Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΣΤΙΧΗΡΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛ. ΝΕΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΡ. 44 ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Τό εἰκονογραφημένο χειρόγραφο Στιχηράριο τοῦ μητροπολίτου Νέων Πατρῶν Γερμανοῦ, ἀρ. 44 τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων*

  Ἡ μικρή πλήν ἀξιόλογη Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, παρ’ ὅλο πού ἡ ἵδρυσή της ἀνάγεται στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰώνα, κατέχει μία συλλογή ἀπό χειρόγραφα, ἀπό τόν 11ο ἤδη αἰώνα καί ἑφεξῆς[1]. Ἡ συλλογή περιλαμβάνει κυρίως ἔργα ἁγιογραφικά, πατερικά, πανηγυρικά, ὑμνολογικά, λειτουργικά, ἱστορικά, πού κάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν Πατέρων τῆς πλέον ἀπόμακρης καί δυσπρόσιτης ἁγιορειτικῆς σκήτης. Μεταξύ αὐτῶν καί ἔργα τοῦ λογίου ἱερομονάχου της Ραφαήλ τοῦ Ἀκαρνάνος (1714-1804)[2], διδασκάλου τῆς Σχολῆς τῆς Ζαγορᾶς[3], ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά μόνασε κάποια περίοδο στή μονή Προφήτη Ἠλία Γαρδικίου[4], σύμφωνα μέ σημείωση στόν ἰδιόγραφο κώδικα Καυσοκαλυβίων 178[5], πού εἶναι Προσκυνητάριον Ἁγίων Τόπων: «Τό παρόν προσκυνητάριον εἶναι τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Ραφαήλ τοῦ εὑρισκομένου εἰς Προφήτου Ἡλιοῦ θέσιν πλησίον Γαρδικίου Νέων Πατρῶν...».
  Ἐνδιαφέρον μέρος τῆς συλλογῆς ἀποτελοῦν οἱ δεκαοκτώ μουσικοί κώδικες, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ξεχωριστή θέση κατέχει τό εἰκονογραφημένο χειρόγραφο ἀρ. 44. [6]
 Σύμφωνα μέ τόν «Πίνακα σύν Θε Ἁγίῳ κεφαλαίων τῶν ἐν τ δε τ στιχηραρίῳ περιεχομένων», πού βρίσκεται στό τρίτο παράφυλλο, ὁ κώδικας Καυσοκαλυβίων 44 ἀποτελεῖ, «Στιχηράριον πλουσιώτατον τῶν δώδεκα μηνῶν, Τριωδίου καί Πεντηκοσταρίου ποιηθέν παρά τοῦ κυρ Γερμανοῦ ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν. ὁμοίως δέ καί ἀναστασιματαρίου καί κεκραγαρίου καί Ἐωθινῶν. περιέχει δέ τό παρόν βιβλίον ἤτοι Στιχηράριον τάς ἑορτάς τῶν δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν καί ἑορταζομένων ἁγίων τά ἰδιόμελα μόνον καθώς εὑρίσκονται καί εἰς τά μηναῖα».
 Ὁ κώδικας αὐτός τοῦ ἔτους 1742, ἐκτός ἀπό τό γεγονός ὅτι μᾶς παραδίδει σέ ἐξαιρετικά καλλιγραφημένη μορφή ἕνα ἀπό τά ἔργα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μεταβυζαντινοῦ μελουργοῦ, πού κόσμησε μέ τή σύντομη ποιμαντορία του τή μητρόπολη Νέων Πατρῶν, κοσμεῖται ἐπιπλέον ἀπό 24 μικρογραφίες παραστάσεων δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν καί ἑορτῶν ἁγίων.
 Στήν προσωπικότητα τοῦ λογίου αὐτοῦ ἱεράρχη, ἀναφέρονται στόν παρόντα τόμο μέ τόν καλύτερο τρόπο ἄλλοι ἐκλεκτοί εἰσηγητές, ὥστε κρίνουμε ὅτι καλύπτεται ἱκανοποιητικά τό σχετικό τμῆμα τῆς παρούσας εἰσήγησης.
  Ὁ κώδικας Καυσοκαλυβίων 44 εἶναι χαρτῶος καί ἀποτελεῖται ἀπό 911 σελίδες, ὁρισμένες ἀπό τίς ὁποῖες κοσμοῦνται ἀπό περίτεχνα ἀρχικά γράμματα, ἐπίτιτλα ἀλλά καί μικρογραφίες. Σύμφωνα μέ κτητορική ἀφιέρωση στό β΄ παράφυλλο, τό ἔτος 1835, «Τό παρόν στιχηράριον ἀφιερώθη ... εἰς τό κυριακόν τῆς ἁγίας Τριάδος τοῦ καυσοκαλυβίου» παρά τοῦ ἱεροψάλτου μοναχοῦ Παϊσίου Λαυριώτου, ὁ ὁποῖος ἀσκεῖτο στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Στό τμῆμα τοῦ κώδικα μεταξύ τῶν σελίδων 1 καί 633, περιλαμβάνεται  «Στιχηράριον ποιηθέν παρά τοῦ κυρ Γερμανοῦ Ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν» τῶν ἑορτῶν τῶν δώδεκα μηνῶν. Ἀπό τίς σσ. 636-809 ἔχουμε, σύμφωνα μέ τόν κωδικογράφο, τήν «Ἀρχή σύν Θε Ἁγίῳ καί τῶν στιχηρῶν τοῦ Τριωδίου, ἀρχομένων ἀπό τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, ποίημα τοῦ Γερμανοῦ Ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν», ἐνῶ στίς σελίδες 810-893 περιέχονται τά στιχηρά τοῦ Πεντηκοσταρίου.   
 Στή σελ. 893 βρίσκουμε τό παρακάτω πολύ ἐνδιαφέρον κωδικογραφικό σημείωμα, τό ὁποῖο μᾶς διαφωτίζει πλήρως τόσο γιά τόν γραφέα τοῦ κώδικα ὅσο καί τόν ζωγράφο τῶν ἐπιτίτλων καί τῶν μικρογραφιῶν πού τόν διακοσμοῦν:
  Ἐτελειώθη τό παρόν μουσουργικόν βιβλίον 
   Χιλίους ἑπτακοσίους σαράκοντά τε δύο
  Ἡμέρα δέ παρασκευή τετάρτη σεπτεμβρίου
  Ἔδωσε τέρμα ἡ γραμμή ἡ πένα τοῦ χαρτίου
  Μέ πόνον μόχθον περισσόν ἑμοῦ τοῦ ἀρητύρου
  Δαβίδ ἱερομονάχου τε ἐκ τῆς σκοπέλου νύσοου
  Ὦθεν ἐσί ὦ φοιτητά καί γνώστα τοῦ βιβλίου
  Μνημόνευέ μου τό λιπόν τοῦ μουσουργικογράφου
  Δαβίδ τοῦ κοπιάσαντος τοῦ ἱστοριογράφου
  Δεήθητοι οὖν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπεραγίας
  Νά τήχομεν ἀμφώτεροι τῆς ἄνω βασιλείας.
    καί ὁ γραφέας ὁλοκληρώνει μέ τή συνήθη γιά κωδικογράφους κατάληξη:
  Ὤσπερ ξένοι χαίρωντες εἰδήν πατρίδα
  Καί οἱ θαλαττεύοντες εἰδήν λιμένα
  καί οἱ πραγματεύοντες εἰδήν τό κέρδος
 Οὔτο καί ὁ βιβλιογραφεύς εἰδήν βυβλίου τέλος.
  Ἡ μέν χείρ ἡ γράψασα σύμπεται τάφῳ
  ἡ δέ γραμμή μένη μέχρι τερμάτων + . (εἰκ. 3)
  Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, ἡ γραφή τοῦ καυσοκαλυβίτικου κώδικα ὁλοκληρώθηκε τήν Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1742. Γραφέας τοῦ ἔργου ἀλλά καί ζωγράφος τῶν μικρογραφιῶν πού αὐτό περιέχει εἶναι ὁ «μουσουργικογράφος καί ἱστοριογράφος» -ὅπως ὁ ἴδιος ὑπογράφει- ἱερομόναχος Δαβίδ ὁ ἐκ Σκοπέλου, γνωστός καί ὡς ἱερομόναχος Δαβίδ Μπεναρδῆς[7], ἀπό ἄλλους ἰδιόγραφους κώδικες μέ ἔργα τόσο τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν ὅσο καί ἄλλων μελοποιῶν ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ γραφέα.
   Πιό συγκεκριμένα, ἐκτός ἀπό τόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 44, ὁ Σκοπελίτης αὐτός καλλιτέχνης ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τόν Γερμανό Νέων Πατρῶν, κάνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό γενικότερα γνωστό τό ἔργο τοῦ μελουργοῦ-ἱεράρχου, στούς αὐτόγραφους κώδικες Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος 893[8], τοῦ ἔτους 1747 καί Ἁγίας Μονῆς Ἄνδρου 49, τοῦ ἔτους 1769 (Στιχηράριον Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν).
 Εἶναι πιστεύουμε πολύ ἐνδιαφέρον νά ρίξουμε μία ματιά στόν ἀθηναϊκό κώδικα ὄχι μόνο γιά τό γλαφυρό κωδικογραφικό σημείωμά του ἀλλά καί γιά τό γεγονός ὅτι διασώζει, στό φ. 5α, αὐτοπροσωπογραφία τοῦ Δαβίδ Μπιναρδῆ Σκοπελίτου, ὅπου ὁ μελουργός-κωδικογράφος κάθεται σέ θρόνο ἐνδεδυμένος τή μοναχική περιβολή γράφοντας μουσική σέ ἀνοικτό βιβλίο,  χρησιμοποιώντας φτερό[9]. Στό ἀριστερό τμῆμα τῆς σελίδας, διαβάζουμε σέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους τό βιβλιογραφικό σημείωμα τοῦ κώδικα[10]:
Εἴληφε τέρμα σύν Θε, χρόνους εἰς τούς χιλίους
ἑπτά καί τεσσαράκοντα μέ τούς ἑπτακοσίους
ἐκ τῆς ἐνσάρκου τοῦ Χριστοῦ θείας οἰκονομίας.
Ταύτη ἡ μουσουργεύηχος παπαδική κληθεῖσα,
ἐκ διαφόρων παλαιῶν καί νέων ποιηθεῖσα,
κόπῳ, ἱδρῶσι, μόχθῳ τέ ἐγράφη ἐν ἀπείρῳ,
ἐκ τῆς τοῦ ἱεροδαβίδ χειρός ἐκ τῆς Σκοπέλων.
Παυσάσθωσαν τά ὄρνεα, μέλο νά πεπηλίζουν,
μέ μελωδίαν εὔηχον γλυκά νά κελαδίζουν,
καθώς οἱ πάλαι ἕλληνες μέ μύθους φλυρίζουν.
Ἐν ταύτῃ γάρ εὑρίσκονται ἤχοι καί μελωδίαι,
 πρός τόν Θεόν τόν κτίσαντα τήν κτίσιν ὑμνωδίαι,
καί ταύτην οἱ βουλόμενοι τόν Κτίστην νά ἰδοῦσι,
μέ πόθον ἄς σπουδάζωσι καί θέλουν τόν εὑροῦσι.
Δεήθητι οὖν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπεραγίας,
νά τύχωμεν ἀμφότεροι τῆς ἄνω Βασιλείας.
Ἡ μέν χείρ ἡ γράψασα σύμπεται τάφῳ,
ἡ δέ γραμμή μένει μέχρι τερμάτων.
Ὥσπερ ξένοι χαίροντες ἰδεῖν πατρίδα,
καί οἱ θαλαττεύοντες ἰδεῖν λιμένα,
καί οἱ πραγματεύοντες ἰδεῖν τό κέρδος,
οὕτως ὁ βιβλιογραφεύς, ἰδεῖν βιβλίου τέλος.
  Ὁ Δαβίδ Σκοπελίτης πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς ψαλτικῆς παράδοσης τῆς Σκοπέλου, πού ἀκμάζει τήν περίοδο 1742-1769. Πληροφορίες γιά τήν προσωπικότητά του ἀντλοῦμε μέσα ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα, κυρίως τούς τέσσερεις μέχρι στιγμῆς γνωστούς αὐτόγραφους κώδικές του, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπό τά καλύτερα καί καλλιτεχνικότερα παραδείγματα μεταβυζαντινῆς γραφῆς καί διακόσμησης. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή κ. Γρ. Στάθη, πού σχολιάζει τόν ἰδιόγραφο ἀθωνικό κώδικα Γρηγορίου 25[11], ἡ γραφή τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ εἶναι «ἐπιμεμελημένη καί καλαίσθητος, ἰσοπαχής, κλίνουσα ἀκανονίστως πρός ἀριστερά καί δεξιά. Μελάνη μαύρη ζωηρά καί ἐρυθρά ζωηρά διά τάς ὑποστάσεις, μαρτυρίας, τίτλους καί κομψά πρωτογράμματα, ἐνιαχοῦ ἐπίτιτλα».[12]
  Εἶναι πιθανόν, ἐκτός ἀπό τό προφανές ἐνδιαφέρον τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ τοῦ Σκοπελίτου γιά τή μεταγραφή καί διάδοση τοῦ τόσο σημαντικοῦ ἔργου τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν, στήν ἐνασχόλησή του μέ τό μεγάλο αὐτό μελουργό νά συνετέλεσε ἡ ἀνάρριση τό 1760 στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῶν Νέων Πατρῶν, τοῦ ἐκ Σκοπέλου καταγομένου, Γερασίμου (1760-1774), ἀρχιμανδρίτου μέχρι τῆς ἐκλογῆς του τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐπί πατριάρχου Σαμουήλ τοῦ Χατζερῆ.[13]
  Ὁ κωδικογράφος-μελουργός-ἱστοριογράφος ἱερομόναχος Δαβίδ ὁ Μπεναρδῆς ὁ Σκοπελίτης θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τό ζωγράφο ἱερομόναχο Δαβίδ τόν Μπεναρδῆ, τόν «ἐκ νήσου Σκύρου», πού ὑπογράφει στά 1738 τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία φυλάσσεται στό ναό τῆς Παναγίας, στά Ἀπατούρια τῆς Ἄνδρου[14]. Στόν ἴδιο ζωγράφο θά πρέπει νά ἀποδοθοῦν καί οἱ ἄλλες δύο δεσποτικές εἰκόνες τοῦ ἴδιου ναοῦ, τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος  καί τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀμόλυντης, ἀφοῦ παρουσιάζουν σχεδιαστικές, τεχνοτροπικές καί καλλιτεχνικές ὁμοιότητες μέ τήν ἐνυπόγραφη εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Μέ τά ἀναφερθέντα ἔργα, παρουσιάζεται πιό ἀνάγλυφα τό πορτρέτο τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ ὡς ζωγράφου. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτη ἡ ἔντονη καλλιτεχνική σχέση τῶν εἰκόνων αὐτῶν  τόσο μέ τίς μικρογραφίες τοῦ κώδικα Καυσοκαλυβίων 44 ὅσο καί τήν αὐτοπροσωπογραφία τοῦ ἴδιου τοῦ Δαβίδ στόν κώδικα ΕΒΕ 893. Ὅπως σημειώσαμε παραπάνω ἕνας ἀπό τούς κώδικες τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ βρίσκεται στή μονή Ἁγίας τῆς Ἄνδρου καί λαμβάνοντας ὑπ’ ὅψιν τό γεγονός ὅτι στήν ἴδια μονή, βρίσκεται καί κώδικας τοῦ ἑτέρου Σκοπελίτου μελουργοῦ, Παύλου τοῦ ἱερέως (17 αἰ.), εἶναι πιθανόν, οἱ κώδικες αὐτοί νά μεταφέρθηκαν στό κυκλαδίτικο νησί μέ φροντίδα τοῦ λογίου Σκοπελίτου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (1713-1784), ὁ ὁποῖος σχετιζόταν πνευματικῶς μέ τόν ἐξ Ἄνδρου καταγόμενο πατριάρχη πρ. Ἀλεξανδρείας Ματθαῖο (1700-1775).
  Χρειάζεται περισσότερη ἔρευνα γιά νά δειχθεῖ ἐάν τόσο ὁ ‘’ἱερομόναχος Δαβίδ’’, ἀφιερωτής τῆς φορητῆς εἰκόνας τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό ναό  τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Σκοπέλου (ἔργο τοῦ ἔτους 1707) καί τῆς φορητῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στό ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ ἴδιου νησιοῦ  ὅσο καί ὁ ‘’ἱερομόναχος Δαβίδ’’, πού εἰκονίζεται ὡς κτίτορας, σέ μεταγενέστερη ὑπέρθυρη ἐξωτερική τοιχογραφία τοῦ δεύτερου ναοῦ, τοῦ ἔτους 1851, ταυτίζονται -ὅπως πιθανολογοῦμε- μέ τόν γραφέα τοῦ κώδικα πού παρουσιάσαμε στήν παρούσα εἰσήγηση, ἱερομόναχο Δαβίδ τόν Σκοπελίτη.
  Ἐπιστρέφοντας στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 44, θά κάνουμε σύντομη περιγραφή τῶν 24 μικρογραφιῶν πού αὐτός περιέχει, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν τό εἰκονογραφημένο αὐτό χειρόγραφο, τήν πολυτιμότερη –ἀπό εἰκαστικῆς πλευρᾶς- παρουσίαση τοῦ τόσο σημαντικοῦ γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ψαλτικῆς μουσικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀλλά καί τοῦ τόπου μας, ἔργου τοῦ ἱεράρχη τῶν Νέων Πατρῶν Γερμανοῦ.
   Ὅλες οἱ μικρογραφημένες εἰκόνες εἶναι ἱστορημένες σέ χρυσό κάμπο καί βρίσκονται εἴτε στήν ἀρχή εἴτε στό μέσον κάθε ἔργου τοῦ Στιχηραρίου. Οἱ συνθέσεις εἶναι ἐξαιρετικά λιτές ἐνῶ γιά τήν ἐκτέλεσή τους χρησιμοποιεῖται κυρίως μελάνι ἐρυθροῦ, πράσινου, καφέ καί μαύρου χρώματος. Νά σημειώσουμε ἐπίσης ὅτι τό σύνολο τῶν μικρογραφιῶν εἶναι ἀδημοσίευτο, πλήν τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (ἀρ. 8)[15] καί τῆς Ἀναστάσεως (ἀρ. 23)[16].
  Οἱ παραστάσεις εἶναι οἱ ἑξῆς (κατά σειρά πού αὐτές κοσμοῦν τόν κώδικα, σέ συμφωνία ἄλλωστε μέ τόν ἑορτολογικό κύκλο):
1) σ. 39: Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης, εἰκονίζεται ἕνας ἱεράρχης, ἀσκεπής, ἀνεβασμένος σέ ἄμβωνα καί κρατώντας μέ τά δύο του χέρια εὐμεγέθη σταυρό. Στά δεξιά του, χορός ἀπό ἔξι ἄνδρες, ἐπροσώπους τοῦ λαοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς κρατοῦν ὑπερμεγέθες κομποσχοίνι. Ὁ πρῶτος ἀπ᾿ αὐτούς ἐκφράζει μέσα ἀπό τήν κίνηση τῶν χειρῶν του τόν θαυμασμό του, γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
2) σ. 74: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης παριστάνεται ἡμίσωμος, στραμμένος κατά τά δύο τρίτα πρός τά ἀριστερά καί κρατώντας μέ τά δύο του χέρια ἡμιανοιγμένο εὐαγγέλιο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
3) σ. 115: Ἅγιος Δημήτριος ὁ  Μυροβλύτης. Ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης εἰκονίζεται ἡμίσωμος καί κατ᾿ ἐνώπιον τοῦ θεατή. Εἶναι ἐνδεδυμένος πλήρη στρατιωτική στολή, συμπληρωμένη ἀπό τήν ἀσπίδα, πού προβάλλει πίσω ἀπό τήν πλάτη του. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ σταυρό ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του, δόρυ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
4) σ. 143: Ἅγιοι Ἀνάργυροι. Εἰκονίζονται οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός, ὁλόσωμοι. Ὁ πρῶτος κρατᾶ τά σύνεργα τῆς ἰατρικῆς ἐνῶ ὁ δεύτερος, κλειστό εἰλητάριο. Ἡ παράσταση φέρει τήν ἀνορθόγραφη ἐπιγραφή: «Αγιοι ανάρ / γιρι» .
5) σ. 153:  Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι. Εἰκονίζονται ὁλόσωμοι οἱ ἀρχάγγελοι Γαβριήλ καί Μιχαήλ, στό γνωστό εἰκονογραφικό τους τύπο. Κρατοῦν ἀπό κοινοῦ, ὁ πρῶτος μέ τό ἀριστερό του καί ὁ δεύτερος μέ τό δεξί του χέρι, στηθάριο, μέ τόν Χριστό ἐντός δόξας. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
6) σ. 185: Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ἡ κακοσυντηρημένη αὐτή παράσταση, εἰκονίζει τή μικρή Θεοτόκο νά εἰσοδεύεται στό ναό ἀπό τούς γονεῖς της Ἰωακείμ καί Ἄννα, καί νά παραδίδεται στόν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἁπλώνει τά χέρια του γιά νά ὑποδεχθεῖ τή μέλλουσα μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
7) σ. 223: Ἅγιος Νικόλαος. Εἰκονίζεται ὁ ἅγιος ἱεράρχης τῶν Μύρων τῆς Λυκίας, ἡμίσωμος, στό γνωστό εἰκονογραφικό του τύπο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
8) σ. 304: Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Ἐντός τοῦ σπηλαίου παριστάνονται ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἰωσήφ, στά δεξιά καί ἀριστερά τοῦ θείου βρέφους,  γονυπετεῖς καί στραμμένοι πρός αὐτό. Τό βρέφος θερμαίνουν μέ τά χνῶτα τους δύο ζῶα, ἐνῶ ἔξω ἀπό τό σπήλαιο, στά ἀριστερά, εἰκονίζονται δύο ἄγγελοι νά δοξολογοῦν ἐνῶ στά δεξιά, ἕνας ἄγγελος πού ἀναγγέλει σ᾿ ἕναν ποιμένα τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
9) σ. 333: Ὁ Μέγας Βασίλειος. Παριστάνεται ὁ ἱεράρχης, ὁλόσωμος, μέ πλήρη ἀρχιερατική στολή, πλήν ἀσκεπής. Μέ τό δεξί του χέρι εὐλογεῖ ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του, τό ὁποῖο εἶναι καλυμμένο μέ τό ἄμφιό του, κρατᾶ κλεισό εὐαγγέλιο. Ἐπιγραφή: «Ο Αγιος Βασίλιος».
10) σ. 363: Ἡ Βάπτισις τοῦ Χριστοῦ. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο, εἰκονίζεται στό κέντρο τῆς σύνθεσης ὁ Χριστός, μέσα στά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης καί πάνω σέ βουνό, εἰκονίζεται ὁ Πρόδρομος, πού μέ τό δεξί του χέρι βαπτίζει τόν Χριστό, ἐνῶ στή δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, εἰκονίζονται τρεῖς ἄγγελοι, στραμμενοι, σέ στάση διακονίας, πρός τόν βαπτιζόμενο Χριστό. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς .
11) σ. 389: Ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Μέγας. Εἰκονίζεται ὁ ἱεράρχης τοῦ ἀλεξανδρινοῦ θρόνου, ἡμίσωμος, ἐνδεδυμένος ἀρχιερατική στολή καί ἀσκεπής. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς (εἰκ. 23).
12) σ. 399: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Εἰκονίζονται κατά σειρά οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡμίσωμοι, μέ πλήρη ἀρχιερατική ἀμφίεση καί ἀσκεπεῖς. Ἐπιγραφή: «Των / Τρι / ών / Ιεραρχόν» (εἰκ. 24).
Στή σελίδα 406 ὑπάρχει ὁ χρυσός κάμπος, πού προοριζόνταν γιά τήν παράσταση τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ ὁποία ὅμως τελικά δέν ἱστορήθηκε.
13) σ. 427: Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Ἡ παράσταση εἶναι μοιρασμένη σέ δύο τμήματα (ἀριστερά ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί δεξιά ἡ Θεοτόκος), ἀνάμεσα στά ὁποῖα παρεμβάλλεται τό μουσικό κείμενο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆ.
14) σ. 442: Ὁ ἅγιος Γεώργιος. Εἰκονίζεται ὁ τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ἡμίσωμος, μέ στρατιωτική ἐνδυμασία. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ σταυρό ἐνῶ μέ τό δεξί του, δόρυ. Παράσταση: «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος».
15) σ. 466: Οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο εἰκονίζονται ἐκατέρωθεν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν ὁποῖον καί κρατοῦν, οἱ ἰσαπόστολοι, μέ βασιλική ἐνδυμασία. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
16) σ. 485: Ἡ Γέννησις τοῦ Προδρόμου. Στή χαριτωμένη αὐτή παράσταση εἰκονίζεται στά δεξιά ἡ Ἐλισάβετ, ἀνακεκλιμένη ἀπό τόν κόπο τοῦ τοκετοῦ, νά δέχεται τίς περιποιήσεις δύο θεραπαινίδων, ἀπό τίς ὁποῖς ἡ μέν πρώτη προσφέρει στή μητέρα τοῦ Προδρόμου ποτήρι μέ ρόφημα, ἐνῶ ἡ δεύτερη κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τό νεογέννητο. Στό τραπέζι, πού βρίσκεται στό κέντρο τῆς σύνθεσης, διακρίνονται διάφορα σκεύη μέ χρήσιμο γιά τήν περίσταση περιεχόμενο. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης ὁ Ζαχαρίας, καθισμένος σέ σκαμνί, κρατᾶ πινάκιο στό ὁποῖο διακρίνονται τά ἀρχικά τοῦ ὀνόματος «Ἰωάννης», τό ὁποῖο ἔδωσε στόν Πρόδρομο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
17) σ. 503: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Εἰκονίζονται οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ Πέτρος καί Παῦλος, ὁλόσωμοι, στραμμένοι κατ᾿ ἐνώπιον ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, νά κρατοῦν στά χέρια τους ὁμοίωμα ναοῦ, πού συμβολίζει τήν Ἐκκλησία. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
18) σ. 556: Ὁ προφήτης Ἠλίας. Εἰκονίζεται ὁ Πρφήτης, ἡμίσωμος, κατ᾿ ἐνώπιον τοῦ θεατή, ἐνδεδυμένος μέ πράσινο ἱμάτιο καί μηλωτή ἐρυθροῦ χρώματος. Ἔχει τό δεξί του χέρι σέ στάση ἄρνησης ἐνῶ μέ τό δεξί κρατᾶ ἀνοιγμένο εἰλητάριο. Ἐπιγραφή: «Ὁ Π/Φ/Τ  Ηλίας».
19) σ. 573: Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ. Πάνω σέ τρεῖς ὀρεινούς ὄγκους εἰκονίζονται ἀντίστοιχα, στό κέντρο ὁ μεταμορφωθείς Κύριος καί ἐκατέρωθεν αὐτοῦ οἱ προφήτες Μωΰσῆς καί Ἠλίας. Ἀπό τήν παράσταση ἀπουσιάζει τό θέμα μέ τούς τρεῖς ἀποστόλους. Ἐπιγραφή: «Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΟΣΙΣ».
20) σ. 592: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Στόν καθιερωμένο εἰκονογραφικό τύπο παριστάνεται ἡ Θεοτόκος πάνω στή νεκρική κλίνη. Στό κέντρο τῆς σύνθεσης, εἰκονίζεται σέ δόξα ὁ Χριστός, πού κρατᾶ τήν ψυχή τῆς Θεοτόκου μέ ἔχει μορφή βρέφους. Γύρω ἀπό τή νεκρική κλίνη καί ἐκατέρωθεν τοῦ Χριστοῦ, εἰκονίζονται ὁρισμένοι ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
21) σ. 615: Ἡ Ἀποτομή τοῦ Προδρόμου. Εἰκονίζεται ὁ δήμιος ἕτοιμος νά κόψει τήν κεφαλή τοῦ Προδρόμου, πού εἶναι γονατισμένος. Μπροστά του βρίσκεται ἡ Σαλώμη πού κρατᾶ ἕνα κενό κάνιστρο, ἕτοιμο νά δεχθεῖ τήν τιμία κεφαλή. Ἕνας πύργος στά δεξιά τῆς σύνθεσης ὑποδηλώνει τό παλάτι τοῦ Ἠρώδη ὡς τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
22) σ. 736: Ἡ Βαϊοφόρος. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο εἰκονίζεται ὁ Χριστός, ἐπί πόλου ὄνου καθήμενος, νά ἑτοιμάζεται νά εἰσέλθει μαζί μέ τούς μαθητές του, πού τόν ἀκολουθοῦν, στήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ. Μπροστά στήν  Μέσα ἀπό τήν πύλη τῆς πόλης ἀπεικονίζεται ὁ λαός, μέ δύο ἐκπροσώπους του νά ξεπροβάλλουν, κρατώντας στά χέρια βαΐα. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
23) σ. 809: Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Στόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Εἰς Ἄδου καθόδου, εἰκονίζεται στό κέντρο ὁ ἀναστάς Κύριος, μέσα σέ δόξα. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ τόν Ἀδάμ καί μέ ἀριστερό του τήν Εὔα, τούς ὁποίους ἀνιστᾶ ἀπό τούς νεκρούς. Δεξιά καί ἀριστερά του, εἰκονίζονται Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
24) σ. 849: Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά πολύ καλά ἰσορροπημένη παράσταση εἰκονίζεται ἡ Θεοτόκος, στό μέσο τοῦ Κήπου τῶν Ἐλαιῶν, πού ὑποδηλώνεται ἐδῶ μέ δύο ἐλαιόδενδρα, στά δεξιά καί ἀριστερά τῆς σύνθεσης. Ὄπισθεν τῆς Θεοτόκου διακρίνουμε δύο ἀγγέλους πού κυττοῦν πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας μέ τά χέρια τους τόν μόλις ἀναληφθέντα Χριστό. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς Θεοτόκου εἰκονίζονται δύο χοροί ἀποστόλων. Ὅλοι τους κυττοῦν πρός τόν οὐρανό. Μόνο ἡ Θεοτόκος εἶναι στραμμένη πρός τόν θεατή. Στό πάνω μέρος τῆς σύνθεση εἰκονίζεται ἐντός δόξας πού ὑποβαστάζεται ἀπό χερουβίμ, ὁ ἀναληφθείς Κύριος εὐλογών. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: 
1. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 1.
2. Κώδ. Ε.Β.Ε. 893, φ. 5α. Αὐτοπροσωπογραφία ἱερομ. Δαβίδ Σκοπελίτου.
3. Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. 1738. Δεσποτική εἰκόνα στό ναό τῆς Παναγίας στά Ἀπατούρια τῆς Ἄνδρου.
4. Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 304.
5. Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 427.


* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου:
  Ἡ Ὑπάτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, τήν ἐκκλησιαστική τέχνη καί τόν ἑλλαδικό μοναχισμό (Ὑπάτη 8-10 Μαΐου 2009), Ἀθήνα 2011, σ. 567-594.
[1] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος τῶν χειρογράφων κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, ἐκδ. Ἀντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005.
[2] Περί αὐτόν βλ. ἐνδεικτικά: Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ραφαήλ ὁ Ἀκαρνάν ὁ Καυσοκαλυβίτης καί ὁ Ἐγκωμιαστικός του Λόγος πρός τόν ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο», Ὅσιος Γρηγόριος 27 (2002), σ. 47-64. Τοῦ ἰδίου, «Ἄσκηση καί λογιότητα στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων κατά τό 18ο αἰ.», Παρνασσός Ν’ (2008), σ. 154-162.
[3] Σκουβαρᾶ Β., «Ἰωάννης Πρίγγος (1725;-1789). Ἡ ἑλληνική παροικία τοῦ Ἄμστερνταμ. Ἡ Σχολή καί ἡ Βιβλιοθήκη Ζαγορᾶς», Θεσσαλικά Χρονικά 9, σ. 227-231.
[4] Περί τῆς μονῆς αὐτῆς βλ. Παπαπαναγιώτου.
[5] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 274.
[6]  Λάμπρου Σ., Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων, τ. Β΄, Ἐν Κανταβριγία τῆς Ἀγγλίας 1900, σ. 462 (κωδ. 1). Κουρίλα Ε., Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων καί τῶν Καλυβῶν αὐτῆς, Paris 1930, σ. 45. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 96-98, ὅπου καί πλήρης περιγραφή τοῦ κώδικα. Βλ. ἐπίσης, Καδᾶ Σ., Τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 237-238, ὅπου ἀναφέρονται μόνο ὀνομαστικά οἱ μικρογραφίες τοῦ κώδικα.
[7] Περί τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ βλ. Πολέμη Δ., «Ὁ ζωγράφος Δαβίδ Μπεναρδῆς (1738)», Πέταλον (Συλλογή Ἱστορικοῦ Ὑλικοῦ περί τῆς νήσου Ἄνδρου) 7 (1999), σ. 322-326. Συνοπτική ἀναφορά στό κωδικογραφικό ἔργο τοῦ Δαβίδ, μέ ἁπλή ὅμως νύξη στόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, βλ. Καραγκούνη Κ., «Ἡ Ψαλτική παράδοση τῆς Σκοπέλου. Μία πρώτη προσέγγιση», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 43 (2003), σ. 140-142.
[8] Κώδ. Ε.Β.Ε. 893: Ἀνθολογία τῆς Παπαδικῆς. Βλ. Σακκελίων Ἰ., Κατάλογος χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος-Κώδικες 1-1856, Ἀθῆναι 1892, σ. 162.
[9] Δημοσίευση τῆς προσωπογραφίας βλ. Καραγκούνη Κ., Ἡ Ψαλτική παράδοση, ὅ.π., σ. 141 εἰκ. 6.
[10] Χατζηγιακουμῆ Μ., Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς (1453-1820) – Συμβολή στήν ἔρευνα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1980, σ. 165-166.
  [11] Κώδ. Γρηγορίου 25: Ἀναστασιματάριον-Ἀνθολογία. Στό φ. 12β, ἡ ὑπογραφή τοῦ γραφέα: «Χείρ Δαβίδ ἱερομονάχου ἐκ τῆς νήσου Σκοπέλου». Ἀναλυτική περιγραφή τοῦ κώδικα αὐτοῦ βλ. Στάθη Γρ., Τά χειρόγραφα βυζαντινῆς μουσικῆς - Ἅγιον Ὄρος. Κατάλογος περιγραφικός τῶν χειρογράφων κωδίκων βυζαντινῆς μουσικῆς τῶν ἀποκειμένων ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τῶν ἱερῶν μονῶν καί σκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθῆναι 1993 , τ. Α΄, σ. 636.
  [12] Στάθη Γρ., Τά χειρόγραφα, ὅ.π., σ. 637.
  [13] Περί τοῦ Γερασίμου βλ. Ἀτέση Β., μητροπολ. πρ. Λήμνου, Ἐπισκοπικοί Κατάλογοι Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1975,  σ. 278. Σιμόπουλου Θ., ἀρχιμ., Ὑπάτη, Ἀθῆναι 1981, σ. 113: «πατρίς αὐτοῦ ἡ νῆσος Σκόπελος ὅστις ἔζησεν εἰρηνικῶς καί θεαρέστως καί γηράσας καλῶς .... παρέδωκε τό πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ  καί ἐτάφη ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος». Βλ. ἐπίσης  Σάθα Κ., «Ἀνέκδοτος Κῶδιξ Νέων Πατρῶν», Ἀττικόν Ἡμερολόγιον (1869), σ. 197 κ. ἑξ. Καλλιανοῦ Κ. πρωτοπρ., «Ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας στή Σκῦρο τοῦ 18ου αἰ. ἤ πῶς ἀνακαινίσθηκε ἡ Μονή τῆς Εὐαγγελιστρίας στή Σκόπελο», Ἐφημέριος (1993) [ἀνάτυπο, Ἀθήνα 1994, σ. 6, 15, 16].
[14]  Πολέμη Δ., Ὁ ζωγράφος Δαβίδ Μπεναρδῆς, ὅ.π., σ. 323, ὅπου δημοσιεύεται ὀρθά ἡ ἐπιγραφή τῆς εἰκόνας, μετά τόν καθαρισμό της. Βλ. ἐπίσης, τοῦ ἰδίου, «Ἀνέκδοτοι ἐξ Ἄνδρου ἐπιγραφαί τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας», Ἐπετηρίς Ἐταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν 2 (1962), σ. 734, ἀρ. 25, ὅπου εἶχε γίνει λανθασμένη ἀνάγνωση τῆς ἐπιγραφῆς τῆς εἰκόνας.
[15] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 418.
[16] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 417.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΗΣΑΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΟΙ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΕΣ

                                Παταπίου  μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Οἱ μακαριστοί Γέροντες Ἡσαΐας καί Φιλάρετος οἱ Καυσοκαλυβίτες*

    Ἀπό τά πολλά ἀξιόλογα πού θά μποροῦσε νά θυμηθεῖ καί νά ἀναφέρει κανείς  ἀπό τήν σκητιωτική ζωή τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων, σταχυολογοῦμε ταπεινῶς καί υἱϊκῶς λίγα ἀμάραντα ἄνθη, σάν προσφορά εὐώδους θυμιάματος ἤ ἄναμμα κεριοῦ στά μνήματά τους πού εἶναι δίπλα δίπλα, ὅπως δίπλα δίπλα μέ τούς ἄλλους συνασκητές τους ἀντιμετώπισαν ὅλες τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς  ζωῆς καί ὕφαναν τό περιούσιο ἐργόχειρο τῆς ψυχῆς τους στόν πλέον ἀπομακρυσμένο μοναστικό οἰκισμό τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, τήν ἁγιοτόκο Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων.
  Ὁ Γέρων Ἡσαΐας (1917-2002) καταγόταν ἀπό τή Λήμνο καί ἀπό τότε πού γεννήθηκε (τέλη τοῦ 1917) ἀντίκρυζε ἀπό τό νησί του τήν ἀπέναντι κορυφή τοῦ Ἄθω - τόπο γιά τόν ὁποῖο τόσα ἄκουγε ἀπό τούς συμπατριώτες του πού ἔχοντας ἐμπορικούς λόγους τόν ἐπισκέπτονταν συχνά. Ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τό 1945 γιά νά γίνει μοναχός. Τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε στήν Κυρία Θεοτόκο, τέσσερα χρόνια πρίν, κατά τρόπο θαυμαστό. Βρισκόταν στίς γνωστές μάχες τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού ἔγιναν στά φημισμένα ὀχυρά τῆς γραμμῆς Μεταξᾶ, στό Ρούπελ. Ἡ μάχη ἦταν κρίσιμη καί κινδύνευε ἡ ζωή ὅλων τῶν μαχητῶν. Καί ἦταν τότε πού ὁ Βασίλειος ὑποσχέθηκε στήν Παναγία ὅτι θά γίνει μοναχός στό Περιβόλι της ἄν τόν γλύτωνε ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πολέμου.
    Στά 1947 κείρεται μοναχός στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἀπό τόν γέροντά του Συμεών μοναχό. Καί ἦταν εὐλογία Θεοῦ πού ἀνέθεσε τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας του στή χαρισματική αὐτή μορφή. Πραγματικός ἀσκητής ὁ γερο Συμεών εἶχε πολλές ἀπό τίς ἀρετές τῶν παλαιῶν Πατέρων · τήν ἀκτημοσύνη, τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀλουσία, τή νηστεία. Στό τέλος, ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά προγνωρίσει τό θάνατό του,  ἕνα χρόνο πρίν τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του, κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγ. Συμεών, τό 1987. Καί πράγματι, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του καί Πανηγύρεως τῆς Καλύβης, στίς 12 Μαρτίου τοῦ 1988, ἄφησε τήν τελευταία του ἀσκητική πνοή. Καί ἦταν φυσικό, ὁ γερο Ἡσαΐας, σάν καλός ὑποτακτικός, νά ἀφομοιώσει στή βιοτή του πολλά ἀπό τά χαρίσματα τοῦ γέροντά του. Ποτέ, ὅπως κι ἐκεῖνος, στά 57 χρόνια πού ἄναβε τά κανδήλια στό ταπεινό καί ἀπέριττο ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης, δέν βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὑπομένωντας καρτερικά ἀσθένειες καί ἄλλα δεινά. Πάντα εἶχε ἕνα καλό λόγο νά πεῖ γιά τόν καθένα · λόγο πού στήριζε, πού παρηγοροῦσε καί παραμυθοῦσε, προσέχοντας συνάμα πολύ τήν κατάκριση.
   Τήν προπαραμονή τῆς Πεντηκοστῆς πού πανηγυρίζει ἡ Σκήτη μας, τό ἔτος 2002, ὅταν σήμανε πένθιμα ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ Κυριακοῦ γιά τόν τελευταῖο ἀσπασμό μέ τόν γερο Ἡσαΐα, ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ.
 Μέ πόνους καί μέ βάσανα ξεκίνησε ἡ ζωή τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου (1920-2003), στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας, καθώς ἦταν δύο ἐτῶν ὅταν ξεριζώθηκε ἡ οἰκογένειά του, τό 1922, μέ τίς γνωστές συνθῆκες πού ἐπικράτησαν κατά τή Μικρασιατική καταστροφή πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη συμφορά τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν Ἄλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Κάποτε στήν Ἀθήνα πού φιλοξένησε τήν προσφυγική του οἰκογένεια, δύο φορές πού ἀρρώστησε βαρειά καί πῆγε στό νοσοκομεῖο, μιά μαυροφορεμένη καί ἄγνωστη σ' αὐτόν γυναίκα τόν ἐπισκέφθηκε- ἡ ἴδια καί τίς δύο φορές - καί τοῦ εἶπε νά φύγει ἀπ' ἐκεῖ καί νά πάει στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στό Βύρωνα. Ἐκεῖ ὅταν τελικά πῆγε, ἔμαθε καί ἀρκετά ψαλτικά. Μά κι ἐκεῖ, πάλι κάποιος ἄγνωστός του τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός.
   Στό μετόχι γνωρίστηκε μέ τόν μετέπειτα γέροντά του, τό μοναχό Ἀθανάσιο Καυσοκαλυβίτη πού διακονοῦσε ἐκεῖ ὡς ἐπίτροπος ἀπό τό 1937 ἕως τό 1940, ὁπότε ἐπέστρεψε στή μετάνοιά του. Ἀργότερα, στά 1947 ἔφθασε καί ὁ γερο Φιλάρετος στά Καυσοκαλύβια, στή Καλύβη τοῦ Ἁγ. Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ γέροντάς του προερχόταν ἀπό τή ὀνομαστή καυσοκαλυβίτικη συνοδία τῶν Ἰωασαφαίων, πού ἦσαν κι αὐτοί Μικρασιάτες. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἁγιογραφία πού τήν δίδαξε μέ τή σειρά του στόν ὑποτακτικό του Φιλάρετο μοναχό.
   " Ἦταν πολύ σκληρός καί αὐστηρός ὁ Γέροντας ! " μᾶς ἔλεγε συχνά ὁ γερο Φιλάρετος. Μεγάλη ἡ αὐστηρότητα τοῦ γέροντα Ἀθανασίου, μεγάλη ὅμως καί ἡ ὑπομονή τοῦ μακαρίτη στά 15 χρόνια πού ἔζησε μαζί μέ τόν γέροντά του. "Ζωντανός" ἄνθρωπος ὁ γερο Φιλάρετος, πάντα χαμογελαστός, αὐθόρμητα αἰσιόδοξος, ἕτοιμος κάθε στιγμή γιά τίς χαριτωμένες αὐτοσχέδιες στιχομυθίες, πού εἶχε τή μοναδική ἱκανότητα νά συνθέτει πρός τέρψιν τῶν ἀκροατῶν του. Ἐκοιμήθη σέ νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλευόταν ἐπί ἕνα μήνα, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς του, τοῦ Ἁγ. Φιλαρέτου ( μέ τό ἐκτός Ἁγ. Ὄρους ἡμερολόγιο, μιά πού βρισκόταν ἐκτός Ἁγ. Ὄρους), τό Νοέμβριο τοῦ 2003.
 Καί οἱ δύο μακαριστοί γεροντάδες ἦρθαν ἴδια ἐποχή στή Σκήτη, ἔζησαν τά ἴδια χρόνια, στίς ἴδιες δύσκολες βιοποριστικές συνθῆκες. Ἀντίκρυζαν τήν ἴδια φουρτουνιασμένη θάλασσα πού ἀπομόνωνε τόν ἀγαπημένο τόπο τοῦ Φώτη Κόντογλου γιά πολλές μέρες ἀπό τό ὑπόλοιπο Ὄρος · κάτι πού συμβαίνει καί σήμερα. Ἀνέβαζαν στήν πλάτη, μέ τούς ἴδιους κόπους τά ἀναγκαῖα ἀπό τόν ἀρσανά, μιά πού παλαιότερα στή Σκήτη δέν εἶχαν ὑποζύγια. Ὁ γερο Φιλάρετος μᾶς διηγόταν πόσες φορές ἐπέστρεψαν μαζί μέ ἄλλους Πατέρες ἀπό τή Δάφνη, ὅπου εἶχαν πάει νά διακινήσουν τά ἐργόχειρά τους μετά ἀπό ἑπτά ὧρες κοπιαστικῆς πορείας. Μαζί συμψάλλανε στίς κατανυκτικές ἀγρυπνίες ἐξήντα χρόνων, στό σεπτό Κυριακό ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Μαζί στίς παγγενιές τῆς Σκήτης, πού τότε ἦταν ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς σκητιωτικῆς ζωῆς. Μαζί - εὐχόμαστε ὁλόψυχα - καί στόν Παράδεισο !
      Τῶν μακαριστῶν Γερόντων Ἡσαῒου καί Φιλαρέτου τῶν μοναχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη !


* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδ. Πρωτᾶτον 97 (2005), σ. 384-387.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ

 Πα­τα­πί­ου μο­νa­χοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του
                                                       
Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στή βυ­ζα­ντι­νή τέχνη*  
 
       Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 4ου αἰ., ἕ­νας ἀ­νώ­τε­ρος βυ­ζα­ντι­νός ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος, ὁ ἔ­παρ­χος Ὀ­λυ­μπι­ό­δω­ρος, ἔ­γρα­ψε στόν ὅ­σι­ο Νεῖ­λο τόν Ἀ­σκη­τή ( πε­ρ. 430), μα­θη­τή τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, καί τοῦ ζη­τοῦ­σε τή γνώ­μη του, ἄν τα­ί­ρι­α­ζε νά εἰ­κο­νο­γρα­φή­σει κυ­νη­γε­τι­κές καί ἀ­λι­ευ­τι­κές σκη­νές «πρός ἡ­δο­νήν ὀ­φθαλ­μῶ­ν» στό ναό πού μό­λις εἶ­χε κτί­σει. Ὁ ὅ­σι­ος τοῦ ἀ­πά­ντη­σε πώς αὐ­τό τό σχέ­δι­ο ἦ­ταν «νη­πι­ῶ­δες καί βρε­φο­πρε­πέ­ς» καί τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε νά ζω­γρα­φί­σει τόν σταυ­ρό, στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ, καί σκη­νές ἀ­πό τήν Πα­λαιά καί τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, στίς δύ­ο πλευ­ρές τοῦ κλί­τους. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, τοῦ ἔ­γρα­ψε «αὐτοί πού δέν γνωρίζουν γράμματα ἀλλ᾿ οὔτε μποροῦν νά διαβάζουν τίς θεῖες Γραφές, μέ τήν θεωρία τῆς ζωγραφιᾶς ὄχι μόνο ἐνθυμοῦνται ὅσες ἀνδραγαθίες ἔκαναν οἱ ἀληθινοί δούλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως διεγείρονται νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά καί αἰώνια ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι ἀντάλλαξαν τόν οὐρανό μέ τή γῆ, προτιμῶντας ‘‘τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα’’»[1].
     Ἡ Πα­λαιά Δι­α­θή­κη (στό ἑ­ξῆς: Π.Δ.) προ­ει­κο­νί­ζει τήν Και­νή, ἐ­νῶ ἡ δε­ύ­τε­ρη ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν πρώ­τη, ρί­χνο­ντας τό φῶς τους ἡ μιά στήν ἄλ­λη. Θε­ω­ρῶ­ντας τά πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τά τῆς βυ­ζα­ντι­νῆς βα­σι­λι­κῆς τοῦ Monreale τῆς Σι­κε­λί­ας (12ος αἰ.) πού πα­ρου­σι­ά­ζουν τόν Χρι­στό -πού κρα­τεῖ στό ἕ­να χέ­ρι εἰ­λη­τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο- ὡς δη­μι­ουρ­γό τοῦ κό­σμου[2] ἤ τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Σαβ­βί­νου στή Γαλ­λί­α (11ος αἰ.), οἱ ὁ­ποῖ­ες εἰ­κο­νί­ζουν τόν Χρι­στό μέ τό φω­το­στέ­φα­νο ἤ­δη Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο, ὡς δη­μι­ουρ­γό τῆς σε­λή­νης καί τοῦ ἥ­λι­ου, μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἡ πε­πο­ί­θη­ση ὅ­τι Πα­λαιά καί Και­νή Δι­α­θή­κη «σχη­μα­τί­ζουν τό σύ­νο­λο μι­ᾶς προ­ο­δευ­τι­κῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ἀ­π᾿ ὅ­που πη­γά­ζει ἡ ἀ­να­γκαι­ό­τη­τα νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε δι­α­χω­ρι­σμό, ἔ­στω κι ἄν ἡ Π. Δ. προ­η­γεῖ­ται καί φυ­σι­κά ἀ­ναγ­γέ­λει τήν Και­νή­»[3].
    Οἱ πρῶ­τοι Χρι­στι­α­νοί, δέν δι­έ­κο­ψαν τή συ­νέ­χει­α μέ τό ἱ­στο­ρι­κό τους πα­ρελ­θόν· ἀ­ντί­θε­τα θε­ω­ροῦ­σαν το­ύς ἑ­αυ­το­ύς τους ἄ­με­σους συ­νε­χι­στές τῆς Π.Δ. Οἱ Χρι­στι­α­νοί ἦ­ταν ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ήλ, ἡ πλή­ρω­ση τῶν προ­φη­τει­ῶν. Ὁ ἀ­πό­στ. Παῦ­λος ὀ­νο­μά­ζει αὐ­το­ύς πού ἀ­νή­κουν πλέ­ον στό Χρι­στό ὡς «τοῦ Ἀ­βρα­άμ σπέρ­μα καί κα­τ᾿ ἐ­παγ­γε­λί­αν κλη­ρο­νό­μους» (Γαλ. 3, 29). Ὅ­λες οἱ προ­ει­κο­νί­σεις τῆς Π.Δ. ἀ­νήγ­γελ­λαν τή μέλ­λου­σα σω­τη­ρί­α, πού τε­λι­κά πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε μέ τήν θε­ί­α ἐ­ναν­θρώ­πι­ση. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να βα­σί­ζε­ται πά­νω στή σάρ­κω­ση τοῦ δευ­τέ­ρου προ­σώ­που τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος. Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­βλε­παν πλέ­ον μέ τά σαρ­κι­κά τους μά­τι­α αὐ­τό πού προ­ει­κο­νι­ζό­ταν στήν Π.Δ. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ, πα­ρά γιά μιά ἄ­με­ση ὁ­λο­κλή­ρω­σή τῆς Π.Δ.
    Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή εἰ­κα­στι­κή τέ­χνη πρω­το­εκ­φρά­στη­κε μέ­σα ἀ­πό τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν κα­τα­κομ­βῶν, σάν τέ­χνη πού κυ­ρί­ως δί­δα­σκε τήν πί­στη. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κε­ί­νη ἦ­ταν, ὡς γνω­στόν, ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη θρη­σκε­ί­α. Οἱ πρῶ­τοι λοι­πόν χρι­στι­α­νοί ζω­γρά­φοι, θέ­λο­ντας νά ἐκ­φρά­σουν τήν πί­στη πού το­ύς ἐ­νέ­πνε­ε καί γιά τήν ὁ­πο­ί­α τό­σους δι­ω­γμο­ύς καί στε­ρή­σεις ὑ­πέ­φε­ραν, πῆ­ραν τή θε­μα­το­γρα­φί­α τους-ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἑλ­λη­νι­στι­κό κό­σμο- ἀ­πό το­ύς πρώ­τους χρι­στι­α­νο­ύς μάρ­τυ­ρες καί ἀ­πό τήν Βίβλο. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά θέ­μα­τα τῆς νε­κρι­κῆς αὐ­τῆς ζω­γρα­φι­κῆς, κυ­ρί­ως τά συμ­βο­λι­κά, προ­έρ­χο­νται ἀ­πό γε­γο­νό­τα ὅ­που εἴ­χα­με κα­θο­ρι­στι­κή ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ ὑ­πέρ τοῦ πε­ρι­ο­ύ­σι­ου λα­οῦ. Τέτοιες σκη­νές ἦ­ταν ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Νῶ­ε μέ­σα στή Κι­βω­τό, τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Αἰ­γύ­πτι­ου Φα­ραώ, τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού κτυ­πᾶ μέ τή ρά­βδο τήν πέ­τρα ἀ­π' ὅ­που ἀ­νέ­βλυ­σε τό νε­ρό, Τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν κα­μί­νῳ, τοῦ Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων τῆς ἀ­παλ­λα­γῆς τῆς Σω­σάν­νας ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α πε­ρί μοι­χε­ί­ας, κ.ἄ. Ἐ­πι­πλέ­ον συ­να­ντοῦ­με τίς πα­ρα­στά­σεις τῶν πρω­το­πλά­στων μέ τόν ἀρ­χέ­κα­κο ὄ­φη, τοῦ Ἰώβ, τῆς ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Προ­φή­τη Ἠ­λί­α, τοῦ Ἰ­ω­νᾶ μέ­σα στό κῆ­τος κ.ἄ., πού ἐμ­φα­νί­ζο­νται ἤ­δη ἀ­πό τόν 1ο αἰ.
    Οἱ πρῶ­τες συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, πού συ­χνά συ­να­ντῶ­νται μέ­σα στίς κα­τα­κόμ­βες τῆς Ρώμης καί ἀρ­γό­τε­ρα πε­ρι­λή­φθη­καν στό βυ­ζα­ντι­νό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα, δε­ί­χνουν τόν ἰ­χθύ, τήν σκη­νή τοῦ πολ­λα­πλα­σι­α­σμοῦ τῶν ἄρ­των, τόν γά­μο τῆς Κα­νᾶ, τό Ἐ­σφα­γμέ­νο Ἀρ­νί­ο, τήν θυ­σί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τόν Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων, το­ύς τρεῖς Παῖ­δας ἐν κα­μί­νῳ κ. ἄ. Οἱ πα­ρα­στά­σεις ὅ­μως αὐ­τές στίς κα­τα­κόμ­βες δέν ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά μό­νο συμ­βο­λι­κό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα, ἡ πε­ρι­πέ­τει­α τοῦ Ἰ­ω­νᾶ, μέ τήν πα­ρα­μο­νή του στό κῆ­τος κα­θώς καί τήν ἔ­ξο­δό του ἀ­π' αὐ­τό, πού θε­ω­ρεῖ­ται μί­α ἀ­πό τίς σπου­δαι­ό­τε­ρες πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές προ­τυ­πώ­σεις τῆς τρι­ή­με­ρης Τα­φῆς καί τῆς Ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Τά πα­ρα­πά­νω θέ­μα­τα, ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­καν, ἐ­μπλου­τί­στη­καν καί δι­α­τη­ρή­θη­καν στή με­τέ­πει­τα βυ­ζα­ντι­νή τέ­χνη, ἀ­πο­τε­λῶ­ντας μέ­ρος τοῦ κα­θο­ρι­σμέ­νου προ­γράμ­μα­τος ἁ­γι­ο­γρα­φή­σε­ως τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου να­οῦ.
    Οἱ ἀρ­χαι­ό­τε­ρες σω­ζό­με­νες τοι­χο­γρα­φί­ες μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κή ἀ­να­φο­ρά, πού ἔ­χουν βρε­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα -ἐ­κτός ἀ­π' αὐ­τές τῶν κα­τα­κομ­βῶν- τοῦ α΄ τε­τάρ­του τοῦ 3ου αἰ., εἶ­ναι αὐ­τές πού δι­α­κο­σμοῦ­σαν μιά συ­να­γω­γή στή Δο­ύ­ρα-Εὐ­ρω­πό, μιά μι­κρή πό­λη τῆς δυ­τι­κῆς ὄ­χθης τοῦ Εὐ­φρά­τη. Ἐδῶ ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ θε­ί­ου αἰ­σθη­το­ποι­εῖ­ται μέ τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, τό Ναό ἤ τή Δι­α­θή­κη, ἀ­φοῦ ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­κός νό­μος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ Θε­οῦ. Στήν ἴ­δι­α πό­λη, σέ χρι­στι­α­νι­κό βα­πτι­στή­ρι­ο, βρί­σκου­με τοι­χο­γρα­φί­ες πού ἀ­νά­γο­νται στό β΄ τέ­ταρ­το τοῦ 3ου αἰ.· σύγ­χρο­νες δηλ. μ᾿ αὐ­τές τῶν ρω­μα­ϊ­κῶν κα­τα­κομ­βῶν. Ἐ­δώ, ἐ­κτός ἀ­πό και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές ὅ­πως ὁ Κα­λός Ποι­μήν καί οἱ Μυ­ρο­φό­ρες στόν τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου, βρί­σκου­με καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως οἱ πρω­τό­πλα­στοι καί ὁ Δα­βίδ μέ τό σπα­θί τοῦ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ τοῦ Γο­λι­άθ. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς νί­κης αὐ­τῆς τοῦ Δα­βίδ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ ἱ­στό­ρη­ση τῆς νί­κης τοῦ Χρι­στοῦ πά­νω στό θά­να­το.
   Μέσα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νίκαιας-Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Χρι­στός «ὡ­μί­λη­σεν διά τῶν προ­φη­τῶ­ν». Στό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς τῆς Ἁγ. Αἰ­κα­τε­ρί­νης, στό θε­ο­βά­δι­στο ὄ­ρος Σι­νᾶ, στόν ἴ­δι­ο χῶ­ρο μέ τό πε­ρί­φη­μο ψη­φι­δω­τό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως (6ος αἰ.), ὑ­πάρ­χουν καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού σχε­τί­ζο­νται μέ τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά γε­γο­νό­τα πού συ­νέ­βη­σαν στόν ἱ­ε­ρό αὐ­τό τό­πο. Στό ἕ­να, ὁ Μω­ϋ­σῆς λύ­νει τά ὑ­πο­δή­μα­τά του μπρο­στά στή φλε­γο­μέ­νη ἀλ­λά μή και­ο­μέ­νη Βάτο καί στό ἄλ­λο λαμ­βά­νει τό Νόμο στό ὄ­ρος Σι­νᾶ ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν δύ­ο αὐ­τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν ἐ­πει­σο­δί­ων μα­ζί μέ τή Με­τα­μόρ­φω­ση, πέ­ρα ἀ­πό τή σχέ­ση τους μέ τόν τό­πο, μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τεῖ καί ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ δύ­ο θε­ο­φά­νει­ες τῆς Π.Δ. θε­ω­ροῦ­νται ἀ­πει­κο­νί­σεις, εἶ­ναι τύ­πος τῆς θε­ο­φά­νει­ας στό ὄ­ρος Θα­βώ­ρ»[4].
  Στό με­σαῖ­ο κλί­τος τῆς βα­σι­λι­κῆς τῆς S. Maria Maggiore, ὅ­που βρί­σκου­με τό ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ψη­φι­δω­τό σύ­νο­λο τῆς Ρώμης (432-444 μ.Χ.), ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται θέ­μα­τα τῆς Π.Δ. ὅ­πως σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Ἀ­βρα­άμ, Ἰ­σα­άκ καί Ἰ­α­κώβ καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μω­ϋ­σῆ καί τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ. Ὁ ἀ­φη­γη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῶν πα­ρα­στά­σε­ων αὐ­τῶν εἶ­ναι ἔ­ντο­νος. Τά μω­σα­ϊ­κά αὐ­τά πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ὅ­τι ἔ­χουν σάν πρό­τυ­πο εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα τῆς Π.Δ.[5]. Στόν ἴ­δι­ο ναό, στό χῶ­ρο τοῦ ἱ­ε­ροῦ, στήν ἐμ­φά­νι­ση τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων στόν Ἀ­βρα­άμ, ἡ φω­τει­νή δό­ξα πε­ρι­βάλ­λει τό με­σαῖ­ο Ἄγ­γε­λο, τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σε­φώ­νη­σε ὁ πα­τρι­άρ­χης, καί θε­ω­ρεῖ­ται ὁ Χρι­στός. Ἡ δό­ξα ἐ­δῶ εἶ­ναι «ἔν­δει­ξη θε­ο­φά­νει­ας, τῆς θε­ί­ας κα­τα­γω­γῆς Του­»[6].
     Ἀ­νά­με­σα στά πε­ρί­φη­μα βυ­ζα­ντι­νά ψη­φι­δω­τά τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου, στή Ρα­βέν­να τῆς Ἰ­τα­λί­ας (540-547 μ.Χ.), συ­να­ντοῦ­με καί ἀρ­κε­τές σκη­νές ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ (Γέν. 18, 1-8) στόν ὁ­ποῖ­ο προ­α­νήγ­γει­λαν τή γέν­νη­ση τοῦ Ἰ­σα­άκ, ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἰ­σα­άκ (Γέν. 22, 1-13), ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἄ­βελ (Γέν. 4, 1-5) καί ἡ προ­σφο­ρά τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ (Γέν. 14, 18-20). Πάνω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἰ­πτά­με­νοι ἄγ­γε­λοι πού κρα­τοῦν με­τάλ­λι­ο μέ σταυ­ρό καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­τες Ἱ­ε­ρε­μί­ας καί Ἡ­σα­ΐ­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­εῖ­δαν τό Πάθος τοῦ Χρι­στοῦ, καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ. Πιό πά­νω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά, εἰ­κο­νί­ζο­νται οἱ τέσ­σε­ρεις Εὐ­αγ­γε­λι­στές μέ τά σύμ­βο­λά τους. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πει­σο­δί­ων ἀ­πό τήν Π. Δι­α­θή­κη ἔ­γι­νε ἀ­ντι­τυ­πι­κά, δη­λα­δή γιά νά δη­λω­θεῖ ὅ­τι τά γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού πε­ρι­έ­γρα­ψαν οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἰ­κο­νί­ζο­νται πά­νω ἀ­π' αὐ­τά, προ­ει­κο­νί­στη­καν στήν Π. Δι­α­θή­κη»[7].
   Στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους τοῦ ὀ­κτα­γω­νι­κοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου στή Ρα­βέν­να (πε­ρί τό 547 μ.Χ.), ἔ­χου­με τίς προ­ει­κο­νί­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ψη­φι­δω­τές πα­ρα­στά­σεις τῆς φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἰ­σα­άκ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἄ­βελ καί τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Μω­ϋ­σῆ κ.ἄ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τό Μω­ϋ­σῆ, σχε­τι­κή μέ τό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, εἶ­ναι ἡ σκη­νή πού μέ τή ρά­βδο του ἔ­βγα­λε νε­ρό ἀ­πό τήν ἄ­γο­νη πέ­τρα καί ξε­δί­ψα­σε ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ στήν ἔ­ρη­μο. Τό θαῦ­μα αὐ­τό προ­τυ­πώ­νει τό «και­νόν πό­μα­», ­πού ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ἀ­πό τόν ζω­η­φό­ρο τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου καί πα­ρα­πέ­μπει στό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.  
   Πα­ρα­στά­σεις μέ θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ἔ­χου­με και σέ εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα ὅ­πως στή Γένεση τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῆς Βι­έν­νης (5ος αἰ.), κώ­δι­κας στόν ὁ­ποῖ­ο ξε­χω­ρί­ζουν οἱ μι­κρο­γρα­φί­ες μέ τά ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ Ἰ­α­κώβ καί τοῦ Ἠ­σαῦ, τοῦ Ἰ­α­κώβ μέ τό πο­ί­μνιό του καί τοῦ Ἐ­λι­έ­ζερ καί τῆς Ρε­βέκ­κας. Στό ἑλ­λη­νι­κό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Ροσ­σά­νο τῆς Κα­λα­βρί­ας (6ου αἰ.) ἀ­ξι­ο­ση­με­ί­ω­το ἐ­δῶ,γιά τό θέ­μα στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, εἶ­ναι ὅ­τι σκη­νές ὅ­πως τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δε­ί­πνου, τῆς Κοι­νω­νί­ας τοῦ Ἄρ­του καί τῶν δέ­κα Παρ­θέ­νων, ἀ­κο­λου­θοῦν στό κά­τω μέ­ρος τους προ­φῆ­τες πού φέ­ρουν ἀ­νοι­κτά εἰ­λη­τά­ρι­α «διά τῶν ἐ­πι­γρα­φῶν τῶν ὁ­πο­ί­ων ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται ἡ πλή­ρω­σις τῆς Π.Δ. διά τῆς Και­νῆ­ς»[8]. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἐξ ἄλ­λου τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χει­ρο­γρά­φου Λόγων τοῦ ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Να­ζι­αν­ζη­νοῦ (Ἀμ­βρο­σι­α­νή Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Μι­λά­νου, ἀρ. 49-50), εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ζω­γρά­φος ἀ­πει­κο­νί­ζει πρό­σω­πα καί γε­γο­νό­τα κυ­ρί­ως τῆς Π.Δ., ἐ­νῶ σχε­δόν λε­ί­πουν οἱ και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές. Δίνει ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μα­σί­α στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α. Ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πί­σης δει­γμα­το­λει­πτι­κά τό περ­γα­μη­νό εἰ­λη­τά­ρι­ο τοῦ 10ου αἰ. τοῦ Βι­βλί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ (Palat. Grec. 431), πού ἀ­πει­κο­νί­ζει μέ ἑλ­λη­νι­στι­κή τε­χνο­τρο­πί­α ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ βί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ κα­θώς καί τό Ψαλ­τή­ρι­ον τοῦ 10ου αἰ. τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῶν Πα­ρι­σί­ων (ἀρ. 139), μέ τίς 14 με­γά­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις, ἐ­μπνευ­σμέ­νες ὅ­λες ἀ­πό τήν Π.Δ.
   Με­τά τή νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τό θρί­αμ­βο τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων διά τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στά εἰ­κο­νο­γρα­φι­κά θέ­μα­τα. Ὅ­λα τά θέ­μα­τα στή μνη­μει­α­κή ζω­γρα­φι­κή συ­νι­στοῦν τρεῖς εἰ­κο­νο­γρα­φι­κο­ύς κύ­κλους καί ἱ­στο­ροῦ­νται σέ κα­θω­ρι­σμέ­νη θέ­ση στό ναό, κά­τι πού γί­νε­ται κα­νό­νας στή βυ­ζα­ντι­νή ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Οἱ κύ­κλοι αὐ­τοί εἶ­ναι ὡς γνω­στόν ὁ δο­γμα­τι­κός, ὁ λει­τουρ­γι­κός καί ὁ ἱ­στο­ρι­κός (ἑ­ορ­τα­στι­κός).
   Ἀ­πό τό θε­μα­το­λό­γι­ο τῆς Π.Δ., στό δο­γμα­τι­κό κύ­κλο ἀ­νή­κουν οἱ Προ­φῆ­τες πού προ­α­νήγ­γει­λαν τόν Σω­τή­ρα καί πού βρί­σκο­νται στό τύ­μπα­νο τοῦ τρο­ύλ­λου, ἀ­μέ­σως κά­τω ἀ­πό τόν Πα­ντο­κρά­το­ρα. Λει­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα ἔ­χουν οἱ πα­ρα­στά­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, τοῦ Ἀ­α­ρών, τοῦ Δα­νι­ήλ καί τῶν τρι­ῶν Πα­ί­δων, πού συ­νή­θως ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος. Ὁ τρί­τος κύ­κλος ἀ­να­πτύσ­σε­ται στίς τέσ­σε­ρεις κα­μά­ρες, στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους καί στό νάρ­θη­κα τοῦ βυ­ζα­ντι­νοῦ να­οῦ.
     Στόν τρο­ύλ­λο, στό τύ­μπα­νο καί κά­τω ἀ­πό τό χο­ρό τῶν Ἀγ­γέ­λων, συ­νή­θως συ­να­ντοῦ­με τόν κυ­κλι­κό χο­ρό τῶν Προ­φη­τῶν, θέ­μα πού πα­ρι­στά­νε­ται συ­χνά, ἤ­δη ἀ­πό τή με­σο­βυ­ζα­ντι­νή ἐ­πο­χή. Ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων κα­θι­ε­ρώ­νε­ται τό θέ­μα αὐ­τό αὐ­τό σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κά γιά τρουλ­λα­ί­ες ἐκ­κλη­σί­ες[9]. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἐ­μπνέ­ε­ται ἀ­πό τά λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου: «ὅ­τι δεῖ πλη­ρω­θῆ­ναι πά­ντα τά γε­γραμ­μέ­να ἐν τῷ νό­μῳ Μω­ϋ­σέ­ως καί τοῖς προ­φή­ταις καί ψαλ­μοῖς πε­ρί ἐ­μοῦ» (Λουκ. 24, 44). Ὁ ἀ­ρι­θμός τῶν Προ­φη­τῶν δέν εἶ­ναι στα­θε­ρός, κα­θώς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό μέ­γε­θος τοῦ τρο­ύλ­λου. Συ­νή­θως στήν ἱ­ε­ρό­τε­ρη γιά το­ύς Ὀρ­θο­δό­ξους θέ­ση τοῦ ὀ­ρί­ζο­ντα, τήν ἀ­να­το­λή, εἰ­κο­νί­ζο­νται τι­μη­τι­κῶς οἱ Προ­φῆ­τες Δα­βίδ καί Σο­λο­μῶν. Ἡ δι­ά­τα­ξη αὐ­τή δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄ­σχε­τη μέ τή δα­βι­τι­κή κα­τα­γω­γή τῆς γε­νε­ᾶς τοῦ ἐ­ναν­θρω­πι­σμέ­νου Χρι­στοῦ[10]. Ἄλ­λω­στε ἡ θέ­ση αὐ­τή τοῦ να­οῦ -κο­ντά δηλ. στόν Πα­ντο­κρά­το­ρα- πού ἱ­στο­ροῦ­νται οἱ προ­φῆ­τες, πού εἶ­χαν προ­α­ναγ­γε­ί­λει τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ,  ται­ρι­ά­ζει μέ  τίς πε­ρι­κο­πές τῶν προ­φη­τι­κῶν κει­μέ­νων πού ἀ­να­γρά­φο­νται στά εἰ­λη­τά­ρι­α πού κρα­τοῦν.
    Οἱ Προ­πά­το­ρες, συ­νή­θως πα­ρι­στά­νο­νται στά πλά­γι­α τύ­μπα­να τῶν κε­ραι­ῶν, στά δι­ά­στυ­λα τῶν πα­ρα­θύ­ρων, δη­λα­δή στήν ὑ­ψη­λό­τε­ρη θέ­ση μέ ἁ­γί­ους[11]. Εἶ­ναι ὁ­λό­σω­μοι καί συ­νή­θως κρα­τοῦν δι­ά­φο­ρα λει­τουρ­γι­κά σκε­ύ­η, πού μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τήν εἰ­δι­κή δρά­ση τοῦ κα­θε­νός: ὁ Νῶ­ε, γιά πα­ρά­δει­γμα, κρα­τεῖ τήν κι­βω­τό, ὁ Ἀ­α­ρών τή ρά­βδο, ὁ Μελ­χι­σε­δέκ τό δί­σκο καί ὁ Σα­μου­ήλ τό κέ­ρας καί τό θυ­μι­α­τό. 
    Στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ (ἅ­γι­ο Βῆ­μα), κυ­ρί­αρ­χη πα­ρά­στα­ση εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α, Πλα­τυ­τέ­ρα τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Στήν Πα­να­γί­α ὡς «ἔμ­ψυ­χον κι­βω­τό­ν» ἀ­να­φέ­ρο­νται ὡς προ­ει­κο­νί­σεις καί δύ­ο πα­ρα­στά­σεις πού συ­νή­θως πλαι­σι­ώ­νουν τήν εἰ­κό­να της στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους. Ἡ πρώ­τη σχε­τί­ζε­ται μέ τή με­τα­φο­ρά τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα (Βα­σιλ. Β΄, 6, 3 κ. ἑξ.): «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ἐν τῇ  πό­λει Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ». Ἡ κι­βω­τός τῆς Δι­α­θή­κης, φέ­ρε­ται σέ ἅ­μα­ξα πού σέρ­νουν δύ­ο βό­δι­α. Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἱ­στο­ρεῖ­ται τό ἑ­πό­με­νο ἐ­πει­σό­δι­ο τῆς βι­βλι­κῆς αὐ­τῆς ἱ­στο­ρί­ας: «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ὑ­πό τῶν ἱ­ε­ρέ­ων» μέ­σα στό ναό τοῦ Σο­λο­μῶ­ντος, στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων (Πα­ραλ. Α΄. 13, 5 - Βα­σιλ. Γ΄, 3-4). Το­ύς ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν βα­σι­ληᾶ Σο­λο­μώ­ντα. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ νέ­α Κι­βω­τός τῆς χά­ρι­τος, πού θε­με­λι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό μέ τή σταυ­ρι­κή Του θυ­σί­α καί τήν Ἀ­νά­στα­ση. Στό Βῆ­μα, συ­νή­θως στήν κα­μά­ρα-ὀ­ρο­φή τῆς πρό­θε­σης ἤ σέ κόγ­χη τοῦ δι­α­κο­νι­κοῦ,  συ­να­ντοῦ­με καί τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ Ἐ­μα­νου­ήλ, ὡς ἐ­φη­βι­κή ὡ­ρα­ί­α μορ­φή, πού σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις πλαι­σι­ώ­νε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρα Χε­ρου­βε­ίμ ἤ ζώ­δι­α (τε­τρά­μορ­φο). Σέ ἄλ­λη θέ­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται μί­α ἄλ­λη συμ­βο­λι­κή μορ­φή, ὁ Με­γά­λης Βου­λῆς Ἄγ­γε­λος.
   Ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις πού ἀ­να­φέ­ρο­νται μέ προ­ει­κο­νι­στι­κό τρό­πο στή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι τά βι­βλι­κά θέ­μα­τα τῆς Θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν τῇ Κα­μί­νῳ. Σχε­τι­κή βέ­βαι­α μέ τή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι καί ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς μορ­φῆς ἐ­κε­ί­νης πού στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στήν Πα­λαιά καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, δηλ. τοῦ Προ­δρό­μου, πού συ­νή­θως κρα­τᾶ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ κε­ί­με­νο πού δι­και­ο­λο­γεῖ τήν πα­ρου­σί­α του ἐ­ντός τοῦ ἱ­ε­ροῦ: «Ἴ­δε ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου­». Σκη­νές ὅ­μως προ­ει­κο­νι­στι­κές ἔ­χου­με καί αὐ­τήν τῆς Φλε­γο­μέ­νης Βάτου πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Πα­να­γί­α, κα­θώς καί τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ (συ­νή­θως στό δι­α­κο­νι­κό), πού εἶ­ναι ὡς γνω­στόν συμ­βο­λι­κή τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος.
   Ἡ σκη­νή τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ ( Γεν. 18, 1-15) πα­ρου­σι­ά­ζει τρεῖς ἀγ­γέ­λους νά μοι­ρά­ζο­νται ἕ­να γεῦ­μα ὑ­πό τή σκιά πού δί­νει ἡ δρύς τοῦ Μαμ­βρῆ. Αὐ­τή ἡ σκη­νή παίρ­νει εὐ­χα­ρι­στι­α­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­ταν το­πο­θε­τεῖ­ται κο­ντά στό ἱ­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ρι­ο, ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος, τα­κτι­κή πού συ­να­ντᾶ­ται στό βυ­ζα­ντι­νό κό­σμο ἤ­δη ἀ­πό τόν 11ο αἰ.[12] Πε­ρι­βαλ­λό­με­νος ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ καί τή Σάρα, ὁ Ἄγ­γε­λος στό κέ­ντρο προ­ε­ξάρ­χει τοῦ συ­μπο­σί­ου. Ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι «τέ­λος τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας εἶ­ναι ἡ ἐν ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν ὑ­πό μορ­φήν τα­πει­νοῦ δι­α­βά­του φι­λο­ξε­νί­α αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ»[13]. Ὁ μό­σχος ἕ­τοι­μος νά σφα­γεῖ, πα­ρι­στά­νε­ται μπρο­στά ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι-θυ­σι­α­στή­ρι­ο. Συ­νή­θως, κο­ντά στή τοι­χο­γρα­φί­α αὐ­τή, πά­νω στό ἐ­μπρό­σθι­ο το­ί­χω­μα, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Ἀ­βρα­άμ ἕ­τοι­μος νά θυ­σι­ά­σει τόν υἱό του Ἰ­σα­άκ· σκη­νή πού πα­ρα­πέ­μπει στό Χρι­στό πού δί­νει τή ζωή Του γιά ὅ­λο τόν κό­σμο, σέ κά­θε θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πού γί­νε­ται σέ Ὀρ­θό­δο­ξο θυ­σι­α­στή­ρι­ο.
    Ρίζα τοῦ Ἰ­εσ­σαί, μί­α ἀ­πό τίς πλου­σι­ό­τε­ρες πα­ρα­στά­σεις τῆς μνη­μει­α­κῆς ζω­γρα­φι­κῆς, πού δε­ί­χνει συ­νά­μα καί τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς σχέ­σης Πα­λαι­ᾶς καί Νέας Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἕ­να πο­λυ­πρό­σω­πο θέ­μα πού συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται στίς τρά­πε­ζες τῶν μο­νῶν, κα­θώς ἀ­παι­τεῖ­ται εὑ­ρύ­τη­τα χώ­ρου γιά νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ.   
    Ἐ­ξί­σου πλο­ύ­σι­α εἶ­ναι καί ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἑ­νός ἄλ­λου θέ­μα­τος μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές ρί­ζες ἀλ­λά ἀ­να­φο­ρά στό βα­σι­κό­τε­ρο με­τά τό Χρι­στό πρό­σω­πο τῆς Νέας Δι­α­θή­κης, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο: Ἡ Πα­να­γί­α κα­θη­μέ­νη ἐ­πί θρό­νου, φέ­ρου­σα ὡς βρέ­φος τόν Χρι­στόν, καί ὑ­πο­κά­τω τοῦ ὑ­πο­πο­δί­ου ἡ ἐ­πι­γρα­φή αὕ­τη· « Ἄ­νω­θεν οἱ προ­φῆ­ται σέ προ­σκυ­νοῦ­σιν»· καί γύ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­ται...[14]. Ἄλ­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χου­με συ­νά­ντη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, εἶ­ναι ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Εἰς Ἄ­δου Κα­θό­δου τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς τοῦ Κυ­ρί­ου· μι­ᾶς ἑ­ορ­τῆς ὅ­που ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται τό νό­η­μα τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν προ­φη­τει­ῶν μέ τόν πιό συ­γκε­κρι­μέ­νο καί σα­φή τρό­πο.
  Ἡ πρα­γμα­το­πο­ί­η­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο γιά τήν λύ­τρω­σή του ἁ­γι­ά­ζει καί φω­τί­ζει ἐ­πί­σης τόν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κό ἄν­θρω­πο, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντάς τον μέ­σα στήν ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νη ἀν­θρω­πό­τη­τα. «Μπο­ροῦ­με τώ­ρα ν᾿ ἀ­να­πα­ρι­στά­νου­με, με­τά τήν σάρ­κω­ση, το­ύς Προ­φῆ­τες καί το­ύς Πα­τρι­άρ­χες τῆς Π.Δ. ὡς μάρ­τυ­ρες τῆς ἤ­δη ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας ἀ­πό τό αἷ­μα τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σα­ντος Θε­οῦ­»[15].

 ----------------------------
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
  1.  Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης.
  2.  Τό μαρ­τύ­ρι­ο τῶν ἁγίων Μακ­κα­βα­ί­ων. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στή Λι­τή τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης. Ἅγιον Ὄ­ρος.
  3. Ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ Ἀ­σώ­του. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης.
  4. Ἡ ἔ­ξο­δος τοῦ Προ­φή­του Ἰ­ω­νᾶ ἀ­πό τό κῆ­τος. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1759, ἐ­ντός τοῦ ἱ­ε­ροῦ Βήματος τοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τῆς Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου. Ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομον. Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου, Καυ­σο­κα­λύ­βι­α. Ἅγιον Ὄ­ρος.


   * Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Πεμπτουσία τ. 21 (2006), σ. 142-147.
 καί σέ ἐκτενέστερη μορφή στό περιοδικό ‘‘Ὀρθόδοξη Μαρτυρία’’ τ. 77, Λευκωσία (2005), σ. 78-85, ὑπό τόν τίτλο: Ἡ εἰκονογραφική ἀπεικόνιση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή μνημειακή ζωγραφική.

    [1]  P.G. 79, σ. 577- 580 (τό ἀπόσπασμα δίνεται ἐδῶ σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση).
    [2]  Εἶναι μάλιστα ἀξιοσημείωτο ὅτι στά ψηφιδωτά αὐτά, τά πρόσωπα τοῦ Δημιουργοῦ - Λόγου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό πρόσωπο τοῦ πρωτόπλαστου Ἀδάμ εἶναι ὅμοια κατά τήν δημιουργία.
    [3] Michel Quenot, Ἡ Ἀνάσταση καί ἡ εἰκόνα, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 45.
    [4]  Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη καί μνημειακή ζωγραφική, Ἀθήνα 1991, σ.79.
    [5] Βλ. Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη...,ὅ.π., σ.145-6.
    [6]  Αὐτόθι.
    [7]  Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη...,ὅ.π., σ.118.
    [8]   Καλοκύρη Κ.,Ἡ ζωγραφική τῆς Ὀρθοδοξίας, Θεσσαλονίκη 1998, σ.  57
    [9]  Χατζηδάκη Μ., Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης. Οἱ τοιχογραφίες τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγ. Ὄρος 1986, σ. 47.
     [10]  Αὐτόθι.
     [11] Χατζηδάκη Μ., Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, ὅ.π., σ. 53.
     [12] Michel Quenot, Ἡ εἰκόνα ὁδηγός στή Θεία Εὐχαριστία, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 80.
    [13] Καλλινίκου Κ., πρωτοπρεσβ., Ὁ χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ, ἔκδ. "Γρηγόρη", Ἀθήνα χ.χ., σ. 278.
    [14] Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης, Ἐν Πετρουπόλει 1909 (ἐπανέκδοση Κ. Σπανοῦ), σ. 146.
    [15]  Οὐσπένσκυ Λεων., Ἡ Θεολογία τῆς εἰκόνας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἀθήνα 1998, σ. 34.