Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ: ἀνταύγειες αἰωνιότητας
στίς ψυχές μας
(…) Σύμφωνα μέ τόν
μεγάλο λογοτέχνη καί ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου: «Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ
ζωγραφίζεται στά βυζαντινά εἰκονίσματα μέ τήν πνευματική ἁγιότητα πού εἶναι ἱστορημένη
μέσα στό Εὐαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σάν μυστήριο».
Οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ συνδυάζουν τό ὑλικό μέ τό ἄϋλο, τήν ἄκτιστη φύση μέ τήν κτιστή, τό ὑπερφυσικό καί ἄπειρο μέ τό φυσικό καί πεπερασμένο. Αἰσθητοποιοῦν τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κρατῶντας ὅλο τό θεολογικό βάθος της, βρίσκοντας τό μέτρο ἀνάμεσα στό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο. Ἐνεργοῦν κατά τρόπο μυστικό προκαλῶντας κατάνυξη στίς ψυχές τῶν πιστῶν πού εἶναι σάν νά δέχονται ἀνταύγειες τῆς αἰωνιότητας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ ἱερές εἰκόνες εἶναι ὁρατές
ἀναπαραστάσεις ἐκείνης τῆς θεϊκῆς πραγματικότητας πού δέν μπορεῖ νά
ἀπεικονιστεῖ. Εἰδικότερα, ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μᾶς βοηθάει νά ἀνυψωθοῦμε στό
ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς βαθειᾶς κατανόησης τοῦ νοήματος τῶν Χριστουγέννων…
(…) Ἡ παράσταση τῆς Γεννήσεως παρέχει μέ τήν
παρουσία της στόν ναό ὁρατή μαρτυρία τοῦ κοσμογονικοῦ αὐτοῦ γεγονότος τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, καθώς αἰσθητοποιοῦνται ὅλα τά ἀναγνώσματα, πατερικές
ὁμιλίες καί ὕμνοι πού ψάλλονται εἴτε προεόρτια εἴτε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν
Χριστουγέννων. Ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς ἑορτῆς διαμορφώθηκε ἔτσι ὥστε νά
συνοψίζει τήν θεολογία τῶν Χριστουγέννων ἐνδύοντάς την μέ ἄρτια αἰσθητική
μορφή. Ἡ παράσταση ἔχει ὀργανωθεῖ
συμβολικά, συνθέτοντας στοιχεῖα ἀπό τήν πραγματικότητα μέ πνευματικά καί
διαχρονικά στοιχεῖα. Τό βουνό, τό σπήλαιο, ἡ φάτνη, τά ζῶα συνυπάρχουν μέ τόν
χρυσό φόντο πού συμβολίζει τόν πνευματικό χῶρο τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅλες οἱ παραστάσεις τῆς Γεννήσεως εἶναι
γεμᾶτες μέ μία κατάσταση βαθειᾶς πνευματικῆς σκέψης. Σ᾿ αὐτές, ὅπως ἄλλωστε καί
στή σχετική ὑμνογραφία, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τό γήϊνο καί τό
οὐράνιο συμπλέκονται καί συμπορεύονται, ἀφοῦ μάλιστα τό τεχθέν εἶναι τέλειος
Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος: τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια συγχορεύουν γιά τήν
ἀνεκλάλητη χαρά, οἱ Ἄγγελοι ὑμνοῦν, οἱ Ποιμένες δοξολογοῦν, οἱ Μάγοι προσκυνοῦν,
τά ὄρη σκιρτοῦν, ἡ οἰκουμένη προσφέρει τά δῶρα της στό νεογέννητο βρέφος, ἡ
Παρθένος γίνεται ἔμψυχος ναός καί θρόνος Χερουβικός τοῦ Ὑψίστου καί τέλος, τό
βουνό, τό σπήλαιο, ἡ φάτνη καί τά ζῶα συνυπάρχουν μέ τόν χρυσό φόντο, κυρίως
στίς φορητές εἰκόνες, πού συμβολίζει τόν πνευματικό χῶρο τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ παράσταση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ
ἀποτελεῖ μέ τό ὑψηλό δογματικό νόημά της ἀναπόσπαστο μέρος στή διακόσμηση τῶν
ὀρθοδόξων ναῶν, ἐνταγμένη στόν κύριο εἰκονογραφικό κύκλο τοῦ Δωδεκάορτου. Στούς
βυζαντινούς ναούς συνήθως τοποθετοῦνταν σέ πλησιόχωρη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος
ἐπιφάνεια, στά ἀνατολικά, σημειώνοντας μέ τή θέση αὐτή τήν ἀνατολή τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, πού
σύμφωνα μέ τήν ὑμνογραφία εἶναι ὁ Χριστός. Πολλές φορές ἁγιογραφεῖται καί στήν
καμάρα τοῦ Ἱεροῦ, ὅπου ἄλλωστε βρίσκεται ἡ ἁγία τράπεζα, συμβολική τῆς φάτνης
καί τοῦ τόπου ταφῆς τοῦ Κυρίου.
Τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, προφητικές
ἐξαγγελίες καί ἀπόκρυφες διηγήσεις, πατερικές ὁμιλίες καί ἡ πλούσια περί τήν
ἑορτή αὐτή ὑμνογραφία, ἀποτελοῦν τίς πηγές τῆς πολύ σημαντικῆς γιά τή
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτῆς παράστασης, πού προσεγγίζει μέ τήν πρέπουσα
εὐλάβεια ἀλλά καί χάρη τό «παράδοξον» αὐτό «μυστήριον».
Ἀπό τήν εἰκονογραφία τῆς Γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ πολλές εἶναι οἱ λεπτομέρειες ἐκεῖνες πού ἀξίζουν ἰδιαίτερο σχολιασμό,
ἐπειδή μέσα τους κρύβουν ἕνα βαθύ θεολογικό συμβολισμό καί ἀποκαλύπτουν τό
εὗρος τῆς ἐπίδρασης τῆς πατερικῆς γραμματείας στίς χριστιανικές εἰκαστικές
τέχνες…
Ἀποσπάσματα ἀπό Διάλεξη
τοῦ συγγραφέα μέ τίτλο:
«Δεῦτε
ἴδωμεν πιστοί: Εἰκονογραφικές
προσεγγίσεις στό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων».