Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τοῦ Γένους:
Φῶς στό σκοτάδι μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης
Ἦταν Σάββατο, 9 Ἰουνίου τοῦ 1453, ὅταν τρία πλοῖα κατέπλεαν ὁρμητικά στό
βενετσιάνικο λιμάνι τῶν Χανίων, κατεβάζοντας βιαστικά τά ταλαιπωρημένα πανιά
τους ἀπό τά ἰστία. Δύο ἀπ᾿ αὐτά μετέφεραν τούς Κρῆτες ναῦτες, τούς τελευταῖους
πού ἐγκατέλειψαν τόν ἀγῶνα γιά τήν διάσωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀφοῦ
ὑπερασπίζονταν τούς τρεῖς πύργους στήν εἴσοδο τοῦ Κεράτιου κόλπου. Συμμετεῖχαν
στήν ἄμυνα τῆς Πόλης μαζί μέ ἄλλα ἕξι ἐνετικά πλοῖα, ἀφοῦ εἶχαν μετατραπεῖ ἀπό
ἐμπορικά σέ πολεμικά «γιά τήν τιμή τοῦ
Θεοῦ καί ὅλης τῆς χριστιανοσύνης», ὅπως εἶχε δηλώσει ὁ διοικητής τους
Γαβριήλ Τρεβιζάνο στόν βυζαντινό αὐτοκράτορα. Τά πλοῖα χρειάστηκε νά κάνουν ἕνα
μεγάλο ταξίδι, ἀπό τά αἱματωβαμένα νερά τοῦ Βοσπόρου ὥς τήν Κρήτη, διασχίζοντας
ὅλο τό Αἰγαῖο, γιά νά φέρουν τήν εἴδηση ὅτι ἡ Πόλη εἶχε πέσει ὁριστικά σέ χέρια
βαρβαρικά ἕνδεκα μέρες πρίν.
Ὁ
ἀντίκτυπος ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης ἦταν ἄμεσος καί σ᾿ ὅλο τό νησί ἔπεσε βαθιά
θλίψη. «Δέν ὑπῆρξε ποτέ καί δέν θά
ὑπάρξει ποτέ τρομερότερο γεγονός», σημείωνε ἐκεῖνες τίς μέρες ἕνας μοναχός
ἀπό τήν κεντρική Κρήτη σέ ἕνα χειρόγραφο στό μοναστήρι τοῦ Ἀγκαράθου. Ἐνῶ ὁ
Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής ἀπό τό Ρέθυμνο σέ θρῆνο του γιά τήν Ἅλωση ἀναφωνεῖ: «Μόνο σᾶς λέω κλάψατε γιά τή Χριστιανοσύνη /
μέ δίχως φόβο τοῦ Θεοῦ ταῖς ἐκκλησαῖς ἐγδύσαν / τῶν καλογέρων κάμασι, πάθη
πολλά περίσσα»…
Τήν ἡμέρα πού ἔπεσε ἡ Πόλη καί ἡ Βασιλεύουσα παραδόθηκε στά χέρια τοῦ
Πορθητῆ, ἀφοῦ ὁ θεόστεπτος Κωνσταντῖνος εἶχε πέσει ἡρωϊκά σέ κάποιο μετερίζι,
τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς Τρίτης, 29 Μαΐου 1453, τό Γένος μας, τό Γένος τῶν
Ρωμαίων σκλαβώθηκε.
Ὄχι! Δέν ἦταν κάποια ἀπό τίς πολλές πόλεις ἡ Κωνσταντίνου Πόλις⋅ δέν ἦταν τό γένος τῶν Ρωμηῶν ἕνα ἀπό τά πολλά
διαμερισθέντα ἀνά τήν ὑφήλιο ἔθνη. Ἔπεσε ἡ Πόλη, σημαίνει σίγασε ἡ Ἁγιά Σοφιά,
ἔσβησε ἡ κανδήλα στό θυσιαστήριό της. Τό Γένος τῶν Ρωμηῶν τό ἐκλεκτό, τό
βασίλειον ἱεράτευμα, τώρα δουλώνεται. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τό μεγαλύτερο μέρος
τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰσέρχεται στό σκοτάδι τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας.
Θλιβερό τό ἀπομεσήμερο τῆς
εἰκοστῆς ἐνάτης Μαΐου -ἡμερομηνία ὁρόσημο στήν πορεία τῆς Ρωμιοσύνης ἀλλά καί
ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου- κι ἀναρωτιέμαι πόσοι ἀνάμεσα στούς σύγχρονους
Νεοέλληνες νά ἀπόμειναν νά θυμοῦνται τά ὅσα φοβερά συνέβησαν τόσα χρόνια
πρίν... Μά ἡ ἀπάντηση ἔρχεται, σίγουρα, ἀπό τήν ὅμορφη αὐτή ἀποψινή μας Σύναξη,
πού δείχνει περίτρανα πώς, ὅσο κτυπάει ἐλληνική καρδιά, τόσο ἡ μνημοσύνη τῆς
Ἅλωσης τῆς Πόλης θά συντελεῖται ἀναγεννητικά στίς ψυχές μας. Καί αὐτός εἶναι
ἕνας ἀκόμη λόγος γιά τόν ὁποῖο σᾶς εὐχαριστῶ πολύ Σεβασμιώτατε γιά τήν
δυνατότητα αὐτή πού μοῦ δίνετε νά βρίσκομαι ἀπόψε ἀνάμεσά σας, ταπεινός
Ἁγιορείτης ψάλτης στό μνημόσυνο αὐτό τῆς Πόλης, τῆς Πόλης τῆς ψυχῆς μας.
Ἔχουν περάσει ἀπό τότε 563 χρόνια. Ἐθνικό χρέος τῶν ἐλεύθερων Ἑλλήνων
εἶναι νά γίνεται διαρκής ἀναφορά σ᾿ αὐτά τά ἀθάνατα καί ἡρωϊκά γεγονότα, νά
γίνεται μνεία σέ ἀξέχαστες ἡμερομηνίες, νά γίνονται πανηγυρικά μνημόσυνα τῶν
ἡρώων μας καί νά προβάλονται ὡς πανανθρώπινα σύμβολα γνήσιου καί ἄδολου
πατριωτισμοῦ⋅ ἀπό τόν τελευταῖο
αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ὥς τόν λεβέντη κρητικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη
ἀπό τό Ρέθυμνο, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1912 λειτούργησε, μέ
κίνδυνο τῆς ζωῆς του, μέσα στήν Ἁγιά Σοφιά….
Κάποτε, τόν δέκατο πέμπτο αἰῶνα, πέρασε ἀπό τά εὐλογημένα μέρη σας ἕνας
ἀγωνιστής μοναχός, καί παρέμεινε ἐπί εἴκοσι χρόνια στήν Κρήτη. Ἦταν ὁ μεγάλος
βυζαντινός λόγιος Ἰωσήφ Βρυέννιος, ἕνας ἀπό τούς τελευταίους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἐκοιμήθη ὁσιακά στά 1430 περίπου. Ἀναχωρώντας ἀπό ἐδῶ σᾶς ἄφησε
ἕνα γράμμα, «Πρός Κρήτας». Καί ἐκεῖ ἑρμηνεύει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τούς λόγους γιά
τούς ὁποίους ἀναχώρησε ἀπό τό νησί σας: «Πάω
στήν Πόλη, γιατί ἡ Πόλη εἶναι τῆς οἰκουμένης τό ἄγαλμα, τῆς καλλονῆς ἡ ἐστία, ἡ
ξένη θέα πασῶν τῶν χαρίτων, τό τῶν ἀγαθῶν πρυτανεῖον, στίς ἄλλες γειτονικές
πόλεις θέλγητρο καί στούς ἀλλογενεῖς ἡδύτατον λάλημα». ...
Μετά τήν Ἅλωση εἰσερχόμαστε σέ ἕνα ἀπόλυτο
σκοτάδι. Οἱ ἐξισλαμισμοί προχωροῦν, εἴτε αὐτοί εἶναι βίαιοι εἴτε ἀθρόοι. Ὁ
πρῶτος Πατριάρχης μετά τήν Ἅλωση, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἐλεεινολογεῖ τήν
κατάσταση πού βρῆκε καί θρηνεῖ ὡς ἄλλος Ἱερεμίας: «Ἀλλοίμονο, γιά ποιό πρᾶγμα νά κλάψω πρῶτα, γιά τή σωματική δούλωση τῶν
Ἑλλήνων ἤ γιά τή φθορά στίς ψυχές καί σ᾿ αὐτές ἀκόμη πού φαίνονταν ὅτι εἶχαν
μείνει ἀλώβητες; Τήν ὁλοσχερή ἀπώλεια κάθε σεβάσματός μας ἤ τήν ἀτίμωση αὐτῶν
πού ἀπομένουν; Τίς βρισιές τῶν βαρβάρων κατά τῆς πίστεως ἤ τά σκάνδαλα πού
κυριάρχησαν μέσα στίς ψυχές τῶν πιστῶν; Αὐτούς πού καθημερινά ἀποστατοῦν ἀπό τήν
πίστη ἤ αὐτούς πού ἔχουν στό νοῦ τους τήν ἀποστασία; Τήν ἔσχατη ταπείνωση καί
συντριβή τῆς Ἐκκλησίας, πού παραδόθηκε σέ μᾶς πρίν ἀπό λίγο...».
Καί
σημειώνει ὁ ἐκ Κρήτης καταγόμενος πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, ὁ ὁποῖος
πνίγηκε ἀπό τούς γενίτσαρους, πού τόν ἔριξαν ἀπό τό Ρουμελί Χισάρ, τό ἀριστερό
κάστρο τοῦ Βοσπόρου στήν Κωνσταντινούπολη τό 1638, ἀπευθυνόμενος στούς σοφούς
τῆς Εὐρώπης: «Ἄν εἶχε βασιλέψει ὁ Τούρκος
εἰς τήν Φραγκίαν δέκα χρόνους δέκα χρόνους, χριστιανούς ἐκεῖ δέν θά εὕρισκες,
καί εἰς τήν Ἑλλάδα τώρα διακόσιους χρόνους βασανίζονται γιά νά στέκουν εἰς τήν
πίστιν τους, καί λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καί τό μυστήριον τῆς εὐλαβείας καί
σεῖς μοῦ λέτε ὅτι δέν ἔχομεν σοφίαν; Τήν σοφίαν σου δέν ἐθέλω ἐμπρός εἰς τόν
σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Κάλλιον ἦτο νά ἔχῃ τινάς καί τά δύο, δέν τό ἀρνοῦμαι, πλήν
ἀπό τά δύο, τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ»….
Κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί σέ ἐποχές,
«ὅπου
ὁ
τοῦ
Θεοῦ
φόβος ἔλειψεν·
ὅταν ἡ πίστις ἠσθένησεν· ὅταν ἡ ἐλπίς ὀλιγόστευσεν· ὅταν
ἡ ἀρετή ἐξέλιπε
καί ἡ κακία ἐπερίσσευσεν· ὅταν
ὁ νόμος ἠπράκτησε... ἡ ἀνομία ἐπληθύνθη, ἡ δέ ἀγάπη ἐψύγη κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου...», ὅπως μέ ἔμφαση σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, σ᾿ αὐτή λοιπόν τή δύσκολη
ἐποχή, ἕνα καί μόνο ἀνάχωμα
καί μία μόνη δύναμη, μποροῦσε νά ἀνακόψει τό κύμα τοῦ
ἀφελληνισμοῦ καί τοῦ βίαιου ἤ καί ἀθρόου μερικές φορές ἐξισλαμισμοῦ πού συνεχῶς διογκονώταν⋅ μιά δεινή κατάσταση πού
γνωρίζουμε ὅτι ἦταν ἀποτελέσματα τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς, τῆς βίας, καί τῆς παντοειδοῦς καταπίεσης τῶν Ρωμηῶν ἀπό τούς
ὀθωμανούς κατακτητές. Αὐτό τό ἀνάχωμα καί ἡ δύναμη ἦταν οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες….
Ἡ Ἐκκλησία μας δέν
προβάλλει τούς ἁγίους Νεομάρτυρες, ἁπλά γιά νά λαμπρύνει τό τελετουργικό της ἤ
γιά νά τούς τιμήσει μέ ἰδιαίτερες
ἑορταστικές καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις. Ὁ κύριος λόγος τῆς προβολῆς καί
τοῦ ἑορτασμού τους, ὅπως καί ὅλων τῶν Ἁγίων, εἶναι παιδαγωγικός καί ἁγιαστικός.
Οἱ πιστοί διδάσκονται τά κατορθώματα τῶν μαρτύρων, γιά νά εἶναι ἕτοιμοι, ἄν
χρειασθεῖ, νά τούς μιμηθοῦν.
«Τιμή Μάρτυρος, μίμησις
Μάρτυρος», μᾶς
λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος. Τιμώντας τούς ἁγίους
Νεομάρτυρες, ἐκδηλώνουμε τήν
ταυτότητα τῶν αἰσθημάτων καί διαλογισμῶν μας μ᾿ ἐκείνους τῶν ἱερῶν ἀθλητῶν τῆς πίστης
μας. Ὁμολογοῦμε τήν θερμή καί ζωντανή πίστη μας
στόν ἀγωνοθέτη Χριστό, πού
τούς ἐνέπνευσε, τούς δέχτηκε
καί τούς ἐνίσχυσε στήν ἀρένα τοῦ μαρτυρίου τους, δοξάζοντάς τους. Ἡ τιμή πρός αὐτούς
εἶναι «δεῖγμα τῆς θεϊκῆς ἐπιθυμίας νά τούς μιμηθοῦμε, πού πλημμυρίζει τίς καρδιές
μας», διδάσκει ὁ ἅγιος Νεκτάριος τῆς Αἰγίνης.
Ὅμως,
ἡ τιμή καί ὁ ἔπαινος γιά τά ὅσα ὑπέμειναν, μέ ἐγκώμια
καί ἑορταστικές λατρευτικές ἐκδηλώσεις, ἐνῶ εἶναι θεάρεστα, δέν φαίνεται νά ἀποτελοῦν καί τήν πιό εὐάρεστη
τιμή πρός αὐτούς. Γι᾿ αὐτό μᾶς μιλοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες μέσα ἀπό
τίς σελίδες τοῦ Νέου
Μαρτυρολογίου
τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τό μνημειῶδες
Προοίμιό του, σέ δική μας ἀπόδοση στή νεοελληνική:
«... Ὥστε λοιπόν, ἄν
ἐσεῖς μᾶς
ἐπαινῆτε καί ὡς
ἁγίους μᾶς δοξολογῆτε
μέ ἐγκώμια καί τροπάρια καί μέ ἱερές
ἀκολουθίες, διατί ὑπομείναμε γενναίως
τόσα μαρτύρια καί ἐχύσαμεν τό αἷμα
μας γιά τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, σᾶς εὐχαριστοῦμε
καί διά τοῦτο θά πρεσβεύουμε πάντοτε
πρός τόν Θεό γιά τήν σωτηρία σας. Ἡ περισσότερο ὅμως
εὐάρεστη καί μεγαλύτερη τιμή ὁποῦ
μπορεῖτε νά προσφέρετε σέ μᾶς,
εἶναι τό νά μᾶς μιμηθῆτε
μέ τά ἔργα σας καί νά ὑπομείνετε καί ἐσεῖς
μαρτύριο, γιά τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, ὅταν ἤθελε
τό καλέσει ὁ καιρός καί ἡ
χρεία. ... Φυλαχθῆτε νά μήν ἀρνηθῆτε
ποτέ τήν ὀρθόδοξη πίστη σας... ἀλλ᾿
οὔτε μέ λόγο ψιλόν πρέπει νά στέρξετε, ἀλλ᾿
οὔτε κἄν μέ ἁπλό νεῦμα νά φανῆτε πώς ἀρνεῖσθε
τόν Χριστό...».
Ἤδη στήν δεύτερη δεκαετία τῆς τρίτης χιλιετίας καί στούς ἔσχατους καιρούς πού ζοῦμε, ἡ πρόσκληση αὐτή
τῶν Νεομαρτύρων νά ὑπομείνουμε κι ἐμεῖς μαρτύριο γιά τό ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, «ὅταν
ἤθελε τό καλέσει ὁ
καιρός καί ἡ χρεία»,
ἀποκτᾶ ἐπίκαιρο
χαρακτήρα. Καί δέν εἶναι μόνο ὁ ἔντονος σύγχρονος προβληματισμός καί ἡ ἀναπόφευκτη
παραφιλολογία γύρω ἀπό τά ἐσχατολογικά θέματα (ἀναμενόμενος ἐρχομός τοῦ Ἀντιχρίστου, 666, νέες
ταυτότητες, κάρτες κ.ἄ.) ἤ ἡ ἔξαρση τῆς δράσης τῶν αἱρετικῶν ὁμάδων,
καθώς καί τῶν καταστροφικῶν λατρειῶν καί σεκτῶν ἤ
καί ἡ ἀθρόα καί ἀνεξέλεγκτη προσέλευση μεγάλου ἀριθμοῦ ἀλλοθρήσκων στή χώρα
μας, κατά τήν περίοδο πού διανύουμε.
Ἡ
γενιά μας ἀξιώθηκε νά ζεῖ σέ μία ἐλεύθερη χώρα, πού ἄν
καί διστάζει νά αὐτοπροσδιοριστεῖ πολιτισμικά, συνεχίζει, ἐν μέσῳ τῆς σύγχρονης
οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς ἀλλά καί μεταναστευτικῆς κρίσης, συνεχίζει, λέγω, τήν πορεία
της στόν σύγχρονο ὑλοκρατούμενο
κόσμο, κινδυνεύοντας καθημερινά νά
ὑποστεῖ μιά νέα μορφή ἁλώσεως, τήν πιό ὕπουλη καί ἐπικίνδυνη ἀπ᾿ ὅλες. Κανείς ὅμως δέν μᾶς ἔχει ἐξασφαλίσει τήν συνέχιση τῆς εἰρηναίας αὐτῆς προοπτικῆς καί τήν ἀπρόσκοπτη
ἔκφραση τῆς πίστης καί τῆς λατρείας μας πρός τόν Θεό, πού
πάντως, ἔχει κάτω ἀπό τό «παντέφορον ὄμμα» τῆς θείας Του πρόνοιας τήν πατρίδα μας.
Ὅπως ὅμως ξεκάθαρα μᾶς λέει ὁ ἅγιος
Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης:
«Ξέρετε, αὐτό πού λέει ἡ Γραφή, ‘’καί αἱ
τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν ἠριθμημέναι εἰσί’’, εἶναι πραγματικότητα. Ἔτσι εἶναι.
Τίποτε στή ζωή μας δέν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Θεός φροντίζει ἀκόμη καί γιά τίς πιό
μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά μᾶς, δέν εἴμαστε μόνοι στόν
κόσμο. Μᾶς ἀγαπᾶ πολύ, μᾶς ἔχει στό νοῦ του κάθε στιγμή καί μᾶς προστατεύει.
Πρέπει νά τό καταλάβουμε αὐτό καί νά μή φοβόμαστε τίποτε».
Καί συμπληρώνει παρηγορητικά:
«Ἔχει ὁ Θεός ! Ἐκεῖ πού ἀπελπίζεσαι, σοῦ
στέλνει κάτι πού δέν τό περιμένεις. Ἀρκεῖ νά Τόν πιστεύεις καί νά Τόν ἀγαπᾶς.
Ὅπως καί Ἐκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ καί φροντίζει γιά ἐμᾶς, ὅπως ὁ κάθε πατέρας γιά τά
παιδιά του. Καί ὅλοι μας εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ».
Καί σήμερα, παρόλες τίς ἀντιξοότητες ἡ
Ρωμηοσύνη ζεῖ. Μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, θά
συνεχίσει νά ὑπάρχει. Θά ζεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Θά ἀναπνέει τό ἄρωμα τῆς
θεοφρούρητης Πόλης. Θά συνεχίσει νά ζεῖ χάρη στίς θυσίες τῶν ἁγίων νεομαρτύρων
καί τῶν ὁσίων της.
Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλία τοῦ συγγραφέα σέ ἐκδήλωση Μνήμης τῆς
Ἁλώσεως, πού πραγματοποιήθηκε στίς 29 Μαΐου 2016 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ ἱεροῦ
ναοῦ Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης στά Χανιά, παρουσία τοῦ μητροπολίτου
Κυδωνίας και Ἀποκορώνου κ. Δαμασκηνοῦ
Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ συγγραφέα καί προέρχονται ἀπό τό ἐνετικό λιμάνι τῶν Χανίων, ὅπου ὁ φωτογραφικός φακός ἀποτύπωσε τόν βυζαντινό δικέφαλο ἀετό σέ ἄλογο καί ἄμαξα τῆς ὁποίας ὁ ἀμαξάς, κατά δήλωσή του, κατάγεται ἀπό βυζαντινή οἰκογένεια.