Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης
καί ὁ ἑορτασμός της στό Ἅγιον Ὄρος


θεομητορική ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης κατατάσσεται στίς ἑορτές πού ἔχουν θεσπιστεῖ πρός τιμήν  τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, δηλ. τῆς τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) καί τῆς τιμίας Ζώνης (31 Αὐγούστου). Τελεῖται σέ ἀνάμνηση τῆς ὀπτασίας πού εἶδε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός[1], τήν ὥρα πού ἐτελεῖτο ἀγρυπνία στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-911)[2]. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε στόν Ὅσιο νά βρίσκεται στήν πύλη τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ, δορυφορούμενη ἀπό ἀγγέλους, τόν Τίμιο Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο. Ὅταν ἔφθασε στή μέση τοῦ ναοῦ, ὅπου βρισκόταν ὁ ἄμβωνας, προσευχήθηκε ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί κατόπιν εἰσῆλθε στό ἱερό Βῆμα. Ἐκεῖ ἄνοιξε τήν ἁγία Σορό, στήν ὁποία φυλασσόταν τό ἱερό Μαφόριό της, καί ἀφοῦ τό ξεδίπλωσε, τό ἅπλωσε πάνω ἀπό τό ἐκκλησίασμα. Ἀργότερα ἡ Θεοτόκος ἀνῆλθε πρός τόν οὐρανό, περιβεβλημένη ἀπαστράπτον φῶς. Στά μάτια τοῦ  ὁσίου Ἀνδρέα, τό μαφόριο φαινόταν νά αἰωρεῖται ὑπερφυσικά στόν ἀέρα καί τόσο μεγάλο ὥστε νά σκεπάζει ὅλο τό λαό. Τή θαυμαστή ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶδε καί ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα Ἐπιφάνιος, ἐνῶ ὁ λαός συνέχισε νά ἀγρυπνεῖ χωρίς νά ἔχει ἀντιληφθεῖ τό θαυμαστό γεγονός.
  Ἡ Ἑορτή, πού τελεῖται τήν 1η τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, τιμᾶται ἰδιαίτερα σ᾿ ὅλες τίς σλαβόφωνες ἐκκλησίες (εἶναι γνωστή ὡς Ποκρώφ στή ρωσική σημαίνει «μαφόριον») καί φέρεται νά ἔχει καθιερωθεῖ ἀπό τόν μέγα πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμίρ, ἅγιο Ἀνδρέα Μπογκολιούμπωφ (1157-1174), ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τή σχετική ἀκολουθία στή σλαβονική.[3] Ἡ καταγωγή, ἐπιπροσθέτως, τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα ἀπό τήν Σκυθία (μία ἀπό τίς κοιτίδες τοῦ ρωσικοῦ ἔθνους) θά πρέπει νά προστεθεῖ στούς λόγους  τῆς εὐλάβεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στή θεομητορική αὐτή ἑορτή.
  Στόν ἑλληνικό χῶρο, ἡ ἑορτασμός μεταφέρθηκε ἀπό τό ἔτος 1952 ἀπό τήν 1η στίς 28 Ὀκτωβρίου, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά τιμήσει τήν Θεοτόκο γιά τήν προστασία μέ τήν ὁποία περιέβαλε τόν ἑλληνικό στρατό στήν ὑπεράσπιση τῆς πατρίδας μας κατά τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ εἰσβολῆς τό 1940.[4] Μέχρι τό 1952 ψαλλόταν ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἐνῶ ἀπέδιδαν τιμές στήν ἁγία μάρτυρα Εὐνίκη (28 Ὀκτωβρίου).


Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν ἀρκετοί ναοί πού τιμοῦνται στήν ἑορτή αὐτή. Ὁ γνωστότερος εἶναι τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στή μονή Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ ἐγκαινιασμός τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ ἑορτάστηκε μέ λαμπρότητα στή μονή αὐτή, στίς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 1853.[5] Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὁ πρῶτος μεγάλος ναός πού ἀφιερώθηκε στή θεομητορική αὐτή ἑορτή στό Ἅγιον Ὄρος. Μέχρι τότε ὑπῆρχαν τά παρεκκλήσια τῆς Ἁγίας Σκέπης στή μονή Χιλανδαρίου καί στή βατοπαιδινή Σκήτη Ἁγίου Ἀνδρέου στίς Καρυές καθώς καί ὁ κοιμητηριακός ναός στή ἁγιοπαυλίτικη σκήτη Ἁγίου Δημητρίου (Λακκοσκήτη), πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τό Μολδαβό μοναχό Ἰάκωβο τό 1849[6]. Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πρίν ἀπό τό προαναφερόμενο παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, εἶχε ἀναγερθεῖ  ὁμώνυμο παρεκκλήσι στίς Καρυές, στό βατοπαιδινό κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τήν μετέπειτα Σκήτη Ἁγίου Ἄνδρέα, πού θεμελιώθηκε τό 1845 ἀπό τό ρώσο μέγα δούκα Κωνσταντίνο (1827-1892), δευτερότοκο γυιό τοῦ τσάρου Νικολάου Α΄[7].
Τά ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στόν τελευταῖο ὄροφο τῆς βόρειας πτέρυγας τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐτέλεσε ὁ ἐφησυχάζων στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπίσκοπος Σόφιας Μακάριος († 1861).[8] Στό νέο αὐτό παρεκκλήσιο μετεκομίσθη ἀπό τό καθολικό τῆς μονῆς ἡ θαυματουργός εἰκόνα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, προσφορά τοῦ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἡγουμένου τῆς μονῆς.[9] Ἔτσι ἐνῶ στό καθολικό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἦταν τεθησαυρισμένα τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, ὑπῆρχε ἡ θαυματουργός εἰκόνα του. Τό παρεκκλήσιο αὐτό λειτουργοῦσε καί ὡς καθολικό γιά τούς ρωσικῆς καταγωγῆς μοναχούς τῆς Μονῆς, ἡ δέ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης, ἐθεωρεῖτο ἡ Πανήγυρη τῆς ρωσικῆς ἀδελφότητας τῆς Μονῆς (πρίν βεβαίως τόν πλήρη ἐκρωσισμό της).
Μέ τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης σέ ἀρκετούς κώδικές του εἴτε ἀντιγράφοντας Ἐγκωμιαστικό Λόγο πρός τήν ἴδια ἑορτή, μεταφρασμένο ἀπό τή σλαβονική, εἴτε συνθέτοντας πλήρη καί πανηγυρική Ἀκολουθία γιά τήν ἑορτή αὐτή, ὅπως θά δοῦμε σέ ἑπόμενη ἑνότητα, εἴτε συντάσσοντας ἕτερο Ἐγκωμιαστικό Λόγο. Μέ τό τελευταῖο αὐτό ἔργο τοῦ Ἰακώβου, τό ὁποῖο εἶναι καί ἀπό τά ἐλάχιστα ἀπό τά συγγράμματά του πού εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας[10], θά ἀσχοληθοῦμε στήν παρούσα ἑνότητα...

(...)  Ὁ ὑπό τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου Ἐγκωμιαστικός Λόγος στήν ἁγία Σκέπη εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας μέσα ἀπό τίς ἑξῆς ἐκδόσεις:
Ι) Ἡ ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης δημοσιεύθηκε ἀπό κοινοῦ μέ τήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων (τῆς β΄ ἐκδ.). Στήν προμετωπίδα τῆς ἑνιαίας ἐκδόσεως διαβάζουμε:
«Ἀκολουθία ἀσματική καί Ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μέν ὑπό Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί ἐκδοθέντα τό πρῶτον ὑπό Γεωργίου Μελισταγοῦς. Νῦν δέ τό δεύτερον τυπωθέντα ὑπό Ἀβερκίου ἱερομονάχου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ τοῦ ἐν τῷ Ὄρει τοῦ Ἄθω. Ἐν τέλει δέ προσετέθη καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας μετά δύο Λόγων εἰς τήν αὐτήν Ἑορτήν. Ἐν Ἀθήναις 1869»[11].


 Ἡ ἀκολουθία ὅμως τῆς ἁγίας Σκέπης καί οἱ συνοδεύοντες αὐτήν δύο ἐγκωμιαστικοί λόγοι ἐκδίδονται στό ἔντυπο αὐτό ὡς μία ξεχωριστή ἔκδοση, ἀφοῦ ἔχει δική της σελιδαρίθμηση καί τή δική της σελίδα τίτλου:
«Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ψαλλομένη τῇ Α΄ Ὀκτωβρίου (ἧ καί Λόγοι τινές Πανηγυρικοί τῆς Θεοτόκου προσετέθησαν). Συντεθεῖσα μέν ὑπό Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου. Νῦν δέ τό πρῶτον ἐκδίδοται ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ πανοσιωτάτου Ἀβερκίου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ, ἐν Ἀθήναις 1869».[12]
σσ. 33-46: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπον τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας»:
Ἀρχ. «Καί ἐνετείλατο νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς’’. Νεφέλη τό πάλαι καταψύχουσα τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, καί δροσίζουσα τούς υἱούς Ἰσραήλ...»
 σσ. 47-55: «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς».
Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς, ὅτε ἐμπιπλάμεθα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν...».
  Εἶναι ἄξιο νά σημειωθεῖ ὅτι στήν ἔκδοση αὐτή τοῦ 1869 συνυπάρχουν ἕνα ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ ἕνα ἄλλο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου ὁ ὁποῖος τόσο αὐστηρή κριτική ἄσκησε στό ἔργο τοῦ πρώτου ἄν καί καθώς φαίνεται, προσπάθησε νά τόν μιμηθεῖ ἤ καί νά τόν ξεπεράσει. Τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο ἐκδόθηκε τή χρονιά πού θεωρεῖται ἔτος κοιμήσεως τοῦ Ἰακώβου (Αὔγουστος 1869) πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καθώς ἤ πρέπει νά ἐκδόθηκε ζῶντος τοῦ Ἰακώβου ἤ τουλάχιστον ὁ Ἰάκωβος θά γνώριζε τουλάχιστον περί τῆς ἐκδόσεως ἤ ἀκόμη καί θά ἦταν σύμφωνος μέ τήν προοπτική αὐτή, ἐάν βέβαια ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του τοῦ ἐπέτρεπε νά εἶχε ἀναγκαία διαύγεια πνεύματος. Ἐπίσης, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὅψιν ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἀντιγράψει κώδικα μέ τήν Ἀκολουθία καί τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει τόν ποιητή τῶν ἔργων αὐτῶν, ὅσιο Νικόδημο[13].
ΙΙ) Ἔκδοση τοῦ 1895 ἀπό τόν Κ. Δουκάκη τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου καί τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης, συνηρμοσμένης μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποστόλου Ἀνανία[14].
Ἡ ἔκδοση αὐτή ἀκολουθεῖ τήν ἔκδοση τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι παραλείπει ὁρισμένα τροπάρια, τά ὁποῖα συμπληρώνονται μέ τροπάρια πού ὑμνοῦν τόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνανία, καθώς ἡ ἀκολουθία του συμψάλλεται μέ ἐκείνην τῆς ἁγίας Σκέπης. Ἡ Λιτή ὅμως εἶναι ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἁγία Σκέπη. Στόν Ὄρθρο ὁ ἐκδότης ἔχει καί τούς δύο κανόνες τῆς ἁγίας Σκέπης, τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, ἀπό τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ δεύτερος εἶναι ποίημα Ἰακώβου. Παραλείπει ἐπίσης τά Ἕτερα Προσόμοια καθώς καί τά Μεγαλυνάρια τῆς ἀκολουθίας τοῦ 1869, ἐνῶ τήν Ἐκλογή Πολυελέου τῆς ἁγίας Σκέπης τήν ἔχει στίς σσ. 78-79, μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης.
σσ. 26-29: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν ὑπέρφωτον ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο, ὁ ἐκδότης ἀκολουθεῖ τόν χωρισμό τοῦ κειμένου σέ παραγράφους, ὅπως παραδίδεται στήν ἔκδοση τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι αὐτές τίς ἔχει ἀριθμήσει μέ τά γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Δέν ἔχει ὅμως ἐπανεκδόσει ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ Ἰακώβου, παρά μόνο τό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, σσ. 33-37. Ἔχει παραλείψει τήν «Ὁπτασία τῆς ἁγίας Σκέπης ἥν εἶδεν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας» καθώς καί τό «Εὐκτικόν». Τέλος, δέν ἐπανεκδίδει τό ἔργο «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς» τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 47-55)[15].
Ὁ ἐκδότης Κ. Δουκάκης, στό τέλος τῆς ἐκδόσεως, σ. 80, μετά τόν πίνακα περιεχομένων, ἐνῶ μᾶς ἐνημερώνει ἀπό ποῦ «ἐρανίσθη» τίς ἀκολουθίες τοῦ ἁγίου Θεράποντος καί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης, δέν κάνει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης καί τοῦ ἁγίου Ἀνανία.
ΙΙΙ) «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου», Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι’, Μήν Ὀκτώβριος, ἔκδ. Α’ ὑπό μοναχοῦ Βίκτωρος Ματθαίου, Ἀθῆναι 1950, σσ. 23-31.
Ἀρχ. «Ἡ ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ἑορτάζεται κατά τήν σήμερον εἰς ἀνάμνησιν...».
           Σύμφωνα μέ τόν ἐκδότη: «Ἐλήφθη ἐκ τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης μεταφρασθείς ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ». Πρόκειται περί ἀποδόσεως στήν «καθαρεύουσα» νεοελληνική γλώσσα.
ΙV) Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου μετά Παρακλητικοῦ Κανόνος καί Χαιρετισμῶν, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Σκέπης. Βίγλα Μεγίστης Λαύρας, Ἅγιον Ὄρος 1988 [β΄ἔκδ. 1994].
σσ. 61-67: Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον ἁγίαν Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Στήν ἔκδοση αὐτή παραλείπεται ὁλόκληρο τό τμῆμα τοῦ Λόγου, πού ἀναφέρεται στά γενόμενα τό ἔτος 553 ἐπί Ἰουστινιανοῦ, οἱ χρησμοί περί τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Λατίνους καί γιά τήν τιμή πού ἀπέδιδαν οἱ Ρῶσοι στήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου,  τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 42-44) καθώς καί οἱ περισσότερες ἀπό τίς σημειώσεις τοῦ κειμένου τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς.
στή σ. 7, σημ. τοῦ ἐκδότη, ὅτι ἡ ἀσματική Ἀκολουθία εἶναι «ποίημα Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου» καί ὅτι ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1869.
V) Ἐπιτομή τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου ἔχει συντάξει καί ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Ρήγας ὡς Συναξάριο στήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης πού μεταγράφει.[16]


Στίχοι τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου πρός τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου:
Σκέπη ὡς οὗσα τῶν πιστῶν θεομῆτορ,
Σκέπασον πάντας ἐν ὥρᾳ τῇ τῆς δίκης,
Πυρός ἀφαρπάζουσα τοῦ αἰωνίου,
Τούς τήν Σκέπην σου, νῦν εὐλαβῶς τιμῶντας.
Καί πανηγυρίζοντας ψυχῆς ἐκ πόθου.[17]
    
Ὑπόδεξαι δέσποινα ὡς τά λεπτά τῆς χήρας
Ὑμνολογίαν τῆς σῆς ἁγίας Σκέπης,
Καί σκέπε διάσωζε σούς ὑμνολόγους,
Σύν τῷ ῥαψωδῷ τλήμονι σῷ ἱκέτῃ.[18]

Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης καί τό ἔργο του, (διδακτορική διατριβή), ἔκδοση Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 2014




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Τό Βίο του συνέταξε ὁ πρεσβύτερος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, PG 111, 628-888.
[2] Περί τῆς ἑορτῆς αὐτῆς βλ. ἐνδεικτικά: WORTLEY, Hagia Skepe and Pokrov Bogoroditsi, σσ. 149-154, ὅπου ἀναφέρεται πώς ἡ Ἑορτή καθιερώθηκε μέν ἀπό τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐθύμιο, ἀλλά ἐπί τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Μυστικοῦ ἔγινε ἀναθεώρηση. Βλ. ἐπίσης, ΡΑΜΦΟΣ, Αἱ ἑορταί τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, σ. 201 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιολογικά Μελετήματα, τ. Γ΄, σ. 16 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Σκέπης Θεοτόκου Ἑορτή, στ. 218-219, ὅπου καί ἀναφορά στό ἔργο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαδιμήρου Σεργίου, Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός καί ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεομήτορος (στή ρωσική).
[3] ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Β΄, σ. 321.
[4] Βλ. σχετική ἐγκύκλιο πρός τούς ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία, ἀρ. 20, 1 Νοεμβρίου 1952, σ. 305.
[5] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[6]  ΠΕΤΖΙΚΗΣ, Ἅγιον Ὄρος, τ. Β’, σ. 291.
[7] ΧΡΗΣΤΟΥ, Τό Ἅγιον Ὄρος, σ. 297.
[8] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις σ. 128.
[9] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[10] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης.
[11] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης (PETIT, Bibliographie des acolouthies, σσ. 148-149.23a. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, Ἑλληνική Βιβλιογραφία, σ. 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἔντυπες Ἀκολουθίες, σ. 138).
[12] PETIT, ὅ.π., σ. 148.23b. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σ. 138.
[13] Κώδ. Καρακάλλου 30 (ἀκαταλ.), σσ. 1-117.
[14] Ἀκολουθίαι καί Βίοι ἀποστόλου Ἀνανίου (PETIT, ὅ.π., σσ. XXIII, 149.23c. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., σ. 1895.451. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σσ. 19-20).
[15] Αὐτό τόν Λόγο τόν ἐκδίδει ὑπό τήν ἐπιγραφή «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου (Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβονικῆς)» στό: ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Ὀκτώβριος, σσ. 14-21. Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς...». Στό τέλος, σ. 21, ὁ ἐκδότης ἀναφέρει ὅτι τό κείμενο προέρχεται: «Ἐκ τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης», χωρίς νά δίνει ἄλλες πληροφορίες.
[16] «Τό Συναξάριον συνετάχθη παρ᾿ ἡμῶν ἐν ἐπιτομῇ ἐκ τοῦ πλατυτέρου ὑπομνήματος τοῦ περιεχομένου ἐν τῷ Συναξαριστῇ τοῦ Δουκάκη»: ΡΗΓΑΣ, Ἀ­κο­λου­θί­αι Ἁ­γί­ων, τ. Α’, σ. 387 σημ. 6.
[17] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, πφ. ἀρχ. verso.
[18] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, σ. 42.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

ΣΠΑΝΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ. ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1960.

Καυσοκαλυβῖτες πατέρες τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 σέ σπάνια φωτογραφία
Διακρίνονται ἀνάμεσα σέ ἄλλους οἱ γέροντες:
 Ἱερόθεος (τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου) Εὐγένιος καί Λουκᾶς (τῆς Καλύβης τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), Ἠσαΐας (Καλύβη Ἁγ. Συμεών), Φιλάρετος (Καλύβη Ἁγ. Παχωμίου) καί Θεοδόσιος (ὁ νεώτερος στήν ἡλικία, στήν πάνω σειρά, τρίτος ἀπό δεξιά) τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἰωάσαφ. Τήν φωτογραφία παραχώρησε στόν ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΛΟΓΟ ἡ συγγενής τοῦ προαναφερθέντος ἱερομονάχου Θεοδοσίου Ἄννα Θεοδωρίδου, ἱεροράπτρια ἐκ Θεσσαλονίκης, τήν ὁποία καί εὐχαριστοῦμε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ. ΜΕΡΟΣ Β'

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
                              
Ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης καί οἱ, διά μέσου αὐτοῦ, σχέσεις Θεσσαλονίκης καί Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο.* 
                                         ( Μέρος Β΄)



(συνέχεια ἀπό τό Α΄ μέρος)

Βυζαντινοί αὐτοκράτορες ὅπως ὁ Ἰουστινιανός καί ὁ Μαυρίκιος (582-602) πιστεύουν βαθειά, ὅτι τό κράτος τους θά ἦταν περισσότερο ἀσφαλές, ἐάν εἶχαν καί τήν προστασία τοῦ μυροβλύτη ἁγίου Δημητρίου, μέσα ἀπό τήν παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη τῶν ἱερῶν του λειψάνων. Στό πέμπτο Θαῦμα τοῦ Πρώτου Βιβλίου τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, «Περί τῆς αἰτήσεως τῶν λειψάνων τοῦ μάρτυρος», καταγράφονται οἱ ἄκαρπες προσπάθειες τῶν δύο αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν εὐλαβικά μέρος τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου. Ὁ συντάκτης μάλιστα τοῦ Συναξαρίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου στό Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, μᾶς πληροφορεῖ γιά τούς λόγους τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀποστολῆς τῆς παραλαβῆς τῶν λειψάνων, συνδέοντάς τους μέ τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας: «Ἰουστινιανός ὁ ἀοίδιμος βασιλεύς τόν ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας κτίσας ναόν καί μέλλων καθιερῶσαι αὐτόν καί ἁγίων μαρτύρων συνάγων λείψανα, ἠβουλήθη καί ἐκ τῶν τοῦ μάρτυρος Δημητρίου ἀναγαγεῖν· καί δή στείλας ἐν Θεσσαλονίκῃ τούς εἰς τοῦτο ὑπηρετήσοντας, ἤλπιζε τοῦ ποθουμένου τυχεῖν»[1]· κάτι ὅμως πού ὁ ἅγιος δέν ἐπέτρεψε, ἐπιθυμῶντας νά διατηρηθεῖ τό λείψανό του ἀκέραιο. Ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε ἀποκτήσει, ὅπως ἡ Κωνσταντινούπολη ὡς ὑπέρμαχο στρατηγό της τήν Θεοτόκο, τόν δικό της ὑπέρμαχο. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά ὁ Ἰουστινιανός ἐκδήλωσε τήν εὐλάβειά του στόν ἅγιο μέ τήν ἀνάθεση στό στενό του φίλο καί μεγάλο ὑμνογράφο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό, τῆς συνθέσεως τριῶν Κοντακίων πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, νά προσθέσουμε ὅτι ἀργότερα, ἕτερος ὑμνογράφος τῆς Βασιλεύουσας, ὁ μοναχός Στέφανος Στουδίτης, ἀφιέρωσε, μετά τόν σεισμό τοῦ 740, μεταγενέστερο Κοντάκιο στόν ἅγιο.
   Ἄλλοι πάλι αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Ἰουστινιανός ὁ Β΄, τόν τιμοῦν μέ δωρεές, ἀποδίδοντας τίς νίκες τους κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς αὐτοκρατορίας στόν ἅγιο Δημήτριο. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Βασίλειος Α΄ ὁ Μακεδόνας, ταπείνωσε τούς Βουλγάρους, ἀφοῦ προηγουμένως ἦλθε στή Θεσσαλονίκη καί ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ μεγαλομάρτυρος (1014). Ἄλλοι πάλι, ὅπως ὁ Ἰσαάκιος Β΄ Ἄγγελος (1185-1195), τοῦ ἀφιερώνουν ἐπιγράμματα, ἐνῶ ἡ ἱερή εἰκόνα τοῦ «φιλοπόλιδος» καί «φιλοπάτριδος» ἁγίου μεταφέρεται στά τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν ἀσφάλεια τῆς πόλης.
   Ἀπό τά εὐάριθμα περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου κείμενα τῆς ἐποχῆς πού ἐξετάζουμε, τρία ἁγιολογικά ἔργα τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ, ἐπισημαίνουν ἰδιαίτερα τήν σχέση τῶν βυζαντινῶν βασιλέων μέ τόν ἅγιο. Πρόκειται γιά δύο Ἐγκώμια στόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν  αὐτοκράτορα ἀποκαλεῖται «ὁ ἐμός Δημήτριος», καί μία Ὁμιλία πού ἐξεφώνησε ὁ ἴδιος «ὅτε τῷ ἀοιδίμῳ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστῇ καί τά οὐράνια περιπολοῦντι ἀνάκτορα Δημητρίῳ, ὁ οἶκος ἐν τοῖς βασιλείοις ἀνιερώθη». Ὁ σοφός αὐτοκράτορας, νά σημειώσουμε ἐδῶ, θεωροῦσε τόν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης προσωπικό του προστάτη, μετά τό περιστατικό πού ἐξιστορεῖται στόν Βίο τῆς ἁγίας Θεοφανοῦς, τῆς πρώτης του συζύγου. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε καί ἀνήγειρε ναό στή μνήμη του.
  Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄ Μυστικός, σέ Ὁμιλία του πρός τόν «ἀκριβή φρουρό» τῆς Θεσσαλονίκης ἀναδεικνύει μέσα ἀπό τό ρητορικό σχῆμα τοῦ διαλόγου πού ἐπιλέγει, τήν σωτήρια ταύτιση τῆς «θεοφρουρήτου», «θεοφυλάκτου» καί «θεοσώστου» πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης μέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Δημητρίου στόν οἶκο του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ

  Ὁ καθηγητής κ. Συμεών Πασχαλίδης ἐντόπισε μία ἐξαιρετικά σημαντική, ἀλλά καί ἀναξιοποίητη, μαρτυρία γιά τήν ἰδιαίτερη τιμή πού ἀπέδιδαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό Θεσσαλονικέα ἅγιο, στό ἔργο τοῦ Ἰωάννου διακόνου καί μαΐστορος (11ος αἰ.), «πρός τούς ἐπιδοιάζοντας τῇ τῶν ἁγίων τιμῇ καί λέγοντας μή δύνασθαι αὐτούς ὠφελεῖν ἡμᾶς, μάλιστα δέ μετά τήν ἐντεῦθεν ἐκδημίαν καί ἀποβίωσιν»[2]. Στό πολύ ἐνδιαφέρον ἁγιολογικό αὐτό κείμενο μάλιστα, οἱ πολλές εὐεργεσίες τοῦ μεγαλομάρτυρα πρός τούς Κωνσταντινουπολίτες συνδέονται ἄμεσα μέ τή Θεσσαλονίκη. Μεταξύ τῶν μεγάλων ἁγίων, τῶν ὁποίων τά λείψανα θαυματουργοῦσαν στή Βασιλεύουσα, ὁ συντάκτης συγκαταλέγει καί τόν ἅγιο Δημήτριο. Ἄλλωστε, ὅπως γράφει, ἀπό μία εἰκόνα του εἶχε θεραπευθεῖ καί ὁ ἴδιος. Διαβάζουμε σχετικά: «Ἄλλο πάλιν τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων δεῖγμα δυνάμεως καί μάρτυς ἔλεγχος ὁ ἀθλοφόρος Δημήτριος, τοῖς Θεσσαλονικεῦσι πηγάζων τό μύρον τουτί τό πνευματικόν καί ἀείρρυτον ἔχων τόν ποταμόν τῆς χάριτος. Ἐγώ δέ καί εἰκόνι τοῦ μάρτυρος τό θαῦμα τεθέαμαι καί τήν ἐκεῖθεν ἀπόρροιαν φρίκης ῥιγώδους ἔσχον ἐλατήριον καί πυρετοῦ φυγαδευτήριον καύσωνος καί ὀφθαλμίας ζοφερᾶς φωτιστήριον».
  Τό 11ο θαῦμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου στή συλλογή τοῦ Ἰωάννη Σταυράκιου πού εἶναι καί τό ἕκτο στό Β΄ βιβλίο τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὑπογραμμίζει τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς τιμῆς στόν ἅγιο Δημήτριο τόν ὁποῖο συνδέει πάλι μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφορᾶ στόν Κυπριανό, ἐπίσκοπο Θηνῶν τῆς Βυζακηνῆς τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος κατά τό ταξίδι του πρός τήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό πειρατές. Στόν αἰχμάλωτο ἐπίσκοπο παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ ὁποῖος τόν βοήθησε νά ἀποδράσει, ὁδηγῶντας τον στό ναό του, στή Θεσσαλονίκη. Ὁ Κυπριανός, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τούς πειρατές, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καί πέρασε τό χειμῶνα στήν πόλη, μετέβη τελικά στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τακτοποίησε τήν ὑπόθεσή του καί κατόπιν ἐπέστρεψε στήν ἐπισκοπή του στήν Ἀφρική[3]. Ἐκεῖ ἀνήγειρε ναό πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου, χρησιμοποιῶντας μάρμαρα καί λοιπά ἀρχιτεκτονικά μέλη, τά ὁποῖα μέ θαυμαστό καί παράδοξο τρόπο ἔφθασαν μέ πλοῖο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ 18 ου ΑΙΩΝΑ. ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

  Ἕνα ἁγιολογικό κείμενο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τοῦ 10ου αἰώνα, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ[4], ἀπηχεῖ ἀσφαλῶς τήν ἀντίληψη πού εἶχαν οἱ κάτοικοι τῆς Βασιλεύουσας γιά τή συμβασιλεύουσα πόλη, ὡς «μαρτυροφύλακτης», ὅπως εὔστοχα τήν χαρακτηρίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἰωάννης στό πρῶτο βιβλίο τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου (τέλη 6ου-ἀρχές 7ου αἰ.). Στό κωνσταντινουπολίτικο αὐτό κείμενο ἐκφράζεται μέ τόν καλύτερο τρόπο ἡ σύνδεση καί προστασία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο καί τούς ἄλλους Θεσσαλονικεῖς ἁγίους, καθώς μάλιστα γράφηκε σέ μία περίοδο, πού ἡ δεύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας δοκιμαζόταν σκληρά: «Θεσσαλονίκη, σύ νικήσεις τούς ἐχθρούς σου, καύχημα γάρ ἁγίων σύ εἶ καί ἡγίασέν σε ὁ Ὕψιστος».   
   [...]  Καταδείχθηκε, ἐλπίζουμε ἐπαρκῶς, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε καταστεῖ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα προσκυνηματικά κέντρα τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου, ἀφοῦ φιλοξενοῦσε τόν τάφο τοῦ Μεγαλομάρτυρα Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου τά θαύματα, ἀπό τήν πρωτοβυζαντινή ἀκόμη περίοδο, εἶχαν γίνει γνωστά στόν πιστό λαό τῆς Βασιλεύουσας πόλης τοῦ Κωνσταντίνου καί εἶχαν προσελκύσει τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί τήν εὐλάβεια τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καί ἄλλων ἀξιωματοῦχων τῆς Κωνσταντινουπόλεως.





  * Ἀπόσπασμα μελέτης τοῦ γέροντος Παταπίου, ὑπό τόν γενικότερο τίτλο: Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολη. Οἱ σχέσεις τους, διά μέσου τῶν ἁγίων, κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο κατά τό Κ΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο, Χριστιανική Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολις μέχρι καί τοῦ Δεκάτου αἰῶνος, Ἱερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006.
  [1]  Ἡ Γραμματεία τῶν Δημητρίων Β΄, ὅ.π., σ. 72.
  [2] Πασχαλίδη Σ., «Ἅγιος Δημήτριος ὁ ἀθλοφόρος, τῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Οἰκουμένης», Ὁ Ἅγιος Δημήτριος στήν τέχνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., σ. 24.
  [3] Τό περιστατικό αὐτό πρέπει νά χρονολογηθεῖ πρό τῆς καταλήψεως τῆς Βυζακηνῆς ἀπό τόν Μωαβία, τό 665. Βλ. Χρήστου Π., Ἡ Γραμματεία τῶν Δημητρίων. Α΄, ὅ.π., σ. 55-56.
  [4] Ἱερέως Νικηφόρου, Βίος ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ σαλοῦ (μετάφραση Γιάννη Σούκη), ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005. Ἐπίσης, A. Kazhdan-Nancy P. Sevcenko, «Andrew the Fool», Oxford Dictionary of Byzantium 1 [1991], σ. 93. W. Buchwald-A. Hohlweg-O. Prinz Tusculum, Λεξικόν Ἑλλήνων καί Λατίνων συγγραφέων τῆς Ἀρχαιότητας καί τοῦ Μεσαίωνα (μετάφραση Ἀθ. Φούρλα), τ. Α΄, Ἀθήνα 1993, σ. 368. Rydén L, The life of St. Andrew the Fool, τ. I-II (Acta Universitatis Upsaliensis), Uppsala 1995. Μαρτίνη Π., σαλός Ἅγιος Ἀνδρέας καί σαλότητα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1998.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΤΟ

ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ. ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗΣ ΣΚΉΤΗΣ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗ ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΠΑΛΑΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ


ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗ ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΚΥΡΙΑΚΟ

ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗ ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΚΥΡΙΑΚΟ


ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗ ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΚΥΡΙΑΚΟ

ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΗ ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΚΥΡΙΑΚΟ
Ο ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓ. ΠΑΥΛΟΥ (ΛΑΚΚΟΣΚΗΤΗ)

ΣΚΗΤΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΟΝΗΣ ΑΓ. ΠΑΥΛΟΥ (ΛΑΚΚΟΣΚΗΤΗ). ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ



Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
                              

ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης καί οἱ, διά μέσου αὐτοῦ, σχέσεις Θεσσαλονίκης καί Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο.* 
                                         ( Μέρος Α΄)

ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ 18 ου ΑΙΩΝΟΣ. ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
                          

      βυζαντινή Θεσσαλονίκη, ἡ λαμπρά καί ἐπιφανής πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ «κορυφή τῆς Θεσσαλίας», ἡ «ὑπεριδρυμένη καί ὑπερέχουσα πάσης ἄλλης», συγκέντρωνε ἀνέκαθεν πολλά προτερήματα. Σέ κάθε ἐποχή, ὁπότε καί κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο στίς ὁποίες ἀναφερόμαστε, ἡ Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας καί πρωτεύουσα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, διακρινόταν ὡς σημαντικό ἐμπορικό, οἰκονομικό, πολιτιστικό καί καλλιτεχνικό κέντρο.
     Σπουδαιότατη πνευματική ἑστία καί ἁγιοτόκος πόλη, ἡ Θεσσαλονίκη, διακρίθηκε ἐπίσης γιά τή μεγάλη εὐσέβεια τῶν πολιτῶν της καί τό ὑψηλό πνευματικό της ἐπίπεδο. Χαρακτηριστική ἔκφανση τῆς πνευματικότητας τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἡ ἄνθηση τοῦ ἀστικοῦ μοναχισμοῦ, μιά πού ἡ πόλη ὑπῆρξε πόλος ἔλξης γιά τούς μοναχούς ὁλόκληρης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἀπέβη μέ τό πλῆθος τῶν μονῶν, ἐντός καί ἐκτός τῶν τειχῶν της, ἕνας δεύτερος Ἄθως[1] καί ἀπέσπασε τόν χαρακτηρισμό «φιλομόναχος πόλις».
  Τά παραπάνω, ἀλλά καί τό θαυμαστό φαινόμενο τῆς μυροβλυσίας τοῦ ἁγίου Δημητρίου καθώς καί οἱ ἰάσεις πού ἐπιτελοῦνταν στό ναό του στή Θεσσαλονίκη, συνιστοῦν τούς καθοριστικούς παράγοντες πού συνέβαλαν ὥστε τήν πόλη νά ἐπισκεφθοῦν ἤ νά διέλθουν ἀπ᾿ αὐτήν κατά τίς ἱεραποδημίες ἤ τά ταξίδια τους, μεγάλες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, κυρίως μοναχοί· ἀνάμεσά τους καί ἀρκετές ὁσιακές μορφές καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού σχετίζονται μέ τήν πρωτεύουσα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη.
  Τά ἱστορικά συμβάντα πού ἀναφέρονται ἤ ἐπηρεάζουν καί τίς δύο πόλεις, ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική διοίκηση, οἱ πνευματικές καί πολιτιστικές ἀλληλεπιδράσεις, ἀκόμη καί ἡ θαλάσσια καί χερσαῖα ἐπικοινωνία μεταξύ τους, εἶναι μερικά ἀπό τά θέματα πού καλύπτονται ἀπό τό φάσμα τῶν εἰδικῶν σχέσεων μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Θεσσαλονίκης, τό ὁποῖο διαμορφώνεται ἀπό τή ζωή καί τή δράση ἁγίων ἤ ὁσιακῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας, μέ πρωτεύοντα χῶρο δράσης εἴτε τήν βασιλεύουσα εἴτε τή συμβασιλεύουσα πόλη.
   Μέσα στά πλαίσια αὐτά, μεγάλη ἱστορική ἀξία ἀποκτοῦν ὁρισμένα ἀπό τά ἁγιολογικά κείμενα τῆς πρωτοβυζαντινῆς καί μεσοβυζαντινῆς περιόδου, καθώς παρέχουν πληροφορίες γιά τίς διάφορες πτυχές τῶν διά τῶν ἁγίων σχέσεων τῆς Θεσσαλονίκης μέ τήν Κωνσταντινούπολη.
  Μέσα ἀπό τήν πλούσια ἁγιολογική γραμματεία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου[2], πού παράγεται στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί ἀπό ἀναφορές, στή συνέχεια τῆς μελέτης μας, στά προσκυνηματικά ταξίδια ἁγίων τῆς μεσοβυζαντινῆς, κυρίως, περιόδου, ἀναδύεται ὁ πλέον καίριος παράγοντας πού διαμορφώνει τίς διά τῶν ἁγίων σχέσεις πού ἀναπτύσσονται μεταξύ τῶν δύο πόλεων. Προσκυνητές, κυρίως μοναχοί, πού πραγματοποιοῦσαν ταξίδια ἀπό τή Βασιλεύουσα πρός τά μεγάλα βυζαντινά προσκυνήματα, κατέφθαναν στή Θεσσαλονίκη μέ σκοπό νά προσκυνήσουν τόν μυροβλύζοντα τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου ὁ ναός εἶχε ἐξελιχθεῖ, ἀπό τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, σ᾿  ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους χριστιανικούς προσκυνηματικούς προορισμούς.

ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΥΑΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ. ΕΡΓΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΙΕΡΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ. 1901.


   Μέσα ἀπό τίς παραπάνω διαδρομές, ἡ τιμή τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης διαδίδεται καί ἐξαπλώνεται πανηγυρικά πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς γενέτειράς του ὡς τήν Κωνσταντινούπολη καί σ’ ὅλη τήν χριστιανική οἰκουμένη, κάτι ἄλλωστε πού  ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἀντικατάσταση τῆς λέξης «Θεσσαλονίκη» μέ τή λέξη «οἰκουμένη» στό Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν. Μέ τήν ἀνάληψη δέ τῶν βυζαντινῶν σκήπτρων ἀπό τούς Μακεδόνες αὐτοκράτορες, ἡ τιμή τοῦ μυροβλύτου ἁγίου προσλαμβάνει οἰκουμενικές διαστάσεις, μέ τήν ἀφιέρωση στήν Κωνσταντινούπολη δύο ναῶν στή μνήμη του, ἀπό τόν Βασίλειο τόν Α΄ καί τό διάδοχό του Λέοντα ΣΤ΄ τό Σοφό. Ὅπως μάλιστα προκύπτει ἀπό τήν ἐκτενή ἀναφορά τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου στό ΚΑ΄ κεφάλαιο τοῦ γνωστοῦ ἔργου του Ἔκθεσις περί τῆς βασιλείου τάξεως, ὑπό τόν τίτλο: «Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν τῇ ἑορτῇ καί προελεύσει τοῦ ἁγίου Δημητρίου», τό τυπικό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶχε ἐνσωματωθεῖ στό τυπικό τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων. Δέν θά πρέπει ἐπίσης νά παραλείψουμε ἐδῶ νά προσθέσουμε, ὅτι ὁ Πορφυρογέννητος εἶχε συνθέσει ἕνα γλαφυρό κανόνα «εἰς τόν ἅγιον μεγαλομάρτυρα, μυροχεύμονα καί θαυματουργόν Δημήτριον», μέ τόν ὁποῖο ἐξυμνοῦσε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, ἐνῶ στή σημαντικότερη συναξαριακή συλλογή τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τό Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο συγκροτήθηκε περί τά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα μέ πρωτοβουλία τοῦ λογίου αὐτοῦ αὐτοκράτορα, περιλήφθηκε καί ἕνα ἐκτενές Συναξάριο τοῦ ἁγίου, ὑπό τόν τίτλο, «Ἄθλησις τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου»[3].
  Παρενθετικά ἐδῶ ἀναφέρουμε ὅτι στόν περίφημο χειρόγραφο κώδικα Vaticanus graecus 1613, γνωστό ὡς Μηνολόγιο τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β΄, κώδικα πού φιλοτεχνήθηκε (γύρω στό 985) σέ ἐργαστήριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συναντᾶται σέ μικρογραφία τοῦ ζωγράφου Παντολέοντος, ἡ ἀρχαιότερη ἀπεικόνιση τοῦ διά λογχισμοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου στή βυζαντινή εἰκαστική τέχνη[4]. Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶχε εἰσέλθει πλέον στή ζωή τοῦ κέντρου τῆς αὐτοκρατορίας, μέ τήν ὁποία εἶχε ἄρρηκτα συνδεθεῖ.
                                      (συνεχίζεται)




  * Ἀπόσπασμα μελέτης τοῦ γέροντος Παταπίου, ὑπό τόν γενικότερο τίτλο: Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολη. Οἱ σχέσεις τους, διά μέσου τῶν ἁγίων, κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο κατά τό Κ΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο, Χριστιανική Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολις μέχρι καί τοῦ Δεκάτου αἰῶνος, Ἱερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006.
  [1] Πασχαλίδη Σ., Ὁ Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 25.
  [2] Τήν πολύ πλούσια βιβλιογραφία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου βλ. στά ἔργα: Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Α΄. Διηγήσεις περί τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου (ἐπιμ. Π. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1993, σ. 487-492. Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Β΄.  Μαρτύρια, Συλλογές θαυμάτων καί Ἐγκώμια στόν ἅγιο Δημήτριο. Πρωτοβυζαντινή-Μεσοβυζαντινή περίοδος (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια Σ. Πασχαλίδη), Θεσσαλονίκη 2005, σ. 377-382.
  [3] H. Delehaye, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxxeles 1902, στ. 163-166.
  [4]  Παζαρᾶ Ν., «Εἰκονογραφικοί τύποι τοῦ ἀγίου Δημητρίου», Ὁ ἅγιος Δημήτριος στήν τέχνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 46.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑΣ ΕΒΡΟΥ





































Τοιχογραφία (έργο του Μάρκου Καμπάνη) στην Ιερά Μονή Παναγίας Πορταΐτισσας, στην Κορνοφωλιά Έβρου. Το έργο είναι μέρος της συνολικής τοιχογράφησης του καθολικού της μονής. Παριστά την ιστορία της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2014 και κοσμεί το στηθαίο του γυναικωνίτη.

ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
             
Κύριλλος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, 
διδάσκαλος στὴ Σχολὴ τῆς Κοζάνης,
ὁ καὶ κοινὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους πνευματικός*

          ἱερομόναχος Κύριλλος πρέπει νὰ γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τῆς τρίτης δεκαετηρίδος τοῦ 18ου αἰώνα στὸν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, καθὼς ἐκοιμήθη ὑπέργηρος τὸ 1805, ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές. Μαθήτευσε στὴν ἐκεῖ σχολὴ Γραμμάτων μὲ διδάσκαλο τὸν  Θεοφάνη τὸν ἐκ Φουρνᾶ.  Κατόπιν, μὲ τὴν συνδρομὴ καὶ ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, τοῦ μητροπολίτου Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων Νεκταρίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, μετέβη, γιὰ ἀνώτερες σπουδές, στὴν πρωτεύουσα πόλη τῆς Ἠπείρου, στὸ πιό σημαντικὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς, ὅπου παρακολούθησε μαθήματα τοῦ Κοσμᾶ Μπαλάνου Ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, τὴν τότε κυρίαρχη στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο σὲ ζητήματα παιδείας πόλη καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία, κυρίως, προέρχονταν οἱ περισσότεροι δάσκαλοι ποὺ ἐπάνδρωναν τὰ τοπικὰ σχολεῖα, ὅπως αὐτὸ τῆς Κοζάνης, ὁ Κύριλλος βρέθηκε στὴν Κοζάνη, ὡς δάσκαλος στὸ σχολεῖο «Στοά», μετὰ ἀπὸ πρόσκληση μᾶλλον τοῦ λογίου ἐπισκόπου Σερβίων καὶ Κοζάνης Ἰγνατίου Κατακάλου (1752-1785). Στὴν Κοζάνη ἦλθε περὶ τὸ 1763 καὶ σύμφωνα μὲ τὸν λόγιο Κοζανίτη Χαρίσιο Μεγδάνη παρέμεινε 6 ἔτη, ὁπότε ἡ θητεία του τοποθετεῖται, περίπου, μεταξὺ 1763 καὶ 1769.

ΚΩΔΙΞ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ 530. ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΟΥ.  ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΛΛΟ

    Ὁ Κύριλλος στὰ τέσσερα τελευταῖα χρόνια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του εἶχε ὑποδιδάσκαλο τὸν μαθητή του, γνωστὸ ἐπίσης θεσσαλὸ λόγιο τῆς Τουρκοκρατίας, Ἰωάννη Πέζαρο. Πάντως, μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίλλου στὴν Κοζάνη ἡ σχολὴ ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ τὴν παλαιότερη λάμψη της καὶ πολλοὶ μαθητὲς συνέρρεαν ἀπὸ διάφορα μέρη γιὰ νὰ ἀκούσουν φιλοσοφικὰ μαθήματα.   Ὁ Κύριλλος μαθήτευσε καὶ δίδαξε σὲ τόπους, ὅπως τὰ Ἰωάννινα καὶ ἡ Κοζάνη ἀντιστοίχως, ὄχι πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη καὶ τοῦ κύκλου τῶν ἐκπροσώπων τοῦ πρώϊμου νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ· παρὰ τὸ γεγονὸς δὲ πὼς βρισκόταν καὶ στὶς δύο περιπτώσεις στὸν χῶρο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς συντηρητικός, ἐν τούτοις, διαφαίνεται στὸν μετέπειτα βίο του ἡ σαφὴς ἐπίδραση τῶν νεωτερικῶν ἰδεῶν καὶ ἀσφαλῶς κάποιες ἐξ αὐτῶν, στὸ μέτρο τῶν δυνάμεων του καὶ ὅσο τοῦ ἐπέτρεπε τὸ περιβάλλον  καὶ ὁ τόπος ποὺ ἐθήτευε, προσπάθησε νὰ τὶς ἐφαρμόσει στὸ τρόπο τῆς διδασκαλίας του ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας εἶχε προσκληθεῖ στὴ Σιάτιστα, πάλι στὴν Κοζάνη, στὸν Τύρναβο καὶ τὰ Ἄγραφα. Ἀρνήθηκε ὅμως πάλι γιατὶ ἔπασχε ἀπὸ οὐρικὴ ἀρθρίτιδα, γνωστὴ τότε ὡς ποδάγρα.  Μετὰ τὴν Κοζάνη, τὸ περισσότερο χρονικὸ διάστημα, ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μὲ πατριαρχικὸ γράμμα διορίστηκε κοινὸς τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας πνευματικός. Στὶς 5 Μαΐου 1805 ἐκοιμήθη στὶς Καρυὲς «ὁ φιλόσοφος καὶ θαυμάσιος ἀνὴρ Κύριλλος ὁ πολλοὺς χρόνους χρηματίσας διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Οἱ μαθητές  του ἔλαβαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ὅπου ἐτάφη. Μὲ τὴ δράση καὶ τὸ ἔργο του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι λόγιοι τῆς Τουρκοκρατίας, συνέβαλε καὶ αὐτός, κατὰ τὶς δυνάμεις του, στὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης καὶ ταυτότητας τοῦ δούλου γένους καί, ὄχι πολλὰ χρόνια ἀργότερα, ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὰ Ἄγραφα, στὸ μεγαλύτερο μέρος τους, βρέθηκαν νὰ ἀποτελοῦν μέρος τοῦ ἐθνικοῦ κορμοῦ τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους.



*Περίληψη προφορικῆς εἰσήγησης, στὶς 3 Ὀκτωβρίου 2014, στὸ Συνέδριο, «Ἡ Δυτικὴ Μακεδονία στοὺς Νεότερους Χρόνους», ποὺ πραγματοποιήθηκε στὰ Γρεβενὰ ἀπὸ 2-5 Ὀκτωβρίου 2014, στὴν Αἴθουσα «Νῖκος Σούλης».

ΠΗΓΗ:   ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ