Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οσιος Ευθύμιος ο Νέος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οσιος Ευθύμιος ο Νέος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΒΛΑΣΙΟΣ Ο ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ

  Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

       Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Εὐθύμιος ὁ Νέος καί Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου, ἀπό τούς ἀρχαιότερους οἰκιστές τοῦ Ἁγίου Ὄρους

   Μελετώντας τά πλούσια συναξάρια τῶν δύο αὐτῶν Ὁσίων, πού πρῶτοι μεταλαμπάδευσαν τήν παράδοση τοῦ Μικρασιατικοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθω καί στό πλαίσιο ἑνός σύντομο ἄρθρου, ἐστιάζουμε ἀκροθιγῶς στή συμβολή τους στή διαμόρφωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
  Μέσα ἀπό ἕνα ἄριστο δεῖγμα τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰώνα, ὅπως εἶναι ὁ Βίος πού συνέταξε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος Β΄, ἀκτινοβολεῖ ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, μιᾶς ἐπιφανοῦς μορφῆς τοῦ προκοινοβιακοῦ Ἄθω, τοῦ μετέπειτα ἐπανιδρυτοῦ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα στίς Περιστερές τῆς Θεσσαλονίκης (ἀνασυγκροτήθηκε περί τό 870-871, ἐνῶ τό 964-5 περιῆλθε στή Μεγίστη Λαύρα).


   Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος (+ 15 Ὀκτωβρίου 898) γεννήθηκε περί τό 824, σέ ἕνα χωριό τῆς Γαλατίας κοντά στήν Ἄγκυρα. Στά δεκαοχτώ του χρόνια ἀναχώρησε γιά τό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, τό ὁποῖο, χάρη σέ μορφές ὅπως οἱ ὅσιοι Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας, Εὐστράτιος, Πέτρος τῆς Ἀτρώας καί Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη τό σημαντικότερο μοναστικό κέντρο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Στόν Ὄλυμπο, πού θεωρεῖται ὁ ἄμεσος πνευματικός πρόγονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὑπῆρχαν περί τίς 100 μονές, γύρω ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκοῦνταν χιλιάδες μοναχοί  εἴτε ὡς ὑποτακτικοί κάποιου γέροντος, εἴτε σέ ἡμιαναχωρητικές κοινότητες εἴτε ἀσκούμενοι κατά μόνας. Ἐκεῖ, ὁ Εὐθύμιος ἀσκεῖται ἀρχικά κοντά στόν ἀναχωρητή μοναχό Θεόδωρο καί στή συνέχεια, γιά δεκαπέντε χρόνια στό κοινόβιο τῶν Πισσαδινῶν, γιά νά ὁκληρώσει τήν ἀσκητική διαπαιδαγώγησή του Τό ἔτος 859 ἐγκαταλείπει τόν Ὄλυμπο, ὅπου συνολικά παρέμεινε ἀσκούμενος δεκαέξη μέ δεκαεπτά χρόνια, καί καταφεύγει στόν Ἄθω, ὅπου τήν ἐποχή ἐκείνη ἐγκαταβίωναν μόνο ἐρημίτες πού ζοῦσαν αὐστηρή ἀσκητική βιοτή. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Νίκο Σβορῶνο καί τή Διονυσία Παπαχρυσάνθου, εἶναι πολύ πιθανή ἡ πρόθεσή του νά ἱδρύσει κοινοβιακή μονή στόν Ἄθω, ὁπότε θά προηγεῖτο κατά ἕναν αἰῶνα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἴσως τόν ἀποθάρρυνε στή σκέψη αὐτή ὁ ὑπαρκτός ἀκόμη τήν ἐποχή ἐκείνη κίνδυνος τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀράβων πειρατῶν. Περί τό 863 θά βρεθεῖ πάλι στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας, αὐτή τή φορά γιά νά παραλάβει, ὕστερα ἀπό παράκλησή του, καί νά φροντίσει στά γηρατειά του, τόν παλαιό πνευματικό του πατέρα Θεόδωρο, ἀπό τόν ὁποῖο εἶχε λάβει τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα.
  Ὁ ὅσιος Βλάσιος γεννήθηκε τόν 9ο αἰ. στό χωριό Ἀπλατιαναί, κοντά στό Ἀμόριο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Χειροτονήθηκε διάκονος στήν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν πατριάρχη ἅγιο Ἰγνάτιο. Στό τέλος διαφόρων μετακινήσεών του, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες συγκαταλέγεται καί ἡ παραμονή του γιά τέσσερα χρόνια στή μονή Στουδίου, ἔρχεται, μαζί μέ μαθητές του, γύρω στό 896, στόν Ἄθω. Οἱ ἀθωνίτες ἀσκητές ὅμως τόν ὑποδέχθηκαν μέ ἐπιφυλακτικότητα, βλέποντας μέ δυσπιστία τήν ἐγκατάσταση στόν τόπο τους ἑνός μοναχοῦ πού προερχόταν ἀπό ἕνα μεγάλο μοναστήρι τῆς πρωτεύουσας ὅπως ἡ μονή Στουδίου. Παρ’ ὅλο πού στό Βίο του ἀναφέρεται ἡ σύσταση μονῆς ἀπό τόν ὅσιο Βλάσιο, δέν φαίνεται ὅτι ἐπρόκειτο γιά συγκροτημένο κοινόβιο, μιά πού τό πιθανότερο εἶναι οἱ μαθητές του νά διασκορπίστηκαν μετά τόν θάνατό του, ἀφοῦ δέν ἔχουμε στό Ἅγιον Ὄρος καμμιά μαρτυρία τιμῆς πρός τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Βλασίου. Ἡ μεγάλη συμβολή τοῦ Βλασίου στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό εἶναι κυρίως ὅτι χάρη στήν διαμεσολάβησή του στόν γνώριμό του αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ (866-912), ἐκδόθηκε τό χρυσόβουλλο τοῦ ἔτους 908, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἄθω ἀπέναντι στή μονή Κολοβοῦ καί ἡ ἐπαναλαμβάνεται ἡ διάταξη τοῦ Βασιλείου Α΄, τοῦ ἔτους 883, ὅτι κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά ἐνοχλεῖ τούς Ἀθωνίτες· πράξεις πού δημιουργοῦσαν εὐνοϊκότερες συνθῆκες γιά τήν ἀνέλιξη τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης. Μικρογραφία στόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 154, σ. 350.