάλη της μονής Δοχειαρίου στο εΆγιον Όρος στα 1773177423. Το μικρό αυτό αλλά κατάγραφο οικοδόμημα άνηγέρθη τό 1765, μέ έξοδα του επίσης Χίου Προηγουμένου Ιωσήφ Δοχειαρίτη, σύμφωνα μέ σωζόμενη κτιτορική επιγραφή. Το όνομα του ζωγράφου δέν αναγράφεται στην επιγραφή. Μας είναι όμως γνωστό -όπως άλλωστε και τό κόστος τής δουλείας του- από κατάστιχο «ληψοδοσιών» τής μονής Δοχειαρίου, γραμμένο από τον τότε σκευοφύλακα Κύριλλο. Σ' αυτό αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 1774, δόθηκαν στον Μητροφάνη για τα «ιστορικά του φιαλιου» 254 γρόσια, ενώ άλλα 5 γρόσια δόθηκαν στους «υπηρέτες» των «ιστοριογράφων», δηλαδή του ζωγράφου και του συνεργείου του24.
Πρόσφατα επίσης αποδώσαμε στον ϊδιο ζωγράφο τις παρακάτω φορητές εικόνες τής συλλογής του Κυριακού Καυσοκαλυβίων καθώς και των Καλυβών Αγίου Ευσταθίου και 'Αγίων Αποστόλων τής ϊδιας σκήτης.
Πρόκειται για τις εξής εικόνες:
1) Του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (αρ. είκονοθήκης Κυριακού 25). Ό Όσιος παριστάνεται όρθιος ολόσωμος φορώντας τό μοναχικό του σχήμα και μανδύα. Στο δεξί του χέρι κράτα σταυρό, ενώ από τον καρπό τού αριστερού του κρέμεται κομποσχοίνι. Τό βάθος είναι στο πάνω τμήμα τής εικόνας κυανούν, ενώ στο κάτω τμήμα κυριαρχούν αποχρώσεις τής ώχρας.
2) Τών αγίων Κοσμά και Δαμιανού τών Αναργύρων (αρ. είκονοθ. 10). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι στή γνωστή εικονογραφική σύνθεση. Ό κάμπος είναι γαλάζιος, ενώ στο κάτω μέρος λαδοπράσινος.
3) Τών αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Πατριαρχών Αλεξανδρείας τού έτους 1777 (αρ. είκονοθ. 18). Ό κάμπος τής εικόνας είναι ανοικτός γαλάζιος.
4) Τού οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου (αρ. είκονοθ. 26). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι. Ό κάμπος εΐναι ανοικτός γαλάζιος.
5) Τών Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά (αρ. είκονοθ. 16). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι. Ό Απόστολος Ανδρέας κράτα στο αριστερό του χέρι κλειστό ειλητάριο, ενώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς κράτα μέ τό αριστερό κλειστό ευαγγέλιο και μέ τό δεξί ευλογεί. Ό κάμπος εΐναι γαλάζιος και στο κάτω μέρος καφέ.
6) Τών οσίων Μαξίμου τού Καυσοκαλύβη, Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου και 'Αθανασίου του Άθωνίτου. Και οί τρεις Όσιοι παριστάνονται όρθιοι κρατώντας ανοικτά ειλητάρια. Ό κάμπος της εικόνας είναι ανοικτός πράσινος.
7) Του αγίου Νικολάου Μύρων σέ προτομή με ευαγγέλιο να ευλογεί (αρ. είκονοθ. 18). Ή απόχρωση του κάμπου της εικόνας είναι ανοικτή ροδόχρωμη ώχρα.
8) Των Είσοδίων της Θεοτόκου (αρ. είκον. 14). Στην εικόνα δεσπόζουν τα κτίρια στο πάνω μέρος της. Ό κάμπος είναι ϊδιας απόχρωσης μ' αυτή της προηγουμένης εικόνας του αγίου Νικολάου.
9) Ό άββας Ζωσιμάς και ή όσια Μαρία ή Αύγυπτία. Ό Όσιος με μοναχικά ενδύματα αλλά συγχρόνως φέροντας έπιτραχείλιο, παριστάνεται να δίνει τή θεία Μετάληψη στην Όσια πού φέρει κόκκινο ένδυμα το όποιο αφήνει όμως να φανεϊ τό σκελετωμένο ασκητικό της σώμα. Ό κάμπος της εικόνας είναι στο πάνω μέρος γαλάζιος ενώ στο κάτω λαδοπράσινος.
10) Ή αγία Αίκατερίνα (αρ. είκον. 15). Ή Αγία είναι ένθρονη, φοράει βασιλικά ανοιχτόχρωμα ενδύματα, ενώ στο αριστερό της χέρι κράτα κλειστό ευαγγέλιο.
11) Ό Τίμιος Πρόδρομος. Εικόνα μικρού μεγέθους μέ τον άγιο Ιωάννη σέ προτομή, να κράτα ανοικτό ειλητάριο πού αναγράφει τή γνωστή σώζουσα προτροπή του βαπτιστού του Κυρίου: Μετανοείτε. Ήγγικε γαρ ή Βασιλεία των Ουρανών.
Στο τέμπλο του παρεκκλησίου της Καλύβης του Αγίου Ευσταθίου της Σκήτης Καυσοκαλυβίων πού κτίστηκε τήν ϊδια χρονιά μέ τον παραπάνω ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, υπάρχουν δύο εικόνες, του Αγίου Νικολάου και του Όσιου Αθανασίου του Αθωνίτη, πού εμείς αποδίδουμε στον Μητροφάνη τον Χίο, αφού όλα τα στοιχεία τεχνοτροπικά, σχεδιαστικά, καλλιτεχνικά καθώς και οί επιγραφές παραπέμπουν στις αντίστοιχες εικόνες τών ϊδιων αγίων πού βρίσκονται στο τέμπλο του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τών Καυσοκαλυβίων.
Επίσης, στον ναό της Καλύβης τών Αγίων Αποστόλων της ϊδιας Σκήτης υπάρχει φορητή εικόνα, έργο του Μητροφάνη, πού παριστά ολόσωμους τους αγίους Διονύσιο τον εν Όλύμπω, Νήφωνα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Αθανάσιο τον εν τω Άθω. Και οί τρεις τους κρατούν ανοικτά ειλητάρια.
Στον ϊδιο ζωγράφο θα πρέπει να αποδοθούν και τρεις φορητές εικόνες του σκευοφυλακίου του Πρωτάτου. Πρόκειται γιά τις εικόνες α) Ή Αγία Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, μέ επιγραφή: ΧΕΙΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥ 177025, β) Ό Άγιος Σίλβεστρος πάπας Ρώμης και ό
'Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός2 6 και γ) Ή Σύναξις των Αγιορειτών Πατέρων27.
Στον Χιώτη μοναχό Μητροφάνη και το εργαστήριο του θα πρέπει επίσης να αποδοθούν οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου της μονής Ζωγράφου πού κτίστηκε τό 176828 καθώς και οι τοιχογραφίες τής Λιτής τής μονής Ιβήρων. Οι τελευταίες είναι έργα του έτους 1768, σύμφωνα μέ τήν παρακάτω επιγραφή:
ΛΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΡΟΝ ΝΑΡΘΗΚΑΣ / ΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ / ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΥΡ ΑΝ ΑΝ ΙΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝ / ΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩ Τ ΑΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡ ΑΒΡΑ /Μ ΙΟΥ7ET ΕΙ ΑΨΞΗ [1768].
Πρόσφατα εντοπίσαμε στην απέναντι του Αγίου Όρους νήσο Σκόπελο29, φορητές εικόνες πού θα πρέπει επίσης να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου.
Συγκεκριμένα πρόκειται για τα εξής έργα:
Στή μονή τής Επισκοπής Σκοπέλου30 και στο εσωτερικό τού μικρού καθολικού, βρίσκεται μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα των Τριών Ιεραρχών. Σέ βαθύ κυανό κάμπο εικονίζονται ολόσωμοι, και από τα αριστερά προς τα δεξιά, οι τρεις ιεράρχες Γρηγόριος ό Θεολόγος, Ιωάννης ό Χρυσόστομος και Βασίλειος ό Μέγας. Και οι τρεις κρατούν κλειστά ευαγγέλια, ενώ οι φωτοστέφανοι τους φέρουν ανάγλυφες αργυρές επενδύσεις. Ό κάμπος τής εικόνας είναι κυανούς, τα δέ φωτίσματα τών πλούσια διακοσμημένων ενδυμάτων, ιδίως τού Χρυσοστόμου, έχουν γίνει μέ τήν προσφιλή για τον Μητροφάνη αλλά και άλλους ζωγράφους τής εποχής του μέθοδο τής ευρείας χρήσης χρυσοκονδυλιας.
Στον ενοριακό ναό τού Άγιου Παντελεήμονος τής Χώρας Σκοπέλου31 επισημάναμε δύο πολύ επιμελημένες στην τέχνη φορητές εικόνες πού θα
πρέπει να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου. Πρόκειται για την εικόνα τού Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου Έλεούσσας. Βρίσκονται και οι δύο σε προσκυνητάρια, σέ περίοπτες θέσεις εντός τού ναού και φέρουν στα φωτοστέφανο τους αργυρές ανάγλυφες επενδύσεις. Στο κατώτερο τμήμα της πρώτης εικόνας σώζεται ή έξης αδημοσίευτη μεγαλογράμματη επιγραφή: «Δέησις τού δούλου τού Θεού Λάμπρου της συμβίας αυτού και των τέκνων αυτών. 1774», ενώ στο αριστερό τμήμα τής δεύτερης είναι γραμμένη ή μεταγενέστερη μικρογράμματη επιγραφή: Ή έλεοϋσα32.
Στή μονή τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Σκοπέλου, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω και στον πρώτο όροφο τής βορειοδυτικής πτέρυγας, βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου, τό όποιο ο ανακαινιστής τής Μονής, ιερομόναχος Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης, ίδρυσε προς τιμήν -όπως πιστεύουμε- τού αγίου στον όποιο έτιματο ο ναός τής Καλύβης τής μετανοίας του* δηλαδή τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Στο τέμπλο τού μικρού αυτού παρεκκλησίου βρίσκονται οι φορητές εικόνες τού Χριστού, τής Θεοτόκου και τού αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου, έργα τού ιδίου ζωγράφου. Ό κάμπος και τών τριών εικόνων είναι γαλαζοπράσινος.
Ό Κύριος, στον τύπο τού Παντοκράτορος, βαστά ανοικτό ευαγγέλιο, στο όποιο τό κείμενο (Έγώ ειμί το φως τον κόσμου...) είναι σέ μεταγενέστερη μικρογράμματη γραφή. Οι επιγραφές είναι γραμμένες εντός περίτεχνων μπαρόκ μεταλλίων, όπως συμβαίνει και στή διπλανή εικόνα τής Θεοτόκου
βρεφοκρατούσας, πού είναι ιστορημένη στον τύπο της Όδηγήτριας και φέρει στην κεφαλή της βασιλικό στέμμα.
Στην τρίτη εικόνα εικονίζεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης μέ τον μαθητή του Πρόχορο, στην κλασική παράσταση μπροστά κατά τήν οποία απεικονίζονται στην είσοδο ενός σπηλαίου. Ή παράσταση παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες μέ τήν αντίστοιχη του ιδίου ζωγράφου, πού βρίσκεται στο τέμπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της ομώνυμης Καλύβης των Καυσοκαλυβίων, τόσο στο σχέδιο και τις επιγραφές όσο και στα τεχνοτροπικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Ό Ευαγγελιστής είναι στραμμένος κατά τα τρία τέταρτα προς τα αριστερά, ενώ ο Πρόχορος γράφει σέ ανοικτό βιβλίο τήν Αποκάλυψη, όπως συμπεραίνουμε από τό αναγραφόμενο κείμενο. Στο κάτω δεξιό τμήμα της εικόνας και εντός τετραγώνου πλαισίου υπάρχει ένθετη παράσταση μέ τή Γέννηση της Θεοτόκου. Στο κάτω αριστερό τμήμα τής εικόνας διαβάζουμε τήν αφιερωματική επιγραφή: +Δέησις τής δούλης τον Θεοϋ Μελάνης μοναχής. 177933. Πρόκειται για τήν ηγουμένη Μελάνη τή Μεσολογγίτισα (f 1784), τήν οποία -όπως προαναφέραμε- ο Παΐσιος εγκατέστησε ως ηγουμένη στή μονή Μεταμορφώσεως.
Του ιδίου ζωγράφου είναι μικρή σέ μέγεθος εικόνα πού απεικονίζει μέ παρόμοιο τρόπο τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πρόχορο, και ή οποία είναι ανηρτημένη σέ τοίχο του παραπάνω παρεκκλησίου.
Εντός τώρα του καθολικού τής Μεταμορφώσεως τής ιδίας μονής βρίσκεται ανηρτημένη μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα του έτους 1774 πού απεικονίζει τον άγιο Ευστάθιο και τήν οικογένεια του καθώς και σκηνές από τον Βίο τους, πού θα πρέπει κι αυτή να αποδοθεί στον Χιώτη ζωγράφο.
Τέλος, στον μοναχό Μητροφάνη θα πρέπει να αποδοθεί και ή πολυπρόσωπη εικόνα τής Κοιμήσεως τής Αγίας Αννης πού εντοπίσαμε στο καθολικό τής μονής Ευαγγελιστρίας Σκοπέλου34. Ή ίδρυση τής μονής αυτής σχετίζεται ως γνωστόν μέ τήν οικογένεια του γνωστού Σκοπελίτη λογίου αλλά και Ξηροποταμηνού μοναχού Καισαρίου Δαπόντε. Ό Δαπόντες γνώριζε τον ζωγράφο Μητροφάνη, μέσα από τον φίλο του Παισιο Μυτιληναίο, όπως δείξαμε παραπάνω. Ή εικόνα φέρει τήν επιγραφή: Ήκοίμησις τής Θεοπρομήτορος Αγίας "Αννης και εικονίζει τήν Αγία στή νεκρική της κλίνη. Ανάμεσα στο πλήθος ανδρών και γυναικών πού τήν περιβάλλουν, ξεχωρίζουν ο συμβίος της άγιος Ιωακείμ, ή θυγατέρα της Κυρία Θεοτόκος και ένας άγιος αρχιερέας ο όποιος και θυμιάζει τό λείψανο τής Αγίας. Στο πάνω μέρος τής εικόνας δεσπόζουν μπαρόκ ρυθμού υψηλά κτίρια και ανάμεσα τους, διακρίνεται ένας εν κινήσει άγγελος πού βαστάζει τήν ψυχή τής αγίας Άννης, ή όποια εδώ παριστάνεται με τη μορφή λευκοντυμένου μικρού κοριτσιού35.
Ό ζωγραφικός διάκοσμος τον παρεκκλησίου τον 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια
Τό εικονογραφικό πρόγραμμα του ευρύχωρου -σε σχέση με τους περισσότερους Καυσοκαλυβίτικους ναούς- παρεκκλησίου του 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εΐναι πολύ πλούσιο και ό ζωγράφος εντυπωσιάζει μέ τα ζωηρά χρώματα -κυρίως τό ερυθρό- πού χρησιμοποιεί καθώς και τις πολυπρόσωπες συνθέσεις του, αν και λόγω του μεγέθους του ναού, θα ήταν δικαιολογημένος αν θα ήθελε να τις αποδώσει λιτότερα.
Ό ναός είναι τριμερής. Αποτελείται από τό εμπρόσθιο τμήμα πού ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο ναό μέ δύο πλούσια διακοσμημένους κίονες πού στηρίζουν ισάριθμες αψίδες (είκ. 6) και τό όποιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως Λιτή, τον κυρίως ναό καθώς και τό άγιο Βήμα.
Στή Λιτή, και στις δύο ανώτερες από τις τρεις ζώνες τοιχογραφιών του δυτικού, βορείου και νοτίου τοίχου της, έχουν ιστορηθεί αφηγηματικά σκηνές από τον κύκλο του Βίου και τών θαυμάτων του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον όποιο άλλωστε είναι αφιερωμένος και ο ναός. Έτσι απεικονίζονται σκηνές πού φέρουν τις εξής μεγαλογράμματες επιγραφές:
Οι Απόστολοι διανέμονται τον κλήρου, Ό Ιωάννης διστάζει περί τον εαντοϋ κλήρον, Το νανάγιον τον Ίωάννον / ο Πρόχορος αντιλαμβάνεται τον Ίωάννην (είκ. 7), Ό ίαθείς παράλντος νπό τον Ίωάννον υπηρετεί το άριστον, Ό Ιωάννης ευρίσκει τον παϊδα σιδήροις δεδεμένον εις θνσίαν τον λνκον, Ό άρχοντας δακτύλφ δείχνων τον λνκον / Ό Ιωάννης διώκει αντόν, Ό Ιωάννης ελενθερεϊ τον παϊδα, Ό 'Άγιος δεδεμένος σιδήροις εξορίζεται, Δια προσενχής τον Ίωάννον ή Θάλασσα επιρρίπτει τον παϊδα ζώντα ενώπιον αντοϋ, Ό Ιωάννης καταστρέφει τον βωμον της Αρτέμιδος, Ό Λόμνος πνιγείς νπό τον δαίμονος, Ή Ρωμάνα πενθεί τον θάνατον τον Λόμνον, Ό Ιωάννης άναστήνει τον Λόμνον, Ή Ρωμάνα πιστενσασα αιτεί σνγγνώμην παρά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης Ιάται τον θερμαίνοντα, Ό νδρωπικός αίτεϊ την ϊασιν εγγράφως παρά τον Ίωάννον, Ή Ρωμάνα μισθοϋται τον Ίωάννην σνν τω Προχόρω, Ή Ρωμάνα τύπτει τον Ίωάννην, Οι ιερείς προσκλαιόμενοι τω Κννωπι κατά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης εκδιώκει τονς δύο σταλέντας δαίμονας νπό τον Κννωπος εκ της Νήσον, Ό Ιωάννης εν τύπφ στανροϋ προσενχόμενος/ επνίγη ό Κννωψ εν rfj θαλασσί], Ή Μετάστασις τον Θεολόγου, ΉΆνάβλνσις της κόνεως εν τω μνήματι τον Ίωάννον.
Στη θέση της τραπεζοειδούς οροφής της Λιτής βρίσκουμε την κυρίαρχη σύνθεση μέ τη Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων, ενώ στους τοίχους τής Λιτής (κατώτερη ζώνη) -κυρίως στον δυτικό- και τα έσωρράχια απεικονίζονται κυρίως μεγάλες όσιακές μορφές, όπως οι όσιοι 'Ονούφριος, Ιωάννης τής Κλίμακος, Μωϋσής ό Αίθίοψ, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ίωάσαφ, Βαρσανούφιος, Αρσένιος, 'Αντώνιος, Ευθύμιος, Σάββας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Έφραίμ ο Σύρος, Διονύσιος (τό πιθανότερο, ο εν Όλύμπω), Παχώμιος, και οι όσιοι Δανιήλ ο Στυλίτης, Δοσίθεος, Ίλαρίων, Δωρόθεος και Συμεών ό Στυλίτης, στο νότιο παράθυρο τού κυρίως ναού. Ανάμεσα τους και Καυσοκαλυβίτες όσιοι: Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, Νήφων Αθωνίτης, Νείλος Μυροβλύτης και Πέτρος Αθωνίτης36 (είκ. 8). Υπάρχει επίσης ή τοιχογραφία του οσίου Παϊσίου, προφανώς του Μεγάλου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο κτίτορας του παρεκκλησίου ιερομόναχος Παΐσιος.
Πάνω από τη δυτική πύλη εισόδου είναι ιστορημένος ό Αναπεσών Κύριος περιβαλλόμενος από πρόσωπα φτερωτών αγγέλων, μέ τή Θεοτόκο να στέκεται δίπλα Του (στ' αριστερά) καθώς και έναν άγγελο (στα δεξιά) πού του δείχνει τα όργανα του σταυρικού μαρτυρίου Του (είκ. 9).
Στον κυρίως ναό τώρα, ο Παντοκράτορας στον τρούλο -ό όποιος, να σημειώσουμε, φέρει επιζωγράφηση και αλλοιώσεις, τό πιθανότερο λόγω εισροής όμβρίων υδάτων- περιβάλλεται από επτάχρωμη ταινία (είκ. 10).
Στην επομένη ζώνη απεικονίζεται ή Θεία Λειτουργία πού επιστέφεται από τήν επιγραφή:
ΚΥΡΙΕ ΚΥΡΙΕ ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΑ Ε ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΟΝ ΤΗΝΑΜΠΕΑΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΗΝ ΕΦΥΤΕΥΣΕΝ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ.
Στή ζώνη πού ακολουθεί βρίσκουμε τους Προφήτες πού εΐναι ζωγραφισμένοι εντός γραπτών πλαισίων μέ μπαρόκ διακόσμηση. Μεγάλη είναι ή ομοιότητα τών διακοσμήσεων αυτών πού μιμούνται τα ανάγλυφα δυτικότροπα γύψινα και πού δίνουν τήν ψευδαίσθηση τρίτης διάστασης, μέ τα γύψινα πλαίσια πού περιβάλλουν τα παράθυρα και τους φεγγίτες τού τρούλου τού παρεκκλησίου τού Αγίου Ευσταθίου τής ϊδιας σκήτης (στο όποιο θα αναφερθούμε στο Β' μέρος τής μελέτης μας) καθώς και τού ναού τού Αγίου 'Αντωνίου στη Σκήτη Άγιου 'Ανδρέα των Καρυών37. Όμοιοι στους τρεις ναούς είναι και οι γραπτοί ανάγλυφοι κίονες (σε απομίμηση μαρμάρινων), πού βρίσκονται κυρίως στο άγιο Βήμα.
Ακολουθούν οι τέσσερις Ευαγγελιστές στα λοφία του τρούλου μέ τα σχετικά τους σύμβολα (είκ. 11) καθώς και οι Απόστολοι εκ τών Έβδομήκοντα, ένδεδυμένοι ώς συνήθως αρχιερατικά άμφια, στις ακμές των τεσσάρων τόξων, σέ στηθάρια πού τα συνδέει μεταξύ τους κληματσίδα. 'Άλλωστε σχετική είναι και ή κυριακή ρήση Έγώ είμί ή άμπελος νμεϊς τα κλήματα ό μένων εν εμοί.., πού αναγράφεται σέ δύο φύλλα ανοικτού ευαγγελίου, το οποίο ιστορήθηκε σέ χώρο πάνω από τήν προσωπογραφία του αποστόλου Ίούστου.
Στα τεταρτοσφαίρια του βόρειου και νότιου τόξου του ναού είναι ιστορημένα θέματα του χριστολογικού κύκλου. Συγκεκριμένα έχουμε στο βόρειο τόξο τις παραστάσεις της Μεταμορφώσεως, του 'Επιταφίου Θρήνου (είκ. 12), ενώ στο νότιο τόξο, τις παραστάσεις της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της Ψηλαφήσεως του Θωμά, της Έγέρσεως του Ααζάρου, της Βαϊοφόρου, της Σταυρώσεως και της Άποκαθηλώσεως.
Στην επομένη ζώνη απεικονίζονται συνθέσεις του θεομητορικού κύκλου, όπως ή Γέννηση της Θεοτόκου, ό Ασπασμός του 'Ιωακείμ και της Άννας, ό Ευαγγελισμός, ή Υπαπαντή, τα Είσόδια. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ή όντως εντυπωσιακή παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στην κατώτερη ζώνη του κυρίως ναού, καθώς και σέ στηθάρια πάνω απ' αυτήν, είναι ιστορημένοι, όπως συνηθίζεται στους αθωνικούς ναούς, άγιοι Μάρτυρες, οι περισσότεροι μέ στρατιωτικές ενδυμασίες. Διακρίνουμε α) στο βόρειο μέρος του κυρίως ναού, τους αγίους Βίκτωρα, Μήνα, Ευστράτιο, Μαρδάριο, 'Ορέστη, Προκόπιο, Δημήτριο, Σέργιο και Βάκχο, Μερκούριο, Νεόφυτο, Δημήτριο τον Νέο, Ευστάθιο, Χριστόφορο, Αούπο, Νέστορα, Δημήτριο τον Μεγαλομάρτυρα και Αγάπιο (είκ. 13), β) στον νότιο τοίχο, τους αγίους Κύρο και 'Ιωάννη, τους εκ της χορείας τών αγίων Αναργύρων Τρύφωνα, Έρμόλαο, Σαμψών και Παντελεήμονα, Κήρυκο και Ίουλίττα, 'Ιάκωβο τον Πέρση, Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, Θεόδωρο Τύρωνος, Αρτέμιο και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Ή απεικόνιση της όσιας Θεοκτίστης της Λεσβίας, ανάμεσα σε άλλες όσιες, όπως ή όσια Παρασκευή, ή όσια Μελάνη και ή όσια Ειρήνη ή Χρυσοβαλάντου, σχετίζεται ασφαλώς μέ την καταγωγή του κτίτορος του ναού, Παϊσίου του Λεσβίου.
Πάνω από τον νότιο κίονα της Λιτής εικονίζονται ο Μέγας Κωνσταντίνος και ή Άγια Ελένη ως στύλοι τής Εκκλησίας .
Τό 'Άγιο Μανδήλιο, στο κέντρο τής ακμής του ανατολικού τόξου φέρει -όπως και ο Παντοκράτορας τού τρούλου στο πρόσωπο του- επιζωγράφηση. Οι επιζωγραφήσεις πιθανόν να έγιναν από τον ιερομόναχο Σεραφείμ ζωγράφο, πού κατοίκησε στην Καλύβη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, μετά τήν έγκαταβίωση του Παϊσίου και τής συνοδείας του στή μονή Ξενοφώντος38.
Στον νότιο και βόρειο τοίχο τού κυρίως ναού και κυρίως στο άγιο Βήμα, τό όποιο οριοθετεί εξαιρετικής τέχνης επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο (είκ. 14), απεικονίζονται οι άγιοι ιεράρχες Άβέρκιος, Διονύσιος, Ιγνάτιος, Ιερόθεος, Μόδεστος, Άντύπας, Ιωάννης ο Ελεήμων, Ιάκωβος ο Άδελφόθεος, Πρόκλος, Μεθόδιος, Αμβρόσιος, Άνθιμος, Έπιφάνιος, Ελευθέριος, Νικηφόρος, Μελέτιος, Παύλος Κωνσταντινουπόλεως ο Όμολογητής, Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Κρήτης, Σπυρίδων και Παρθένιος. Όλοι τους ασκεπείς, κρατούν μέ τήν αριστερά τους ευαγγέλιο, ενώ μέ τή δεξιά τους ευλογούν. Τους ιεράρχες συνοδεύει ή επιγραφή: Ιεράρχες μέγιστοι τής ευσέβειας κάί γενναίοι πρόμαχοι τής αληθείας.
Τέλος, στο άγιο Βήμα, απεικονίζεται στην οροφή (είκ. 15) ή Άγια Τριάδα -στή δυτικότροπη εικονογραφική της εκδοχή- περιβαλλόμενη από αγγέλους, ενώ ακολουθούν στην πάνω ζώνη δεσποτικές εορτές. Ανάμεσα τους ή Ανάσταση (κι αυτή στή δυτικότροπη εικονογραφική της έκφραση, μέ τους στρατιώτες και τους αγγέλους, χωρίς όμως τις Μυροφόρες), ή Πεντηκοστή (μέ τή Θεοτόκο στην κορυφή τού χορού τών Αποστόλων και τον «Κόσμο» στή βάση τού πετάλου, αλλά και τήν αλληγορική παράσταση τού Κόσμου), ή Βάπτιση, ή Ανάληψη καθώς και ή Γέννηση μέ τή Θεοτόκο και τον Ιωσήφ γονατιστούς εντός τής φάτνης.
Στην αψίδα τού ιερού ιστορείται ή Θεοτόκος Πλατυτέρα τών Ουρανών ή οποία συνοδεύεται από τήν επιγραφή: Τήν γαρ σήν μήτραν θρόνον εποίησε και τήν σήν γαστέρα πλατντέραν ουρανών άπειργάσατο πού προέρχεται από τον θεομητορικό ύμνο Έπι σοι χαίρει.
Κάτω από τήν παράσταση τής Πλατυτέρας απεικονίζονται οι συλλειτουργοϋντες ιεράρχες Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Βασίλειος ό Μέγας και Αθανάσιος Αλεξανδρείας (είκ. 16). Όλοι τους κρατούν ξεδιπλωμένα ειλητάρια με ευχές από τη Θεία Λειτουργία. Πάνω από τους ιεράρχες αυτούς υπάρχει ή επιγραφή: Ό τρώγων μου τήν σάρκα και πίνων μον το αίμα, εν εμοί μένει κ' άγω εν αντώ.
Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ή παράσταση της 'Άκρας Ταπεινώσεως (είκ. 17). Ό Χριστός στεφανωμένος μέ τό άκάνθινο στεφάνι προβάλλει μέσα από τον ανοικτό τάφο. Στα δεξιά και αριστερά του παραστέκονται οι θρηνωδουσες μορφές της Μητέρας του και του ήγαπημένου μαθητού του, αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον όποιο άλλωστε τιμάται και ο ναός. Κάτω από τη σύνθεση υπάρχει ή επιγραφή: ΕΠΙΣΦΑΓΗΝ ΗΧΘΗ, και ακολουθούν οι απεικονίσεις τεσσάρων αγίων διακόνων. 'Ανάμεσα τους και ο άγιος Βενιαμίν, προς τιμήν ϊσως του μοναχού Βενιαμίν, από τή συνοδεία τού Παϊσίου, ο όποιος αναφέρεται στην προαναφερόμενη κτιτορική επιγραφή ως επεξεργασθείς οια των χειρών τον τον ναό.
Στή βόρεια πλευρά τού Βήματος έχουμε τή γνωστή παράσταση μέ τό Όραμα τού αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (είκ. 18). Χαρακτηριστικό πού θα τό συναντήσουμε στην περιγραφή της αντίστοιχης συνθέσεως τού παρεκκλησίου της Καλύβης τού Αγίου Ακακίου, είναι ότι τό κείμενο της άποκρίσεως τού μικρού Χριστού Άρειος ό άφρων είναι σέ ανάστροφη γραφή.
Στις δύο επόμενες εικονογραφικές ζώνες τού αγίου Βήματος απεικονίζονται άγιοι ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Στή νότια πλευρά τού Βήματος συναντούμε και τον άγιο Ρηγίνο επίσκοπο Σκοπέλου δίπλα στον άγιο Μιχαήλ Συνόδων. Ή σέ γειτονική θέση απεικόνιση των δύο αυτών ιεραρχών πρέπει να σχετίζεται μέ τήν παραμονή τού Παϊσίου τού Καυσοκαλυβίτου στή Σκόπελο. Ό άγιος Μιχαήλ έκανε πολλά θαύματα στο νησί, στο όποιο ή μονή Μεγίστης Λαύρας διατηρούσε μετόχι προς τιμήν του. Σήμερα σώζεται μόνο ό ναός τού Αγίου Μιχαήλ πού λειτουργεί όμως ώς ενοριακός39.
Στους πλαϊνούς τοίχους του νότιου παραθύρου του ίερού απεικονίζονται οι την ίερωσύνη φέροντες άγιοι Χαραλάμπης, Σίλβεστρος, καθώς και ομάδα αγίων ιεραρχών πού φέρουν το όνομα Γρηγόριος. "Ετσι απεικονίζονται οι άγιοι Γρηγόριος ο Διάλογος, ο Νεοκαισαρείας, ο της Μεγάλης 'Αρμενίας καθώς και ο επίσκοπος Νύσσης.
Σε κόγχη του διακονικού είναι ιστορημένη ή Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή (είκ. 19). Γύρω από την πηγή-συντριβάνι εικονίζονται πλήθος πιστοί όλων τών τάξεων πού προσμένουν από τήν Πηγή τής Ζωής τή θεραπεία τους.
'Ολοκληρώνοντας εδώ τή συνοπτική περιγραφή του εικονογραφικού προγράμματος του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε και στην απεικόνιση του Αγίου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο ζωγράφος τού παρεκκλησίου. Ό άγιος Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ιστορείται σε περίοπτη θέση, στή βόρεια πλευρά τού ιερού Βήματος, περιβαλλόμενος από τους αγίους Γρηγόριο Παλαμά και Κύριλλο, καθώς και τον Χριστό, στο πάνω τμήμα τής σύνθεσης, να τους ευλογεί (είκ. 20). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Μητροφάνης είναι ο μόνος -ανάμεσα στους ιστορούμενους στον ναό ιεράρχες- πού φέρει αρχιερατική μήτρα και κράτα τήν αρχιερατική ποιμαντική ράβδο.
Παρεκκλήσι 'Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη40
Ό ναός τής ομώνυμης Καλύβης είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος στή σκήτη. Σύμφωνα με τις πηγές, ο ναός κτίστηκε στα 1732 από υποτακτικό τού ιδρυτού τής σκήτης Καυσοκαλυβίων όσιο Ακάκιο, ο οποίος είχε μεγάλη ευλάβεια στον μεγάλο αυτό ήσυχαστή τού 14ου αι. όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη41. Σύμφωνα με τον Βίο τού οσίου Ακακίου τού Καυσοκαλυβίτου, ένας από τους μαθητές του «ακούγοντας τον Γέροντα να διηγείται τόσες πολλές φορές για τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη ένιωσε μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό σ' αυτόν και, αφού ζήτησε και πήρε τή συμβουλή τού όσιου Άκακίου», έκτισε ναό εις το όνομα τον 'Αγίου Μαξίμου μετά δύο χρόνους, ύστερον από την κοίμησιν του Όσιου έπάνωθεν της καλύβης του γέροντος?1.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο δσιος Μάξιμος ασκήθηκε στα Καυσοκαλύβια* τοποθεσία πού οφείλει άλλωστε τήν ονομασία της στην προσωνυμία του Όσιου.
Στο παρεκκλήσι τής ερημωμένης σήμερα Καλύβης και πάνω στην κόγχη τής αγίας Τραπέζης είναι εντοιχισμένα τρία σπαράγματα τοιχογραφιών. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τμήμα τής παράστασης τής Θεοτόκου Πλατυτέρας (είκ. 21) καθώς και για κεφαλές δύο αγγέλων (είκ. 22-23) πού περιβάλλουν από τα αριστερά και τα δεξιά τήν προηγούμενη παράσταση. Οι διαστάσεις τών αγγέλων είναι δυσανάλογες με τή διάσταση τής εικόνας τής Πλατυτέρας, ώστε να αποκλείεται ή περίπτωση να αποτελούσαν ενιαίο ζωγραφικό σύνολο.
Σύμφωνα με προφορική παράδοση, οι τοιχογραφίες αυτές προέρχονται από τό δεύτερο Κυριάκο τής Σκήτης πού έχρησιμοποιεΐτο μέχρι τό 1916 ώς κοιμητηριακός ναός. Ό ναός αυτός, επειδή ακριβώς αρχικά κτίστηκε ώς Κυριάκος ναός, ετιμάτο κι αυτός, όπως και τό σημερινό Κυριάκο, τό τρίτο κατά σειρά, στην Άγια Τριάδα. Κατεδαφίστηκε τό 1916 και στή θέση του κτίστηκε (1919) ο σημερινός κοιμητηριακός ναός, πού τιμάται κι αυτός στο όνομα τής Άγιας Τριάδος. Για μας όμως είναι πιθανότερο οι τοιχογραφίες αυτές να προέρχονται από τον δυτικό εσωτερικό τοίχο του σημερινού Κυριακού, στον όποιο επήλθαν αρκετές μετατροπές λόγω τής ανεγέρσεως τής Λιτής, κατά τό 1810.
Οι εντοιχισμένες αυτές τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Άγιου Μαξίμου φέροντας σχεδιαστικές και τεχνοτροπικές ομοιότητες μ' αυτές του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου τής γειτονικής Καλύβης του Άγιου Άκακίου, καθώς και μ' αυτές του κυρίως ναού του Κυριακού τής Άγιας Τριάδος τής ιδίας σκήτης, μπορούν να αποδοθούν στον ευρύτερο κύκλο τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων και τών μαθητών του43.
Βιβλιοθηκάριος Ί. Σκήτης 'Αγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
--------------------------------------
1. Ή σκήτη, ως οργανωμένος μοναστικός οικισμός, Ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αί. από τον όσιο Άκάκιο τον Καυσοκαλυβίτη (1630-1730). Επίσημη χρονολογία συστάσεως της Σκήτης μπορεί να θεωρηθεί τό 1746, έτος οπού ή κυρίαρχη μονή Μεγίστης Λαύρας εξέδωσε επίσημο έγγραφο προς τή σκήτη, πού θεωρείται ως τό συστατήριο έγγραφο αυτής.
2. Για τό ιστορικό, οικονομικό και πνευματικό περιβάλλον, στο όποιο καλλιεργήθηκε ή τέχνη στο 'Άγιον "Ορος και κατ' επέκταση στά Καυσοκαλύβια και τήν ευρύτερη περιοχή τους, κατά τον 18ο αι., βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Μεταβυζαντινή τέχνη στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων. 'Άγνωστες φορητές εικόνες Διονυσίου του εκ Φουρνα», Πρακτικά του Β'Διεθνούς Συμποσίου «'Άγων 'Όρος. Πνευματικότητα καί Όρθοοοξία -Τέχνη», Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 331-377. Στη μελέτη αύτη διατυπώνονται παράλληλα καί οι σκέψεις μας γύρω από τήν τέχνη του ζωγράφου ο όποιος ιστόρησε τον κυρίως Κυριάκο ναό καί τό παρεκκλήσι της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στά Καυσοκαλύβια, ενώ παράλληλα προσδιορίζονται οι στενές σχέσεις πού έχει τό έργο του μέ εκείνο του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα.
3. Περί του Νεοφύτου βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Λόγιοι τής Σκήτης τών Καυσοκαλυβίων κατά τον 18ο αι.», Θεοδρομία 8 (2000) 73-78.
4. Γιά τον ζωγραφικό διάκοσμο του Κυριάκου ναού τής Σκήτης, ετοιμάζουμε αυτοτελή μελέτη.
5. Βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Όσιος Νείλος ό Μυροβλύτης», Άθωνίτης 47 (2004) 8-9.
6. Σύμφωνα μέ τήν αδημοσίευτη επιγραφή σε ύπέρθυρη κόγχη: ΟΥΤΟΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΤΑΤΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΧΑΡΙΤΩΝ ΝΙΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΩΝ ΜΙΤΥΑΙΝΑΙΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1908 ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΑΥΤΩΝ
7. Ή επιγραφή αυτή σημειώνει: Ύπό Πελαγίου θύτον ,αψμε'.
8. Ό ιερομόναχος Πελάγιος (f 1788) καταγόταν από τα 'Άγραφα, από το χωριό 'Ασπρόπυργος, τόπο καταγωγής καί του Όσιομάρτυρος Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (t 5 Ιανουαρίου 1694). Υποτακτικός του παπα-Ίωνα του Καυσοκαλυβίτου (f 1765), έγινε αργότερα ηγούμενος της Μονής Προυσού, τήν οποία καί ανακαίνισε, κτίζοντας τό 1754 τό νέο Καθολικό τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τό όποιο καί φρόντισε να ιστορηθεί τό 1785, από τους μαθητές του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα Γεώργιο Γεωργίου καί Γεώργιο Άναγνώστου.
9. Πορφύριος Ούσπένσκι, Ή Χριστιανική Ανατολή. Αθως, Αγία Πετρούπολις 1892, σ. 414. Ό ϊδιος μας πληροφορεί επιπλέον: Τον ϊδιο χρόνο, τό 1752, στή σκήτη τής Αγίας Αννας Ιστορήθηκε το Κυριάκο από τον Κωνσταντίνο άπό τήν Κοζάνη [σ.σ. από λάθος ό Ούσπένσκυ έγραψε Κοζάνη, αντί για Κορυτσά] καί στην Κερασιά Ιστορήθηκε ή εκκλησία τής Κοιμήσεως, στο μεγάλο κελί τον Αγίου Νείλου. Για τον ναό καί τήν εικονογράφηση του αναφέρει καί ό Γεράσιμος Σμυρνάκης (τό πιθανότερο βασισμένος στην περιγραφή του Π. Ούσπένσκι): Ή εκκλησία εκτίστη το 1744 σεμνυνομένη επί τη μνήμη τής «Κοιμήσεως τής Θεοτόκου» καί Ιστορηθεϊσα τό 1752. Έν τινι τοίχω αυτής είναι ιστορημένος ό άγιος Νείλος μετά ελίγματος χάρτου έν χερσίν, έφ' ου γέγραπται: «Αδελφοί, τά δπλα του μονάχου είσίν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύνη και ή κατά Θεόν υπακοή» [Γερ. Σμυρνάκης, Τό Αγιον 'Όρος, 'Αθήναι 1903 (ανατύπωση, Καρυές 1988), α 403].
10. Pervoe putesestvie ν afonskie monastyri i skity archimadrita, nyne episkopa, Porfirija Uspenskago ν 1845 godu, cast' Ija, otdelenie pervoe, Kiev 1877, σ. 293 (Ή πρωτοδημοσιευόμενη μετάφραση του κειμένου από τά ρωσικά έγινε από τον ρώσο ελληνομαθή συνεργάτη μας διάκονο Ίγκόρ Μαγκνίτσκι). Στο κείμενο μέ τή λέξη σκήτη θα πρέπει νά εννοήσουμε τή Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, ενώ ό ήσυχαστής Νείλος πρέπει νά ταυτιστεί μέ τον όσιο Νείλο τον Μυροβλύτη πού ασκήθηκε στο κοντινό μέ τό Κελί τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου σπήλαιο ή μέ κάποιον ήσυχαστή μοναχό πού έφερε το όνομα του Όσιου.
11. Περί του ιερομόναχου Παρθενίου βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ιερομόναχος Παρθένιος ο εκ Φουρνα τών Άγραφων, ο Πνευματικός και ζωγράφος, ό Σκούρτος. Μία σημαίνουσα πνευματική καί καλλιτεχνική μορφή του Άγιου Όρους», Γρηγόριος ό Παλαμάς 809 (2006) 563-624 (στο έξης: «'Ιερομόναχος Παρθένιος ό εξ Άγραφων»). Οι αναφορές στις εικόνες του Κελίου του Αγίου Νείλου στις σσ. 600-601.
12. Στο αρχείο της Μεγίστης Λαύρας σώζεται το ομόλογο πού χορηγήθηκε στον Παίσιο το 1776. Παραθέτουμε τό παρακάτω απόσπασμα: ...τήν Καλύβην του Θεολόγου όπου είχεν ό πανοοιώτατος άγιος πνευματικός παπα κυρ παρθένιος ό αγιοαρτεμίτης, τήν οεοώκαμεν μετ' ευλογίας χάριν τω πανοσιοτάτω παπα κυρ Παϊσίω, έχει δε και συνοδείαν τόν εν μοναχοϊς γεροβενιαμίν, και τον πανοσιώτατον παπα κυρ Θεοδόσιον... Πάντως ό Ιερομόναχος Παΐσιος βρισκόταν ήδη στην Καλύβη πολύ πριν τό 1776, άφοϋ σύμφωνα μέ τήν κτιτορική επιγραφή στην οποία θα αναφερθούμε «άνεκαίνισε» τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα 1766.
13. Το επώνυμο του ήταν Παλαιολόγος. Σέ έντυπο της Βιβλιοθήκης της μονής Ξενοφώντος (ή Λογική τον Ευγενίου Βουλγάρεως), υπάρχει ή μισοσβησμένη ενθύμηση: Παλαιολόγου εκ τής 'Αγίας Σιών (βλ. Ί . Φουντούλης, «Τό πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου...», Ό Νεομάρτνς Θεόδωρος ό Βυζάντιος πολιούχος Μυτιλήνης. Πρακτικά επιστημονικού Συνεδρίου. 17-19 Φεβρουαρίου 1998, Μυτιλήνη 2000, σ. 244) και μέ το ϊδιο χέρι, αργότερα: Παϊσίου ιερομόναχου. Τόσο ή καταγωγή όσο και το επώνυμο του ιερομόναχου Παϊσίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός πώς, όταν εκείνος σπούδαζε στην Άθωνιάδα, υπέγραψε μαζί μέ άλλους μαθητές, επιστολή σχετική μέ τον Ευγένιο Βούλγαρη, σχολάρχη τότε της Άθωνιάδος, υπό τό όνομα Παλαιολόγος εξ 'Αγιάσου (πληροφορία όσιολογ. Προχόρου μοναχού Παντοκρατορινού).
14. Περί του Καισαρίου βλ. Άθ. Καραθανάσης, «Ό Καισάριος Δαπόντες και ή κίνηση του βιβλίου στην Βόρειο Ελλάδα», Πραγματεϊαι περί Μακεδονίας. Μελέτες και άρθρα γιά τήν πνευματική κίνηση και ζωή της Νεότερης Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 220-235* Ε. Σουλογιάννης, «Καισάριος Δαπόντες (1714-1874). Ή ζωή, ή μόρφωση και οι γνωριμίες του», Θησαυρίσματα 34 (2004) 447-457, όπου και ή σχετική μέ τον Δαπόντε βιβλιογραφία* Μ. Δ. Πολυβίου, «Ό Καισάριος Δαπόντες και οι απεικονίσεις Νεομαρτύρων στο Καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου», Ελληνικά 46/1 (1996) 115-125* ο ϊδιος, «Ή ζητεία του Καισάριου Δαπόντε γιά τήν ανοικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου», Κληρονομιά 24 (1992) 183-203.
15. Γ. Σιγάλας, «Συμβολή εις τήν ίστορίαν της μονής Μεταμορφώσεως της Σκοπέλου», Έπετηρις Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (1949)* Άδ. Σάμψων, Ναοί και Μοναι εις τήν νήσον Σκόπελον, 'Αθήναι 1974, σσ. 207-209.
16. Μάλιστα, μέ φροντίδα τού Παϊσίου, εκδόθηκε στά 1778, νέο σιγιλιώδες γράμμα πού επιβεβαιώνει οτι ή Μονή εΐναι σταυροπηγιακή. Μετά τήν κοίμηση τού Παϊσίου ως ηγουμένου πλέον τής μονής Ξενοφώντος, ή μονή Μεταμορφώσεως περιήλθε στην κυριότητα τής μονής Ξενοφώντος (αφού άνηκε στον Παΐσιο) και έκτοτε λειτουργεί ώς μετόχι της [βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκοπέλου (προσκυνηματικός οδηγός), Σκόπελος, χ.χ. έκδ., σ. 9]. Ή μονή πού οργάνωσε ό Παίσιος στή Σκόπελο θά μπορούσε νά θεωρηθεί ή πρώτη προσπάθεια, μετά τά χρόνια τής όσιας Φιλοθέης τής 'Αθηναίας, κοινοβιακά οργανωμένης γυναικείας αδελφότητας στον ελλαδικό χώρο. Σέ έντυπο Μηναίο τής μονής Μεταμορφώσεως Σκοπέλου πού τώρα φυλάσσεται στή μονή Ξενοφώντος υπάρχει σημείωση τής τότε ηγουμένης στην οποία γίνεται λόγος γιά πολυμελή συνοδεία, περίπου 15 μοναζουσών.
17. Άν και ή παρουσία τής Μελάνης -αν δέν πρόκειται γιά συνωνυμία- μαρτυρεΐται, σε μαρμάρινη επιγραφή, από το 1743 (βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τον ΣωτήροςΣκοπέλου, δ.π., σ. 15). Ή Μελάνη πάντως απεβίωσε στα 1784, σύμφωνα με ιδιόγραφη σημείωση του Καισάριου Δαπόντε στον κωδ. 334, φ. 8β τής Μονής Ξηροποτάμου: ,αψπδ'... Απράίον... Απέθανε καΐ ή Μεσολογγίτισα καλογραία Μελάνη, ηγουμένη είς το του Σωτήρος μοναοτήριον. Βλ. Σ. Καδας, «Χειρόγραφο με αυτόγραφες σημειώσεις του Καισάριου Δαπόντε», «Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά», Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 3 Απριλίου 1987, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 219.
18. Κωδ. Ξενοφώντος 220 (αρ. 517 Συμπληρωμ. Καταλόγου Μανούσακα) έτους 1784, φ. 3: Πρόθεσις του ίεροϋ Κοινοβίου Ξενοφώντος, το τιμώμενον επ' ονόματι του αγίου ενδόξου μεγάλο μάρτυρος Γεωργίου και Δημητρίου, συνεγράφη δε εν ω καιρώ συνεστήθη κοινόβιον υπό του μεγάλου πατρός ημών εν ίερομονάχοις και πνευματικού κυρίου Παϊσίου και τών διαδόχων αύτοϋ καθεξής / φ. 2β: Έν ετει σωτηρίω ,αψπδ' [1784] Ίανουαρίω ιζ συνεστήθη κοινόβιον ώσπερ αντίκρυ δεδήλωται (Πρβλ. κωδ. Ξενοφώντος 253).
19. Στον κωδ. Καλύβης Ίωασαφαίων Καυσοκαλυβίων 92, φ. 39α υπάρχει επιστολή τής 15ης Μαΐου 1794 του Παϊσίου ως ηγουμένου προς τή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, περί παραχωρήσεως Καλύβης εις τον γερο-Άκάκιον. Στο τέλος υπογράφει ως Ό καθηγούμενος του ίεροϋ Κοινοβίου τής μεγίστης Ααύρας Πάίσιος ιερομόναχος και οι συν εμοί έν Χριστώ αδελφοί. Στον κωδ. 3, σσ. 213-215 του 'Αρχείου τής Ίερας Κοινότητος, υπάρχει όλοσφράγιστο γράμμα τής Μεγάλης Συνάξεως προς τή μονή Μεγίστης Λαύρας (3 Φεβρ. 1794) από το όποιο πληροφορούμαστε οτι ή Μονή αποδεχόμενη τήν πρόταση του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γερασίμου, επανήλθε στην κοινοβιακή ζωή, ενώ ως ηγούμενος της είχε επιλεγεί ο παπα-Παΐσιος Ξενοφωντινός, επειδή μεταξύ τών Λαυριωτών δεν υπήρχε κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει τήν ήγουμενία. Στο γράμμα εκφράζεται ταυτόχρονα ή εκτίμηση και ή εμπιστοσύνη τής Συνάξεως προς το πρόσωπο του Παϊσίου. Βλ. Χ. Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου. Επίτομες μεταβυζαντινών εγγράφων, Εθνικό "Ιδρυμα Ερευνών, 'Αθήνα 1991, σσ. 81-82.
20. Το επίγραμμα δημοσίευσε ο λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κων. Καλλιανός από τον κώδικα Βατοπαιδίου 1038, φ. 235β [Πρωτατον 27 (1991) 20-21]. Τό επίγραμμα φέρει τον τίτλο: Είς τον εν τω Κανσοκαλνβη vaòv τον κελλίον τον παπα Παϊσίον Μντηληναίον. Ή σχέση του Δαπόντε μέ τον Παΐσιο φαίνεται καί σέ ιδιόγραφη σημείωση του πρώτου στον κώδ. Ξηροποτάμου 344, φ. 10α, σύμφωνα μέ τήν οποία, όταν τον Σεπτέμβριο του 1776 ήλθαν από το Μπρασόβ πέντε σεντούκια μέ αντίτυπα από το βιβλίο του Δαπόντε Έγκόλπιον Λογικόν, έδωσε, ανάμεσα σέ άλλους, Τω κνρ Παϊσίω τω Καψοκαλνβίτΐ} εν [βιβλίον]. Επίσης στον ϊδιο κώδικα ό Δαπόντες αναφέρεται καί σέ δύο υποτακτικούς του Παϊσίου: φ. 5β: Το πράσινο μικρό [βιβλίο] περιέχον επιταφίονς νμνονς εις τήν Παναγίαν, και άλλα εις τον Άκάκιον καλόγηρον Παϊσίον τον Καψοκαλνβίτη / φ. 10α: Είς τον Ανθιμον καλόγηρον τον Παϊσίον εν [βιβλίον] δια το κελλίον τον άγίον Άθανασίον, δια να άναγινώσκεται καθ' εκάστην επ' εκκλησίας [τις σημειώσεις του κώδικα αύτοϋ δημοσίευσε ό Καδας, δ.π., σσ. 207 καί 223-224].
21. .Βλ. παραπάνω σημ. 12.
22. Βλ. Δ. 'Αγραφιώτης, «Ό Χιοναδίτης αγιογράφος Μιχαήλ Ζήκος και ή συντροφιά του στο Μεταξοχώρι Αγιας», Ηπειρωτική Εστία ΚΣΤ (1977) 508* επίσης, Μ. Χατζηδάκης-Ε. Δρακοπούλου, "Ελληνες ζωγράφοι μετά την "Αλωση, τ. Β', Αθήνα 1997, σ. 189.
23. Ί . Τσιουρής, «Η φιάλη», Παρουσία Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, Άγιον Όρος 2001, σ. 332.
24. с/Ож, σ. 333.
25. Θησαυροί του 'Αγίου 'Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 190-191.
26. Κειμήλια Πρωτάτου, τ. Β', Άγιον Όρος 2004, σ. 310.
27. Θησαυροί του Αγίου 'Όρους, ο.π., σσ. 192-193.
28. Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (κτίστηκε στα 1764 από τον ϊδιο κτίτορα μ' εκείνον του παρεκκλησίου του Προδρόμου και ιστορήθηκε το ϊδιο έτος) στον περίβολο τής ϊδιας μονής, πού φέρουν πολλά κοινά τεχνοτροπικά και επιγραφικά χαρακτηριστικά μέ τήν τέχνη του Μητροφάνους του Χίου, απαιτούν περισσότερη μελέτη. Για τα δύο αυτά παρεκκλήσια βλ. Mihail Enev, Mount Athos, Zograph Monastery, Σόφια 1994, σσ. 338-341,352-353.
29. Για τις σχέσεις τής Σκήτης Καυσοκαλυβίων μέ τή Σκόπελο άλλα και μέ τα άλλα νησιά τών Βορείων Σποράδων, τόσο σέ πνευματικό οσο και σέ καλλιτεχνικό επίπεδο, ετοιμάζουμε ειδική μελέτη.
30. Ά. Ξυγγόπουλος, «Ό ναός τής Επισκοπής Σκοπέλου», Αρχαιολογική Έφημερις (1956) 181-198· Σάμψων, ο.π., σσ. 211-213.
31. Π. Λαζαρίδης, «Μεσαιωνικά Θεσσαλίας και Σποράδων», Αρχαιολογικον Δελτίον 19 (1964) Μέρος Β' 2-Χρονικά, 275-276· Σάμψων, ο.π., σσ. 163-164.
32. Σχετικό με την ερμηνεία τής παρουσίας έργων του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου στή Σκόπελο (έκτος βέβαια από τή γνωριμία και συνεργασία του ζωγράφου με τον Καισάριο Δαπόντε και τον Παΐσιο Καυσοκαλυβίτη, στις όποιες αναφερθήκαμε παραπάνω), όπως οι δύο αυτές εικόνες του ναού του Αγίου Παντελεήμονος, πιθανόν να είναι και τό γεγονός οτι ανάμεσα στους πολλούς 'Αγιορείτες πάροικους πού εγκαταστάθηκαν στή Σκόπελο κατά τή διάρκεια τής τουρκικής κατοχής στον Αθω (1821-1830) ήταν και Καυσοκαλυβίτες μοναχοί. Σύμφωνα με πρωτοδημοσιευόμενη μαρτυρία: 'Οπόταν δε ήλθον οι Τούρκοι στο 'Άγων 'Όρος το 1822 εφνγεν ο παπα-Γεράσιμο ς ούτος εκ τής Καλύβης τον το Γενέσιον τον Προδρόμον με τους παραδελφούς καί σνμμοναστάς τον εκ τής σκήτης καί επήγεν εις Σκόπελον και εκεί όλοι άπέθανον, παραλαβόντες μαζί τονς πολλά κινητά πράγματα εκ τής Καλύβης, βιβλία, εκκλησιαστικά σκεύη... Κώδ. Καυσοκαλυβίων 187, σσ. 344-345 (Βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος τών χειρογράφων κωδίκων τον Κνριακον τής Σκήτης 'Αγίας Τριάδος Κανσοκαλνβίων, έκδ. Α. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 277-279). "Ισως δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί άσχετο το γεγονός οτι στην Καλύβη τού Αγίου Ευσταθίου (ή οποία εΐναι επίσης γνωστή καί ως «Τιμίου Προδρόμου», αφού ό πρώτος χρονολογικά ναός της ήταν αφιερωμένος στο Γενέσιο τού Προδρόμου) απ5 οπού προήρχοντο οι πατέρες αυτοί, βρίσκονται -όπως δείξαμε παραπάνωφορητές εικόνες τού μοναχού Μητροφάνη. Είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στά πράγματα πού μετέφεραν οι πατέρες από τήν Καλύβη τους στή Σκόπελο νά ήταν καί κάποιες εικόνες πού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Χιώτη ιστοριογράφο.
33. Σάμψων, ο.π., σ. 112.
34. Ό . jr., σσ. 200-220.
35. Ή εικόνα αύτη πάντως δεν περιλαμβάνεται στον λεπτομερέστατο Κώδικα της εν τή νήσω Σκοπέλω Ιεράς κάί Σταυροπηγιακής Μονής τον Ευαγγελισμού, τής επονομαζόμενης Ευαγγελιστρίας πού συνέταξε στά 1777 ό Καισάριος Δαπόντες (κωδ. Ξηροποτάμου 193, φφ. 1α-14α).
36. 36. Παραδόξως δεν έχει Ιστορηθεί ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης. Τοιχογραφία ενός οσίου Άκακίου, σε άλλη θέση του ναού, παραπέμπει μάλλον στον όσιο Άκάκιο πού αναφέρεται στην Κλίμακα του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Εικονίζεται άλλωστε σε νεανική ηλικία, σε αντίθεση μέ τον όσιο Ακάκιο, ιδρυτή τής Σκήτεως τών Καυσοκαλυβίων, πού εικονίζεται πάντοτε σε γεροντική.
37. "Ισως να υπάρχει κάποια σχέση του ζωγράφου Μητροφάνη μέ τον επίσης Χιώτη στην καταγωγή μοναχό Παχώμιο, τον αρχιτέκτονα του ναοϋ του Σεραγιου (βλ. σχετικά στο προσεχές δεύτερο μέρος της μελέτης μας). Πιστεύουμε οτι θά πρέπει νά διερευνηθεί από τους ειδικούς αρχαιολόγους ή πιθανή σχέση -άπο αρχιτεκτονικής απόψεως- του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μέ τον αρχιτέκτονα τών ναών Αγίου Ευσταθίου Καυσοκαλυβίων και Αγίου 'Αντωνίου Σκήτης Αγίου Ανδρέα, καθώς αυτά άνεγέρθηκαν τήν ϊδια εποχή, ενώ παράλληλα ό κτίτορας του ναοϋ του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ιερομόναχος Παΐσιος ό Μυτιληναίος, διατηρούσε πολλές γνωριμίες μέ επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες.
38. Μετά τον Παΐσιο τήν Καλύβη αγόρασε ό ήδη κατέχων ετέρα καλύβη στή Σκήτη, μοναχός Σεραφείμ ζωγράφος Κανσοκαλνβίτης μέ σννοδία τον μοναχό Στέφανο καί τον μοναχό Γεράσιμο, σύμφωνα μέ απόσπασμα από τό σωζόμενο σχετικό «ομόλογο» πού ή Μεγίστη Λαύρα παραχώρησε στον Σεραφείμ στις 26 Ιουλίου 1800.
39. Βλ. τήν κλασική μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου Κων. Καλλιανοϋ, «Σχέσεις Σκοπέλου και Αγίου Όρους (17ος-19ος αι.). Μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα», Εφημέριος ετ. ΜΕ' (1996) 36-38. Θεωρούμε οχι άσκοπο να αναφερθούμε εδώ σέ μία εικόνα πού βρίσκεται στον περικαλλή αυτόν ναό, ή οποία υπογράφεται μεν από άλλο μοναχό, τον Δαμασκηνό, έχει όμως όλες τις προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθεί έργο του ευρύτερου κύκλου του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου και τών μαθητών του (μέ χαρακτηριστικότερη τον τρόπο μέ τον όποιο άναπτύσονται τα μέ χρυσοκονδυλιά φωτίσματα τών ενδυμάτων). Πρόκειται γιά εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος, ή οποία φέρει στο κάτω μέρος της τήν έξης μεγαλογράμματη αφιερωματική επιγραφή: Δέησις τον δούλου τον Θεοϋ Μανολάκη Κωνσταντί βωγ' [1803] Ίονλίον Δ'. Χειρ Δαμασκηνού ίερομονάχον [Βλ. Σάμψων, ο.π., σ. 33* Τρ. Παπαζήσης, «Σχόλια στις επιγραφές τών ναών, μονών και εικόνων της Σκοπέλου», Θεσσαλικό Ημερολόγιο. 'Αφιέρωμα: «Ή βνζαντινή Θεσσαλία» (1991) 162]. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Δαμασκηνό του Χατζή Κωσταντή ό όποιος διετέλεσε εφημέριος στον ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στή Γλώσσα τής Σκοπέλου και πού έργα του υπάρχουν στον ναό τής Γλώσσας (βλ. Μ. Χατζηδάκης, "Έλληνες ζωγράφοι μετά τήν "Άλωση, τ. Α', 'Αθήνα 1987, σ. 239* πρωτοπρ. Καλλιανός, δ.π., 23. Ελπίζουμε ή προσεχής έρευνα να φωτίσει τις πιθανολογούμενες διασυνδέσεις τού Δαμασκηνού με τό εργαστήριο τού Μητροφάνη τού Χίου.
40. Στο προσεχές Β' μέρος τής μελέτης μας γιά τά τοιχογραφημένα παρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων θά αναφερθούμε στους ναούς τών καλυβών Αγίου Ακακίου, Αγίου Ευσταθίου και Αγίων Αποστόλων.
41. F. Halkın, «Deux Vies de St. Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XlVe. s.)», Analecta Bollandiana 54 (1936) 38-111. "Αγιος Μάξιμος ό Κανσοκαλνβης. Βίος, πολιτεία, θαύματα. Πανηγυρική Ακολουθία, (Είσαγωγή-Σχόλια-Έπιμέλεια, μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης), 'Αγιον "Ορος, έκδ. Καλύβης Αγίου Ακακίου, 31993.
42. Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, "Αγιος Ακάκιος ό Κανσοκαλνβίτης. Από το περιβόλι τής Παναγίας στον κήπο τον Θεοϋ, Άγιον Όρος 2001, σσ. 148-149.
43. Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «'Ιερομόναχος Παρθένιος ο εξ 'Αγράφων», δ.π., 600.