Ο π.
Ανδρέας, κατά κόσμον Χαράλαμπος Θεοφιλόπουλος, του Ιωάννου και της Σταθούλας,
γεννήθηκε στο χωριό Λογγανίκος της Λακωνίας στις 16 Φεβρουάριου τού 1916.
Ο
Γέροντας προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1933 (σε ηλικία 17 ετών). Εκεί ήδη μόναζε ο
κατά σάρκα αδελφός του μοναχός Παντελεήμων στην Κερασιά, περιοχή άνω των
Κατουνακίων, όπου εκάρη μοναχός στο Κελλί του Τίμιου Προδρόμου. Εκεί παρέμεινε
περίπου δέκα χρόνια, μέχρι το 1942. Αυτή την περίοδο εμπλούτισε τις γνώσεις του
«παρά τούς πόδας» τού Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.
«Αργότερα[1] μόνασε με τον Γέροντά του Ιωακείμ (ο
όποιος εκάρη μοναχός από τον γερο-Όνούφριο τον Διαβαστή στο γνωστό Κελλί της
Παναγούδας) και τον παράδελφό του Θεόδωρο στο Ιβηρίτικο κελλι των Αγίων
Θεοδώρων, που απέχει απ' τις Καρυές μια ώρα με τα πόδια (καταγκρεμισμένο
δυστυχώς σήμερα). Πορίζονταν τα προς το ζην, όπως περίπου όλοι οι κελλιώτες,
απ' την κτηματοκαλλιεργητική παραγωγή και απ' το έργόχειρό τους, που ήταν η
κατασκευή ξύλινων γουδιών με χειροκίνητο τόρνο.
Παραλλήλως
όμως με αυτά ο π. Άνδρέας σημείωνε επιτυχίες στην καλλιγραφία ιερών Ακολουθιών,
επιδιδόμενος δε συστηματικώς στα της θεωρίας και πράξεως της Βυζαντινής
εκκλησιαστικής μουσικής, έφθασε στο σημείο να είναι όχι μόνο λίαν επιθυμητός ως
ευάκουστος ψάλτης αλλά και ως ικανός προς διδασκαλία.
[1] Αναμνήσεις Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου Λαυριώτου.
Το
ότι οι πατέρες, Άνθιμος Ιβηρίτης, πού αναγνωριζόταν απ' όλη την Ιβηρίτικη
αδελφότητα ως λίαν επιτυχώς πληρών τα μέτρα και τις ψαλτικές απαιτήσεις των
αγρυπνιών στο Καθολικό, και ο στο Κουτλουμουσιανό κελλί του άγιου Σπυρίδωνος
(Κερκυραίων) μονάζων και απ' όλη την μεγάλη εκείνη κελλιογειτονιά και δη και
πέραν αυτής θαυμαζόμενος για την καλλιφωνία του διακο-Σωφρόνιος, ήσαν μαθηταί
του πατρός Ανδρέου, ούδενός αντιλέγοντος, τον διεφήμισε και τον καθιέρωσε ως
μουσικοδιδάσκαλο σε όλη την εκεί περιοχή. Αφ' ης στιγμής μάλιστα, αποφάσει της
Ιεράς Κοινότητος, προσελήφθη ως γραμματεύς της (1953-1966) και εν συνεχεία ως
αριστερός ψάλτης στο Πρωτάτο των Καρυών, -με δεξιό τον από δεκαετιών ήδη
πασίγνωστο για την καλλιφωνία Διακογιάννη- αναγνωρίστηκε πλέον κι αυτός ως
τοιούτος ευρυτερον...». Μετέπειτα διετέλεσε και γραμματεύς της Ι.Μ.
Σιμωνόπετρας.
Νεώτατος
διδάχθηκε την πατρώα βυζαντινή μουσική τέχνη από τους ιερομόναχο Ιωάσαφ και
πατέρες Ευγένιο Ραλλίδη και Μάξιμο τους Καυσοκαλυβίτες.
Εκτός
από πάμπολλα πνευματικά βιβλία με τις πολλές επανεκδόσεις, όπως
α) η
«Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας»,
β)
«Άγιον Όρος» (Ιστορικός και Προσκυνηματικός οδηγός (1969),
γ)
«Σύμβουλος του Πνευματικού»,
δ) «Η
άλήθεια» (Σύμβουλος πνευματικού προσανατολισμού) (1991),
ε)
«Αλφαβητάριον Σοφίας» (1984),
στ)
«Ανθολογία ποιημάτων» (1980),
ζ)
«Συνομιλία με το φως»,
η)
«Ανέκδοτα διηγήματα»,
θ) «Ό
Απ. Πέτρος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη» κ.ά., συνέγραψε ή μάλλον μελοποίησε και
εξέδωσε πολλά μουσικά βιβλία όπως τη Συνοπτική Θεωρία (1969), Εγκόλπιο
Εσπερινού, Εγκόλπιο Όρθρου (1973), Ιερά Άσματα τής Θείας Λειτουργίας (1992) (με
πολλά δικά του μελουργήματα), Αναστασιματάριο Ιωάννου Πρωτοψάλτου (1983), Ιερόν
Ανθολόγιον (1990), Μουσικόν Απάνθισμα κ.ά.
Το
1979 μάλιστα καταρτίζει τον τρίτο τόμο του «Ταμείου Ανθολογίας» πού εκδίδεται
από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπουλου στη Θεσσαλονίκη. Ηχογράφησε επίσης
τις ασκήσεις και τούς ύμνους από τα μουσικά του βιβλία σε κασέτες. Στους
μαθητές του συγκαταλέγεται ό Απόστολος Παπαδόπουλος, νυν πρωτοψάλτης τού
Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Όλο το έργο του βρίσκεται σήμερα στη συλλογή τού
Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αρκετά μαθήματά του παραμένουν ανέκδοτα.
Στα
τέλη τής ζωής του, το 1995, χειροτονήθηκε διάκονος από τόν Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας
Κωνσταντίνο, στην Αγία Ευθυμία Χαλκηδόνος, και ιερεύς αργότερα, στον Άγιο
Γεώργιο Ηρακλείου. Έλαβε δέ και τό οφίκιο τού Πνευματικού στην Αγία Παρασκευή
Ν.Ιωνίας. Η κοίμησίς του από καρδιακή ανεπάρκεια
στις 12 Μαρτίου του 2004, το μεσημέρι της Παρασκευής των Β' Χαιρετισμών, γέμισε
με θλίψη τις καρδιές μας, άλλα και ελπίδα της παρά τον Κύριον αναπαύσεώς του. Η
κηδεία του ετελέσθη την επόμενη μέρα στον Προφήτη Ηλία Αττικής, προηγηθείσης
Θείας Λειτουργίας.
Τό «Γεροντικόν του Αγίου Όρους» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1978 και από
τότε λόγω της σπουδαιότητός του εγνώρισε τουλάχιστον έξι εκδόσεις έως αυτής του
1998.
κείμενα:
Πρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου