Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
‘’Διαβάζοντας’’
τήν εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων*
Οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ συνδυάζουν τό ὑλικό μέ τό ἄϋλο, τήν ἄκτιστη φύση μέ τήν κτιστή, τό ὑπερφυσικό καί ἄπειρο μέ τό φυσικό καί πεπερασμένο. Αἰσθητοποιοῦν τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κρατῶντας ὅλο τό θεολογικό βάθος της, βρίσκοντας τό μέτρο ἀνάμεσα στό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο. Ἐνεργοῦν κατά τρόπο μυστικό προκαλῶντας κατάνυξη στίς ψυχές τῶν πιστῶν πού εἶναι σάν νά δέχονται ἀνταύγειες τῆς αἰωνιότητας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν εἰκονογραφία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πολλές εἶναι οἱ λεπτομέρειες ἐκεῖνες πού ἀξίζουν ἰδιαίτερο σχολιασμό, ἐπειδή μέσα τους κρύβουν ἕνα βαθύ θεολογικό συμβολισμό καί ἀποκαλύπτουν τό εὗρος τῆς ἐπίδρασης τῆς πατερικῆς γραμματείας στίς χριστιανικές εἰκαστικές τέχνες.
Ἡ Θεοτόκος
Ἀπό τήν ἀρχή ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε τίς ἱερές εἰκόνες μέ τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου. «Ὁ ἀχώρητος παντί ἐχωρήθη ἐν γαστρί», ψάλλουμε. Χώρεσε, σχηματίσθηκε ὡς ἄνθρωπος μέσα στό ἁγνό σῶμα τῆς Παρθένου. Ἔτσι, πρώτη Του εἰκόνα φανερώθηκε κατά τήν ἐνανθρώπησή Του. Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι ἡ πρώτη ἁγιογράφος στάθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅπως παραστατικά μᾶς λέει τό κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός ἐκ Σοῦ Θεοτόκε, περιεγράφη σαρκούμενος, καί τήν ῥυπωθεῖσαν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξε».
Ἡ θέση τῆς Θεοτόκου εἶναι καίρια στήν εἰκόνα, ἐξαίροντας μέ τόν τρόπο αὐτό τή συμμετοχή καί τό ρόλο της στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, κατέχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ Θεοτόκος προβάλλεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό κέντρο τῆς παράστασης ἐνῶ παράλληλα ὁ ἁγιογράφος τίς δίνει διαστάσεις πέρα ἀπό τό μέτρο. Εἰκονίζεται σέ ἄμεση σχέση μέ τό τέκνο της -προσφέροντας τήν ἀγκαλιά της ὡς θρόνο- ἀλλά διατηρεῖ καί κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτό, ἀπόσταση πού ὑπαγορεύεται ἀπό τήν γνώση ὅτι Θεός τό γεννηθέν.
Τή βρίσκουμε στήν κορυφή ἑνός λόφου, ὁ ὁποῖος διαμορφώνεται πρό τοῦ σπηλαίου τῆς Γεννήσεως. Πρόκειται περί συμβολικῆς θέσης, καθώς ἐκείνη εἶναι, σύμφωνα μέ τή βυζαντινή ὑμνολογία, τό ὄρος τό ἅγιον καί τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἀπ’ ὅπου θά ἐξέλθει ὁ Χριστός, ὅπως ψάλλουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο.
Ἡ στάση καί ἡ ἔκφραση τῆς καθήμενης ἤ ἀνακεκλιμένης σέ πορφυρένια στρωμνή ἤ γονατιστῆς Θεοτόκου ἀντανακλᾶ κυρίως τήν ἀντίληψη γιά τόν μέ ἤ χωρίς ὠδίνες τοκετό τοῦ θείου βρέφους, καθώς καί τήν πρόθεση νά ἐξαρθεῖ πότε ἡ θεότητα καί πότε ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, σέ ὁρισμένες παραστάσεις τῆς Γεννήσεως, ἡ ἀνάλαφρη, μισοκαθισμένη ἤ μισοξαπλωμένη Θεοτόκος προδίδει τήν ἀπουσία πόνων κατά τόν τοκετό της καί συνεπῶς τήν παρθενική γέννηση καί τή θεία καταγωγή τοῦ βρέφους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν συνάμα «δι’ ἡμᾶς, καθ’ ἡμᾶς καί ὑπέρ ἐμᾶς», δηλαδή σωτήρια, φυσική καί ὑπερφυσική» καί συνάμα «ὑπέρ νόμον κυήσεως».
Σέ πολλές μεταβυζαντινές εἰκόνες -ὅπως ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μέρος τοῦ Δωδεκάορτου τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Σταυρονικήτα, πού θεωρεῖται ἡ πρωϊμότερη τοῦ εἰκονογραφικοῦ αὐτοῦ τύπου- ἡ Θεοτόκος εἶναι γονατιστή μπροστά στό θεῖο βρέφος, μέ τά χέρια σταυρωμένα. «Τό στοιχεῖο αὐτό, δυτικῆς καταγωγῆς, ἐντείνει τό δοξαστικό νόημα τῆς σύνθεσης, γιατί στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ μετέχει τώρα καί ἡ Θεοτόκος» (Μαν. Χατζηδάκης).
Ἀτενίζοντας τήν Παρθένο Μαρία δίπλα στό θεῖο βρέφος, ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν ἁγνότητά της καί διδασκόμαστε ἀπό ἐκείνην πῶς νά ὑπακοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ· πῶς νά ἐνσαρκώνουμε κι ἐμεῖς στήν ψυχή μας τό Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό· πῶς νά προετοιμάζουμε τή ψυχή καί ὅλη τήν ὕπαρξή μας, γιά νά γίνει τόπος ἀνάπαυσής Του. Διδασκόμαστε πῶς νά καθαρίζουμε τήν καρδιά μας «τοῦ κατοικῆσαι τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» κατά τόν Ἀπόστολο. Παρακινούμαστε νά ἐνσαρκώνουμε κι ἐμεῖς πνευματικά τόν Θεό Λόγο, δίνοντας σάρκα καί ὀστᾶ στή διδασκαλία Του μέ τό νά τήν ζοῦμε καί νά τή μεταδίδουμε καί στούς ἄλλους, στήν πράξη καί τή θεωρία, ἀληθινά καί ζωντανά.
Ὅσο ὁ Χριστός γεννᾶται στήν ψυχή μας τόσο ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται. Ὅσο ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, αὐξάνει μέσα μας, τόσο ὁ παλαιός, ὁ χοϊκός Ἀδάμ, ἀδυνατεῖ καί χάνεται.
Ὁ Ἰωσήφ
Ἡ θέση τοῦ μοναχικοῦ Ἰωσήφ δέν εἶναι κοντά στό βρέφος ἀλλά ἔξω ἀπό τό σπήλαιο ὅπου κάθεται συλλογισμένος, στό ἕνα ἄκρο τῆς εἰκόνας. Ἡ γραφική ἀλλά συνάμα πολύ θεολογική αὐτή λεπτομέρεια, πρωτοεμφανίζεται στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνα. Εἰκονίζει μιά διακριτική προσέγγιση τοῦ ἀκατανόητου μυστηρίου, ἀλλά καί μία σαφῆ διάκριση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου. Ὁ Ἰωσήφ φαίνεται νά ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τό παράδοξο μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης.
Ἡ παράμερη θέση τοῦ συλλογισμένου Ἰωσήφ δηλώνει τήν μή οὐσιαστική συμμετοχή του στά δρώμενα, διατρανώνοντας μέ τόν εἰκαστικό αὐτό τρόπο τήν ἀπείρανδρο γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί τήν παρθενία τῆς Παναγίας. Ὁ Ἰωσήφ δέν εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Βρέφους, ἀλλ’ ὁ προστάτης Του. Θά πρέπει νά ἦταν ὅμως καί ἄνθρωπος ὑψηλῆς πνευματικότητας, ἀφοῦ ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν προστασία τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας (Ἰω. Βράνος).
Κάθεται σκεφτικός καί προβληματισμένος, ἀφοῦ κατά τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο «Ὁ σώφρων Ἰωσήφ» «ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ἐταράχθη, πρός τήν ἄγαμον θεωρῶν καί κλεψίγαμον ὑπονοῶν» Παρθένο Μαρία. Μή μπορῶντας νά συλλάβει τό μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρώπησης ἀπορεῖ, ἀλλά συνάμα θαυμάζει τό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ.
Σέ μερικές εἰκόνες βλέπουμε τόν Ἰωσήφ νά συνομιλεῖ μέ ἕναν γέρο καί ἄσχημο βοσκό. Ὑποδηλώνει τόν διάβολο πού πειράζει τόν Ἰωσήφ δείχνοντας τό ροζιασμένο ραβδί του καί λέγοντάς του εἰρωνικά, ὅτι ὅπως αὐτό τό ξερό κούτσουρο δέν μπορεῖ νά βλαστήσει μέ φύλλα καί κλαδιά ἔτσι εἶναι ἀδύνατον μία παρθένος νά γεννήσει.
Σύμφωνα μέ τόν διαπρεπῆ θεολόγο Παῦλο Εὐδοκίμωφ, ‘‘στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, ἡ εἰκόνα ἀφηγεῖται ἕνα παγκόσμιο δρᾶμα πού ἀναπαράγεται διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων... Τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθύνεται στήν πίστη καί συναντᾶ τό ἐμπόδιο τῆς ἀμφιβολίας’’. Ὁ Ἰωσήφ γίνεται σύμβολο τῆς πάλης ἀνάμεσα στίς ἐπιταγές τῆς λογικῆς καί τῆς ἐμπειρίας καί τῆς πίστης στό Θεό, πού νικάει τούς ὅρους τῆς φύσης. Ὅμως, ὅπως διατρανώνει ὁ Ἰωσήφ μέσα ἀπό τήν θεσπέσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, «Ἐγώ, φησί, τούς προφήτας ἐρευνήσας καί χρηματισθείς ὑπό ἀγγέλου, πέπεισμαι ὅτι Θεόν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως». Ἔτσι, ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἰωσήφ γίνεται στήριγμα γι’ αὐτούς πού δοκιμάζονται ἀπό λογισμούς ἀμφιβολίας καί δυσπιστίας.
Οἱ ἄγγελοι, οἱ Ποιμένες, ὁ ἀστέρας
Στό πάνω μέρος τῆς σύνθεσης εἰκονίζονται μεγαλόπρεποι ἄγγελοι καθώς καί οἱ Ποιμένες· πρόσωπα πού μνημονεύονται στά ἱερά κείμενα.
Οἱ ἄγγελοι, εὐθυτενεῖς ἤ σκυμμένοι σέ προσκύνηση, προβάλλουν ἀριστερά καί δεξιά ἀπό τήν συνήθως κωνική μορφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἀνοίγεται τό σπήλαιο. Ἄν δέν εἶναι καθόλου εὔκολο ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μας νά συλλάβει τήν ὑπερβατικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὅμως νά Τόν δοξολογεῖ γι’ αὐτήν. Οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦν μέ οὐράνιους ὕμνους τόν τεχθέντα Κύριο καί μέ χαρά ἀναγγέλουν στούς ποιμένες τό μέγα γεγονός πού θά ἀποτελέσει τομή στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐκεῖνοι δέχονται ἐκστατικά τό χαρούμενο μήνυμα. Οἱ ἁπλοϊκοί αὐτοί ποιμένες γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους εἶχαν τό προνόμιο νά ἐπικοινωνήσουν μέ τόν ὑπερφυσικό κόσμο τῶν ἀγγέλων καί ἀξιώθηκαν νά γίνουν μάρτυρες τοῦ θαύματος. Συνήθως, κάποιος ἀπ’ αὐτούς παίζει τή φλογέρα του, ἀναμιγνύοντας τή μουσική, τέχνη ἀνθρώπινη, μέ τό ἀγγελικό ἄσμα. Σέ ὁρισμένες συνθέσεις, κάποιος ἀπό τούς ποιμένες συνομιλεῖ μέ τόν Ἰωσήφ.
Σέ δεσπόζουσα θέση καί τό ἀστέρι, τό ὁποῖο τελικά στάθηκε πάνω ἀπό τό σπήλαιο, ρίχνοντας μία ἀκτῖνα του πάνω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τό ἀστέρι γίνεται καί ἕνας ἀγγελιοφόρος ἀπό τό ὑπερπέραν, πού μηνύει ὅτι στή γῆ γεννήθηκε «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» Θεός. Τό ἀστέρι, ἀφοῦ ὁδήγησε τούς Μάγους στή φάτνη, μᾶς δείχνει τώρα τήν κατεύθυνση πού χαράσσει ἡ ἐνσάρκωση τῆς φιλάνθρωπης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Τό εἰκονογραφικό θέμα ‘’Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ’’
Στά τέλη τοῦ 13ου αἰῶνα ἐμφανίζεται στή μνημειακή ζωγραφική ἕνα ἐντυπωσιακό θέμα πού ἐμπνέεται ἀπό τήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα, εἰκονογραφεῖται τό ἰδιόμελο στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:
Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γάρ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων τήν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τόν ὕμνον· οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα· οἱ Μάγοι τά δῶρα· οἱ Ποιμένες τό θαῦμα· ἡ γῆ τό σπήλαιον· ἡ ἔρημος τήν φάτνην· ἡμεῖς δέ Μητέρα Παρθένον. Ὁ πρό αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς δημιουργίας, ἀλλά ἡ ἑορτή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου· μιά ἀνανέωση, θά τολμούσαμε νά συμπληρώσουμε ἐμεῖς, πού ἁγιάζει τήν κτίση. Γι’ αὐτό ὅλη ἡ δημιουργία λαβαίνει μέρος στό μυστήριο τῆς Γεννήσεως, ὥστε νά βλέπουμε στήν παράσταση αὐτή ἐκπροσώπους ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα νά προσφέρουν τήν εὐγνωμοσύνη τους στό Λυτρωτή.
Κέντρο τῆς σύνθεσης εἶναι ἡ βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκος πού παριστάνεται καθήμενη σέ μεγαλοπρεπῆ θρόνο. Στήν πάνω ζώνη, παριστάνονται δύο χοροί σεβαζόντων ἀγγέλων πού ὑποκλίνονται στή βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκο ἐνῶ ὑμνολογοῦν τόν γεννηθέντα Κύριο. Φέρουν τήν ἐπιγραφή: «Οἱ ἄγγελοι τόν ὕμνο». Ἀπό τόν οὐρανό ἐξακτινώνεται λαμπρό ἀστέρι πού καταλήγει στήν κεφαλή τῆς Θεοτόκου καί συνοδεύεται ἀπό τήν ἐπιγραφή: «Οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα». Στήν κάτω ἀριστερή γωνία μία γυναικεία μορφή πού κάθεται σέ βράχους–προσωποποίηση τῆς γῆς, κρατεῖ στά χέρια της ἕνα ὄρος μέ σπήλαιο. Φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἡ γῆ τό σπήλαιον». Στήν κάτω δεξιά γωνία, μία ἀντίστοιχη μορφή εἰκονίζεται νά προσφέρει τή φάτνη καί φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἡ ἔρημος τήν φάτνη». Λίγο ψηλότερα ἀπό τήν πρώτη μορφή παριστάνονται οἱ τρεῖς δωροφοροῦντες μάγοι μέ τήν σχετική ἐπιγραφή: «Οἱ Μάγοι τά δῶρα» ἐνῶ στήν ἀντίστοιχη δεξιά θέση, τρεῖς ποιμένες πού εἶναι ὅλο θαυμασμό καί ἀπορία καί φέρουν τήν ἐπιγραφή: «Οἱ Ποιμένες τό θαῦμα». Δεξιά καί ἀριστερά τῆς Θεοτόκου, δύο πολυπληθεῖς ὁμάδες, ἐκπρόσωποι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί κοσμικοῦ χώρου, ὁλοκληρώνουν τή θεματολογία τῆς κάτω ζώνης. Φέρουν τήν ἐπιγραφή «Ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον ἁγνήν».
Μέ τή Θεοτόκο θεώνεται ἡ ἁγνή καί καθαρή ἀνθρώπινη φύση, πού μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διατηρήθηκε στό πρόσωπο τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ Θεοτόκος ἐπιτέλεσε ὅλο τό ἔργο, πού χρειαζόταν ἀνθρωπίνως γιά τή σωτηρία μας. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Θεοτόκος ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί προσφέρει γιά χάρη της τή δική της σάρκα ὡς δοχεῖο τῆς Θεότητας. Καί ἡ εὐχαριστιακή αὐτή προσφορά εἶναι ἀσύγκριτα σημαντικότερη ἀπό τῶν ἄλλων κτισμάτων.