Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οσιομάρτυρας Ρωμανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οσιομάρτυρας Ρωμανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

  Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Μνήμη του Οσιομάρτυρα Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (+1694)


ἱερά σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ἔχει στενές πνευματικές σχέσεις μέ τήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο περιοχή τῶν Ἀγράφων, πού ἄρχονται ἀπό τήν ἐγκατάσταση στή ἀσκητική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, τό 1660, τοῦ μετέπειτα ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός γεννήθηκε στό Σόβολακ τῆς ἐπαρχίας Λυτζᾶς καί Ἀγράφων, σημερινό Ἀσπρόπυργο Εὐρυτανίας Οἱ γονεῖς του, πτωχοί ποιμένες ἀλλ’ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἦσαν ἀγράμματοι. Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν καρπό τους, ὁ ὁποῖος ἀρκεῖτο στό ὅτι γνώριζε πώς ἦταν Χριστιανός. Ἡ γενέτειρά του βρισκόταν πλησίον τῆς ἱστορικῆς μονῆς Προυσοῦ, στήν ὁποία καί ἀρχικά εἰσῆλθε γιά νά μονάσει.
Ἀργότερα ταξίδεψε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη πρός ἐξεύρεση ἐργασίας. Ἐκεῖ εὐρισκόμενος, περνώντας ἕνα πλοῖο μέ προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ἄκουσε κάποιους ἀπ’ αὐτούς νά διηγοῦνται γιά τόν Πανάγιο Τάφο ὥστε ἡ εὐσέβεια παρακινήθηκε στή ψυχή του τόσο, ὥσπου ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει κι αὐτός γιά τά Ἱεροσόλυμα ὅπου φθάνοντας, κατευθύνθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του, ἄκουγε τά ἀναγνώσματα γιά τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί γιά τά ὅσα αὐτοί ὑπέμειναν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ρώτησε τούς ἐκεῖ ἐνασκουμένους πατέρες, πληροφορήθηκε γιά τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν ὅσοι σωθοῦν. Ἔτσι ἐπιθύμησε νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῶν θείων αὐτῶν ἐπαγγελιῶν. Τότε πῆγε στόν πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τό σκοπό του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ὁ πατριάρχης ὅμως τόν ἀποθάρρυνε, φοβούμενος μήν ἐπακολουθήσει κάποιο κακό γιά τά Προσκυνήματα, ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποθώντας τό μαρτύριο, ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν Τούρκο κριτή τή χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδειραν μέ σφοδρότητα ἐξαναγκάζοντάς τον νά ἐξωμόσει. Βλέποντας ὅμως ὅτι δέν πείθεται, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρῶτα ὅμως τοῦ ἔκαναν πολλά βασανιστήρια. Ὁ διοικητής ὅμως τοῦ στόλου πού στάθμευε στή Θεσσαλονίκη -καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται ἐκεῖ- ζήτησε ἀπό τούς δικαστές νά τοῦ τόν δώσουν σάν δοῦλο-κωπηλάτη γιά ἕνα ἀπό τά πλοῖα του, κρίνοντας τήν ἰσόβιο αὐτή καταδίκη του ὡς μεγαλύτερη ἀπό τόν διά ξίφους θάνατο· πρόταση μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔμειναν σύμφωνοι. Ἀργότερα ὅμως, κάποιοι Χριστιανοί, κατάφεραν καί ἐλευθέρωσαν τόν Ἅγιο, ἐξαγοράζοντάς τον καί τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στόν ἱερό Ἀθω, τό πιθανότερο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1680 -ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Βίο «ἔμεινεν μετά τοῦ γέροντος Ἀκακίου χρόνον ἱκανόν»- κατευθύνθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ὑποτάχθηκε στό συμπατριώτη του ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη. Παρ’ ὅλο ὅμως πού ἀγωνιζόταν ἀσκούμενος πολλές φορές πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁ λογισμός του στρεφόταν συνεχῶς γύρω ἀπό τό μαρτύριο, μή βρίσκοντας εἰρήνη καί συμπεριφερόμενος ὡς ξένος καί πάροικος στήν παροῦσα ζωή. Ἔτσι, μετά ἀπό πολλές νηστεῖες καί προσευχές ὅπου γέροντας καί ὑποτακτικός παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς πληροφορήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ μαρτυρίου, τούς ἀποκαλύφθηκε ἡ ταύτιση τοῦ θείου θελήματος μέ τόν πόθο τοῦ δεύτερου γιά τό μαρτύριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ μάρτυς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -τό πιθανότερο τοῦ ἔτους 1693- ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ρωμανός, ἀναχώρησε μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου καί τῶν λοιπῶν πατέρων, γιά τό ποθούμενο. Φθάνοντας στά Ἱεροσόλυμα καί προκειμενου νά προκαλέσει τούς Τούρκους, θέλησε νά μπεῖ μέ παρρησία στό ἱερό τέμενος τῶν Μουσουλμάνων. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι αὐτή του ἡ ἐνέργεια θά προκαλοῦσε μεγάλη ζημιά τόσο στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο καί στά λοιπά Προσκυνήματα, ματαίωσε τό σκοπό του καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ, βρῆκε ἕναν θαυμαστό τρόπο γιά νά προκαλέσει τούς Τούρκους. Πιάνοντας ἕνα σκυλάκι καί δένοντάς το μέ τή ζώνη του, τό ἔσερνε μέσα στό παζάρι. Βλέποντάς τον ὅμως οἱ Ἀγαρηνοί μ’ αὐτή τήν ἔμφάνιση, τόν ρώτησαν γιά ποιό λόγο σέρνει ἔτσι τόν σκύλο. Τότε ὁ Ρωμανός ἀποκρίθηκε: «Γιά νά τόν τρέφω, καθώς οἱ Χριστιανοί τρέφουν ἐσᾶς τούς ἀσεβεῖς».
Τότε αὐτοί ἀκούγοντάς τον, τόν ἔφεραν στό Βεζύρη, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά τόν παρέδωσε στούς βασανιστές. Αὐτοί τότε τόν ἔριξαν ἀρχικά σ’ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε ἄσιτος γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλαν καί ἄρχιζαν νά τόν βασανίζουν παντοιοτρόπως. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά δέν κατάφεραν τό σκοπό τους· νά τόν πείσουν δηλαδή νά ἐξωμόσει. Τέλος, ὁ Βεζύρης, ἀποφάσισε τή θανάτωσή του.
Καθώς δέ ἔφερναν τόν Ἅγιο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖνος βάδιζε γρήγορα καί μέ χαρά καί ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε στό δρόμο, τόν χαιρετοῦσε κάνοντας εὐλαβικό σχῆμα. Συνέβη δέ, κατά τό μεσημέρι πού περνοῦσε ἡ μαρτυρική πομπή ἔξω ἀπό ἕνα τζαμί, ἕνας χότζας πού βρισκόταν πάνω στό μιναρέ, νά ἀρχίζει νά ἐξυμνεῖ τόν ψευδοπροφήτη του. Κυττάζοντάς τον τότε ὁ Ἅγιος τόν ἔφτυσε. Καί παρευθύς οἱ δήμιοι τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα, τήν ὁποία μάλιστα ἔβγαλε μέ προθυμία ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια, φθάνοντας στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἔλαβε μέ χαρά τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο, τήν δεκάτη ἐνάτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1694. Τό δέ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ἀμέσως μόλις ἀπέκοψαν τήν τιμίαν του κεφαλή, ἔπεσε πρός Ἀνατολάς σάν νά ἦταν ζωντανό. Αὐτό τό σημεῖο ὅμως ἔκανε νά φθονήσουν οἱ δήμιοι περισσότερο. Γιά τρεῖς δέ ἡμέρες ἕνα οὐράνιο φῶς φώτιζε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, κάτι τό ὁποῖο ἔβλεπαν μέ θαυμασμό ὅλοι ὅσοι φύλαγαν ἐκεῖ. Καί καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται στή Βασιλεύουσα τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀγγλικό καράβι, ὁ πλοίαρχος καί οἱ ναῦτες του, βλέποντας ὅλ’ αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο ἀπό τούς Τούρκους, γιά πεντακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τό μετέφεραν στόν τόπο τους.
Τά περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, διηγήθηκαν ἀργότερα στόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, δύο ἀδέλφια, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀθλήσεώς του, πού ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος· ὁ ἕνας ὁ Χριστοφόρος στή μονή Κουτλουμουσίου καί ὁ ἄλλος, πού πῆρε τό ὄνομα Ἀγάπιος, στή μονή Δοχειαρίου, ὅπου ἀφιέρωσε ἕνα μανδῆλι ἐμποτισμένο μέ μαρτυρικό αἷμα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.

Στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅπου καί ἀσκήθηκε ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός, εἶναι ἱστορημένη στήν ἀψίδα τοῦ βόρειου χοροῦ, μία ἐνυπωσιακή τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759 πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς πηγή συνθέσεως τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἡ σύνθεση ἐξιστορεῖ τήν δι’ ὁράματος ἐμφάνιση στόν ὅσιο ἱδρυτή τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ μέ λευκά ἀστραποβόλα ἱμάτια. Συγκεκριμένα, πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἀναχωρήσει γιά τό μαρτύριό του, ἔκανε μέ τόν γέροντά ὅσιο Ἀκάκιο μία συμφωνία· ὅτι δηλαδή, ἐάν μέν τελειώσει ὁ Ρωμανός τή ζωή του στό μαρτύριο, τότε νά εἶναι πρέσβυς στό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ὁσίου καί μετά τόν θάνατό του νά συγκατοικοῦν στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δέ Ἀκάκιος, μέχρις ὅτου ὁ Ρωμανός ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, νά προσεύχεται στό Θεό ἀδιάκοπα γι’ αὐτόν. Ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος συμφώνησε νά παραμείνει στό Σπήλαιο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐγκατέλειψε γιά λίγους μῆνες τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του καί μετέβη στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού βρίσκεται πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ κάποτε, καθώς προσευχόταν, ἦλθε σέ ἔκσταση καί βλέπει τόν ἅγιο Ρωμανό, νά λάμπει μ’ ἕναν ἀπερίγραπτο τρόπο. Τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο κι ἀπό τόν ἥλιο, μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν. Στρέφοντας ὅμως τό θεοειδές ἐκεῖνο πρόσωπο ἀπό τόν Γέροντα, ἔδειχνε τήν δυσαρέσκειά του γιά τήν παράβαση τῆς συμφωνίας, μέ τό νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Σπήλαιο. Ὁ δέ Ὅσιος, πέφτοντας στά γόνατα, τόν παρακαλοῦσε νά τόν κυττάξει μέ εὐμένεια καί συμπάθεια καί νά τοῦ συγχωρήσει τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὁσιομάρτυς δέν κάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου καί ἔγινε ξαφνικά ἄφαντος. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀμέσως στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐκεῖ προσευχόμενος, πολλές φορές ξαναεῖδε τόν ἅγιο Ρωμανό, λουσμένο πάλι στό ἄκτιστο φῶς· πλήν ὅμως ὄχι μέ τήν ἴδια αὐστηρή ἔκφραση. Ἀλλ’ ἔχοντας βλέμμα χαρωπό καί γλυκύτατο, μετά τή συμφιλίωσή τους, τόν παρηγοροῦσε μέ ἐνθαρρυντικά λόγια.
Τήν περίοδο 1995-1996 καί σέ περίοπτη θέση τῆς γενέτειρας τοῦ ὁσιομάρτυρος, κτίστηκε παρεκκλήσι πρός τιμήν του. Μέ εὐλαβῆ ἐξάλλου αἰσθήματα οἱ συμπατριῶτες του διασώζουν μέχρι σήμερα τό πατρικό του ἐπώνυμο τῶν Πλακέων καί τό μητρικό του τῶν Ἀνδρουτσαίων. Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ Ἰβηροσκητιώτου τοῦ ἔτους 1892, πρωτοεκδόθηκε τό 1937. Ἑτέρα Ἀκολουθία συνέταξε ὁ μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πού ἐκδόθηκε τό 1981. Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός συνυμνεῖται ἐπίσης στίς ἑξῆς Ἀκολουθίες: Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Λαυριωτῶν Ἁγίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ἁγίων καθώς καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποίημα τοῦ ἐπίσης Ἀγραφιώτου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἐπιτομή τοῦ παραπάνω Μαρτυρίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Νήφωνος μοναχοῦ).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Βιβλιογραφία 
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 503-519. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 13, 132. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 104. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 133-134. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. 117-120. H. DELEHAYE, ‘‘Greek Neomartyrs’’, The Constructive Quarterly 9 (1921), σ. 706. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 411. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 75-76, 84-85.Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 74. ΝΗΦΩΝ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΜΟΝ., ‘‘Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ ἀπό Καρπενησίου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀντιγραφεῖσα ἐξ ἀρχαίου χειρογράφου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου’’, Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 5 (1937), σ. 1-19. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 2, Ἀθῆναι 1956, σ. 269. ΘΗΕ τ. 10, στ. 924. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 182. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 443-447. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86. Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΜ., ‘‘Βιβλιογραφία εἰς ἀκολουθίας νεομαρτύρων’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σ. 585. Κ. ΒΑΣΤΑΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ., Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον, Ἐν Ἀθήναις 1978, σ. 99-110. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Νέου τοῦ ἐξ Ἀσπροπύργου Εὐρυτανίας, Ἐν Ἀθήναις 1981. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 89-111, 209-210. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 75-83.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

5 Ιανουαρίου:  Μνήμη του Οσιομάρτυρα Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (+1694)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


ἱερά σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ἔχει στενές πνευματικές σχέσεις μέ τήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο περιοχή τῶν Ἀγράφων, πού ἄρχονται ἀπό τήν ἐγκατάσταση στή ἀσκητική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, τό 1660, τοῦ μετέπειτα ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός γεννήθηκε στό Σόβολακ τῆς ἐπαρχίας Λυτζᾶς καί Ἀγράφων, σημερινό Ἀσπρόπυργο Εὐρυτανίας Οἱ γονεῖς του, πτωχοί ποιμένες ἀλλ’ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἦσαν ἀγράμματοι. Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν καρπό τους, ὁ ὁποῖος ἀρκεῖτο στό ὅτι γνώριζε πώς ἦταν Χριστιανός. Ἡ γενέτειρά του βρισκόταν πλησίον τῆς ἱστορικῆς μονῆς Προυσοῦ, στήν ὁποία καί ἀρχικά εἰσῆλθε γιά νά μονάσει.
Ἀργότερα ταξίδεψε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη πρός ἐξεύρεση ἐργασίας. Ἐκεῖ εὐρισκόμενος, περνώντας ἕνα πλοῖο μέ προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ἄκουσε κάποιους ἀπ’ αὐτούς νά διηγοῦνται γιά τόν Πανάγιο Τάφο ὥστε ἡ εὐσέβεια παρακινήθηκε στή ψυχή του τόσο, ὥσπου ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει κι αὐτός γιά τά Ἱεροσόλυμα ὅπου φθάνοντας, κατευθύνθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του, ἄκουγε τά ἀναγνώσματα γιά τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί γιά τά ὅσα αὐτοί ὑπέμειναν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ρώτησε τούς ἐκεῖ ἐνασκουμένους πατέρες, πληροφορήθηκε γιά τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν ὅσοι σωθοῦν. Ἔτσι ἐπιθύμησε νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῶν θείων αὐτῶν ἐπαγγελιῶν. Τότε πῆγε στόν πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τό σκοπό του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ὁ πατριάρχης ὅμως τόν ἀποθάρρυνε, φοβούμενος μήν ἐπακολουθήσει κάποιο κακό γιά τά Προσκυνήματα, ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποθώντας τό μαρτύριο, ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν Τούρκο κριτή τή χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδειραν μέ σφοδρότητα ἐξαναγκάζοντάς τον νά ἐξωμόσει. Βλέποντας ὅμως ὅτι δέν πείθεται, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρῶτα ὅμως τοῦ ἔκαναν πολλά βασανιστήρια. Ὁ διοικητής ὅμως τοῦ στόλου πού στάθμευε στή Θεσσαλονίκη -καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται ἐκεῖ- ζήτησε ἀπό τούς δικαστές νά τοῦ τόν δώσουν σάν δοῦλο-κωπηλάτη γιά ἕνα ἀπό τά πλοῖα του, κρίνοντας τήν ἰσόβιο αὐτή καταδίκη του ὡς μεγαλύτερη ἀπό τόν διά ξίφους θάνατο· πρόταση μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔμειναν σύμφωνοι. Ἀργότερα ὅμως, κάποιοι Χριστιανοί, κατάφεραν καί ἐλευθέρωσαν τόν Ἅγιο, ἐξαγοράζοντάς τον καί τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στόν ἱερό Ἀθω, τό πιθανότερο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1680 -ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Βίο «ἔμεινεν μετά τοῦ γέροντος Ἀκακίου χρόνον ἱκανόν»- κατευθύνθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ὑποτάχθηκε στό συμπατριώτη του ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη. Παρ’ ὅλο ὅμως πού ἀγωνιζόταν ἀσκούμενος πολλές φορές πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁ λογισμός του στρεφόταν συνεχῶς γύρω ἀπό τό μαρτύριο, μή βρίσκοντας εἰρήνη καί συμπεριφερόμενος ὡς ξένος καί πάροικος στήν παροῦσα ζωή. Ἔτσι, μετά ἀπό πολλές νηστεῖες καί προσευχές ὅπου γέροντας καί ὑποτακτικός παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς πληροφορήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ μαρτυρίου, τούς ἀποκαλύφθηκε ἡ ταύτιση τοῦ θείου θελήματος μέ τόν πόθο τοῦ δεύτερου γιά τό μαρτύριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ μάρτυς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -τό πιθανότερο τοῦ ἔτους 1693- ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ρωμανός, ἀναχώρησε μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου καί τῶν λοιπῶν πατέρων, γιά τό ποθούμενο. Φθάνοντας στά Ἱεροσόλυμα καί προκειμενου νά προκαλέσει τούς Τούρκους, θέλησε νά μπεῖ μέ παρρησία στό ἱερό τέμενος τῶν Μουσουλμάνων. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι αὐτή του ἡ ἐνέργεια θά προκαλοῦσε μεγάλη ζημιά τόσο στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο καί στά λοιπά Προσκυνήματα, ματαίωσε τό σκοπό του καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ, βρῆκε ἕναν θαυμαστό τρόπο γιά νά προκαλέσει τούς Τούρκους. Πιάνοντας ἕνα σκυλάκι καί δένοντάς το μέ τή ζώνη του, τό ἔσερνε μέσα στό παζάρι. Βλέποντάς τον ὅμως οἱ Ἀγαρηνοί μ’ αὐτή τήν ἔμφάνιση, τόν ρώτησαν γιά ποιό λόγο σέρνει ἔτσι τόν σκύλο. Τότε ὁ Ρωμανός ἀποκρίθηκε: «Γιά νά τόν τρέφω, καθώς οἱ Χριστιανοί τρέφουν ἐσᾶς τούς ἀσεβεῖς».
Τότε αὐτοί ἀκούγοντάς τον, τόν ἔφεραν στό Βεζύρη, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά τόν παρέδωσε στούς βασανιστές. Αὐτοί τότε τόν ἔριξαν ἀρχικά σ’ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε ἄσιτος γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλαν καί ἄρχιζαν νά τόν βασανίζουν παντοιοτρόπως. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά δέν κατάφεραν τό σκοπό τους· νά τόν πείσουν δηλαδή νά ἐξωμόσει. Τέλος, ὁ Βεζύρης, ἀποφάσισε τή θανάτωσή του.
Καθώς δέ ἔφερναν τόν Ἅγιο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖνος βάδιζε γρήγορα καί μέ χαρά καί ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε στό δρόμο, τόν χαιρετοῦσε κάνοντας εὐλαβικό σχῆμα. Συνέβη δέ, κατά τό μεσημέρι πού περνοῦσε ἡ μαρτυρική πομπή ἔξω ἀπό ἕνα τζαμί, ἕνας χότζας πού βρισκόταν πάνω στό μιναρέ, νά ἀρχίζει νά ἐξυμνεῖ τόν ψευδοπροφήτη του. Κυττάζοντάς τον τότε ὁ Ἅγιος τόν ἔφτυσε. Καί παρευθύς οἱ δήμιοι τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα, τήν ὁποία μάλιστα ἔβγαλε μέ προθυμία ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια, φθάνοντας στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἔλαβε μέ χαρά τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο, τήν δεκάτη ἐνάτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1694. Τό δέ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ἀμέσως μόλις ἀπέκοψαν τήν τιμίαν του κεφαλή, ἔπεσε πρός Ἀνατολάς σάν νά ἦταν ζωντανό. Αὐτό τό σημεῖο ὅμως ἔκανε νά φθονήσουν οἱ δήμιοι περισσότερο. Γιά τρεῖς δέ ἡμέρες ἕνα οὐράνιο φῶς φώτιζε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, κάτι τό ὁποῖο ἔβλεπαν μέ θαυμασμό ὅλοι ὅσοι φύλαγαν ἐκεῖ. Καί καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται στή Βασιλεύουσα τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀγγλικό καράβι, ὁ πλοίαρχος καί οἱ ναῦτες του, βλέποντας ὅλ’ αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο ἀπό τούς Τούρκους, γιά πεντακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τό μετέφεραν στόν τόπο τους.
Τά περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, διηγήθηκαν ἀργότερα στόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, δύο ἀδέλφια, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀθλήσεώς του, πού ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος· ὁ ἕνας ὁ Χριστοφόρος στή μονή Κουτλουμουσίου καί ὁ ἄλλος, πού πῆρε τό ὄνομα Ἀγάπιος, στή μονή Δοχειαρίου, ὅπου ἀφιέρωσε ἕνα μανδῆλι ἐμποτισμένο μέ μαρτυρικό αἷμα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.

Στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅπου καί ἀσκήθηκε ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός, εἶναι ἱστορημένη στήν ἀψίδα τοῦ βόρειου χοροῦ, μία ἐνυπωσιακή τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759 πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς πηγή συνθέσεως τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἡ σύνθεση ἐξιστορεῖ τήν δι’ ὁράματος ἐμφάνιση στόν ὅσιο ἱδρυτή τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ μέ λευκά ἀστραποβόλα ἱμάτια. Συγκεκριμένα, πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἀναχωρήσει γιά τό μαρτύριό του, ἔκανε μέ τόν γέροντά ὅσιο Ἀκάκιο μία συμφωνία· ὅτι δηλαδή, ἐάν μέν τελειώσει ὁ Ρωμανός τή ζωή του στό μαρτύριο, τότε νά εἶναι πρέσβυς στό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ὁσίου καί μετά τόν θάνατό του νά συγκατοικοῦν στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δέ Ἀκάκιος, μέχρις ὅτου ὁ Ρωμανός ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, νά προσεύχεται στό Θεό ἀδιάκοπα γι’ αὐτόν. Ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος συμφώνησε νά παραμείνει στό Σπήλαιο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐγκατέλειψε γιά λίγους μῆνες τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του καί μετέβη στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού βρίσκεται πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ κάποτε, καθώς προσευχόταν, ἦλθε σέ ἔκσταση καί βλέπει τόν ἅγιο Ρωμανό, νά λάμπει μ’ ἕναν ἀπερίγραπτο τρόπο. Τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο κι ἀπό τόν ἥλιο, μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν. Στρέφοντας ὅμως τό θεοειδές ἐκεῖνο πρόσωπο ἀπό τόν Γέροντα, ἔδειχνε τήν δυσαρέσκειά του γιά τήν παράβαση τῆς συμφωνίας, μέ τό νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Σπήλαιο. Ὁ δέ Ὅσιος, πέφτοντας στά γόνατα, τόν παρακαλοῦσε νά τόν κυττάξει μέ εὐμένεια καί συμπάθεια καί νά τοῦ συγχωρήσει τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὁσιομάρτυς δέν κάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου καί ἔγινε ξαφνικά ἄφαντος. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀμέσως στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐκεῖ προσευχόμενος, πολλές φορές ξαναεῖδε τόν ἅγιο Ρωμανό, λουσμένο πάλι στό ἄκτιστο φῶς· πλήν ὅμως ὄχι μέ τήν ἴδια αὐστηρή ἔκφραση. Ἀλλ’ ἔχοντας βλέμμα χαρωπό καί γλυκύτατο, μετά τή συμφιλίωσή τους, τόν παρηγοροῦσε μέ ἐνθαρρυντικά λόγια.
Τήν περίοδο 1995-1996 καί σέ περίοπτη θέση τῆς γενέτειρας τοῦ ὁσιομάρτυρος, κτίστηκε παρεκκλήσι πρός τιμήν του. Μέ εὐλαβῆ ἐξάλλου αἰσθήματα οἱ συμπατριῶτες του διασώζουν μέχρι σήμερα τό πατρικό του ἐπώνυμο τῶν Πλακέων καί τό μητρικό του τῶν Ἀνδρουτσαίων. Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ Ἰβηροσκητιώτου τοῦ ἔτους 1892, πρωτοεκδόθηκε τό 1937. Ἑτέρα Ἀκολουθία συνέταξε ὁ μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πού ἐκδόθηκε τό 1981. Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός συνυμνεῖται ἐπίσης στίς ἑξῆς Ἀκολουθίες: Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Λαυριωτῶν Ἁγίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ἁγίων καθώς καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποίημα τοῦ ἐπίσης Ἀγραφιώτου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἐπιτομή τοῦ παραπάνω Μαρτυρίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Νήφωνος μοναχοῦ).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Βιβλιογραφία 
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 503-519. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 13, 132. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 104. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 133-134. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. 117-120. H. DELEHAYE, ‘‘Greek Neomartyrs’’, The Constructive Quarterly 9 (1921), σ. 706. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 411. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 75-76, 84-85.Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 74. ΝΗΦΩΝ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΜΟΝ., ‘‘Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ ἀπό Καρπενησίου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀντιγραφεῖσα ἐξ ἀρχαίου χειρογράφου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου’’, Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 5 (1937), σ. 1-19. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 2, Ἀθῆναι 1956, σ. 269. ΘΗΕ τ. 10, στ. 924. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 182. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 443-447. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86. Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΜ., ‘‘Βιβλιογραφία εἰς ἀκολουθίας νεομαρτύρων’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σ. 585. Κ. ΒΑΣΤΑΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ., Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον, Ἐν Ἀθήναις 1978, σ. 99-110. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Νέου τοῦ ἐξ Ἀσπροπύργου Εὐρυτανίας, Ἐν Ἀθήναις 1981. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 89-111, 209-210. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 75-83.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ




Εὐλογημένο τό Νέο Ἔτος 2013

Στιγμιότυπα ἀπό τήν κοπή τῆς βασιλόπιτας στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, κατά τήν ἑορτή τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ἑνός ἀπό τούς ἁγίους τῆς Καλύβης, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ νέου ἔτους 2013.



Μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ κατὰ τὸ Ἁγιορείτικο Ἡμερολόγιο


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ κατὰ τὸ Ἁγιορείτικο Ἡμερολόγιο


ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ  ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ 
 (νός κ τν γίων τής Καλύβης το γίου κακίου)


Τοιχογραφία από το Κυριακό της Σκήτης Καυσοκαλυβίων
Ὁσιομάρτυς Ρωμανὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ Καρπενήσι καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνδράνοβα, ποὺ σήμερα καλεῖται Ἀσπρόπυργος. Ἅγιος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς ἀλλὰ ἀγράμματους. Ἔτσι ἔμεινε καὶ αὐτὸς ἀγράμματος καὶ δέν γνωρίζε τίποτα, παρὰ ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα γιὰ προσκύνημα καὶ ἀφοῦ ἔγινε ζηλωτὴς τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κήρυττε στά Ἱεροσόλυμα τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Στην καρδία του εἶχε ἀνάψει φλόγα τοῦ μαρτυρίου. Ἀνακοίνωσε στὸν Πατριάρχη τὸν σκοπὸ του, ὁποῖος βέβαια τὸν ἐμπόδισε, διότι δὲν γνωρίζε τὴν πορεία τῆς ἐκβάσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐπακολουθήσει κανένα κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη καὶ παρουσιασθεὶς στὸν κριτὴ ὁμολόγησε ὅτι Χριστὸς εἶναι Θεὸς ποιητὴς τοῦ παντὸς καὶ μόνος Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀλλόπιστοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, κατὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔκοψαν λουρίδες ἀπὸ τὸ δέρμα του, βιάζοντάς τον να ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Πρὸ τῆς σταθερῆς ἀποφάσεως τοῦ μάρτυρα νὰ μείνει ἀκλόνητος στὴν πίστη αὐτοῦ, κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση κατὰ αὐτοῦ. Ἐκεῖ παρευρισκόταν ἀρχηγὸς τοῦ Τουρκικοῦ στόλου Θεσσαλονίκης, ποὺ ζήτησε νὰ δοθεῖ στὸν Μάρτυρα, διαρκὴς ποινὴ δουλείας στο κωπηλάτισμα τῶν πλοίων, μήπως ἔτσι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Κάποιοι Χριστιανοὶ κατόρθωσαν να ἐλευθερώσουν τὸν Ἅγιο ποὺ διέφυγε καὶ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στον Ὅσιο Ἀκάκιο τὸν Καυσοκαλυβίτη, ὅπου καὶ ἐκάρη Μοναχὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖ συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ του ἀγῶνα καὶ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς. Ὁ ζῆλος του πρὸς τὸ μαρτύριο δεν τὸν ἄφησε να ἡσυχάσει καὶ ἐφέρετο ὡς ξένος τῆς παρούσας ζωῆς. Ἀποφάσισαν λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, να νηστέψουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸ να τοὺς ἀποκαλύψει τὸ τέλος τοῦ Μαρτυρίου. Πράγματι, ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὁ Ρωμανὸς να τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπῆλθε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μαρτυρήσει, ἀλλὰ ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, διότι θὰ ἐλάμβανε μεγάλη ζημία ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπὸ τὴν μανία τῶν Ἀγαρηνῶν. Μὲ παρότρυνση τοῦ Γέροντός του μετέβη τὸ 1694, στην Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἔλεγξε τὴν ἀσέβεια τῶν Τούρκων. Ἐκείνοι τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔκλεισαν σὲ ἔνα ξερὸ πηγάδι, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὸ μανδήλιο ποὺ ἐμβαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος ἀφιερώθηκε ἀπὸ ἕναν Χριστιανὸ ἄρχοντα στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, στὴν ὁποία καὶ ἔγινε στὴν συνέχεια Μοναχὸς καὶ ὁ ἴδιος, ὀνομασθεὶς Ἀγάπιος.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου  στίς 5 Ιανουαρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ.
 (Νήφωνος μοναχοῦ).

σκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Μεγαλυνάριον

῾Ρώμην ἐνεδύσω ἐξ οὐρανοῦ καὶ τῇ πανοπλίᾳ τοῦ Παντάνακτος ᾿Ιησοῦ ἐχθρῶν τὰς μεθοδείας καί τῶν ὑπεναντίων κατῄσχυνας γενναίως, ῾Ρωμανὲ ἔνδοξε.