Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

 


                                                   Μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης

                               Ἅγιον Ὄρος καί Σκόπελος:

Μιά ἀμφίδρομη 

πνευματική καί πολιτιστική 

σχέση


   Ἡ εἰσήγησή μας ἀφιερώνεται εὐγνωμόνως στή μνήμη τοῦ λογίου πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ τοῦ ἐκ Σκοπέλου (1950-29 Ἀπριλίου 2024), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή του στήν ἀνάδειξη τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου του μέ ἔμφαση στή σχέση τοῦ νησιοῦ του μέ τό Ἅγιον Ὄρος (στό κλασικό του ἔργο Σχέσεις Σκοπέλου καί Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα 1996).


  Στήν παρούσα εἰσήγηση, ἀξιοποιώντας τήν ἐπιστημονική συμβολή τοῦ μακαριστοῦ π. Κωνσταντίνου, ἐπιχειροῦμε μία δεύτερη παρουσίαση, ὑπό τό φῶς τῶν ὅσων ἡ σύγχρονη ἔρευνα (τόσο ἄλλων ἐρευνητῶν ὅσο καί ἡ ἐν ἐξελίξει δική μας) προσθέτει στή διερεύνηση τῆς ἀλληλεξάρτησης, τῆς οἰκειότητας καί τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ὄσμωσης μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν τόπων, ἡ ὁποία καλλιεργήθηκε σέ διάφορα ἐπίπεδα στό πέρασμα τῶν αἰώνων.

''

  Οἱ σχέσεις αὐτές μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι ἀρχίζουν τόν 9ο αἰώνα, μέ τήν παρουσία στήν περιοχή τοῦ ἁγιορείτου ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, πού σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ἀσκήθηκε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στή γειτονική στή Σκόπελο νήσο Γιούρα (Ἱερά νήσος), στή συνέχεια ἐνδυναμώθηκαν μέ τήν κτιτορική παρουσία τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, περί τό ἔτος 993, πού ἀγόρασε ἀπό τούς ἐνασκούμενους ἐκεῖ πατέρες τήν ἐπίσης γειτονική στή Σκόπελο νήσο Κυρά-Παναγιά (Γυμνοπελαγήσιο).

  Οὐσιαστικές πνευματικές σχέσεις μεταξύ Ἁγίου Ὄρους καί Σκοπέλου ἐμφανίζονται ἱστορικά στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. (γύρω στά 1606) μέ τήν ἵδρυση τοῦ σημερινοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ Συνάδων, τόν ὁποῖο οἱ Σκοπελίτες ἀφιερώνουν (μετά τό ἔτος 1630) στή Μεγίστη Λαύρα. Αὐτό εἶναι καί τό πρῶτο ἁγιορειτικό μετόχι πού μνημονεύουν οἱ πηγές. Θά ἀκολουθήσουν τά μετόχια τῶν μονῶν Μεγίστης Λαύρας (Κοιμήσεως Θεοτόκου ἤ Ἁγία Μονή καί Γενέθλιο Τιμίου Προδρόμου ἤ Κοτρωνάκι), Ξηροποτάμου (Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Γλώσσας καί Εὐαγγελιστρίας), Ξενοφῶντος (Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος) καί Διονυσίου (Παναγίας Φανερωμένης).


   Τά ἁγιορειτικά μετόχια στή Σκόπελο, ἐκτός ἀπό τήν εὐεργετική ἐπίδραση πού εἶχαν στόν ἐμπλουτισμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν κατοίκων μέ τά νάματα τῆς ὑπερχιλιόχρονης ἁγιορειτικῆς παράδοσης, ἀποτελοῦσαν καί πόλο ἕλξης ἁγιορειτῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν στό νησί κομίζοντας ἱερά λείψανα, Τίμιο Ξύλο ἤ θαυματουργές εἰκόνες. Μέ τόν ἐρχομό τους αὐτό οἱ Ἁγιορεῖτες παράλληλα ἐπιτελοῦσαν καί τό ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ἐπηρεάζοντας συνάμα καταλυτικά καί τήν λειτουργική παράδοση τοῦ τόπου. 

Στό πέρασμα τῶν τελευταίων αἰώνων, ἀρκετοί ἦταν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, πού στήριξαν καί συνέδραμαν πνευματικά τούς Σκοπελίτες, μέ τίς γνώσεις τους, τόν λόγο, τή διδαχή καί τήν πνευματική καθοδήγηση. Στόν τομέα αὐτόν, ξεχωριστή εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου,  ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα ἐπιτέλεσε πολύ σπουδαῖο διδακτικό ἔργο στή σχολή τῆς Σκοπέλου, πού ἱδρύθηκε τό 1724.

Ἐπιπροσθέτως, σέ μία ἄλλη διάσταση, δέν εἶναι καί λίγοι οἱ Σκοπελίτες πού ἀσπάζονται τή μοναχική ζωή καί ἀναχωροῦν νά μονάσουν στόν Ἄθωνα, σέ συγκεκριμένες συνήθως μονές, ὅπως ἡ Μεγίστη Λαύρα καί ἡ Ξηροποτάμου ἤ στά ἐξαρτήματά τους. Παράλληλα, συναντοῦμε πολλούς Σκοπελίτες νά ἐργάζονται στόν Ἄθωνα ὡς λεπτουργοί, μαραγκοί, ναυπηγοί, βαρελάδες, κτίστες καί ἔμποροι.

  Μιά ἄλλη σημαντική πτυχή τῶν σχέσεων Ἀγίου Ὄρους καί Σκοπέλου εἶναι καί ἡ σύσταση ἁγιορειτικῶν εἰκονογραφικῶν ἐργαστηρίων μέ σημαντικότερα τῶν Γαλατσιάνων πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ ἱεροδιακόνου Γρηγορίου Κοιρανίδου. Στήν εἰσήγησή μας γίνεται ἐπίσης ἀναφορά στήν ἐντυπωσιακή παρουσία στή Σκόπελο τοῦ ζωγραφικοῦ ἔργου τῶν ἱερομονάχων Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ καί Παρθενίου τοῦ Σκούρτου.  

   Κατά τή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, κατά τήν ὁποία τό Ἅγιον Ὄρος συμμετεῖχε σύσσωμο στόν ἀγῶνα, μετά τήν ἀποτυχία της στήν Χαλκιδική καί στήν προσπάθειά τους οἱ Ἁγιορεῖτες νά διαφυλάξουν κάποια ἀπό τά ἱερά τους κειμήλια ἀπό τήν ὀργή τῶν κατακτητῶν, κατέφυγαν σέ ἀσφαλέστερους τόπους. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς στάθηκε ἡ Σκόπελος, πού φιλοξένησε πατέρες ἀπό τουλάχιστον ἔνδεκα ἀθωνικές μονές καί τά ἐξαρτήματά τους. 


  Στό πλαίσιο τῆς ἀμφίδρομης σχέσης Ἁγίου Ὄρους καί Σκοπέλου γίνεται ἐπίσης ἀναφορά στό πέρασμα τοῦ ἁγιορείτου ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἀπό τό νησί, στόν διάσημο σκοπελίτη ξηροποταμηνό μοναχό Καισάριο Δαπόντε, στόν ἱερομόναχο Σωφρόνιο Κεχαγιόγλου καί τόν μοναχό Σίλβεστρο Μονοκρούση, στόν Σκοπελίτη ἐπίσκοπο Κασσανδρείας Γρηγόριο, στούς διδασκάλους ἱερομονάχους Μελέτιο Ἰβηρίτη, Νεόφυτο Κοιρανίδη καί Γρηγόριο Μήτα, στούς μαΐστρους τῆς ψαλτικῆς τέχνης ἱερομονάχους Ἄνθιμο, Συμεών καί Ἀντώνιο καί ἱεροδιάκονο Διονύσιο.

  Ἀπαιτεῖται περισσότερη ἔρευνα στά ἀρχεῖα τῶν ἀθωνικῶν καθιδρυμάτων, ὅπως, γιά παράδειγμα, στά κελλιά τῶν Καρυῶν, πού ὀνομάζονται «Σκοπελίτικα», ὥστε νά ἀνασυρθοῦν ἀπό τή λήθη τοῦ χρόνου (ἡ ὁποία στόν ἀθωνικό μοναχισμό συνδυάζεται μέ τήν ἀνωνυμία τῆς μοναχικῆς ταπεινοφροσύνης) βιογραφικές εἰδήσεις καί γιά ἄλλους ἀξιόλογους Σκοπελίτες-Ἁγιορεῖτες.

Περίληψη εἰσηγήσεως τοῦ συγγραφέα στό Η’ Διεθνές Ἐπιστημονικό Ἐργαστήριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας (Θεσσαλονίκη 6-8 Δεκεμβρίου 2024). Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, Ἀμφιθέατρο Στέφανος Δραγούμης. Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024.