Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ.


Μέ κατάνυξη, μέ ὁλονύκτιο πανηγυρική ἀγρυπνία ἀλλά καί μεθεόρτιο Θεία Λειτουργία στήν Ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων τιμήθηκε ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (13 Ἰανουαρίου, μέ τό ἀθωνικό ἡμερολόγιο). 




   Τόσο στό Κυριακό τῆς πανηγυρίζουσας Σκήτης ὅσο καί στό ἀνακαινισμένο παρεκκλήσι τῆς ἔρημης καλύβης τοῦ Ἁγίου Μαξίμου (τήν ἑπόμενη ἡμέρα, στίς 14 Ἰανουαρίου), οἱ Καυσοκαλυβίτες πατέρες συνεόρτασαν μέ ἄλλους Ἁγιορεῖτες πατέρες καί προσκυνητές τῆς Σκήτης τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τοῦ πρώτου οἰκιστοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων καί ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους Ἁγιορεῖτες Ἁγίους πού ἤκμασε κατά τόν 14ο αἰώνα καί θεωρεῖται ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές ἀσκητικές μορφές σέ ὅλους τούς αἰῶνες.


ΤΟ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
''



Στή συνέχεια παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, πού συνέγραψε ὁ Ἁγιορείτης ἅγιος Μακάριος Μακρῆς ὁ Βατοπαιδινός (14ος αἰώνας). Τό ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στό περιστατικό κατά τό ὁποῖο ὁ ὅσιος Μάξιμος ἀνέβηκε στήν κορυφή τοῦ Ἄθω.






 «... Ἦταν τότε ἡ ἕβδομη Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα. Φτάνοντας λοιπόν ἐκεῖ ἐπιδίδεται σέ τριήμερη νηστεία καί προσευχή, ἐκδημώντας ἀπ’ ὅλα τά γήϊνα καί ἐνούμενος μ’ ὅσα ὑπερβαίνουν τόν νοῦ καί τίς φυσικές αἰσθήσεις. Εὑρισκόμενος ἐν ἐγρηγόρσει ἀξιώνεται νά δεῖ τή Θεομήτορα, βρεφοκρατοῦσα, καί ἀπαστράπτουσα μέσα σέ θεϊκό φῶς, συνοδευόμενη ἀπό πλῆθος ἀγγελικῶν δυνάμεων. Χωρίς δισταγμό τήν προσκύνησε πέφτοντας στή γῆ -ἐπειδή γνώριζε νά διακρίνει μέ ποιούς ἔπρεπε νά συνταχθεῖ- ψάλλοντας τό «Ἄξιον ἐστίν», πληρούμενος θεῖας ἐμπνεύσεως καί εὐγνωμονώντας γιά τήν τόσο παράδοξη καί ὑπερφυῆ παρουσία.





Κάποτε διαλύθηκε ἡ ὀπτασία καί ἀνέβηκε στόν οὐρανό μέ ἀγγελικούς ὕμνους ὁ ἔμψυχος καί λογικός οὐρανός, ἡ Θεοτόκος. Ὁ δέ θεῖος Μάξιμος ἔμεινε ἐπί πολύ μέ τήν καρδιά του γεμάτη ἀγαλλίαση, ὀσφραινόμενος μιάν ἄρρητη εὐωδία πού ἀναδύονταν ἀπό κεῖ ὅπου ἀντίκρυσε τή θεία ὀπτασία. Δέν ἐπιθυμοῦσε καθόλου νά ἐγκαταλείψει τόν τόπο ἐκεῖνο, αἰχμαλωτισμένος ἀπό τή θεία ἡδονή.

  Ἀφοῦ παρέμεινε ἀκόμη τρεῖς μέρες στήν κορυφή καί αἰσθανόμενος ὅτι ὑποχώρησε κάπως ἡ Θεία Χάρη, κατεβαίνει λίγο χαμηλότερα στόν ναό τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ διαμένοντας γιά λίγες μέρες καί συχνά ἀνεβαίνοντας στήν κορυφή γιά νά προσκυνήσει τόν τόπο ὅπου ἀξιώθηκε τῆς θείας ὀπτασίας, θερμά ζητοῦσε νά τήν ξαναδεῖ…».






Ἀπόδοση στή νεοελληνική ἀπό τόν ἱεροδιάκονο Ἀρσένιο Παρακλητιανό.