Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

AΝΕΚΔΟTO ΜΑΡΤΥΡIO TOY ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ AΘANAΣIOY TOY ΛΗΜΝIOY († 1846)


Συμεὼν Ἀ. Πασχαλίδη
Ἀν. Kαθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ AΠΘ
 
                                                                                                           
AΝΕΚΔΟTO ΜΑΡΤΥΡIO TOY ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
AΘANAΣIOY TOY ΛΗΜΝIOY († 1846)


Ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὄ­ψι­­μους νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μαρτύριό του ἐπισυ­νέ­βη δυόμισυ δεκαετίες μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κατέστη γνω­στὸς ἀπὸ μία σύντομη νεομαρτυρολογικὴ διήγηση ποὺ περιλαμ­βά­νεται στὸν ἁγιορειτικὸ κώδικα ἁγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρό­σφα­τα, ὡστό­σο, ἐντοπίσαμε ἕνα μετρίας ἐκτάσεως Μαρ­τύ­ριό του, στὸ ὁποῖο πα­ρέ­χονται ἐπιπλέον στοιχεῖα τόσο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία, τὴν ἐξωμοσία του, τὴ μεταστροφή του στὴ χρι­στιανικὴ πίστη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρό­σω­πα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦ μαρτυρίου του καὶ τὴ συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ νεομαρ­τυ­ρο­λο­γικοῦ κειμένου. Τὸ Μαρ­τύ­ριο αὐ­τὸ κα­ταλαμβάνει τὶς σελίδες 169-173 τοῦ κώδ. Ἁγ. Παν­τε­λεή­μονος 716 (Λάμ­προς 6223), τοῦ 19ου αἰώνα[2], καὶ κατακλεί­ε­ται μὲ τὸ ἀπολυ­τί­κιο τοῦ Νεο­μάρ­­τυ­ρος, πιθανότατα σύνθεση κά­ποι­ου ἀπὸ τοὺς γνω­στοὺς ἁγιο­ρεῖ­τες ὑμνο­γρά­φους αὐτῆς τῆς περιόδου.
Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκδοτο Μαρτύριό του, ὁ Ἀθανάσιος  κατα­γό­ταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο. Ἔλαβε τὴ στοι­χει­ώ­δη παιδεία τῆς ἐποχῆς του στὴ γενέτειρά του καὶ ἐν συ­νε­χεία, κι­νού­μενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο με­τέ­βη στὸ Ἅ­γιον Ὄρος, στὸν παραγωγικὸ χῶρο τοῦ ὁποίου ἀνῆκε ἡ Λῆμνος ἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή[3], καὶ εἰσῆλθε στὴ Mε­γίστη Λαύ­ρα, τε­θεὶς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀδυνηρῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος πε­ριό­δου τῆς Ἐπα­να­στά­σεως τοῦ 1821[4], ὁ Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἁ­γιο­ρεῖτες, αἰχμα­λω­τίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα ἑβδο­μήν­τα «παιδία», ἀρ­χι­κὰ στὴ Θεσσαλονίκη[5] καὶ ἐν συνε­χεί­α στὴν Aἴ­γυ­πτο, ὅπου καὶ ἐξι­σλα­μί­σθη­κε. Ὁ συντάκτης τοῦ Μαρ­τυρίου προσ­θέ­τει ὅτι μόνο ἕνας λαϊ­κός, ποὺ ὀνομαζόταν Ζαφείρης, δὲν ὑπέ­κυ­ψε στὶς πιέσεις νὰ ἐξω­μό­σει καὶ τελικὰ μαρτύρησε[6].
Στὴν Αἴγυπτο, πιθα­νό­τα­τα στὸ Κάϊρο, ποὺ μνημονεύεται στὸ ὅραμα τοῦ Μαρ­­τυρίου ὡς «μέγα Κάερον»[7], ὁ Ἀθανάσιος ἔζησε ἀρ­χι­κὰ ὡς δοῦ­λος, ἐνῶ λίγο ἀργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἐπίσης ἐξω­μό­σει καὶ ἀπέκτησε ἀρκετὰ μεγάλη περιουσία. Ἡ τριττή, ὅμως, θαυ­μα­στὴ ἐμ­φάνιση καὶ παρέμβαση τοῦ Mεγά­λου Ἀ­θα­­νασίου, ἡ ὁποία συνοδεύτηκε καὶ ἀπὸ μία ὅ­ρα­ση[8], ἡ ὁποία ἐντάσ­σε­ται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ χρησμο­λο­γικῆς γραμ­μα­τεί­ας τῆς Τουρκοκρατίας[9], τὸν ὁδήγησε τελι­κὰ σὲ με­­τά­νοια καὶ στὴν ἀ­πό­φαση, μὲ τὴν καταλυτικὴ παρέμ­βα­ση καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποί­α τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρώα πίστη του[10], νὰ ἐγκα­τα­λείψει τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ πλούτη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ νὰ ἐπι­στρέψει μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διέμει­νε στὸ Kελλὶ τοῦ Ἁγί­ου Ἀντωνίου, «κα­λούμενον Σεράγιον πλησίον τῶν Kαρυῶν». Πρό­κει­ται γιὰ τὴ σημε­ρι­νὴ Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ὅπως μετο­νο­μά­σθη­κε μετὰ τὴν ἀγορά του καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ νεότερου ἐπιβλητικοῦ κα­θο­λι­κοῦ του ἀπὸ τοὺς Ρώ­σους τὸ 1849, τὸ Βατο­πε­δι­νὸ Κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνα­συ­στήσει ὁ ἐξό­ρι­στος πατριάρχης Σερα­φεὶμ Β΄[11]. Ἐκεῖ ἐξο­μο­λογήθηκε σὲ κά­ποι­ον πνευματικό, ποὺ εἶ­ναι πι­θα­νὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἱερο­μό­ναχο Σά­βα τὸν πνευματικό, ­ποῖ­ος ὑπῆρξε τελευ­ταῖ­ος ἑλλη­νι­κῆς κα­τα­γωγῆς ἀγοραστὴς τοῦ ἐν λό­γω Kελλίου[12], κα­τη­χήθηκε, νή­στευ­σε καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο χρίσμα, ἀνα­κτών­τας πλέον τὴ χρι­στιανική του ἰδιό­τη­τα. Ὑποδηλώνεται, μά­λι­στα, ἐδῶ, μὲ τὴ φράση «τοῦ ἀνέγνωσε τὰς ἐ­ξι­λα­στι­κὰς εὐ­χάς», τὸ καθιε­ρω­μένο καὶ ἀπο­δι­δό­μενο ἀπὸ τὶς πη­γὲς στὸν πα­τρι­άρ­χη Με­θό­διο τυ­πι­κὸ τῆς ἐπανεισ­δο­χῆς στοὺς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῶν ἀρ­νη­­σι­χρί­στων[13], μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο τὸ ὁποῖο δὲν ἀ­παι­­τοῦσε τὴν ὁμο­λο­γία τῆς πίστεώς τους ἐνώπιον τῶν Τούρ­κων. Ἡ πε­ρίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ἀθανασίου δὲν ἐντάσσεται στὴν εὐ­ρύ­τατα διαδεδομένη κατὰ τοὺς προγενέστερους αἰῶνες ἐν­θου­σια­στι­κὴ πα­ρά­δοση, ποὺ καλλιερ­γή­θηκε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες κα­τὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, τῆς προε­τοι­­μα­σίας πρώην ἀρνη­σι­χρί­στων γιὰ τὸ μαρτύριο[14], ἀλλὰ στὴν πα­ράλ­ληλη ἐκκλησιαστικὴ παρά­δο­ση ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἐκ­κλη­σιαστικὰ πρόσωπα τῆς ἴδιας πε­ριόδου, ὅπως ὁ πατριάρχης Καλ­λί­νικος Γ´ ἀπὸ τὴ Ζαγορά[15].
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθανάσιος μετέβη ἀρχικὰ στὶς ἀπελευθερωμένες πλέον περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τελικὰ ἐγκατα­στά­θη­κε στὴν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη γενέ­τει­ρά του Λῆμνο, λαμ­βά­νοντας θάρρος ἀπὸ κάποια συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε με­τα­ξὺ τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶ διασφάλιζε τὴ θρη­σκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἀ­να­φορὰ ποὺ πι­θα­νότατα ὑπονοεῖ τὴ σχετικὴ συνθήκη ποὺ ὑπο­γράφηκε μετὰ τὴ ναυ­μα­χία τοῦ Ναυαρίνου τὸ 1827 ἢ ἴσως μετὰ τὴν ἧττα καὶ συνθη­κο­λόγηση τῶν Τούρκων στὴν Ἀδριανού­πο­λη κατὰ τὸ Ρωσο­τουρ­κι­κὸ πόλεμο τοῦ 1829[16]. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τὸν ἀ­να­γνώρισαν καὶ ἀναζη­τοῦσαν τρόπο γιὰ νὰ τὸν φο­νεύσουν[17]. Προ­φα­σι­ζόμενοι λοιπὸν κά­ποι­α ἐμπο­ρι­κὴ συν­ερ­γα­σία, τὸν ἔπνι­ξαν, ρί­χνοντάς τον ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τοῦ Ἑλλή­σπον­­του.
Tὰ περιστατικὰ συγγραφῆς τοῦ Μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος Ἀ­θα­νασίου καὶ ἡ διάσωση τῆς μνήμης του σὲ δύο κώδικες τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καθίστανται ἐν μέρει γνω­στὰ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή του, ὅπου σημειώνεται ὅτι συντάχθηκε «προτροπῇ καὶ εἰσηγήσει τοῦ πανοσιωτάτου Θωμᾶ ἱερομονάχου, διατελοῦντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Mονῇ τοῦ ῾Ρωσσικοῦ». Πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸν ἱερο­μό­να­χο Θωμᾶ Γερμανό, ὁ ὁποῖος προσωνυμεῖται σὲ κάποια σημειώ­μα­τα κωδί­κων τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος ὡς «ὁ ἀγράμ­μα­τος»[18] καὶ ἐγ­καταβίωνε, τουλάχιστον ὣς τὸ 1860, στὴ μονὴ τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λεήμονος, ἡ ὁποία κατὰ τὰ μέ­σα τοῦ 19ου αἰώνα δια­κρι­νόταν γιὰ τὴ συν­οί­κη­ση μο­ναχῶν ἑλληνικῆς καὶ σλαβικῆς κατα­γω­γῆς, ἂν καὶ σὲ ἕνα κλίμα ἀνερχόμενου ἐθνικι­σμοῦ[19]. Φαίνεται πὼς συντά­κτης τοῦ Μαρτυρίου ἱερομόναχος Θωμᾶς Γερμανὸς εἶχε γνω­ρί­σει τὸ νεομάρτυρα Ἀθανάσιο κατὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὄ­ρος, ἀφοῦ τὸν ἐπικα­λεῖ­ται ὡς πηγή του σὲ δύο σημεῖα[20].
Στὴ συγγραφὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐμπλέ­κον­ται καὶ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διέμεναν στὴν ἐν λόγω Μονὴ κατὰ τὴν πε­ρίο­δο αὐτή, ὅπως ὁ λόγιος ἱερομόναχος Προκόπιος Δενδρι­νὸς[21] καὶ ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ Συμιακός, συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας  στὴν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ “Ἄξιόν ἐστι” καὶ ἄλλων ὑμνογραφημάτων[22]. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης ἂν στὴν ἴδια Μονὴ  ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ συν­θέ­της τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐν Τριπό­λει, μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Λήμνιος[23], γεγονὸς ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε ἀφενὸς τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἕνα συμπατριώτη του νεομάρτυρα καὶ ἀφετέρου τὴ σύνθεση τοῦ ἀπολυτικίου τοῦ Ἀθανασίου ὡς κατακλεί­δα τοῦ Μαρτυρίου του.


[1] Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπ. Γλαβίνα, «Ὁ ἐκ Λήμνου νεομάρτυς Ἀθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀντλοῦν πληροφορίες οἱ π. Ἀθανάσιος Σι­μω­νοπετρίτης, Ἀκολουθία πάντων τῶν ἐν τῇ νήσῳ Λήμνῳ Ἁγίων μετὰ Παρα­κλη­τι­κοῦ Κανόνος, Λῆμνος 2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Λήμνου κατὰ τὸν τελευταῖο αἰώνα τῆς Τουρκοκρατίας (1800-1912), Ἀλεξανδρού­πο­λη 2007, σ. 203· μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Chri­sti­an Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New York 2000, σ. 364-365. Ἐπαν­εκ­δόθηκε στὸ Συνα­ξα­ρι­στὴς Nεο­μαρ­τύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἑλ­λη­νικῶν Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ἀνατ.), τ. ΙΙ, σ. 419.
[3] Βλ. σχετικὰ J. Haldon, «Limnos, Monastic Holdings and the Byzantine State, ca. 1261-1453», A. Bryer – H. Lowry (ἐπιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington, D.C. 1986, σ. 161-212· H.W. Lowry, «The fate of Byzantine monastic properties under the Ottomans: examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Α. Bryer – M. Ursinus (ἐπιμ.), Manzikert to Lepanto. The By­zantine World and the Turks 1071-1571 [= Byzantinische Forschungen  XVI (1991)], σ. 274-312.
[4] Βλ. τὴ σχετικὴ ἐξιστόρηση τοῦ Δοσιθέου Κωνσταμονίτη, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Ἰ. Μα­­μαλάκης, «Διήγησις περὶ Ἁγίου Ὄρους ἐν καιρῷ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821», ΕΕΦΣΠΘ 7 (1957) 217-237· ὁ ἴδιος, Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 425ἑ.
[5] Ἡ πληροφορία αὐτὴ δὲν καταγράφεται στὸ συναξάριό του. Γιὰ τὴ φυλάκιση τῶν ἁγιορειτῶν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν βλ. Ἰ. Μαμαλάκης, «Τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπὶ Μεχμὲτ Ἐμὶν Ἀβδουλὰχ πασᾶ 1822-1823», ΔΙΕΕΕ 17 (1963-1964) 39-153· ὁ ἴδιος, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου Nέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καὶ ὁσιομαρτύρων», ΓΠ 46 (1963) 331-342· ὁ ἴδιος, Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 435· Ἀθ. Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη καὶ Μακε­δονία: 1800-1825. Μία εἰκοσιπενταετία ἐν μέσῳ θυέλλης, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 86], Θεσσαλονίκη 1996, σ. 29-30· ὁ ἴδιος, Στὴν Θεσσαλονίκη: 1821 καὶ 1822 (Λόγος πα­νη­γυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 2008· Εὐ. Χεκίμογλου, Τὸ «Κοι­νὸν τῆς Πολιτείας» καὶ οἱ περιπέτειές του. Ὁ χριστιανικὸς πληθυσμὸς τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 (Λόγος πανηγυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 54], Θεσσαλονίκη 2008,  ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία.
[6] Πρβλ. μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, ὅ.π., σ. 605, ὅπου, ὅμως (σ. 738 σημ. 894), ση­μει­ώ­νε­ται ἐσφαλμένα ὅτι αὐτὸ καταγράφεται στὸν  κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 743. Ἀπὸ ἁγιορειτικὲς πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη μαρτύρησαν κατὰ τὴν πε­ρίο­δο αὐτὴ δεκαέ­ξι συνολικὰ «προεστῶτες τῆς Μεγ. Λαύρας, ἡγούμενοι καὶ προηγούμενοι». Βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Μάρτυρες ΡΞΔ´, Ὁσιομάρτυρες ΙΣΤ´ Λαυριῶ­τες», Τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσα­λονί­κης, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 30-32, 114.
[7] Ἡ ἴδια γραφὴ ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἄλλους συγγραφεῖς. Βλ. Ἀθ. Χρυσοβέργης, Ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ὁ Γ´ ὁ ἐκ Ζαγορᾶς (1757). Ὁ βίος, ἡ δράση καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο του, Ζαγορὰ 1995, σ. 88· Ἀγ. Τσελίκας, Καλλινίκου Γ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τὰ κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἐξορίαν ἐπισυμβάντα καὶ ἔμμετροι ἐπιστολαί, Ἀθήνα 2004, Βιβλίον Β, στ. 323, 383.
[8] Ἡ ὅραση αὐτὴ ἀναμιγνύει στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. 19,20· 20,10, 15) καὶ τὶς ἀποκαλυπτικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες ἀποτυπώνονται καὶ στὶς σχετικὲς ἀπεικονίσεις τῆς τελικῆς Κρίσεως, ποὺ χρονολογοῦνται κατὰ τὴν πε­ρίοδο αὐτή. Βλ. σχετικὰ M. Garidis, Etudes sur le Jugement dernier post-byzantin d Xve à la fin du XIXe siècle. Iconographie – Esthetique, [ΕΜΣ – Ἐπιστημονικαὶ Πραγ­μα­τεῖαι. Σειρὰ Φιλολογικὴ καὶ Θεολογικὴ 16], Θεσσαλονίκη 1986. Θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ἐντοπίσουμε τὴν πηγή της στὸ ἔργο Πίστις τοῦ ἱερομονάχου Νεκταρίου Τέρπου (ἐκδ. 12η τὸ 1818), ὅπου ὁ Μωάμεθ ἐμφανίζεται σὲ ἕνα κεφάλαιο («Ἐγκώμιον ἀληθινὸν εἰς τοὺς λαοπλάνους Μωάμεθ καὶ Ἀλήν») ὡς ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Ἀντι­χρί­στου. Βλ. σχετικὰ Κ. Γαρίτσης, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του. Εἰσαγωγή-Σχόλια-Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου του Πίστις, Θήρα 2002, σ. 266, 442ἑ. Διαφορετικὸ περιε­χό­μενο ἔχει ἡ ἐκτενὴς ὅραση τοῦ μοναχοῦ Δανιήλ, ποὺ συνοδεύει τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Παρα­μυ­θίας. Βλ. Π. B. Πάσχος, «Ἰσλὰμ καὶ Nεο­μάρ­τυρες. Ὁ ἐκ Παραμυθίας νεομάρ­τυς Ἀ­να­στά­σι­ος καὶ ὁ ἰσμαηλίτης [Mουσᾶ] Δα­νιὴλ ὁ ὁμολο­γη­τής», EEΘΣΠA 30 (1995) 413-474.
[9] Γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ γραμματεία αὐτῆς τῆς περιόδου βλ. Αst. Argyriou, Les exégèses grecques de lApocalypse à l’époque turque (1453- 1821), Θεσσαλονίκη 1982· Ἀ. Καριώτογλου, Ἰσλὰμ καὶ χριστιανικὴ χρησμολογία, Ἀθήνα 2000· Εὐ. Ἀμοιρίδου, «Ἀποκαλυπτικὴ καὶ Ἐσχατολογικὴ Γραμματεία», Ἱστορία τῆς Ὀρ­θο­­δοξίας, τ. 6: Ὀρθοδόξων Βίος καὶ Πολιτισμὸς (15ος-19ος αἰ.), Ἀθήνα 2010, σ. 404-425.
[10] Ἀσφαλῶς, μὲ τὴ φράση «νουθετήσας αὐτὴν νὰ ζῇ εὐσεβῶς κρυφίως ὡς ἐδύ­νατο» τοῦ Μαρτυρίου ὑποδηλώνεται ὁ κρυπτοχριστιανικὸς βίος ποὺ ἀκολού­θη­σε καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἀθανασίου. Παρεμφερὴς εἶναι καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἁγιο­λο­γι­κῆς διηγήσεως («τὴν μὲν σύζυγον ᾠκονόμησε θεαρέστως»). Γιὰ τὴ στάση τῶν συ­ζύ­γων καὶ τῶν οἰκογενειῶν τῶν νεομαρτύρων βλ. τὸ πο­λὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ Κ. Πιτσάκη, «Νομικὰ ζητήματα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν ἄ­θλη­ση τῶν Νεομαρτύ­ρων», Ἱ. Μη­τρόπολις Μυτιλήνης, Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζά­ντι­ος πολιοῦχος Μυτι­λή­νης. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου, Μυτιλήνη 2000, σ. 110.
[11] Βλ. σχετικὰ Γερ. Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς 1988 (φωτ. ἀνατ.), σ. 452-459. Χρ. Κτενᾶς, «Ὁ πατριάρχης Σεραφεὶμ ὁ Β΄ καὶ τὸ ἐνταῦθα Κελ­λί­ον αὐτοῦ, τὸ ἐπικληθὲν Σεράγιον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 5 (1921) 134-137, 238-243· Σ. Πασχα­λί­δης, Τὸ Ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 55· Π. Κουφόπουλος – Δ. Μυριανθεύς, «Τὸ περιβάλλον καὶ τὰ ἐξωμοναστηριακὰ κτίσματα», Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαι­δίου. Παράδοση-Ἱστορία-Τέχνη, Ἅγιον Ὄρος 1996, τ. Α´, σ. 217-218· Μον. Μωυ­σῆς Ἁγιο­ρείτης, «Οἱ ἱερὲς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Ἅγιον Ὄρος: Πνευ­μα­τικότητα - Ὀρθοδοξία – Τέχνη, Θεσ­σα­λο­νίκη 2006, σ. 253-254.
[12] Bλ. Γ. Σμυρνάκης, ὅ.π., σ. 453.
[13] Ἐκδόθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν J. Goar, Euchologion sive Rituale Graecorum, Graz 1960 (φωτ. ἀνατ.), στ. 689-692· ἀρχιμ. Σπυρ. Zερβός, Eὐχολόγιον τὸ Mέγα, Ἀθῆναι 19924, σ. 591-597. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. καὶ M. Arranz, «La “Diataxis” du patriarche Mé­thode pour la réco­nci­lia­tion des apostats», OCP 56 (1990) 283-322, ὅπου ἡ πλέον πρό­σφατη ἔκδοση τῆς Διατάξεως· D. Sahas, «Ritual of Conversion fron Islam to the Byza­nti­ne Church», GOTR 36 (1991) 57-69· Ἰ. Παναγιω­τόπουλος, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρ­χης Μεθόδιος Α´ ὁ Ὁμολογητὴς (843-847) καὶ τὸ ἔργο του, Ἀθήνα 2003, σ. 363-378.
[14] Βλ. σχετικὰ στὴ μελέτη μας, Τὸ Ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 115-121.
[15] Βλ. Ἀθ. Xρυσοβέρ­γης, Oἱ θεολογικὲς κατευθύνσεις τοῦ πατρι­άρχη Kαλλι­νί­κου Γ΄ (1713-1791) καὶ τὰ βασικὰ προβλή­ματα τῆς ἐποχῆς του μὲ βάση τὴν ἐπιστο­λο­γραφία του, Λάρισα 2000, σ. 150-152.
[16] Bλ. Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Ζ´, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 830ἑ.· ὁ ἴδιος, ὅ.π., τ. Η´, σ. 310ἑ.· D. Stone, A military History of Russia. From Ivan the Terrible to the war in Chechnya,  Westport 2006, σ. 114-115.
[17] Ἡ Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 203, ἀντλώντας ὑλικὸ ἀπὸ τοὺς Κώ­δι­κες τῆς Μητροπόλεως Λήμνου, σημειώνει, χωρὶς εἰδικότερη παραπομπή, ὅτι ὁ Ἀθα­νά­σιος «συνεισέφερε μάλιστα ὡς δωρητὴς γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῶν σχολείων τῆς Λήμνου». Γιὰ τὶς σχέσεις χριστιανῶν-μουλσουμάνων στὴ Λῆμνο κατὰ τὴν ὕστε­ρη Τουρκοκρατία βλ. Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 205-220. Γιὰ τὸ ρόλο τῶν Τούρκων, ὅπως αὐτὸς διεκτραγωδεῖται στὰ νεομαρτυ­ρο­λο­γικὰ κείμενα, βλ. Ἰ. Φουν­­­τούλης, Οἱ Τοῦρκοι κατακτηταὶ ἐν ταῖς Ἀκολουθίαις τῶν Λεσβίων Ἁγίων, [ἀ­νατ. Δελτίου Ἑταιρείας Λεσβιακῶν Μελετῶν], Ἀθῆναι 1962· Archim. Elpidophoros La­mbryniades, «The Image of the Turks in the Vitae of the Neomartyrs of the Orthodox Church», Legacy of Achievent – Παρα­κα­τα­θήκη Ἔργου. Me­tro­politan Methodios of Bo­ston: Festal Volume on the 25th Anniversary of his Conce­cra­tion to the Episcopate, Bo­ston 2008, σ. 598-608.
[18] Ἀντιγράφει κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶ­νος στὴ μονὴ ἁγ. Παντελεήμονος τοὺς κώδικες Ἁγ. Παντελεήμονος 170 (Λ 5677), 190 (Λ 5697), 867 (Λ 6374) καὶ 876 (Λ 6383).
[19] Βλ. Ἀντ.-Αἱμ. Ταχιάος, «Σχέσεις Ἑλλήνων καὶ Ρώσων στὸν Ἄθω κατὰ τὸν 19ο αἰώνα», Βυζάντιο – Σλάβοι – Ἅγιον  Ὄρος. Ἀναδρομὴ σὲ ἀμοιβαῖες σχέσεις καὶ ἐπιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 493-515.
[20] Βλ. στὸ κατωτέρω ἐκδιδόμενο Μαρτύριο, στ. 39, 70-71.
[21] Γιὰ τὸν Προκόπιο Δενδρινὸ βλ. Μ. Μανούσακας, «Ἡ “Δι­δα­σκα­λία Xρι­στια­νικὴ κατ᾽ ἐρωταπόκρισιν”, ἀγνοημένο αὐτόγραφο ἔργο (1780) τοῦ Ἰωάννου Μπε­νι­ζέ­λου», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 3 (1990) 7-96· Στ. Κεκρίδης, Ἐκ­κλη­σία καὶ λογοκρισία στὴν Ὀθω­μα­νικὴ Aὐτο­κρα­το­ρία (1700-1850), Kα­βά­λα 1995, σ. 121-123· μον. Συμεών, «Ἀρχιμ. Προ­κό­πιος Δενδρινὸς († 1848)», Πρωτᾶτον 84 (Ὀκτ.­-Δεκ. 2001) 128­-141· πρωτοπρ. Γ. Mεταλληνός, «Ἀ­ναγ­καί­α προσθήκη στὰ περὶ Προκοπίου Δενδρινοῦ», Πρωτᾶτον 87 (Ἰούλ.-Σεπτ. 2002) 255-259..
[22] Βλ. Π. Β. Πάσχος, «Ὑμνογραφία καὶ ὑνο­γράφοι στὸ Ἅγιον ­­ρος», Ἅγιον Ὄρος: Φύση - Λατρεία - Tέχνη. Πρα­κτικὰ Συ­νε­δρί­ων, τ. A΄, Θεσ­σαλονίκη 2001, σ. 211. Διεξοδικὴ καταγραφὴ τῶν ὑμνογραφικῶν ἔργων τοῦ Βενιαμὶν περιλαμ­βά­νε­ται στὸ ἄρθρο τοῦ μον. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ “μακάριος καὶ ἀοίδιμος Δι­δά­σκ­α­λος Θεοδώρητος” Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων», ΓΠ τχ. 836 (Σεπτ.-Ὀκτ. 2010) 609 σημ. 59.
[23] Βλ. μον. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., σ. 570· Ἰ. Ἀ­θα­νασόπουλος, «Ἡ ὑμνολογία τῶν πολιούχων ἁγίων τῆς Τριπόλεως Δημητρίου καὶ Παύλου τῶν νεομαρτύρων», Νεομάρτυρες Πελοποννήσου. Πρακτικὰ στὴ μνήμη τοῦ νεομάρτυρα Δημητρίου, Τρίπολη 2008, σ. 327, ὅπου σημειώνεται ὅτι δὲν μᾶς εἶ­ναι γνωστὰ κάποια στοιχεῖα γι᾽ αὐτόν.