Ο Θεός είναι ένας, και
όπως αναφέρει η Κλίμαξ του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου (Λόγος Α), είναι, για
όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία: πιστών και απίστων, σοφών και αγραμμάτων,
νέων και γέρων.
Ο Θεός είναι ένας. Παρόλο
που η φράση αυτή αποτελεί ομολογία του Συμβόλου της Χριστιανικής Πίστης,
χρησιμοποιείται σήμερα ως συνταγή μινιμαλιστικού συγκρητισμού, με έννοια
στερητική: δηλ. δεν πρέπει να λέμε απολύτως τίποτε για τον Θεό. Κύρια αιτία (ή
και πρόφαση) της στάσης αυτής είναι ο φόβος του φονταμενταλισμού με όλα τα
παρεπόμενά του.
Η αποφυγή οριστικών
απαντήσεων και εισαγωγής δογμάτων είναι στοιχείο του αποφατισμού που διέπει την
Ορθόδοξη θεολογία και εμπειρία.
Ο Θεός είναι άρρητος και
ακατάληπτος, και όσα λιγότερα η γλώσσα μας διατυπώνει, τόσο λιγότερο κίνδυνο
διατρέχουμε να πούμε ανοησίες. Όμως ο Θεός αποκαλύπτεται στην ιστορία, και γι
αυτό μπορούμε να πούμε μερικά πράγματα. Αν νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να πούμε
απολύτως τίποτε, γινόμαστε έρμαια της υποκειμενικής φαντασίας και των ατομικών
παθών μας, που πλάθουν δικούς τους θεούς, για να τους μιμηθούν στη συνέχεια.
Στην ορθόδοξη θεολογία
αυτό που μπορούμε να πούμε για τον Θεό είναι καρπός της ένσαρκης αποκάλυψης του
Θεού και των ποικίλων θεοφανειών στη ζωή των Αγίων, που έγιναν σκεύη και φορείς
αυτής της χάριτος. Αυτή είναι και η έννοια της παράδοσης: όχι συντήρηση, όχι
ταρίχευση, αλλά πλούτος ζωής με υλικό το θεϊκό φως.
Ο Θεός είναι ένας. Αλλά η
αντιλήψεις που έχουμε για τον Θεό είναι διαφορετικές, κάποτε ασυμβίβαστες, και
αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί αυτό που ορίζουμε ως Θεό, αυτό και
μιμούμεθα (ακόμη κι αν είναι δικό μας δημιούργημα). Όταν λοιπόν δύο άνθρωποι με
διαφορετική θρησκεία προσεύχονται, ένας βεβαίως Θεός τους ακούει, αλλά οι
συγκεκριμένοι άνθρωποι, έχοντας πολύ διαφορετική εικόνα για τον ένα Θεό,
τρέφουν, καλλιεργούν διαφορετικές αντιλήψεις για τον κόσμο, τη ζωή, τους
ανθρώπους. Μια θεολογία βρίσκεται πίσω από το φως ή το σκοτάδι της ανθρώπινης
ιστορίας: πίσω απ’ την Αγιά Σοφιά, τη Μέκκα, τους δίδυμους πύργους, το
μαυσωλείο του Λένιν. Γι αυτό και στο σλόγκαν ένας είναι ο Θεός (στο οποίο
χωρούν όλες οι αντιλήψεις και όλα τα ήθη, και το οποίο επηρεάζει πολύ τις
συνειδήσεις εκείνων που παίρνουν ελαφρά το θέμα της σχέσης τους με τον Θεό)
πρέπει να τεθεί το επίπονο ερώτημα: Ποιός είναι αυτός ο Θεός; Είναι κοντά,
μακριά, γνωρίζεται, με πλησιάζει, τον πλησιάζω, έχει λόγο, κι αν έχει λόγο, τί
μου λέει;
Σχετικό με τα παραπάνω
είναι το όνομα ή τα ονόματα του Θεού. Το όνομα του Θεού είναι θαυμαστόν (Κρ.
13,18)—αυτό διαπερνά όλη την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από την αλυσίδα
των θεοφανειών. Τα ονόματα που του έχουν δοθεί δηλώνουν ένα χαρακτηριστικό του
ή κάποια παρέμβασή του μέσα στην ιστορία. Στο όρος Χωρήβ ο Θεός αποκαλύπτει
στον Μωυσή το πιο “οντολογικό ” όνομα: Γιαχβέ. Από γλωσσολογική έρευνα στους
πολιτισμούς της περιοχής προκύπτει ότι ο σχηματισμός αυτός εμπεριέχει την
έννοια της δόξας και της εγγύτητας/οικειότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι
εβδομήντα σοφοί που μετέφρασαν τον 1ο αιώνα προ Χριστού την Παλαιά Διαθήκη στην
Ελληνική το αποδίδουν με τη φράση “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν” (Έξ. 3,13-16). Η αμέθεκτη
θεία φύση αποκαλύπτεται προσωπικά, και μας δίνει δικαίωμα να στεκόμαστε ενώπιόν
του, πρόσωπο προς πρόσωπο. Στο όνομα αυτό πρέπει να παραμείνουν όσοι τον
πιστεύουν, ώστε να αποφύγουν τις αμέτρητες ειδωλοποιήσεις. Ο Θεός δεν θέλει τον
λαό του να λατρεύει κάποιο όνομα, αλλά να παραμένει κοντά του. Το όνομα πια
γίνεται ρήμα: Είναι αυτός που είναι, και αυτός που δίνει το είναι σε όλα, είναι
ο Λόγος. Πολύ περισσότερο από τη στατική έννοια του υπάρχω, δηλώνεται η πάντοτε
ενεργός παρουσία. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ίδια η λέξη Θεός δηλώνει την
ενέργεια του υπερώνυμου Θεού. Ο Ιουδαϊσμός τελικά αποδίδει το Γιαχβέ με τη λέξη
Κύριος, που καθιερώνεται και στην Καινή Διαθήκη.
Βεβαίως, ο Κύριος –
Γιαχβέ είναι ο Χριστός. Αυτή είναι η ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Χριστιανική παράδοση
σε Ανατολή και Δύση, αυτή είναι η ερμηνεία της ίδιας της Καινής Διαθήκης (Βλ.
Ιω. 12,41). Έτσι, ο Ένας δεν κλείνεται σε ένα πρόσωπο, αλλά φανερώνεται ως
Τρεις στην κοινωνία της άκτιστης φύσεως, και αποκαλύπτει την αγάπη ως προσόν
της θεϊκής φύσης. Τούτο είναι που αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν οι “μάρτυρες του
Ιεχωβά” ή άλλοι μονοθεϊστές. (Το Yehowah αποτελεί καθαρά τεχνητό τύπο που
προέκυψε όταν πολύ αργότερα οι Εβραίοι έπαψαν από ευλάβεια να προφέρουν το
όνομα του Γιαχβέ, και στα τέσσερα σύμφωνα παρενέβαλαν τα φωνήεντα του ονόματος
Αδωνάι, που σημαίνει ο Κύριός μου.) Ο Θεός πια στην Καινή Διαθήκη αποκαλύπτεται
ως αληθινός και τέλειος άνθρωπος, ως ένας από μας, ως ένα με εμάς,
υπερβαίνοντας όλα τα ονόματα.
Και πάλι, δεν τον είδαν
όλοι όπως πραγματικά ήταν.
Ο Θεός φανερώνεται στις
ψυχές που πεινούν και διψούν, στο περιβάλλον της ερήμου και στην οδύνη της
εξορίας. Κι εδώ ο καθένας ας κάνει τις προεκτάσεις…