Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντινούπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντινούπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Ἡ Ἁγία Σοφία 
θά παραμείνει κατ᾿ οὐσίαν  ἕνας ὀρθόδοξος  χριστιανικός ναός γιά πάντα


                                                                      τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου


βυζαντινός ἱστορικός Προκόπιος στό μνημειῶδες ἔργο του «Περί κτισμάτων» τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, ἀναφέρεται στήν ἀνέγερση τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού ἐγκαινιάστηκε στίς 27 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 537. Σημειώνει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα γιά τόν μεγαλοπρεπῆ αὐτό ναό:
«Θέαμα… κεκαλλιστευμένον… ὁρῶσιν ὑπερφυές», θέαμα πάνω ἀπό τήν φύση γιά ὅσους τό βλέπουν. «Λουσμένη στό φῶς καί στίς λάμψεις τοῦ ἡλίου». Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ ναός αὐτός, ὅλος ὁ χῶρος «δέν καταλάμπεται ἀπό τόν ἥλιο ἀπέξω, ἀλλά ὅτι ἡ λαμπρότητα πηγάζει μέσα ἀπ᾿ αὐτόν. Τέτοια περιουσία φωτός περιχύνεται μέσα σ᾿ αὐτό τό ἱερό σέβασμα». «Ὁ ναός, στραμμένος πρός τήν Ἀνατολή, παρουσιάζει με τά τόξα του, τά ἡμιθόλια, τούς τρούλους του καί τό  ἐσωτερικό του, ἕνα σύνολο «εὐπρεπείᾳ θαυμάσιον». Τό μεγαλούργημα αὐτό φαίνεται ἐσωτερικά σάν νά «αἰωρεῖται», σάν νά εἶναι «μετέωρο» ὅλο τό οἰκοδόμημα… Ὅλα συναποτελοῦν  μία «εὐπρεπεστάτη ἁρμονία». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «ἐπαίρεται» ὅταν ἀντιμετωπίζει τέτοια ἐπιτεύγματα καί θεωρεῖ ὅτι ὁ Θεός δέν βρίσκεται «μακράν». Ἡ θέα του ὁδηγεῖ σέ Αὐτόν καί χαίρεται.
   Γιά 1.500 χρόνια ἡ Ἁγία Σοφία διατηρήθηκε ὡς τό ποιό ἐξαιρετικό παράδειγμα βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί θά ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἕνα ἀπό τά ὁρόσημα τῆς ὀρθόδοξης πίστης, παρά τό γεγονός ὅτι ἐδῶ καί αἰῶνες βρίσκεται σέ ἔδαφος μουσουλμανικό καί μάλιστα στίς μέρες μας ξαναγίνεται ἀπό μουσεῖο, ἰσλαμικό τέμενος. Θά συνεχίζει νά ρίχνει τό φῶς της στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπ᾿ ἐκεῖ σ᾿ ὅλη τήν ὀρθόδοξη οἰκουμένη, τόν Ἑλληνισμό ἀλλά καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο τόσο ὡς κληροδότημα τῆς χριστιανικῆς της ἱστορίας ὅσο καί ὡς μνημεῖο παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς.
      Ὁ βυζαντινός ναός τῆς «Ὕπατης Σοφίας τοῦ Ἔνσαρκου Λογου τοῦ Θεοῦ» ὅπως εἶναι τό ἐπίσημο ὄνομα τῆς Ἁγίας Σοφίας, θά ἐξακολουθήσει νά ἐπιβλέπει τήν Κωνσταντινούπολη ὡς διαχρονική ὑπόμνηση στήν ἐμβληματική ἱστορία της. Καί μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ψηφιδωτῆς εἰκόνας τῆς Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν ἀπό τήν ἀψίδα τοῦ Ἱεροῦ, θά ἐξακολουθεῖ, εἰς πεῖσμα τῶν τωρινῶν κατόχων του καί παρόλα τά ‘’πισογυρίσματα’’ τῆς Ἱστορίας πού αὐτοί ἐπιδιώκουν, νά εἶναι «στραμμένος πρός τήν Ἀνατολή», πρός τό Φῶς τό ἀληθινόν, τή δόξα καί τή Σοφία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἡ σπάνια αὐτή φωτογραφία πού ὁ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ παραθέτει παραπάνω ἀπεικονίζει ἔργο τοῦ Ἰταλοῦ καλλιτέχνη Gaspare Fossati τοῦ ἔτους 1849. Πρόκειται γιά ἕναν ὑπέροχο ρομαντικό πίνακα (λάδι σέ καμβά 53 Χ 42 ἐκ.), πού ἀναπαριστᾶ τό ἐσωτερικό τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατά τόν δωδέκατο αἰώνα, κατά τή διάρκεια ὀρθόδοξη Θείας Λειτουργίας, ὑπό την ὑψηλή παρουσία τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ.



Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
                              

ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης καί οἱ, διά μέσου αὐτοῦ, σχέσεις Θεσσαλονίκης καί Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο.* 
                                         ( Μέρος Α΄)

ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ 18 ου ΑΙΩΝΟΣ. ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
                          

      βυζαντινή Θεσσαλονίκη, ἡ λαμπρά καί ἐπιφανής πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ «κορυφή τῆς Θεσσαλίας», ἡ «ὑπεριδρυμένη καί ὑπερέχουσα πάσης ἄλλης», συγκέντρωνε ἀνέκαθεν πολλά προτερήματα. Σέ κάθε ἐποχή, ὁπότε καί κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο στίς ὁποίες ἀναφερόμαστε, ἡ Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας καί πρωτεύουσα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, διακρινόταν ὡς σημαντικό ἐμπορικό, οἰκονομικό, πολιτιστικό καί καλλιτεχνικό κέντρο.
     Σπουδαιότατη πνευματική ἑστία καί ἁγιοτόκος πόλη, ἡ Θεσσαλονίκη, διακρίθηκε ἐπίσης γιά τή μεγάλη εὐσέβεια τῶν πολιτῶν της καί τό ὑψηλό πνευματικό της ἐπίπεδο. Χαρακτηριστική ἔκφανση τῆς πνευματικότητας τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἡ ἄνθηση τοῦ ἀστικοῦ μοναχισμοῦ, μιά πού ἡ πόλη ὑπῆρξε πόλος ἔλξης γιά τούς μοναχούς ὁλόκληρης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἀπέβη μέ τό πλῆθος τῶν μονῶν, ἐντός καί ἐκτός τῶν τειχῶν της, ἕνας δεύτερος Ἄθως[1] καί ἀπέσπασε τόν χαρακτηρισμό «φιλομόναχος πόλις».
  Τά παραπάνω, ἀλλά καί τό θαυμαστό φαινόμενο τῆς μυροβλυσίας τοῦ ἁγίου Δημητρίου καθώς καί οἱ ἰάσεις πού ἐπιτελοῦνταν στό ναό του στή Θεσσαλονίκη, συνιστοῦν τούς καθοριστικούς παράγοντες πού συνέβαλαν ὥστε τήν πόλη νά ἐπισκεφθοῦν ἤ νά διέλθουν ἀπ᾿ αὐτήν κατά τίς ἱεραποδημίες ἤ τά ταξίδια τους, μεγάλες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, κυρίως μοναχοί· ἀνάμεσά τους καί ἀρκετές ὁσιακές μορφές καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού σχετίζονται μέ τήν πρωτεύουσα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη.
  Τά ἱστορικά συμβάντα πού ἀναφέρονται ἤ ἐπηρεάζουν καί τίς δύο πόλεις, ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική διοίκηση, οἱ πνευματικές καί πολιτιστικές ἀλληλεπιδράσεις, ἀκόμη καί ἡ θαλάσσια καί χερσαῖα ἐπικοινωνία μεταξύ τους, εἶναι μερικά ἀπό τά θέματα πού καλύπτονται ἀπό τό φάσμα τῶν εἰδικῶν σχέσεων μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Θεσσαλονίκης, τό ὁποῖο διαμορφώνεται ἀπό τή ζωή καί τή δράση ἁγίων ἤ ὁσιακῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας, μέ πρωτεύοντα χῶρο δράσης εἴτε τήν βασιλεύουσα εἴτε τή συμβασιλεύουσα πόλη.
   Μέσα στά πλαίσια αὐτά, μεγάλη ἱστορική ἀξία ἀποκτοῦν ὁρισμένα ἀπό τά ἁγιολογικά κείμενα τῆς πρωτοβυζαντινῆς καί μεσοβυζαντινῆς περιόδου, καθώς παρέχουν πληροφορίες γιά τίς διάφορες πτυχές τῶν διά τῶν ἁγίων σχέσεων τῆς Θεσσαλονίκης μέ τήν Κωνσταντινούπολη.
  Μέσα ἀπό τήν πλούσια ἁγιολογική γραμματεία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου[2], πού παράγεται στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί ἀπό ἀναφορές, στή συνέχεια τῆς μελέτης μας, στά προσκυνηματικά ταξίδια ἁγίων τῆς μεσοβυζαντινῆς, κυρίως, περιόδου, ἀναδύεται ὁ πλέον καίριος παράγοντας πού διαμορφώνει τίς διά τῶν ἁγίων σχέσεις πού ἀναπτύσσονται μεταξύ τῶν δύο πόλεων. Προσκυνητές, κυρίως μοναχοί, πού πραγματοποιοῦσαν ταξίδια ἀπό τή Βασιλεύουσα πρός τά μεγάλα βυζαντινά προσκυνήματα, κατέφθαναν στή Θεσσαλονίκη μέ σκοπό νά προσκυνήσουν τόν μυροβλύζοντα τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου ὁ ναός εἶχε ἐξελιχθεῖ, ἀπό τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, σ᾿  ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους χριστιανικούς προσκυνηματικούς προορισμούς.

ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΥΑΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ. ΕΡΓΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΙΕΡΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ. 1901.


   Μέσα ἀπό τίς παραπάνω διαδρομές, ἡ τιμή τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης διαδίδεται καί ἐξαπλώνεται πανηγυρικά πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς γενέτειράς του ὡς τήν Κωνσταντινούπολη καί σ’ ὅλη τήν χριστιανική οἰκουμένη, κάτι ἄλλωστε πού  ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἀντικατάσταση τῆς λέξης «Θεσσαλονίκη» μέ τή λέξη «οἰκουμένη» στό Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν. Μέ τήν ἀνάληψη δέ τῶν βυζαντινῶν σκήπτρων ἀπό τούς Μακεδόνες αὐτοκράτορες, ἡ τιμή τοῦ μυροβλύτου ἁγίου προσλαμβάνει οἰκουμενικές διαστάσεις, μέ τήν ἀφιέρωση στήν Κωνσταντινούπολη δύο ναῶν στή μνήμη του, ἀπό τόν Βασίλειο τόν Α΄ καί τό διάδοχό του Λέοντα ΣΤ΄ τό Σοφό. Ὅπως μάλιστα προκύπτει ἀπό τήν ἐκτενή ἀναφορά τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου στό ΚΑ΄ κεφάλαιο τοῦ γνωστοῦ ἔργου του Ἔκθεσις περί τῆς βασιλείου τάξεως, ὑπό τόν τίτλο: «Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν τῇ ἑορτῇ καί προελεύσει τοῦ ἁγίου Δημητρίου», τό τυπικό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶχε ἐνσωματωθεῖ στό τυπικό τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων. Δέν θά πρέπει ἐπίσης νά παραλείψουμε ἐδῶ νά προσθέσουμε, ὅτι ὁ Πορφυρογέννητος εἶχε συνθέσει ἕνα γλαφυρό κανόνα «εἰς τόν ἅγιον μεγαλομάρτυρα, μυροχεύμονα καί θαυματουργόν Δημήτριον», μέ τόν ὁποῖο ἐξυμνοῦσε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, ἐνῶ στή σημαντικότερη συναξαριακή συλλογή τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τό Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο συγκροτήθηκε περί τά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα μέ πρωτοβουλία τοῦ λογίου αὐτοῦ αὐτοκράτορα, περιλήφθηκε καί ἕνα ἐκτενές Συναξάριο τοῦ ἁγίου, ὑπό τόν τίτλο, «Ἄθλησις τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου»[3].
  Παρενθετικά ἐδῶ ἀναφέρουμε ὅτι στόν περίφημο χειρόγραφο κώδικα Vaticanus graecus 1613, γνωστό ὡς Μηνολόγιο τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β΄, κώδικα πού φιλοτεχνήθηκε (γύρω στό 985) σέ ἐργαστήριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συναντᾶται σέ μικρογραφία τοῦ ζωγράφου Παντολέοντος, ἡ ἀρχαιότερη ἀπεικόνιση τοῦ διά λογχισμοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου στή βυζαντινή εἰκαστική τέχνη[4]. Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶχε εἰσέλθει πλέον στή ζωή τοῦ κέντρου τῆς αὐτοκρατορίας, μέ τήν ὁποία εἶχε ἄρρηκτα συνδεθεῖ.
                                      (συνεχίζεται)




  * Ἀπόσπασμα μελέτης τοῦ γέροντος Παταπίου, ὑπό τόν γενικότερο τίτλο: Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολη. Οἱ σχέσεις τους, διά μέσου τῶν ἁγίων, κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο κατά τό Κ΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο, Χριστιανική Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολις μέχρι καί τοῦ Δεκάτου αἰῶνος, Ἱερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006.
  [1] Πασχαλίδη Σ., Ὁ Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 25.
  [2] Τήν πολύ πλούσια βιβλιογραφία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου βλ. στά ἔργα: Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Α΄. Διηγήσεις περί τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου (ἐπιμ. Π. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1993, σ. 487-492. Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Β΄.  Μαρτύρια, Συλλογές θαυμάτων καί Ἐγκώμια στόν ἅγιο Δημήτριο. Πρωτοβυζαντινή-Μεσοβυζαντινή περίοδος (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια Σ. Πασχαλίδη), Θεσσαλονίκη 2005, σ. 377-382.
  [3] H. Delehaye, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxxeles 1902, στ. 163-166.
  [4]  Παζαρᾶ Ν., «Εἰκονογραφικοί τύποι τοῦ ἀγίου Δημητρίου», Ὁ ἅγιος Δημήτριος στήν τέχνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 46.