Του Φλορίν Μαρινέσκου
Κέντρο νεοελληνικών
ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Από τους σημαντικούς
λογίους του ΙΗ' αιώνα, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στη Σκόπελο το
1713. Η οικογένειά του ήταν ιταλικής καταγωγής - Da Ρonte. Ήταν γιος του
Στεφάνου και της Μαγδαληνής. Ο πατέρας του διετέλεσε πρόξενος της Αγγλίας, με
νομικές αρμοδιότητες στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και στην Αλόννησο.
Οι Δαπόντε είχαν συνολικά
12 αγόρια και τρεις κόρες, στους οποίους εξασφάλισαν μία σοβαρή εκπαίδευση. Ο
Κωνσταντίνος παρακολουθούσε τα μαθήματα του νεοϊδρυθέντος τοπικού σχολείου
μέχρι την ηλικία των 17 χρονών. Στη συνέχεια, στις 30 Ιανουαρίου 1731, πήγε
στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο δραγουμάνος του στόλου Κωνσταντίνος Βεντούρας τον
βοήθησε ουσιαστικά. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έφτασε στο Βουκουρέστι, όπου
γράφτηκε αμέσως στη γνωστή Ηγεμονική Ακαδημία. Τρεις μήνες αργότερα γνώρισε τον
ηγεμόνα Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο, τον οποίο δεν άργησε να υπηρετεί-τόσο στη
Βλαχία όσο και στην Μολδαβία όπου μεταπηδούσε διαδοχικά. Γενικά οι σχέσεις του
με τον Φαναριώτη βοεβόδα υπήρξαν αρμονικές. Το 1743, ύστερα από την άρνηση του
τελευταίου όμως να τον προβιβάσει, ο Σκοπελίτης λόγιος αποφάσισε να επιστρέψει
στο νησί του. Πριν φύγει μετέβη στο Ιάσιο, όπου υπέβαλε τα σέβη του στον
υποψήφιο ηγεμόνα Ιωάννη Μαυροκορδάτο, αδελφό του Κωνσταντίνου. Ο Ιωάννης
ανέβηκε τελικά στο θρόνο της Μολδαβίας και πρότεινε αμέσως στον Δαπόντε το
αξίωμα του γραμματέα, καθώς και εκείνο του καμινάρη, που ήταν επιφορτισμένος με
την είσπραξη των φόρων επί των οινοπωλείων.
Όλο αυτό το διάστημα που
υπηρέτησε τους ηγεμόνες Κωνσταντίνο και Ιωάννη Μαυροκορδάτο -ως το 1746- ο
Δαπόντε χαρακτηρίστηκε από τη φιλαργυρία του, εξυπηρετώντας -με το αζημίωτο-
διαφόρους τοπικούς παράγοντες. Ο ίδιος περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και με
κάθε ειλικρίνεια τις δραστηριότητες του αυτές και, μερικές φορές και τα ποσά
που εισέπραττε στο γνωστό του έργο Κήπος Χαρίτων.
Ύστερα από συνεχείς
πολιτικές αντιπαραθέσεις με τον μεγάλο ποστέλνικο Αντωνάκη Ραμαδάνη και τη φυγή
του στην Κριμαία, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύοντας τον
Χάνο Σελίμ Γκιράι. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αντέδρασαν με αποτέλεσμα να
φυλακιστεί για 20 μήνες (27 Μαρτίου 1747-27Νοεμβρίου 1748) στην Πόλη, όπου
υπέφερε φριχτά, σωματικά και κυρίως ψυχολογικά, μία που θεωρούσε τη φυλάκισή
του φυσικό επακόλουθο των αμαρτιών του. Σ’ αυτό το διάστημα -τον Αύγουστο
πέθανε η μητέρα του, η οποία είχε ξεκινήσει για τις φυλακές, αν και ο γιος της,
γεμάτος τύψεις για την οδύνη που της προκάλεσε, απέφυγε να την δει.
Απελευθερώθηκε στα τέλη
Νοεμβρίου 1748, αφού πλήρωσε 55 πουγκιά και αποσύρθηκε για ανάρρωση στη Μονή
της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη. Εκεί ήλθε σε επαφή με πολιτικές και πνευματικές
προσωπικότητες της εποχής: Ιωάννικο Καρατζά, μέλλοντα Οικουμενικό Πατριάρχη,
Παΐσιο πρώην Πατριάρχη, Σύλβεστρο Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο τελευταίος του
συνέστησε μία κοπέλα ονόματι Μαριόρα, κόρη του Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη και
της Φεβρωνίας, την οποία παντρεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 1749.
Στις 24 Αυγούστου 1751
γεννήθηκε η κόρη τους Μαγδαληνή η οποία πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου λίγο πριν
από την μητέρα της. Ύστερα από αυτά τα πλήγματα ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να
εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Στις 10 Αυγούστου 1753 αποσύρθηκε στο Πιπέρι, όπου
στις 26 Οκτωβρίου έγινε μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Καισάριος. Για τρία
χρόνια ζει μια ήσυχη ζωή ως μοναχός, μέχρι το 1756, οπότε έπειτα από σύγκρουση
με τον ηγούμενο της μονής, φτάνει στη Σκόπελο με άκρα μυστικότητα και
αποσύρεται αμέσως στην οικογενειακή του μονή της Ευαγγελίστριας.
Την 1η Μαΐου 1757 φεύγει
για προσκύνημα για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος συγκεκριμένα στη μονή Ξηροπόταμου,
όπου ο σκευοφύλαξ μοναχός Άνθιμος ήταν συντοπίτης του. Εκείνη την εποχή οι
πατέρες της μονής αναζητούσαν ένα μοναχό λόγιο, με κύρος και διασυνδέσεις, ο
οποίος θα αναλάμβανε μια αποστολή, με το Τίμιο Ξύλο -κυρίως στις ρουμανικές
χώρες- απ’ όπου θα επιχειρούσε να εξασφαλίσει οικονομική ενίσχυση για την
ευρισκόμενη σε παρακμή μονή, κυρίως για την ανοικοδόμηση του Καθολικού της.
Η αποστολή (τριμελής)
ξεκίνησε στις 22 Μαΐου 1757 και επέστρεψε στη μονή στις 11 Σεπτεμβρίου 1765.
Περιέλαβε εκτός από τις Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη (προκαθορισμένους
στόχους της περιοδείας) καθώς και τη Χίο, τη Σάμο, τα Ψαρά, την Εύβοια, και τη
Σκόπελο, στις τελευταίες περιοχές πήγε ύστερα από παράκληση των κατοίκων τους. Συνολικά
η θητεία αυτή θεωρείται πετυχημένη, αφού απέφερε στη μονή μετά οκτώ χρόνια,
τρεις μήνες και είκοσι μέρες πολλά χρήματα, άμφια, ιερά υφάσματα, ιερά βιβλία,
ιερά σκεύη, φορητές εικόνες και διάφορα υλικά για το ναό.
Μετά την άφιξή του στη
μονή, την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1765, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, ο
Καισάριος άρχισε να ασχολείται με την επίβλεψη της επισκευής του Καθολικού. Το
1771, ύστερα από μία παρεξήγηση, προφανώς με τους ξηροποταμινούς πατέρες, πήγε
στην μονή Κουτλουμουσίου. Το 1778 αναχώρησε για την μονή Ευαγγελιστρίας της
Σκοπέλου, την οποία είχε κτίσει ο παππούς του Ιωάννης Γραμματικός, ενώ ο
πατέρας του Στέφανος είχε οικοδομήσει το Καθολικό. Το 1784 ο Καισάριος αφιέρωσε
τη μονή αυτή στην Ξηροποτάμου και, πριν λάβει την επικυρωτική απάντηση των
αγιορειτών, επέστρεψε εκεί όπου και πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου 1784.
Ο Δαπόντε υπήρξε ένας από
τους γνωστότερους συγγραφείς του αιώνα του. Από τα 26 έργα του τα 18 έχουν
τυπωθεί, ενώ τα’ άλλα διασώθηκαν σε χειρόγραφη μορφή στην Ξηροποτάμου, σε
βιβλιοθήκες της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Ρουμανίας, στην Κωνσταντινούπολη και
αλλού.
Συνέταξε κυρίως θρησκευτικά
έργα - αλφάβητα, ειρμούς, θεοτόκια, μακαρισμούς, μεγαλυνάρια, εκκλησιαστικούς
κανόνες κ.λπ., αλλά και πονήματα ιστορικού περιεχομένου, που διατηρούν την αξία
τους και σήμερα.
Στον Σκοπελίτη λόγιο
ταιριάζουν απόλυτα, πιστεύουμε, δύο δικοί του στίχοι :
«Όσα δεν είδα κοσμικός,
καλόγηρος τα είδα
κι εχάρηκα κι εχόρτασα
πάσαν μου παρ’ ελπίδα»