Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΤΗΤΑ
ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ*Θεόκλητος Καρατζᾶς ὁ Βυζάντιος
Κόσμημα τῶν φιλοσοφικώτατων Καυσοκαλυβίων εἶναι καί ὁ μοναχός Θεόκλητος Καρατζᾶς ὁ Βυζάντιος (γενν. 1728- † μετά τό 1783).
Ὁ Θεόκλητος (κατά κόσμον Θεόδωρος) ἦταν γόνος τῆς γνωστῆς φαναριώτικης οἰκογένειας τῶν Καρατζάδων καί ἔτυχε ἀξιόλογης γιά τήν ἐποχή του παιδείας. Κατά τόν ἱστορικό Γ. Ζαβίρα «οὗτος ἦν ἀνήρ ἐλλόγιμος καί εἰδήμων οὐ μόνον τῆς Ἑλληνικῆς ἀλλά καί τῆς Λατινικῆς καί Ἰταλικῆς διαλέκτου καί μάλιστα τῆς Ἀραβικῆς, Συριακῆς, Περσικῆς καί Τουρκικῆς γλώσσης»[1]. Πρίν ἀναχωρήσει γιά τόν Ἄθω, ὑπηρέτησε ὡς γραμματέας σέ διάφορες ἐπιτελικές θέσεις. Συγκεκριμένα, διετέλεσε γραμματέας τοῦ συγγενοῦς του Γεωργίου Καρατζᾶ, ἰατροῦ τοῦ σεραγίου, ὁ ὁποῖος τό 1764 ἔγινε μέγας διερμηνέας τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, γραμματέας ἡγεμόνων τῆς Βλαχίας καθώς καί γραμματέας καί ἄρχοντας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Στό Ἅγιον Ὄρος τόν βρίσκουμε πρίν τό 1767. Ἀρχικά κοινοβίασε στά Καυσοκαλύβια, στήν Καλύβη Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου[2], τήν ὁποία εἶχε ἀνακαινίσει ὁ Γέροντάς του, ἱερομόναχος Παΐσιος († 1801), ὁ Παλαιολόγος, «ὁ ἐξ Ἁγίας Σιών» (καταγόμενος δηλαδή ἀπό τήν Ἁγιάσο τῆς Λέσβου), ὁ ὁποῖος ἀργότερα, στά 1784, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ξενοφῶντος[3] καί ἀργότερα καί τῆς Μεγίστης Λαύρας (1794-1796). Κατά τή διάρκεια ὅμως τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐπί Μεγάλης Αἰκατερίνης, ἐπιστρατεύθηκε ἀπό τόν Ρῶσο ναύαρχο κόμητα Ἀλέξιο Ὀρλώφ γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ὡς διερμηνέας στό ρωσικό στόλο. Ὁ Γ. Ζαβίρας χρονολογεῖ τό περιστατικό στά 1767 καί συμπληρώνει ὅτι ὁ Ὀρλώφ ἀπέστειλε κρυφά μέ ἕνα πλοῖο κάποιους στρατιῶτες του, καί ἀφοῦ ἔπιασαν τόν Θεόκλητο, τόν ἔφεραν ἀκουσίως στό ναύαρχο πού βρισκόταν στήν Πάρο. Τρεῖς μῆνες ἀργότερα ὅμως καί κατόπιν ἔντονων παρακλήσεων, τόσο τοῦ ἰδίου ὅσο καί τοῦ Γέροντός του Παϊσίου (ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ἀκολουθήσει) καί ἐφόσον δέν ἄντεχε νά βλέπει καί τούς δύο τόσο περίλυπους, ὁ ναύαρχος τούς ἄφησε νά ἐπιστρέψουν στήν πολυπόθητη ἡσυχία τους[4].
Ὁ ἐρευνητής Χ. Τζώγας βασιζόμενος στόν Γ. Ζαβίρα[5]ἀναφέρει ὅτι στή Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου 1776 στήν Κωνσταντινούπολη γιά τό ζήτημα τῶν μνημοσύνων, ἔλαβαν μέρος καί οἱ Ραφαήλ Καυσοκαλυβίτης καί Θεόκλητος Καρατζᾶς[6].
Εἶναι πολύ πιθανόν, ὁ Θεόκλητος, νά ἐγκαταστάθηκε στά 1784 στή μονή Ξενοφῶντος, ἀκολουθῶντας τόν γέροντά του Παΐσιο καί τή λοιπή συνοδεία στήν ἐπάνδρωση καί κοινοβιοποίηση τῆς μονῆς.
Ὁ Θεόκλητος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ περίφημου γιά τήν ἐποχή του ἀνέκδοτου ἔργου Νομοκάνονον ἀκριβέστατον καί πλουσιώτατον, εἰς κοινήν ἤδη γλῶσσαν μεταφρασθέν πρός τήν ἀναγινωσκόντων ὠφέλειαν, πού εἶναι συλλογή Ἱερῶν Κανόνων παραφρασμένων στήν ἁπλοελληνική[7]· ἔργο τό ὁποῖο συνέταξε στά Καυσοκαλύβια καί τό ὁποῖο σώζεται σέ δεκαπέντε περίπου κώδικες,[8] ἀπό τούς ὁποίους οἱ ἐννέα γράφηκαν στά Καυσοκαλύβια τήν περίοδο 1767-1783. Ἐνδεικτικά μεταφέρουμε τά βιβλιογραφικά σημειώματα τοῦ πρώτου καί τοῦ τελευταίου χρονολογικά κώδικα:
Κώδ. Ξενοφῶντος 795, σελ.γ΄: Πρός τούς ἀναγινώσκοντας.
Ἀρχ. : "Οἱ ἱεροί καί θεῖοι κανόνες ἤνθησαν μέν εἰς τόν καιρόν...".
Τέλος : «Ἐν τῇ κατά τό ἅγιον τοῦ Ἄθω ὄρος ἱερᾷ τοῦ Καυσοκαλυβίου σκήτῃ, ἔτει μέν σ(ωτη)ρίῳ ᾳψξζ΄, μηνί δέ μαρτίῳ [1767]. Ὁ ἐν μοναχοῖς ἐλάχιστος Θεόκλητος ὁ Βυζάντιος».
Κώδ. Παντελεήμονος148, φ. 7α: «Ἐν τῇ κατά τό Ἅγιον Ὄρος ἱερᾷ τοῦ Καυσοκαλυβίου σκήτῃ τῷ ᾳψπγ΄(1783), μηνί δέ Μαρτίῳ. Ὁ ἐν μοναχοῖς Θεόκλητος ἐλάχιστος ὁ Βυζάντιος».
Τό σημείωμα τοῦ παραπάνω κώδικα ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν πληροφορία τοῦ ἱστορικοῦ Γ. Ζαβίρα ὅτι ὁ Θεόκλητος «ἐτελεύτησε τῷ ἔτει 1777 ἐν τῇ σκήτῃ μόλις ἄγων τό 50 ἔτος τῆς ἡλικίας του»[9].
Σύμφωνα μέ τόν Γ. Ζαβίρα, ὁ Θεόκλητος συνέγραψε «... τῇ αἰτήσει τοῦ πνευματικοῦ πατρός Παϊσίου... εἰς ἁπλήν διάλεκτον ὅλους τούς Ἱερούς Κανόνας, Ἀποστολικούς καί Συνοδικούς καί τῶν κατά μέρος Πατέρων πρός εἴδησιν τῶν ἁπλουστέρων πνευματικῶν».
Ὁ Ρῶσος ἱστορικός, ἐπίσκοπος Πορφύριος Οὐσπένσκυ γράφει γιά τόν ἔργο αὐτό τοῦ Θεοκλήτου: «Στά 1749-1764 ὁ ἱεροδιάκονος τῶν Καυσοκαλυβίων Νεόφυτος συνέταξε τήν Ἐπιτομή τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἐκκλησίας. Αὐτό τό χειρόγραφο, πού περιέχει 1835 σελίδες καί διατηρεῖται στή Βιβλιοθήκη τοῦ Ρώσικου μοναστηριοῦ, εἶναι μία συλλογή στήν ὁποία τά δόγματα, οἱ ἐντολές, οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες, οἱ παραδόσεις καί τό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνωμένα μέ τέτοιον τρόπο ὥστε ὁ συγγραφέας συλλογίζεται ἐλεύθερα τήν Ἁγία Τριάδα, τήν προσευχή καί τήν ζητιανία, τά μυστήρια, τόν κλῆρο καί τά δικαιώματά του, μέ ὅλες τίς μαρτυρίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή»[10].
Στόν Πρόλογό του, ὁ Θεόκλητος κάνει σαφῆ καί ἀναλυτικό λόγο γιά τίς πηγές τῶν κανόνων ἐπιθυμῶντας ‘‘ἐξ ἀρχῆς νά προκαταλάβει τούς ἀναγνῶστες του γιά τήν ἀξία του ἔργου του, καθόσον μνημονεύει πηγές πού ἦσαν ἀναμφίβολα οἱ κλασικές καί αὐθεντικές’’[11]. Γράφει ὁ ἴδιος: «Ἐφρόντισα δέ ἐπιμελῶς, νά μήν προσθέσω τίποτε εἰς ὅλον τοῦτο τό βιβλίον ἀφ’ ἑαυτοῦ μου, καθώς ἐξετάζων τις τά ἐν αὐτῷ μέ τά ἑλληνικά θέλει πληροφορηθῆ τήν ἀλήθειαν»[12]. Ἡ ἀγωνία του ἄλλωστε νά μή νοθευτεῖ τό περιεχόμενο τῶν κανόνων ἀποτυπώνεται σέ ἰδιόγραφη σημείωσή του: «Ὁρκῶ σε τόν μεταγράψαντα τήν βίβλον ταύτην κατά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κατά τῆς ἐνδόξου ἐλεύεως αὐτοῦ, ἐν ᾗ κρινεῖ ζῶντας καί νεκρούς, ἵνα παραβάλῃς μετά τό γράψαι ταύτην καί ἐπιμελῶς ἐπιδιορθώσῃς πρός τό ἀντίγραφον ὑφ’ οὗ ἔγραψας καί τήν κατάκρισιν ὁμοίως μεταγράψῃς, καθώς ἐν τῷ παρόντι εὗρες»[13].
Ἀναγνωρίζοντας τή μεγάλη γιά τήν ἐποχή του ἀξία τοῦ κειμένου αὐτοῦ[14], ὁ λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες, ἀφιέρωσε στό Θεόκλητο τό παρακάτω ἐπίγραμμα: ‘‘Εἰς νομοκάνονα νεωστί μεταγλωττισθέντα’’
Τῶν νομικῶν τῶν πρό αὐτῆς πάντων πλουσιωτέρα / τῶν εἰς ἁπλήν μετάφρασιν καί ἡ γνησιωτέρα. / Εἶναι αὐτοῦ τοῦ νομικοῦ ἡ ἔκδοσις ἡ νέα / τοῦ Θεοκλήτου μοναχοῦ ὅθεν προτιμητέα / ὅτι ἐκ τῶν Συνοδικῶν Ἑλληνικῶν Βιβλίων / ἀμέσως ἐξηγήθηκε πόνων μετά μυρίων, / δίχως προσθήκη ἀδελφοί μικράν ἤ καί μεγάλην / ὡς ἄνθρωπος ὡς ἔπρεπε φοβούμενος μή σφάλλειν. / Χωρίς ἄλλες ἐξηγήσεις καί στοχασμούς δικούς του / καθώς ἀπ’ τούς προτειτερνούς του»[15].
Τό ἔργο αὐτό ἀνέδειξε τόν Θεόκλητο σέ ἕναν ἀξιόλογο ἀθωνίτη κανονολόγο, καθώς στά μέσα τοῦ ΙΗ΄ αἰώνα ἀμφισβήτησε τίς ἐν χρήσει τότε νομοκανονικές συλλογές καί προχώρησε στή σύνταξη νέας ἐγκυρότερης καί αὐθεντικότερης. Συνέβαλε μέ τόν τρόπο αὐτό στήν ἀναγεννητική κίνηση, ὅσον ἀφορᾶ τίς Κανονικές Πηγές τῆς βυζαντινῆς περιόδου, πού ἐκδηλώθηκε στό Ἅγιον Ὄρος κατά τό δεύτερο μισό τοῦ ΙΗ΄ αἰώνα[16] · κίνηση ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἐπιστέγασμα τό Πηδάλιον[17] τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τοῦ ἱερομονάχου Ἀγαπίου τοῦ ἐκ Δημητσάνης[18].
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, τή σύνταξη τῆς νομοκανονικῆς συλλογῆς καί τήν παράφραση τῶν κανόνων, τήν ἀνέλαβε κατόπιν προτροπῆς τοῦ γέροντός του Παϊσίου:
«... ὁ σεβάσμιος ἐν Χριστῷ πατήρ καί ποδηγέτης, τῆς τῶν πολλῶν ὠφελείας φροντίζων καί πόθον ἔχων νά εὔγουν αὐτά εἰς τό φῶς μέ ἁπλῆν φράσιν, διά νά καταλαμβάνωνται ἀπό ὅλους, μοί ἔδωκεν ἐντολήν νά μεταφράσω εἰς κοινήν γλῶσσαν ὅλους τούς ἱερούς κανόνας ὁμοῦ μέ τάς ἀναγκαιοτέρας ἐξηγήσεις τῶν .... ἑρμηνευτῶν αὐτῶν»[19]. Ὁ Παΐσιος ἐξέφραζε τό πνεῦμα καί τίς ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς οἱ κληρικοί νά ἔχουν χρήσιμα καί ἀξιόπιστα βοηθήματα στό ποιμαντικό τους ἔργο. Τό στή δημώδη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του κείμενο, στηριζόταν σέ αὐθεντικές πηγές καί εἶχε ἐπιτυχημένη κατανομή τῆς ὕλης [20].
Σύμφωνα μέ τούς σωζόμενους κώδικες, ὁ Θεόκλητος περάτωσε τό ἔργο συλλεκτικό, ματαφραστικό καί κωδικοποιητικό αὐτό ἔργο τό Μάρτιο τοῦ 1767. Ἡ χρονολογία αὐτή, ὡς κατακλείδα τοῦ Προλόγου ‘‘Πρός τούς ἀναγινώσκοντας’’, παραμένει σταθερή, ἀκόμα καί στά χειρόγραφα πού ἀντιγράφηκαν σέ μεταγενέστερες περιόδους.
Ἐπιπλέον τοῦ Νομοκάνονα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Γεδεών, ὁ Θεόκλητος παρέφρασε στήν ἁπλούστερη ἑλληνική τούς Ἀσκητικούς Ὄρους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί «κατήρτισεν συλλογήν τινα καί συμφωνίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν νόμων»[21].
Ὅσον ἀφορᾶ στό ἁγιολογικό καί ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Θεοκλήτου, ἀναφέρουμε τά ἑξῆς ἔργα:
α) Συμπλήρωση τῆς Ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Ὀνουφρίου τοῦ Μεγάλου καί Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Βρίσκεται στόν Κώδ. Ξενοφῶντος 225 (522 Συμπλ. Καταλ. Μανούσακα) τοῦ ἔτους 1773[22]. Συγκεκριμένα, στόν ἰδιόγραφο αὐτό τοῦ Θεοκλήτου κώδικα αὐτό βρίσκουμε τά παρακάτω:
φ.1: Ἀκολουθία τῶν ἁγίων Ὀνουφρίου τοῦ μεγάλου καί Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου
φ.24: Ἐκλογαί Ψαλμῶν
φ.52: Μεγαλυνάρια δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν.
φ.58: Μεγαλυνάρια τῆς Πεντηκοστῆς.
Τήν πατρότητα ἀπό τόν Θεόκλητο τῆς παραπάνω Ἀκολουθίας μαρτυροῦν δύο στίχοι στόν παραπάνω κώδικα, στό φ. 23α: "ἐγράφη ἡ παροῦσα ἀκολουθία εἰς Καυσοκαλύβιον, ὅπου καί συνετέθη, τῷ αψογ' [1773], μηνί μαρτίῳ. Δυάς ἁγία πρέσβευε τριάδι τριάδι τῇ ἁγίᾳ λύσιν πταισμάτων παρασχεῖν τῇ ἐμῇ ρυπαρίᾳ " καθώς καί στό στό φ.52 : "Ἐγράφησαν τά παρόντα ἐν τῇ τοῦ Καυσοκαλυβίου ἱερᾷ σκήτῃ ὑπό χειρός ἁμαρτωλοῦ Θεοκλήτου μοναχοῦ τῷ ᾳψογ΄ [1773] ἔτος, μηνί μαΐω".
β) Κανόνας τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσίου Σίμωνος τοῦ Μυροβλύτου, πού σώζεται στόν κώδ. 49 Παντελεήμονος (Ιθ΄ αἰ.) φ.φ. 8 α-16β καί ἡ ὁποία ἐκδόθηκε ἀπό τόν τότε ἡγούμενό τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἱερώνυμο τό 1925 στήν Ἀθήνα[23]. Ὁ κανόνας φέρει ἀκροστιχίδα στά Θεοτοκία: «Θεοκλήτου» καί εἶναι σέ ἦχο πλ. α΄, κατά τό Ἵππον καί ἀναβάτην καί μέ ἀρχή τοῦ πρώτου τροπαρίου τῆς α΄ ὠδῆς «Μύρου ἐνθέου Πάτερ, ὑψόθεν ἐμφορηθείς...»[24].
γ) Βίος καί Συμπλήρωμα Ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐπισκόπου Ἄσσου, πού βρίσκεται σέ ἀκατολογογράφητο κώδικα τῆς μονῆς Ξενοφῶντος, ἰδίογραφο τοῦ Θεοκλήτου. Ὁ Θεόκλητος -πού συνήθιζε νά γράφει, ὅπως εἴδαμε, κατόπιν προτροπῆς τοῦ καταγόμενου ἀπό τή Λέσβο Γέροντός του ἱερομον. Παϊσίου- φαίνεται ὅτι συνέθεσε τά ἔργα αὐτά πρός τιμήν ἑνός ἁγίου πού ἐτιμᾶτο πολύ στήν ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄσσο τῆς Μ. Ἀσίας Λέσβο, τό πιθανότερο γιά νά τόν τιμοῦν στόν χῶρο τῆς μετανοίας τους καί συγχρόνως νά τόν προβάλλουν στόν ἁγιορειτικό κόσμο. Στήν Ἀκολουθία αὐτή, ὁ Θεόκλητος πρόσθεσε δικῆς του συνθέσεως Μικρό Ἑσπερινό[25].
δ) Γιά τούς ἴδιους μέ τούς παραπάνω λόγους, ὁ Θεόκλητος πρόσφερε τό ποιητικό του χάρισμα καί στόν ἅγιο νεομάρτυρα Θεόδωρο τό Βυζάντιο († 1795), τόν μετέπειτα πολιοῦχο Μυτιλήνης. Ἔτσι συνέθεσε πρός τιμήν του Μικρό Ἑσπερινό (βρίσκεται σέ ἰδιόγραφο τμῆμα τοῦ κώδ. Σκήτης Ἁγίου Δημητρίου 4) καί ἔκανε ὁρισμένες ‘‘διορθώσεις’’ στό Μαρτύριο (φ. 41 α τοῦ παραπάνω κώδικα) καί τήν ὑπόλοιπη Ἀκολουθία, πρίν τό ἔτος 1797[26].
Πάντως ὁ Ρῶσος ἱστορικός Πορφύριος Οὐσπένσκυ, γράφει γιά τόν Θεόκλητο καί τό ὑμνογραφικό του ἔργο: «Ὁ Θεόκλητος, ὁ ὁποῖος ἦταν μοναχός στά Καυσοκαλύβια, ἔγραψε πολλούς κανόνες στή δόξα τῶν ἁγίων, τό 1770. Ἀλλά αὐτοί οἱ κανόνες δέν ἐκδόθηκαν»[27].
Ραφαήλ Ἀκαρνάν ὁ διδάσκαλος (1714-1804)
Ὁ ἱερομόναχος Ραφαήλ ὁ Ἀκαρνάν, ὁ "διδάσκαλος", εἶναι ἀπό τούς πολυγραφέστερους Καυσοκαλυβίτες λογίους. Καταγόταν ἀπό τήν Ἀκαρνανία καί σπούδασε στή Σχολή τῆς Ἄρτας ὑπό τόν διδάσκαλο Χρύσανθο τόν Ἠπειρώτη, ἔχοντας ὡς συμμαθητή του τόν Εὐγένιο Βούλγαρη. Μᾶς πληροφορεῖ σχετικά ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας: «Σύγχρονοι σχεδόν τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου ὑπῆρξαν κοσμήσαντες τό Καυσοκαλύβιον Θεόκλητος ὁ Καρατζᾶς, νομομαθής καί πολύγλωττος, Ραφαήλ ὁ Ἀκαρνάν, συμμαθητής τοῦ Βουλγάρεως καί συνθέτης ὕμνων ἐκκλησιαστικῶν...»[28]. Ὁ ἴδιος ὁ Ραφαήλ δίδαξε ὡς ἱεροδιδάσκαλος στή Ζαγορά.[29] Ἀνάμεσα στούς μαθητές του, ἀναφέρεται καί ὁ νεαρός τότε Κωνσταντῖνος, ὁ μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος Γ΄ (1731-1791)[30].
Στά Καυσοκαλύβια ὁ Ραφαήλ ἦλθε στά 1757 καί ἐγκαταβίωσε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, μία ἀπό τίς ἀρχαιότερες τῆς σκήτης, ἀφοῦ ἱδρύθηκε στά 1732, δύο ἔτη μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τό ‘‘ὁμόλογο’’ τῆς Καλύβης ἐκδόθηκε ὑπέρ τοῦ «πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις ἁγίου διδασκάλου κυρίου Ραφαήλ[31]» τό 1757 καί εἶναι τό ἀρχαιότερο ἀπό τά σωζόμενα στά ἀρχεῖα τῆς Λαύρας. Τό ἔγγραφο αὐτό ἔχει ὡς ὑστερόγραφο, τό ἔτος 1762, τήν ἐγγραφή ὡς συνοδίας τοῦ «ἁγίου διδασκάλου κύρ Ραφαήλ», τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1804 ἐκδόθηκε ‘‘ὁμόλογο’’ ὑπέρ τοῦ διαδόχου τοῦ Ραφαήλ, γερο-Συμεών"διά τούς κόπους καί τήν ὑπομονήν, ὅπου εἴπαμεν εἰς ἐκεῖνον τόν μακαρίτην "[32].
Στό κείμενο ὁ Ραφαήλ, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε ὁ προαναφερθείς Συμεών, ἀναφέρεται πλέον ὡς ‘‘μακαρίτης’’. Ἀπ’ αὐτό μποροῦμε ἀσφαλῶς νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ ‘‘ἱεροδιδάσκαλος παπᾶ Ραφαήλ’’ ἐκοιμήθη στά 1804. Τό ἔτος ἄλλωστε αὐτό, ὡς ἔτος κοιμήσεως τοῦ Ραφαήλ ἀναφέρει καί ὁ Ρῶσος ἱστορικός, ἐπίσκοπος Πορφύριος Οὐσπένσκυ: «Στά Καυσοκαλύβια ζοῦσε καί πέθανε στά 1804 ὁ σοφός ἱερομόναχος Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Ἀκαρνανία. Ὁ Εὐγένιος ὁ μεγάλος, τόν σεβόταν πολύ καί στίς ἐπιστολές του τόν ἔλεγε σοφό. Ἀπό τά ἔργα του, ὁ Θεοδώρητος εἶδε μόνο τά ‘‘Ἐλεγειακά Ἐπιγράμματα’’. Ὁ ἀσκητισμός του ἦταν σκληρότατος. Ἔζησε ὅμως ἐνενήντα χρόνια. Ἦταν μαθητής τοῦ Χρύσανθου τοῦ Ἠπειρώτη, μαζί μέ τόν ἔνδοξο Εὐγένιο στήν πόλη Ἄρτα»[33]. Ἄν μάλιστα θεωρήσουμε ὡς ὀρθή καί τήν πληροφορία τοῦ Πορφυρίου ὅτι ὁ Ραφαήλ ἔζησε ἐνενήντα χρόνια, μποροῦμε νά θεωρήσουμε τό 1714 ὡς ἔτος γεννήσεώς του.
Καθώς διαφαίνεται μέσα ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς Σκήτης -ὅπως τοῦ ἔτους 1775[34] καί τοῦ ἔτους 1785[35]- σημαντική θεωρεῖται καί ἡ συμβολή του στήν καλύτερη ὀργάνωση τῆς Σκήτης ὡς θεσμοῦ.
Ὁ ἱστορικός Γ. Ζαβίρας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ραφαήλ συμμετεῖχε στή σύνοδο τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου στά 1774 ὑπό τόν πρ. Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Β΄(1748-1751, 1752-1757), Σύνοδο ἡ ὁποία καταδίκασε τούς ἱερούς Κολλυβάδες[36]. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο, ὅτι στή τοπική Σύνοδο πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη στά 1776, ἐπί πατριάρχου Σωφρονίου καί ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τήν διά συγγιλίου ἀπόφαση τοῦ 1773 τοῦ Πατριάρχου Σαμουήλ τοῦ Χαντζερῆ, καί ἡ ὁποία ὅριζε τά μνημόσυνα νά τελοῦνται τό Σάββατο, συμμετεῖχαν, ἀνάμεσα σέ ἄλλους, καί οἱ Καυσοκαλυβίτες λόγιοι Ραφαήλ καί Θεόκλητος Καρατζᾶς[37].
Τόν Ραφαήλ γνώριζε καί ὁ γνωστός ἁγιορείτης λόγιος Καισάριος Δαπόντες. Γράφει γι’ αὐτόν στόν Ἱστορικό του Κατάλογο: «Ραφαήλ ἱερομόναχος Ἀρτηνός, Καψοκαλυβίτης, ἐπίσημος δι’ ἀρετήν καί προκοπήν· οὗτος πρός τοῖς ἄλλοις ἐξήγησεν ἀπό τό ἑλληνικόν καί τόν βίον τοῦ ὁσίου Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ ὄρει»[38]. Ὁ Ραφαήλ δηλαδή παρέφρασε στήν ἁπλοελληνική τό Βίο τοῦ ὁσίου Λαζάρου τοῦ Γαλησιώτου.Ὁ Δαπόντες μάλιστα, στά 1771, παρήγγειλε στό Ραφαήλ νά τοῦ καλλιγράψει τό βιβλίο του Ρόδον τό Ἀμάραντον. Ἡ εἴδηση βρίσκεται σέ ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Δαπόντε στόν κώδ. 334, φ. 4α τῆς μονῆς Ξηροποτάμου: «Ἐν ἔτει ᾳψοα΄...Ἰουλίου εἰκοσιοκτώ ἐσυμφώνησα μετά τοῦ παπᾶ κύρ Ῥαφαήλ τοῦ Καψοκαλυβίτη νά ἀντιγράψῃ τό βιβλίον μου, λεγόμενον Ῥόδον τό Ἀμάραντον τήν κόλα πέντε παράδες, καί μετά τό τέλος νά τόν χαρίσω καί ἕνα γρόσι, καί χειρομάνδηλον ὅταν μέ ἀρέσῃ, καί τόν ἔδωκα μπροστά παράδες ἑξῆντα»[39]
Ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι καί τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ραφαήλ. Σύμφωνα μέ ἄλλη ἀναφορά τοῦ Δαπόντε, ὁ Ραφαήλ «ἐπίσημος δι' ἀρετήν καί προκοπήν, πρός τοῖς ἄλλοις ἐξήγησεν ἀπό τό Ἑλληνικόν καί τόν Βίον τοῦ Ὁσίου Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ Ὄρει».
Ἀπό τά ὑπόλοιπα γνωστά ἔργα τοῦ Ραφαήλ, μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τά ἑξῆς:
α) Ἡ παράφραση στόν Βίο ‘‘μετενεχθέντα εἰς ἰδιωτικήν φράσιν’’ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού συντάχθηκε ἀπό τόν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τό ἔργο ὑπό τόν πλήρη τίτλο ‘‘Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχου, Βίος καί Ἐγκώμιον καί Θαυμάτων διήγησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ Θεσσαλονίκης τοῦ καί Παλαμᾶ, μεταφρασθείς, ἐκ τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς ἰδιωτικήν φράσιν’’ βρίσκεται στόν κώδικα 107 (Λάμπρου 2120) φ. 1-263, τοῦ ἔτους 1782 τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ἀρχή: «Ὦ πόσον μεγάλην καί θαυμαστήν ἑορτήν ἐπρόσθεσες εἰς τήν ἁγίαν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ θαυμαστέ Γρηγόριε...».
Τέλος: «... νά μᾶς λυτρώσῃς λέγω μέ ἀγαθάς ἐλπίδας, διά νά ἐπιτύχωμεν τήν ἐλπιζομένην καί μακαρίαν ἀνάπαυσιν ἐκείνην τῆς ἀπεράντου καί αἰωνίου ζωῆς...καί εἰς τήν ἀΐδιον ἐκείνην καί ἀτελεύτητον. Ἀμήν».
Τήν παράφραση τοῦ Βίου αὐτοῦ θά πρέπει νά παρήγγειλαν στόν ‘‘διδάσκαλο’’ Ραφαήλ οἱ μοναχοί τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου ὥστε νά ἀξιοποιηθεῖ στά πλαίσια πανηγυρικῆς ἀγρυπνίας πού τελοῦσαν στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μιά πού ὁ ἅγιος διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τους. Συντάκτης ἀλλά καί γραφέας, σύμφωνα μέ τήν παρακάτω σημείωση στό τέλος τοῦ κώδικα, σ. 262-263, εἶναι ὁ ‘‘μοναχός’’ Ραφαήλ:
«Ἐν τῇ δῃωνύμῳ σκήτῃ, τῆς ἱερᾶςκαί μεγίστης λαύρας τοῦ ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ τῷ ἁγιωνύμῳ ὄρει. Ἐν ἔτει σωτηρίῳ, ᾳψπβ΄ (1782) ἐν μηνί Νοεμβρίῳ. Παρά τοῦ ἐν μοναχοῖς ἐλαχίστου ῥαφαήλ, οὖ καί τά ἔπη ταῦτα πρός τούς δύο ἁγίους.
β) Ἐπιγράμματα
Οἵου ἐραστής, οἷος οὗ ἐρωμένου / Οὗ τίς εὖ ἀκίδησε τῶν ἀντιξόων; / Ὦ θεῖε Φιλόθεε, συγγνώμην νέμοις, / Τῷ ἐγκυβιστήσαντι, σῆς βένθει ἁλός./ Σῇ χειρί ἔμπης, ἠδέ ἀντέρου μόγις / Ἀναθορούντι: οἵα ὦ οἵα χάρις.
Ἕτερον
Φεῦ· πῶς ἱταλίης νίκη σύγε Θεσσαλονίκη / νίκη Θετταλίης, ἄρες, ἄρες μακεδών; / Δούρασι Θευλογίης, τήν Γρηγόριος κάμ < ἀλκῇ / Πνεύματος ἀρχιθέου, θώρακι Φιλοθέου»[40].
Ἕνα ἄλλο ἀπό τά Ἐπιγράμματα πού συνέθεσε ὁ Ραφαήλ δημοσιεύτηκε στά πρῶτα φύλλα τοῦ Κανονικοῦ τοῦ μοναχοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου, πού ἐκδόθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1800[41]. Πρόκειται γιά ἡρωελεγεῖο ἀπό δέκα στίχους[42]
« Πάντεσιν εὐσεβέεσιν ὑπείροχα θειοπόλοισιν / Δέλτος νωλεμέως φέρτατος ὄλβος ἔω. / Τοῖσιν ὁδός γλυκερή καί ἐπήρατος ἀθανάτοιο / Μέρμερα ῥέζειν, καί αγχι Θεοῦ ἰέναι / Θαυμάσιαί τε καί ἔξαιτοι αἵ δ’ εἰσί Θέμιστες· / Τοὔνεκα ἐνδικέως βάλλετε ἐς κραδίην. / Φράσδεο τίς; ὅποι: ἤ ὅθεν; Χριστοφόρον καλέουσιν· / Ἐξ Ἄρτης πέλεται, ναίει Ἄθω ἱερόν· / Τεθμούς θείους ἔκθετο θέσφατα ἠδέ ἑφετμάς / τῶν τμάγε μῆκος, καί ἔξοχα πολλά ‘κάμεν».
Στόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 178[43], πού σύμφωνα μέ μεταγενέστερη σημείωση τοῦ ἔτους 1821, ἀποδίδεται εἰς τόν «ἐν ἱερομονάχοις Ραφαήλ», προφανῶς ὡς συντάκτη τῶν κειμένων καί ὄχι ὡς γραφέα τοῦ κώδικα, ἀφοῦ ἐκεῖνος εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ τό 1804, ἀνάμεσα σέ ἄλλα κείμενα, ὑπάρχουν τά ἑξῆς φερόμενα ἔργα τοῦ Καυσοκαλυβίτη διδασκάλου:
α) ‘‘Προσκυνητάριον σύν Θεῷ Ἁγίῳ τό ὁποῖον περιέχει ἅπαντα τά τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ προσκυνήματα...εἰς τήν καθομιλουμένην’’, μέ ἀρχή: «Ἀκούσατε πάντες οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἄνδρες τε καί γυναῖκες μικροί τε καί μεγάλοι ταύτην...».
β) Λόγος θαυμαστός καί ἐξαίσιος τοῦ ἁγίου Δικαίου Ἀβραάμ λεγόμενον ἰδιοθέσιον αὐτοῦ.
γ) Λόγος εἰς τά θαύματα καί πολιτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καί πανευφήμου Ἀποστόλου Θωμᾶ τοῦ διδύμου, μέ ἀρχή: «κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁπού ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι...».
Ἕνα ἀπό τά πιό ‘‘χαριτωμένα'' ἔργα τοῦ ἀείμνηστου κυρ Ραφαήλ, εἶναι καί ὁ ἀνέκδοτος Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν Ἅγιον καί πανένδοξον τοῦ Χριστοῦ μεγαλομάρτυρα καί τροπαιοφόρον Γεώργιον. Εἶναι πολύ πιθανόν τό ἔργο νά γράφηκε, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῆς Πανηγύρεως τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων (πού βρίσκεται στό δυτικό ἄκρο τῆς σκήτης). Ὁ Λόγος σώζεται στούς ἑξῆς τρεῖς κώδικες:
α) Στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 115[44] β) Στόν κώδικα Καλύβης Ἰωασαφαίων 78 (164 Καταλόγου Ε. Κουρίλα)[45] μέ ἀρχή τοῦ Λόγου ‘‘Μάρτυρες καρτερόψυχοι , ὁποῦ μέ τούς ἀγῶνας σας ἐμεγαλύνατε καί τό ὄνομα του Χριστοῦ...’’ γ) Στόν κώδικα Καλύβης Ἰωασαφαίων 82 (168 Καταλόγου Ε. Κουρίλα)[46], μέ λίγο διαφοροποιημένη σέ σχέση μέ τόν προηγούμενο κώδικα ἀρχή: ‘‘Μάρτυρες Χριστοῦ καρτερόψυχοι, ὁποῦ μέ τούς ἀγῶνας ὑμῶν ἐμεγαλύνατε καί τό ὄνομα αὐτοῦ καί τήν πίστιν...’’[47].
Ἀπό τό ἐξίσου ἀξιόλογο ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Ραφαήλ μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τούς ἀνέκδοτους Οἴκους κατ' ἀλφάβητον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Θεολόγον καί Εὐαγγελιστήν μέ τό ἑξῆς Κοντάκιο: «Τόν ἀετόν θεολογίας τόν ὑψήγορον, ὡς ἐπιστήθιον τοῦ Λόγου καί ἐκφάντορα, ὅπως ὑμνήσω σε ἀπορῶ , ἠγαπημένε· διά τοῦτο σοι προσπίπτω, ὧ Θεολόγε, ἅγησόν μου τόν νοῦν παντός ἐκ πάθους, ἵνα κράζω σοι, Χαῖρε Λόγου ὧ σύγγονε». Οἱ Οἴκοι αὐτοί βρίσκονται στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 33[48] καθώς καί σέ χειρόγραφο τῆς Καλύβης Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς ἴδιας Σκήτης (σήμερα χαμένο)[49] καί παρουσιάζουν ὁμοιότητες μέ αὐτούς πού συνέθεσε ὁ διάκονος Ἰωάννης Εὐγενικός πρός τόν ἴδιο ἅγιο[50].
‘‘Ποίημα τοῦ ἱερολογιωτάτου κυρ Ραφαήλ Καψοκαλυβίτου’’ εἶναι καί οἱ ‘‘Οἶκοι κατ’ ἀλφάβητον ψαλλόμενοι μετά φόβου Θεοῦ καί πάσης κατανύξεως, ἔμπροσθεν τῆς Πανενδόξου καί Ἀθλοφόρου Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας’’[51]. Τό Κοντάκιον εἶναι τονισμένο κατά τό ‘‘Τῇ Ὑπερμάχῳ’’, «Τήν Χριστομάρτυρα πιστοί καί Νύμφην ἄσπιλον...», ἐνῶ οἱ Οἶκοι συνοδεύονται ἀπό τό Ἐφύμνιο «Χαῖρε κόρη Θεόνυμφε». Τό ἔργο ἐκδόθηκε στή Βενετία τό 1780 μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ Προηγουμένου Κυρίλλου Λαυριώτη[52]. Στήν ἴδια ἔκδοση καταχωρήθηκαν καί δύο Εὐχές στήν ἁγία Βαρβάρα· μία ‘‘Διά στίχων ἡρωϊκῶν’’ καθώς καί ‘‘Εὐχή ἑτέρα’’.
Ἐπιπλέον, ὁ Ραφαήλ συνέθεσε καί ἕναν κανόνα στή μεθέορτη Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Σίμωνος τοῦ Μυροβλύτου, κτίτορος τῆς Σιμωνόπετρας (κθ΄ Δεκεμβρίου). Ὁ κανών φέρει ἀκροστιχίδα ‘‘Σίμωνα ὑμνῶ θεῖον ἄνθος τοῦ Ἄθω, Ραφαήλ’’, καί ψάλλεται σέ ἦχο α΄ πρός τό Ὠδήν ἐπινίκιον καί μέ ἀρχή τοῦ πρῶτου τροπαρίου·. ‘ ‘Σέ πρέσβυν προβάλλομαι πρός τόν τεχθέντα...''[53].
Στή συνέχεια, καί ὡς δεῖγμα τῆς λογιότητος τοῦ ἀνδρός, ἐπαναδημοσιεύουμε ἐπιστολή τοῦ Ραφαήλ πού ἀπέστειλε στό παλαιό φίλο καί συμμαθητή του, ἐπίσκοπο Λιτζᾶς καί Ἀγράφων Νεκτάριο στά 1763. Στήν προσπάθειά του ὁ Ραφαήλ νά ἐξασφαλίσει οἰκονομική βοήθεια ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί τόν περίγυρό του, τοῦ ὑπενθυμίζει στόν τελευταῖο, τήν ἐκ μέρους του παλαιότερη σχετική ἐξυπηρέτηση πρός αὐτόν, τήν ἐποχή πού ὁ Ραφαήλ βρισκόταν ἀκόμα στή Ζαγορά. Ὡς τόπο συγγραφῆς τῆς παρακάτω ἐπιστολῆς, ὅπως καί στόν προαναφερόμενο κώδ. Ἐσφιγμένου 107, ὁ Ραφαήλ ἀναφέρει τή ‘‘δυώνυμον σκήτη’’:
«Τήν ὑμετέραν θεοπρόβλητον...
Ἔδει μέν ὦ θεία καί ἱερά κορυφή, καί πρό πολλοῦ καί πολλάκις τόν ἐμόν πόθον (ὅς ἔκτοτε μέχρι τοῦδε οὐκ ἔληξε διακαίειν μου τήν ψυχήν) πρός τήν ὑμετέραν θεοφιλίαν ἀφοσιώσασθαι ἔγγραφον, ἀπορίᾳ δέ κομιστοῦ καί ᾗ συζῶ γνώριμος ὤν ἄνωθεν καί πατριώτης τῆς ἐμῆς ἀσθενείας καί τοῖς ἐπαίνοις ἁλούς καί ἐγκωμίοις, οἷς τόν δεσπότην ἔστεφον τόν ἐμόν, νόμῳ τῷ τῆς φιλίας καί σχέσει τῇ τῶν Μουσῶν, ἐδεήθη μου συστατικοῦ, θαρρῶν ὅτι μέγα δύναμαι πρός αὐτήν καί ἴσως οὐ ψεύσεται τῆς ἐλπίδος. Ἐγώ δέ ἐμαυτόν εἰδώς ἀργόν τε ὄντα καί λόγου ἄμοιρον, ἐκ πολλοῦ τό χαίρειν εἰπόντα καί λόγοις καί γράμμασιν, ὤκνουν μέν πρός τήν ἐγχείρησιν καί ἐδίσταζον, εἶτα δέ τέως φίλῳ ἕνεκεν φίλου δεσπότου. Εἴ τις οὖν λόγος τῷ ἐμῷ δεσπότῃ καί τῆς ἐσχατιᾶς μου, τοῦτον ἀποδέξεται εὐμενῶς καί τά ὦτα αὐτῷ κλινεῖ φιλάνθρωπα, τῆς ἐμῆς μεγίστης Λαύρας τήν μεγάλην συμφοράν[54] ὀλοφυρωμένῳ. Φθόνῳ γάρ πάσχει τῶν ἀντιθέτων, ἀλλά τί πάθω; τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς ποιεῖ με τολμηρόν καί μνήμονα παλαιᾶς φιλίας τε καί εὐποιΐας. Ἄρα ἐπιλήσμων ἐγένετο ὁ ἐμός δεσπότης τῆς συμφορᾶς τῆς ἐμῆς ποτε Ζαγορᾶς ὅση; Ἀλλ’ ἐγώ ἔπεισα τότε ἐκείνους καί, ὅ λέγεται, ἐκ τράγων ἤμελξα γάλα· καί νῦν ἀπαιτῶ τήν ἀντέκτισιν καί ὀχληρός χρεωλήπτης αὐτῇ προσκάθημαι· μή μοι προβάλῃ τόν χρόνον, ὅτι συχνός παρίππευσεν· ἀπαιτήσω γάρ καί τούς τόκους. Φιλοσοφίας ἄρα καιρός καί ἀποσκοπῆς χρεῶν ἐπιτηδειότατος. Πεῖσον λόγῳ τανῦν τούς σούς, ὥσπερ ἐγώ ποτε τούς ἐμούς, καί δεῖξον τοῖς ἔργοις φενακιστήν τόν μιαρόν ἐκεῖνον σοφιστήν, καί ἀντί τοῦ ‘‘ἀνήρ ἐπίσκοπος χρῆμα δισχ[ ]στον’’, γενέσθω ‘‘ἀνήρ ἐπίσκοπος χρῆμα φιλόκτιστον, πατήρ ὀρφανῶν, χηρῶν προστάτης, δεομένοις ἐπαρήγων, φιλοξενίας κανών, ἀφιλαργυρίας ἀλείπτης, γνώμων ἐλέους, Θεῷ ἐμφερής’’. Αἰσχυνέσθω ἡ ἀμάθεια, συγκαλυπτέσθω ἡ ἀπαιδευσία, βασιλευέτω φιλοσοφία, θριαμβευέτω παιδεία. Καί ταῦτα μέν ἴσως προπετῶς. Σέ δέ ἐρρωμένον περιφρουρείη ἡ ἐξ [ὕψους] εὐμένεια εἰς μακραίωνας· οὗ αἱ πανίεροι καί θεοπρόσδεκτοι εὐχαί εἴησάν μοι ἀρωγοί ἐν πάσῃ μου τῇ ζωῇ.
Ἐκ τῆς Δ[υω]νύμου σκήτης, ᾳψξγ΄ (1763), Νοεμβρίου κθ΄. Τῆς ὑμετέρας θεοφρουρήτου πανιερότητος δοῦλος ἐλάχιστος Ῥαφαήλ ἁμαρτωλός».
Στόν κώδικα 271 (Κατάλ. Λάμπρου 5778) τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος καί στήν ἀρχή του, περιέχεται μία ἐπιστολή τοῦ Ἐπισκόπου Μύρων Ἰωάννου τοῦ ἔτους 1763, ‘‘Πρός τόν ἱεροδιδάσκαλον κυρ Ραφαήλ τόν ἐν τῷ Καυσοκαλυβίῳ..., ᾳψςγ΄’’, καθώς καί δύο ἐπιστολές τοῦ ‘‘ἱεροδιδασκάλου κυρ Ραφαήλ πρός τόν Μύρων κύρ Ἰωάννην’’. Δυστυχῶς δέν καταφέραμε νά μελετήσουμε τίς ἐπιστολές αὐτές, ἀπό τίς ὁποῖες πιθανόν νά πλουτίζαμε τά βιογραφικά δεδομένα τοῦ Καυσοκαλυβίτου αὐτοῦ λογίου.
Μεθόδιος ὁ Βυζάντιος ὁ Μακρυγένης.
Ἦταν μαθητής τοῦ παπα-Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί ἀσκήθηκε στή Καλύβη τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου τῶν Καυσοκαλυβίων. Ὁ Μεθόδιος συνέθεσε: α) Στίχους στην τουρκική διάλεκτο πού βρίσκονται στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Καυσοκαλυβίων β) Στίχους πολιτικούς 112 ‘‘περί τῆς μονῆς Παναγίας Προυσσοῦ οἱ ὁποῖοι φιλοπονήθηκαν μέν παρά Ἰγνατίου τοῦ ἐκ Νεοχωρίου τῆς Κοστριάδος, ἀναθεωρήθηκαν δέ ἀπό τόν Μεθόδιο’’. Βρίσκονται σέ κώδικα τῆς μονῆς Παναγίας Προυσοῦ γ) Δίαιτα εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου διά στίχων 157[55].
Εὐθύμιος Μακεδών ὁ Τραπεζούντιος
Λόγιος Καυσοκαλυβίτης θεωρεῖται καί ὁ προηγούμενος Εὐθύμιος Λαυριώτης ὁ Τραπεζούντιος.[56].Ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος (περ.1718-1798), καταγόταν ἀπό τή Μακεδονία, ἀλλά γεννήθηκε στήν Τραπεζοῦντα[57] καί σύμφωνα μέ μαρτυρία ἔφερε τό ἐπώνυμο Παρτσαλίδης. Τήν περίοδο 1775-1798 καί πάντως τήν ἐποχή πού στή μονή ἦταν σκευοφύλακας ὁ λόγιος ἱερομόν. Κύριλλος Λαυριώτης, τοποθετεῖται ἡ ἡγουμενεία του στή Μεγίστη Λαύρα. Τά ἔργα του εἶναι γραμμένα στή δημώδη γλώσσα. Γιά τήν καυσοκαλυβίτικη περίοδο τοῦ Εὐθυμίου δέν σώζονται πολλές μαρτυρίες. Σ’ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ μοναχός Ἰσίδωρος Καυσοκαλυβίτης[58] καθώς καί ὁ Εὐλ. Κουρίλας (‘‘Ὁ στιχουργός Εὐθύμιος Λαυριώτης ὁ Τραπεζούντιος καί ἡ Ἰερεμιάς του, ἀπό προηγουμένου εἰς Καυσοκαλύβια μεταστάς, ἵνα ἐξωτερικεύσει τόν πόνον του’’)[59]. Ἰδιόγραφος πάντως κώδικας τοῦ Εὐθυμίου βρίσκονταν μέχρι πρότινος στά Καυσοκαλύβια. Πρόκειται γιά τόν κώδ. 208 (Καταλ. Κουρίλα) τῆς Καλύβης Γενεσίου τῆς Θεοτόκου (παλαιό Κυριακό) μέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο: ‘‘Μέλισσα ἤτοι βίβλος περιέχουσα πλεῖστά τε καί ἐπωφελῆ διάφορα, ἅπαντα διά στίχων ποικίλων πολιτικῶν ἁπλῶν, συντεθέντων καί φιλοπονηθέντων ὑπό τοῦ προηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας κύρ Εὐθυμίου Τραπεζουντίου τοὐπίκλην Μακεδόνος’’.
Στή συνέχεια καί ἀπό τόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 210[60], σ. 45-46, τοῦ ἔτους 1913, γραμμένο ἀπό τόν φιλομαθή μοναχό Ἰσίδωρο Καυσοκαλυβίτη (1885-1968), δημοσιεύουμε τήν περιγραφή τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Καυσοκαλυβίων:
Ἔτι δέ καί τήν Κερασάν καί τό Καυσοκαλύβι
καί Σκήτην τήν ἐρημικήν Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτη
Αὐτά ὅλα ὑπόκεινται εἰς τήν Μεγίστην Λαύρα
καί εἰς αὐτήν ὑποττάσονται ἀεί καί κατά πάντα
Τά ὁποῖα εὑρίσκονται μέσα στήν ἐρημίαν
μέσα εἰς τόπον ἥρεμον μέ ἄκραν ἡσυχίαν
Σκήταις τά ὀνομάζουνε ἤτοι ἀσκηταρεῖα
ἐπειδή καί εὑρίσκονται μέσα στήν ἐρημία.
Σταῖς Σκήταις αὐταῖς βρίσκονται καί ἐν πολλαῖς καλύβαις
καί σχεδόν περισσότεραις ἀπό διακοσίαις
Εἰς ταῖς ὁποίαις κατοικοῦν ἀσκηταῖς ἐρημίταις
πού λάμπουν εἰς τάς ἀρετάς ὡς φαιδροί μαργαρίταις
Οἵτινες ζοῦν μίαν ζωήν τῷ ὄντι μακαρίαν
ἀμέριμνον ἀτάραχον μέ πολλήν ἡσυχίαν
Καί ὅλοι τους ἐργοχειροῦν ὁ καθείς ὅτι ξεύρῃ
καί ἄνεργον δέν ἠμπορεῖ ἐκεῖ κανείς νά εὕρῃ.
Ἄλλος μέν εἶναι καμιλαυχᾶς, ἄλλος δέ καλλιγράφος
ἄλλος εἶναι κομποσχοινᾶς καί ἕτερος ζωγράφος.
Ἄλλος σκάπτει ἐγκόλπια, ἄλλος κάμνει λαβίδες
καί ἕτερος ποιεῖ σταυρούς κι ἄλλος πάλιν σφραγῖδες.
Κι ἀπ’ αὐτά τά ἐργόχειρα εὐγάζουν τήν τροφήν τους
πλήν μέ πολλήν ἐγκράτειαν περνοῦσι τήν ζωήν τους.
Εἰς αὐτούς οὖν ὁ ἄνθρωπος, δίκαιον εἶν’ καί πρέπει
νά ἐκφωνήσῃ τό ῥητόν, ἐκεῖνο ὁποῦ λέγει,
πῶς τοῖς ἐρημικοῖς ζωή, ἡ μακαρία ἔστι,
καί ὅτι ἔρως θεϊκός, τά σπλάγχνα τούτων φλέγει.
Ἀπό τό μοναστήριον, ὡς δύο καί τρεῖς ὥραις
εἶναι αὐταῖς ποῦ ἔγραψα, ἤγουν οἱ σκήταις ὅλαις.
Φιλόθεος Σμυρναῖος
Γιά τόν «ὁσιολογιώτατο κυρ Φιλόθεο» τόν Σμυρναῖο μᾶς πληροφορεῖ ὁ γνωστός Ρῶσος ἱστορικός ἐπίσκοπος Πορφύριος Οὐσπένσκυ στίς περιηγητικές του ἀναμνήσεις, στό ἔργο του Πρώτη Περιοδεία στίς μονές τοῦ Ἄθω, βασιζόμενος σέ πληροφορίες τοῦ ἱερομονάχου Θεοδωρήτου Λαυριώτη τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων. Ὁ ἴδιος ἀναφερόμενος στήν καυσοκαλυβίτικη Καλύβη τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτή «ἀνήκει στόν φιλόλογο Φιλόθεο ἀπό τή Σμύρνη»[61]. Πάντως ὑπογραφή τοῦ Φιλοθέου συναντᾶμε σέ ἔγγραφο τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τοῦ ἔτους 1775. Ἀργότερα, ὅσο ὁ Φιλόθεος ἦταν γέροντας τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐκχωρεῖται σ’ αὐτήν ἀπό τή Μεγίστη Λαύρα τόπος πρός καλλιέργεια. Στό σχετικό ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1789, ὁ Φιλόθεος προσφωνεῖται «ὁσιολογιώτατος» καί «διδάσκαλος»[62]. Σέ ἄλλο πάλι ἔγγραφο τῆς Μεγίστης Λαύρας (11 Μαΐου 1805) πού ἀποτελεῖ ἀνανέωση τοῦ ὁμολόγου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀναφέρεται ὁ Φιλόθεος καί ὁ ὑποτακτικός του μοναχός Δαμασκηνός πού καταγόταν ἀπό τή Ραιδεστό[63]. Ἀπό τό παραπάνω κείμενο προκύπτει ὅτι τουλάχιστον μέχρι τό 1805, ὁ Φιλόθεος ἦταν στή ζωή.
Τό μοναδικό γνωστό, μέχρι σήμερα, ἔργο τοῦ «ὁσιωτάτου καί ἀρίστου διδασκάλου κυρίου Φιλοθέου» εἶναι ὁ γλαφυρώτατος Ἐγκωμιαστικός Λόγος εἰςτούς Ἁγίους Πάντας. Σώζεται σέ κώδικα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου Καυσοκαλυβίων (193 Καταλόγου Κουρίλα), μέ ἀρχή: «Εἰς πᾶσαν ἀνάγνωσιν καί μελέτην...»[64]. Ἀξιοσημείωτο καί σχετικό, πιθανόν, μέ τή συγγραφή ἀπό τόν Φιλόθεο τοῦ παραπάνω Λόγου, εἶναι τό γεγονός τῆς ὕπαρξης στήν Καλύβη τοῦ Φιλοθέου, δύο πολύ ἀξιόλογων φορητῶν εἰκόνων τῶν Ἁγίων Πάντων, τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου.
Ἰωάσαφ ἱερομόναχος ὁ ἐκ Βλοβοκᾶς
Γιά τόν ἱερομόναχο Ἰωάσαφ οἱ μέχρι σήμερα γνώσεις μας προέρχονται μόνο ἀπό ἕνα Ἐπίγραμμα ἡρωελεγεῖον πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τό ὁποῖο δημοσίευσαν οἱ ἐκδότες τοῦ Συναξαριστή τοῦ ἁγίου, ἱερομόναχοι Στέφανος καί Νεόφυτος οἱ Σκουρταῖοι, στήν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου[65]. Τό Ἐπίγραμμα αὐτό μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἰωάσαφ καταγόταν ἀπό τήν Ἐγείρα τῆς Πελοποννήσου πού ἐπιλεγόταν Βλοβοκᾶ[66] καί ὅτι ἦταν μοναχός τῆς Μεγίστης Λαύρας. Τήν πληροφορία ὅτι ὁ Ἰωάσαφ ἦταν Καυσοκαλυβίτης παραδίδει ὁ Μ. Γεδεών[67]. Ὡς δεῖγμα τῆς λογιοσύνης τοῦ ἀνδρός μεταφέρουμε ἀπό τήν παραπάνω ἔκδοση τό ‘‘Ἐπίγραμμα Ἡρωελεγεῖον τοῦ πανοσιολογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου Ἰωάσαφ τοῦ ἐξ Ἐγείρας τῆς Πελοποννήσου ἤτοι Βλοβοκᾶς, ὁ καί τῶν τῆς ἐν Ἁγιωνύμῳ Ὄρει Ἱερᾶς Μεγίστης Λαύρας τῶν Μοναστῶν εἶς ὑπάρχων’’.
Μηκέτι εὐσεβέων παῖδες Χριστοῖο μαθηταί
Νωλεμέως πρόσκεισθαι θυραίῃς Βίβλοις, αἵ περ
Ὑμέας ὠφελέουσ’ ὀλίγον· Βίβλῳ δέ γε τῇ δε
Αἰέν ἐνασχολέεσθε, ἰδ’ ἐντρυφάατε· πορεῖ γάρ
Ὑμῖν ὄλβον ἀκηράσιον, καί κρείττονα χρυσοῦ.
Ἔστι γάρ αὕτη ἐλλόγιμος ἄλλος Παράδεισος,
Παντοίοισιν ἀκηρασίοις καλοῖσι κομέουσα.
Δήετε δ’ ἀνδρῶν θεσπεσίων δήμους ἀριθμήτους,
Καί δέ γυναικῶν παντοίαις ἀρεταῖσι βρίθοντας,
Ὡς φυτά ἀγλαόκαρπά τε, καί καλλίπνοα ἄνθη.
Ἐξ ὧν καί τρυγάαν ἔνι καρπός ἀμβροσίους τε,
Καί δέ ρόδων τῶν ἡδυπνόων ἄδδην ἀπολαύειν,
Ἠδέ κρίνων λευκῶν, καί ἴων τῶν ποικιλοχρόων τε,
Εὐόδμων ναρκίσσων, πορφυρέων θ’ ὑακίνθων
Τοιαύτη τε λέθει Βίβλος ἡ παρεοῦσ’ ἀγαπητοί.
Ἥν περ Χριστός Ἄναξ διά χρηστοῦ Νικοδήμου
Ἀνέρος Ἁγίου εἰς Ἀθόῳ ἀεθλεύσαντός τε.
Ταύτην δ’ εὐσεβέες γ’ ἐκ συμβολέων οἰκείων
Ἀργυρέων, διά χαλκοτύποιο γραφῆς κοίνωσαν
Ἐμμαπέως πάσῃ Ἐκκλησίᾳ ὀρθοφρονούσῃ.
Παμμεδέων δ’ ἄρα Χριστός Ἰησοῦς καί χαριδώτης
Τοῖς δε πόροι μισθόν ἀπερείσιον εἴνεκα τούτων,
(Ὅς καί κλάσμασος ἀντιδίδωσ’ εἰν ἤμματι λοίσθω
Ἥν βασιλείαν,) καί δέγ’ ἑκάστου τοὔνομα γράψαι
Τουτέων, ζωῆς ἐν Βίβλῳ, πόπερ ὧδε γέγραπται.
Διονύσιος ἱερομόναχος Ζαγοραῖος
Κατά τόν 18ο αἰ. σέ μία πρώτη προσπάθεια ἐκδόσεως τῶν ‘‘εὑρισκομένων’’ ἔργων τοῦ μεγάλου μυστικοῦ τοῦ 10ου-11ου αἰ. ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔγινε στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν ἱερομόναχο Διονύσιο Ζαγοραῖο μία παράφρασή τους στή γλώσσα τῆς ἐποχῆς. Ἡ μετάφραση αὐτή τοῦ Διονυσίου ἐκδόθηκε ὑπό τόν τίτλο: ‘‘Τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου τά εὑρισκόμενα, διηρημένα εἰς δύο· ὧν τό πρῶτον περιέχει λόγους τοῦ ὁσίου λίαν ψυχωφελεῖς· μεταφρασθέντες εἰς τήν κοινήν διάλεκτον παρά τοῦ πανοσιολογιωτάτου πνευματικοῦ κυρίου Διονυσίου Ζαγοραίου, τοῦ ἐνασκήσαντος ἐν τῇ νήσῳ Πιπέρι, τῇ κειμένῃ ἀπέναντι τοῦ ἁγίου Ὄρους· τό δέ δεύτερον περιέχει ἑτέρους λόγους αὐτοῦ διά στίχων πολιτικῶν πάνυ ὠφελίμους· μετ’ ἐπιμελείας πολλῆς διορθωθέντα, καί νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθέντα εἰς κοινήν τῶν ὀρθοδόξων ὠφέλειαν· Ἐνετίησιν 1790. Παρά Νικολάῳ Γλυκεῖ’’.Στήν ἔκδοση αὐτή ὁ Διονύσιος περιέλαβε δέκα ὀκτώ ἀπό τά Ἀλφαβητικά Κεφάλαια[68]. Κατά τόν 19ο αἰ. ἡ ἔκδοση τῆς παραφράσεως αὐτῆς μεταφράστηκε στά ρωσικά ἀπό τόν ἐπίσκοπο Θεοφάνη καί ἐκδόθηκε ἀπό τή μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους[69].
Ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ἀσκήθηκε στή σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπως ἄλλωστε μᾶς πληροφορεῖ τό ἐπίτιτλο τῆς παραπάνω παραφράσεώς του στόν κώδικα Παντελεήμονος 157[70], φ. 1α δευτέρου μέρους: ‘‘Λόγοι ψυχωφελέστατοι καί θεολογικώτατοι τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεῶνος τοῦ νέου Θεολόγου μεταφρασθέντες ἅμα τῷ αὐτοῦ βίου ἀπό τήν ἑλληνικήν εἰς τήν κοινήν διάλεκτον παρά Διονυσίου Ζαγοραίου ἱερομονάχου μονάζοντος ἐν τῇ λεγομένῃ σκήτῃ τοῦ Καυσοκαλυβίου κατά τό ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, εἶτα μετοικήσαντος ἐν τῇ ἐρημονήσῳ Πιπέρι κἀκεῖ τούς ἀσκητικούς ἀγῶνας ἕως τέλους ἐκπεράναντος’’[71]. Ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ἔκειρε μοναχό στά 1750, στή μονή Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς προαναφερθείσης νήσου Πιπέρι τῶν Βορείων Σποράδων, τόν γνωστό λόγιο Σκοπελίτη Καισάριο Δαπόντε[72].Στόν παραπάνω κώδικα, φ. 9α (τοῦ πρώτου μέρους) ὑπάρχει καί ὁ ‘‘Βίος καί πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Συμεῶνος τοῦ νέου Θεολόγου πρεσβυτέρου καί ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος τῆς Ξηροκέρκου, νεωστί μεταγλωττισθείς ἀπό τήν ἑλληνικήν εἰς τήν πεζήν καί κοινήν διάλεκτον παρά Διονυσίου Ζαγοραίου ἱερομονάχου’’[73].
Μελέτιος ἱερομόναχος ὁ ἐκ Σκύρου.
Ὡς συγγραφέας, ὁ ἱερομόναχος Μελέτιος μετέφρασε τό 1748 τόν Βίο τοῦ προστάτη του ὁσίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Βρίσκεται στόν κώδικα Βατοπαιδίου 793[74], φ. 29β-φ. 94β: Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου Μελετίου μεταφρασθείς ὑπό τοῦ ἱερομονάχου Μελετίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου τῷ 1748. Στό φ. 91 ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωση: «Οὗτος ὁ λόγος, ὦ ἀναγνῶστα, ἐμεταφράσθηκεν ἀπό τοῦ ἑλληνικοῦ εἰς τήν πεζήν γλῶσσαν χάριν τοῦ ἁγίου, καί τῶν ἀναγινωσκόντων, διά σπουδῆς καί προμηθείας τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις, καί μουσικωτάτου κύρι Μελετίου, τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκύρου, κατά τό ᾳψμη΄ [1748] ἀπό θεογονίας ἔτος, ἐν τῇ κατά τό ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Κλαυσοκαλυβίου σκήτῃ, οὗ καί μέμνησθε οἱ ἐντυγχάνοντες»[75]. Θά πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ ὅσιος Μελέτιος σχετιζόταν μέ τόν τόπο καταγωγῆς τοῦ Καυσοκαλυβίτη μουσικοῦ καθώς εἶχε ἐξορισθεῖ στό νησί ἐξ αἰτίας τῆς ἀντιαιρετικῆς του δράσης. Χρειάζεται προσοχή διότι ἀπό τήν παραπάνω σημείωση δέν προκύπτει ὅτι ὁ Μελέτιος ἔκανε τήν παράφραση, ἀλλά ὅτι χρηματοδότησε αὐτήν καθώς καί τήν καλλιγράφησή της. Νά σημειωθεῖ ὅτι στόν κώδικα Ξενοφῶντος 18 τοῦ 1748 τοῦ ἴδιου δηλ ἔτους μέ τόν βατοπαιδινό, ὑπάρχει ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Μελετίου γραμμένος ἀπό τόν καλλιγράφο Διονύσιο μοναχό. Θά πρέπει ἐπίσης νά ἐλεγχθεῖ ἐάν ἡ παρακάτω σημείωση στήν Ἀκολουθία ναφέρεται στόν ὑμνογράφο ἤ στόν κάτοχο τοῦ κώδικα Στόν ἴδιο κώδικα ὑπάρχει καί ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἰδίου Ὁσίου ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπό τήν σημείωση «Μελετίου Καυσοκαλυβίτου τοῦ ἐκ Σκύρου». Στήν Ἀκολουθία, ὁ κανόνας φέρει τήν ἀκροστιχίδα: Μελέτιον ὁμώνυμος ὕμνον ἄδει. Ἔργο λοιπόν τοῦ Καυσοκαλυβίτου αὐτοῦ λογίου θά πρέπει νά θεωρηθεῖ, ἐκτός ἀπό τήν παράφραση τοῦ Βίου, καί ἡ Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μελετίου. Τήν Ἀκολουθία αὐτή, συμπληρωμένη ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἐξέδωσε ὁ μοναχός Σπυρίδων Λαυριώτης[76].
Στόν παραπάνω κώδικα ὁ Μελέτιος χαρακτηρίζεται ὡς μουσικώτατος, χαρακτηρισμός πού δέν πρέπει νά ἀφορᾶ μόνο τήν ὑμνογραφική του ἱκανότητα ἀλλά καί τή μελοποίηση ὕμνων. Καί πράγματι τά παραπάνω ἐπιβεβαιώνονται μέσα ἀπό τόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 56[77], ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιόγραφος τοῦ ἱερομονάχου Μελετίου, σύμφωνα μέ τή σημείωση τοῦ φ. 542α: «ἐν ἔτει 1732 διά χειρός Μελετίου ἱερομονάχου ἐκ νήσου Σκύρου». Ὁ ὀγκώδης ἐκ 556 φύλλων καί ἐξαιρετικά καλλιγραφημένος αὐτός κώδικας, κοσμεῖται ἀπό περίτεχνα ἀρχικά γράμματα καί ἐπίτιτλα. Ἀνάμεσα σέ ἄλλα περιέχει Τριαδικούς ὕμνους, Κεκραγάρια, Δοξολογίες, Χερουβικά Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν καί Μπαλασίου νομοφύλακος, Μαθήματα ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν τοῦ Χρυσάφη, εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου Ἀνθίμου τοῦ ἐκ Θετταλίας καί μέλη τοῦ Μελχισεδέκ Ραιδεστηνοῦ. καθώς καί Εἰρμούς· τό τελευταῖο ἔργο τοῦ ἰδίου τοῦ ἱερομονάχου Μελετίου (φ. 542α).
* * *
Καί μπορεῖ ἡ ἐποχή τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου ἔζησε ὁ ἱδρυτής τῆς σκήτης, ὅσιος Ἀκάκιος καί οἱ μαθητές του, μεγάλοι ἡσυχαστές ἀλλά καί Νεομάρτυρες, νά εἶναι ‘‘ὁ χρυσοῦς αἰών’’ γιά τήν πνευματική ζωή στή σκήτη. Ὅμως, ἄς μήν ἀμφιβάλουμε ὅτι καί οἱ δύο ἑπόμενοι αἰώνες, ἀνέδειξαν Πατέρες ἐφάμιλλους τῶν παλαιῶν, γεννήματα κι αὐτοί τῶν πνευματικῶν ὠδίνων τῆς ἁγιορειτικῆς ἐρήμου[78].
Στά 1880, ὁ Ρῶσος ἱστορικός, ἐπίσκοπος Πορφύριος Οὐσπένσκυ, ἔγραφε τελειώνοντας τήν ἀναφορά του στούς λογίους τῶν Καυσοκαλυβίων, μέ ἀρκετό προβληματισμό γιά τή σοφία τῶν Ρώσων λογίων τῆς ἐποχῆς του: «Στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ζοῦσαν πολλοί λόγιοι, οἱ ὁποῖοι διάλεξαν τήν ἀνώτατη σοφία καί ἀνέβαιναν σ’ αὐτήν μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑπακοή, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπομονή καί μέ πολλά ἄλλα. Δέν ἀποκτοῦν τέτοια σοφία οἱ λόγιοί μας. Γιατί; Μήπως δέν ἔχουμε σκῆτες; Ἔχουμε! Ἀλλά κανείς δέν θά πάει ἐκεῖ, ἐπειδή οἱ ψυχές μας εἶναι κουφές καί οἱ διάνοιές μας ἄρρωστες»[79].
* * *
Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Καθηγούμενε, σεβαστοί Πατέρες, Ἐξοχώτατε κ. Στρατηγέ, κ. Πρόεδρε, κ. Γενικέ Γραμματεῦ καί λοιπά ἐκλεκτά μέλη τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου ‘‘Παρνασσός’’, ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, καί κ. Καθηγήτριες, Κυρίες καί Κύριοι, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί !
Πρίν ἀκριβῶς ἀπό ἕνα χρόνο, ἐλάβαμε στό ταπεινό μας ἡσυχαστήριο μία ἐπίσημη ἐπιστολή, ἡ ὁποία μᾶς ἐνημέρωνε ὅτι ἡ Ἐφορεία τοῦ ἐν Ἀθήναις Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός, τοῦ πρεσβυγενοῦς αὐτοῦ πνευματικοῦ φάρου τῆς φιλτάτης πατρίδος μας, ψήφισε ὁμόφωνα τήν ἀναξιότητά μας ὡς ἀντεπιστέλλον μέλος αὐτοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἐφορείας, ἡ τιμητική αὐτή διάκριση ἀποφασίσθηκε, τόσο γιά τό ‘‘πολυσχιδές θεολογικό, ἱστορικό καί λογοτεχνικό’’ μας ἔργο -ὅπως ἀναφέρεται- ὅσο καί γιά νά καταστήσει ἀκόμη στενότερους τούς πνευματικούς δεσμούς τοῦ Συλλόγου ‘‘μετά τῆς πυρφορούσης καί γρηγορούσης ἐν προσευχῇ καί ἀσκήσει μοναστικῆς πολιτείας τοῦ Ἄθω, ἰδίᾳ ἐν τῇ λαμπρᾷ καί περιπύστῳ ἡμετέρᾳ Σκήτῃ τῶν Καυσοκαλυβίων’’, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναγράφεται.
Μεγάλη ὄντως ἡ τιμή πού ἐπεφύλασσε γιά τήν ἐλαχιστότητά μας ἡ ὡς ἄνω ἀναγόρευση, μέ τήν ὁποία ἄν καί ἀνάξιοι, εἶχαμε συναριθμηθεῖ μετά τοσούτων φωτεινῶν πνευματικῶν ἀναστημάτων, τά ὁποῖα ἐλάμπρυναν καί ἐφώτισαν, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱδρύσεώς του, τό ἔτος 1865, τήν σύγχρονη πνευματική πορεία τῆς φιλτάτης πατρίδος μας.
Κατόπιν πολλῆς σκέψεως καί προσευχῆς, ἐν πνεύματι εὐγνωμοσύνης, ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς εἰς τήν διά ψήφου ἐκφρασθεῖσα βούληση τῶν ἀξιοτίμων μελῶν τοῦ Συλλόγου, ἀποδεχθήκαμε τήν πρός τήν ἐλαχιστότητά μας προσγενομένη αὐτή τιμή, διασαφηνίζοντας στήν ἀπαντητική μας ἐπιστολή, ὅτι ἡ προσγενομένη πρός τό πρόσωπό μας τιμή μεταβαίνει στό σύνολο τῶν μοναχῶν τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων καί τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους Ἄθω, καί ἰδιαιτέρως στήν ἐκλεκτή χορεία τῶν ὅσοι λόγιοι ἐξ αὐτῶν φρόντισαν φιλαδέλφως καί ποικιλοτρόπως γιά τήν πνευματική καλλιέργεια τόσο τῶν συνασκητῶν τους ὅσο καί συνόλου τοῦ γένους μας, ἀνά τούς αἰῶνας.
Εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας, τόσο τόν Πρόεδρο τοῦ Συλλόγου μας κ. Ἰωάννη Μαρκαντώνη, Ὁμότιμο Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τόν Γενικό Γραμματέα κ. Διονύσιο Καλαμάκη, Ἐπίκουρο Καθηγητή τοῦ ἰδίου Πανεπιστημίου ὅσο καί τά λοιπά ἐκλεκτά μέλη τῆς Ἐφορείας, γιά τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τήν ὁποία ἔδειξαν στήν ἐλαχιστότητά μας, τόσο στά περί τῆς ἐκλογῆς ὅσο καί στά περί τῆς ὑποδοχῆς μας, κατά τήν ὡραία αὐτή ἐκδήλωση. Εὐχόμαστε ἐκ βάθους καρδίας μακροημέρευση, καλή ἐπιτυχία στή διοίκηση τοῦ Συλλόγου μέ τίς τόσες πνευματικές, μορφωτικές καί πολιτιστικές δραστηριότητες, καί κυρίως, πλούσια τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν αἰτία πάντων τῶν ἀγαθῶν.
Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ἀναπέμπουμε στόν Καθηγούμενο τῆς Μεγίστης Λαύρας, πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Πρόδρομο Λαυριώτη, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλαχιστότητά μας καυχᾶται ἐν Κυρίῳ ὅτι ἀποτελεῖ πνευματικό ἀνάστημα, τόσο γιά τήν ἀνύστακτη πνευματική πατρότητα καί ἀγάπη του καί τήν ὁλοπρόθυμη συμπαράστασή του στούς πνευματικούς μας ἀγῶνες ὅσο καί γιά τόν κόπον πού κατέβαλε ὥστε ἐν μέσῳ χειμῶνος νά εἶναι ἀπόψε δίπλα μας. Στούς τοπικῶς κεχωρισμένους ἀπό ἐμᾶς ἀλλά τροπικῶς διά τῆς ἀγάπης ἑνωμένους εὐσεβεῖς γονεῖς μας, πού συνεχίζουν νά μᾶς στηρίζουν μέ τίς προσευχές τους ἐκφράζουμε τήν αἰώνια εὐγνωμοσύνη μας.
Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης τόν Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Φώτη Δημητρακόπουλο καθώς καί τόν πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Δημήτριο Στρατῆ γιά τόν κόπο πού κατέβαλαν στήν μετ’ ἀγάπης παρουσίαση τοῦ συγγραφικοῦ μας ἔργου. Εὐχαριστοῦμε τέλος ὅλους, ὅσοι παρευρεθήκατε σήμερα στήν ὄμορφη αὐτή ἐκδήλωση. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πολύ !
* Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ ἐκτενέστερη ἀνάπτυξη τῆς εἰσηγητικῆς ὁμιλίας τοῦ ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, ἐπί τῇ ὑποδοχῇ του ὡς Ἀντεπιστέλλον Μέλος τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου ‘‘Παρνασσός’’, κατά τήν 15ην Δεκεμβρίου 2006 (ἐκ τῆς Διευθύνσεως Συντάξεως τοῦ παρόντος τόμου).
[3] Κώδ. 220 Ξενοφῶντος (517 Συμπλ. Καταλ. Μανούσακα) τοῦ ἔτους 1784 (μέ τό ἴδιο θέμα εἶναι καί ὁ κώδ. 253 Ξενοφῶντος), φ.3: ‘‘Πρόθεσις τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου Ξενοφῶντος, τό τιμώμενον ἐπ' ὀνόματι τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομ. Γεωργίου καί Δημητρίου, συνεγράφη δέ ἐν ὦ καιρῷ συνεστήθη κοινόβιον ὑπό τοῦ μεγάλου πατρός ἡμῶν ἐν ἱερομονάχοις καί πνευματικοῦ κυρίου Παϊσίου καί τῶν διαδόχων αὐτοῦ καθεξῆς’’. φ. 2β: ‘‘Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψπδ΄ [1784] Ἰανουαρίῳ ιζ΄ συνεστήθη κοινόβιον ὥσπερ ἀντίκρυ δεδήλωται’’. Στή Μονή Ξενοφῶντος βρίσκονται ἀρκετοί κώδικες πού προέρχονται ἤ καί ἐγράφησαν στά Καυσοκαλύβια, ὅπως ὁ κώδ. 25 τοῦ ὁποίου γραφέας εἶναι ὁ μοναχός Διονύσιος ὁ ἐκ Πατρῶν, ἀπό τή συνοδεία τοῦ προαναφερθέντος ἱερομονάχου Παϊσίου. Τά χειρόγραφα τά μετέφεραν ἐκεῖ ὅταν ἔφυγαν ἀπό τά Καυσοκαλύβια μέ σκοπό νά ἐπανδρώσουν τό 1874 τή μονή. Ὁ Διονύσιος ἐπίσης συνέταξε καί Τυπικό· ἔργο πού συντάχθηκε γιά τίς ἀνάγκες κοινοβιοποιήσεως τῆς μονῆς.
[8] Κατάλογο τῶν κωδίκων βλ. στό: Γιάγκου Θ., Ὁ Νομοκάνων, ὅ.π., σ. 30-34. Κώδικας πάντως αὐτόγραφος τοῦ Θεοκλήτου βρίσκεται καί στή Σκόπελο (ἰδιωτική συλλογή). Στή σ. 5 τοῦ κώδικα ὑπάρχει ἡ σημείωση: «Νομοκάνονον ἀκριβέστατον εἰς κοινήν γλῶσσαν μεταφρασθέν πρός τήν τῶν ἀναγινωσκόντων ὠφέλειαν ἐν τῇ κατά τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω ἱερά τοῦ καυσοκαλυβίου σκήτει. Ἔτῃ μέν σωτηρίῳ ᾳψξζ ΄[1767] μηνί Ἰουνίῳ. Ὁ ἐν μοναχοῖς ἐλάχιστος Θεόκλητος ὁ βυζάντιος» (Καλλιανοῦ Κ. πρωτοπρεσβ., ‘‘Καισαρίου Δαπόντε Ἐπιγράμματα’’, Πρωτᾶτον τ. 27 (1991), σ. 22.
[9] Ζαβίρα Γ., Νέα Ἑλλάς, ὅ.π., σ. 326. Τό ἔτος 1777, ὡς ἔτος κοιμήσεως τοῦ Θεοκλήτου, ἀναφέρεται καί ἀπό τόν ἱερομόναχο Μεθόδιο Καυσοκαλυβίτη στό Τεῦχος Ἱερόν περιέχον τήν Ἀσματικήν Ἀκολουθίαν, τόν Βίον, Παράκλησιν καί ΚΔ΄ κατ’ ἀλφάβητον Οἴκους τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Μεθοδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 1925, σ. 61.
[14] Ἔκδοση τῆς ἐπίτομης μορφῆς τοῦ κειμένου ἀπό τόν καθηγ. Θ. Γιάγκου: Ὁ Νομοκάνων Θεοκλήτου Καρατζᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτη. Ἡ ἐπίτομη μορφή, Θεσσαλονίκη 1996. Περί τοῦ Νομοκάνονος κατά στοιχεῖον τοῦ Θεοκλήτου βλ. ἐπίσης, Δ. Γκίνη, Κείμενα βυζαντινοῦ καί μεταβυζαντινοῦ δικαίου, Ἀθῆναι 1963, σ. 21, 12. Τοῦ ἰδίου, Περίγραμμα ἱστορίας τοῦ μεταβυζαντινοῦ δικαίου, Ἀθῆναι 1966, σ. 203, 409.
[23] Ἀκολουθίαι τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σίμωνος τοῦ Μυροβλύτου, κτίτορος τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, προσέτι δέ καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας ἐνδόξου Μυροφόρου καί ἰσαποστόλου τοῦ Χριστοῦ Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. Ἐπιμελείᾳ τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἀρχιμανδρίτου Ἱερωνύμου», Ἐν Ἀθήναις 1925.
[24] Εὐστρατιάδου Σ., ‘‘Ἁγιολογικά. Βιβλιογραφία τῶν Ἀκολουθιῶν’’, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἔτος Θ΄ (1932), σ. 115. Γερασίμου μον. Μικραγιαννανίτου, ‘‘Ἡ Ὑμνογραφία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει’’, Ἐπετηρίς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, Ἀθῆναι 1966, σ. 80. Βλ. Γ. Στάθη, ‘‘Υμνογραφικά στόν ὅσιο Σίμωνα’’, στόν συλλογ. τόμο Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθῆναι 1987, σ. 125.
[25] Βλ. Γιάγκου Θ., ‘‘Τό Μαρτύριον Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου’’, Ὁ νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος πολιοῦχος Μυτιλήνης. Πρακτικά ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (17-19 Φεβρουαρίου 1998, Μυτιλήνη 2000, σ. 311-312. Τήν περίοδο ἄλλωστε 1795-1797 θεωρεῖ ὁ ἴδιος καθηγητής ὅτι γράφηκε ὁ κώδ. Σκήτης Ἁγίου Δημητρίου 4, τόν ὁποῖο στήν παραπάνω μελέτη του δείχνει ὡς ἰδιόγραφο τοῦ Θεοκλήτου. Ἐάν αὐτό ἰσχύει, τότε τό ἔτος θανάτου τοῦ Θεοκλήτου θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ τήν περίοδο 1783-1797.
[30] Μερικοί τόν ὀνομάζουν Καλλίνικο Δ΄. Πρόκειται ὅμως γιά τό ἴδιο πρόσωπο. Πατριάρχευσε τό 1757 γιά λίγους μῆνες. Ἀπό τό 1762 ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς του ἔζησε στή Ζαγορά. Στή βιβλιοθήκη ἄλλωστε τῆς Ζαγορᾶς ὑπάρχουν αὐτόγραφοι κώδικες τοῦ Καλλινίκου. Βλ. ἐπίσης, Κ. Δυοβουνιώτη, Καλλίνικος Γ΄ πατρ. Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθήνα 1915. Κ.Θ. Δημαρᾶ, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1915. Χρυσοβέργη Ἀθ., Οἱ θεολογικές κατευθύνσεις τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Γ, ὅ.π., Λάρισα 2000.
[31] Τήν περίοδο πού ἐκδόθηκε τό ὁμόλογο Δικαῖος ἦταν ὁ παπα-Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὡς σκευοφύλαξ τῆς Λαύρας στό ἔγγραφο ὑπογράφει ὁ Μακάριος, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Μακάριο Τριγώνη ὁ ὁποῖος στά 1772 ἐξέδωσε τό ἔργο: Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου,τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας, Ἐνετίησιν 1772. Τό ἔγγραφο ἐξέδωσε ὁ Εὐλ. Κουρίλας: Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, σ. 79 σημ. 3, σ. 175, σ. 222-223. Βλ. ἐπίσης, Χρυσοστόμου μοναχοῦ, Ἡ μεγαλώνυμος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερά Σκήτη τῆς θεπρομήτορος Ἁγίας Ἄννης, χ.τ. ἔ., 1930, σ. 100-101.
[40] Τό γεγονός ὅτι ὁ Ραφαήλ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς ‘‘μοναχός’’ καί ὄχι ὡς ‘‘ἱερομόναχος’’ πού ἦταν δέν πρέπει νά μᾶς ξενίζει ἰδιαίτερα, ἔχοντας ὑπ’ ὅψιν καί τήν ταπεινόφρονα διάθεση τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ἄλλωστε, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω στόν κώδικα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μέ τούς Χαιρετισμούς στόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο, ὁ Ραφαήλ ὑπογράφει πάλι ὡς μοναχός. Βεβαίως, ἡ ἀναφορά, στό τέλος τῆς παραφράσεως τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅτι αὐτή συντάχθηκε ‘‘ἐν τῇ δῃωνύμῳ σκήτῃ’’ τῆς Μεγίστης Λαύρας, παραπέμπει, τό πιθανότερο, στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων πού ἐπισήμως φέρει ὡς δεύτερη, τήν ὀνομασία ‘‘Σκήτη Ἁγίας Τριάδος’’ (βλ. σχετικῶς καί τήν ἐπιστολή τοῦ Ραφαήλ Καυσοκαλυβίτη στόν ἐπίσκοπο Λιτζᾶς καί Ἀγράφων Νεκτάριο, στή συνέχεια τῆς παροῦσας μελέτης). Γενικότερα ὅμως, γιά τήν ἀφαλέστερη ἀπόδοση ἔργων στόν Ραφαήλ τόν Ἀκαρνάνα τόν Καυσοκαλυβίτη, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπ’ ὅψιν μας καί τήν ὕπαρξη καί ἑτέρου λογίου ὑπό τό ὄνομα ‘‘Ραφαήλ ἱερομόναχος’’. Στό Προοίμιο τῆς β΄ ἔκδοσης, τοῦ ἔτους 1817, τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Νέας Ἐπιβατηνῆς, ἀναφέρεται ὁ Ραφαήλ Γουριώτης, λόγιος ἱερομόναχος «ἐν τῇ σκήτῃ τῆς Ἁγίας Ἄννας ἀσκήσας», ὡς συντάκτης Βίου τῆς ὁσίας (Βλ. Σουλτ. Λάμπρου, Ὁ ὁσία Παρασκευή ἡ Ἐπιβατηνή (διδακτ. διατριβή), Φλώρινα 2005, σ. 60, 149).
[45] Κουρίλα Ε., Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Καλύβης Ἰωασαφαίων καί δέκα Καλυβῶν τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, συνταχθείς ὑπό Εὐλογίου Κουρίλα Λαυριώτου καί ἐκδιδόμενος μετά Προλεγομένων καί Πινάκων ὑπό Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως
Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Paris 1930, σ. 86.
[51] Κώδ. Καυσοκαλυβίων 162, σ. 209-223: ‘‘Οἴκοι ΚΔ΄ Χαιρετήσιμοι εἰς τήν ἁγίαν Μεγαλομάρτυρα Βαρβάραν. Ποίημα τοῦ ἐν τῇ Σκήτει τῶν Καυσοκαλυβίων πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου Ραφαήλ’’ (Βλ. Παταπίου μον., Κατάλογος, σ. 241). Ὁ Ρῶσος ἱστορικός, ἐπίσκοπος Πορφύριος Οὐσπένσκυ ἀναφέρει γιά τό ἔργο αὐτό: «ὁ Ραφαήλ ἀπό τήν ἴδια σκήτη (τῶν Καυσοκαλυβίων) δημιούργησε τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο στήν ἁγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα. Τό ἔργο του αὐτό ἐκδόθηκε στή Βενετία τό 1780» (Vostok Hristianski Afon- Istoria Afone III St. Petersburg 1892, σ. 496).
[52] ‘‘Ἰαματική χάρις ἤτοι Βιβλιαρίδιον περιέχον ΚΔ΄Οἴκους κατ’ ἀλφάβητον, καί μίαν εὐχήν, ἱκετηρίως λεγόμενα ἔμπροσθεν τῆς Θείας Εἰκόνος, τῆς Μεγαλομάρτυρος Ἁγίας Βαρβάρας. Ἀρίστως συντεθέντα παρά τοῦ Ἱερολογιωτάτου κυρίου Ραφαήλ τοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ Καυσοκαλύβῃ ἀσκουμένου, τῇ ὑπό τήν μεγίστην καί Ἁγίαν Λαύραν. Ἐπιμελείᾳ καί διορθώσει προηγουμένου Κυρίλλου Λαυριώτου. ᾳψπ΄. Ἐνετίησιν, 1780’’. Στή Βιβλιοθήκη τῶν Καυσοκαλυβίων σώζεται ἀντίτυπο τῆς ἔκδοσης αὐτῆς, συσταχωμένο μέ χειρόγραφα στόν κώδ. 227 Καυσοκαλυβίων(Βλ. Παταπίου μον., Κατάλογος, σ. 317).
[54] Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅλα τά ἁγιορειτικά καθιδρύματα βρίσκονταν σέ δεινή οἰκονομική κατάσταση, ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων χρεῶν. Ἡ Μεγίστη Λαύρα ὑπέστη μετά ἀπό λίγο χρεωκοπία, σέ βαθμό πού τό 1789, οἱ μέν προϊστάμενοι τῆς μονῆς φυλακίσθηκαν στόν πύργο τῶν Καρυῶν, οἱ δέ λοιποί πατέρες ἐγκατέλειψαν τή μονή καί διασκορπίσθηκαν (Βλ. Κουρίλα Ε., Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, ὅ.π., σ. 157-8.
[56] Γιά τόν Εὐθύμιο καί τό ἔργο του βλ. Παντελεήμονος Λαυριώτου, ‘‘Ἀποσπάσματα ἐξ ἀνεκδότου προσκυνηταρίου τῆς μονῆς Μ. Λαύρας’’, ΕΕΒΣ, ΛΒ΄ (1963), σ. 319-332. Φορόπουλου Ν., ΘΗΕ τ. 5, στ. 1964. Καραμανίδου Ἄννα, Εὐθύμιος Μακεδών Τραπεζούντιος Λαυριώτης. Τό συγγραφικό του ἔργο (ἀνέκδοτη διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2003.
[57] ‘‘Προσκυνητάριον ἀκριβέστατον τῆς ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἱερᾶς καί σεβασμίας βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς μονῆς μεγίστης Λαύρας, συντεθέν διά στίχων πολιτικῶν παρά Εὐθυμίου Μακεδόνος τοῦ Τραπεζουντίου καί τῆς αὐτῆς μονῆς ἱερομονάχου’’, Κώδ. Λαύρας Λ54. Στίς σ. 8-10 ὁ Εὐθύμιος αὐτοβιογραφεῖται σέ στίχους: σ. 9: «Ἡ μέν πατρίς μου, φίλτατε, εἶν’ στόν Εὔξεινον Πόντον, ἤγουν τήν Μαύρην θάλασσαν γένος δ’ ἐκ Μακεδόνων. / Κωνσταντίνου εἰμί υἱός ἐξ εὐσεβῶν προγόνων, ἐκ πόλεως δέ Τραπεζοῦς παλαιῶν αὐτοχθόνων»
[58] Ὁ ἱστοριοδίφης μοναχός Ἰσίδωρος μεταγράφει -ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος- τό ἔργο τοῦ Εὐθυμίου ‘‘Προσκυνητάριον τῆς ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἱερᾶς σεβασμίας βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας συντεθέν διά στίχων πολιτικῶν παρά Εὐθυμίου ἱερομονάχου Μακεδόνος τοῦ Τραπεζουντίου (Προηγουμένου τῆς αὐτῆς καί τῶν Καυσοκαλυβίων Ἀσκητής ἐν ἔτει ᾳψογ΄ [1773] μηνί Σεπτεμβρίῳ)’’. Ὁ Ἰσίδωρος φαίνεται ὅτι ἀντιγράφει ἀπό τίς σ. 346-348 τοῦ κώδικα Λαύρας Λ54, ἰδιόγραφου τοῦ Εὐθυμίου.
[64] Ὁ Λόγος ἐκδόθηκε τό 1979 σέ μία χρηστική ἔκδοση μέ τίτλο: ‘‘Ἀκολουθία Πανηγυρική καί Ἐγκωμιαστικοί Λόγοι εἰς τούς Ἁγίους Πάντας. Ἐκδίδεται ὑπό τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ ‘‘Ἅγιοι Πάντες’’. Κερασιά Ἁγίου Ὄρους 1979’’. Τό ἔργο ὅμως, πού βρίσκεται στίς σ. 63-69, ἀποδόθηκε ἀπό τούς ἐκδότες ἐσφαλμένα στόν πολύ μεταγενέστερο ἀρχιμανδρίτη Φιλόθεο Ζερβᾶκο, πού ἔδρασε τό β΄μισό τοῦ 20οῦ αἰ.
[66] Τό 1928 μετωνομάσθηκε σέ Αἰγάς, τοῦ Δήμου Αἰγείρας τῆς ἐπαρχίας Αἰγιαλείας.
[73] Εἶναι πιθανόν ὁ Διονύσιος ὁ Ζαγοραῖος νά εἶναι ὁ συντάκτης τῆς ἀρχαιότερης παραφράσεως τοῦ ὑπό τοῦ ἁγίου Θεοφάνους Περιθεωρίου Βίου τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (Βίος Β΄, ἐκδ. E. Kourilas-F. Halkin,‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana 54 (1936), σ. 65-109) σέ ἁπλούστερη ἑλληνική γλώσσα.Ἡ παράφραση ἐπιγράφεται: Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ τὴν καλύβην πυρπολοῦντος ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει τοῦ ἄθωνος· ποίημα Θεοφάνους τοῦ περιθεωρίου καὶ προηγουμένου βατοπαιδίου. Νεωστὶ μεταφρασθεὶς παρὰ Διονυσίου ἱερομονάχου, μέ ἀρχή: «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ὁποῦ περιπατοῦσι μὲ ἐπιστήμην τήν τε ξηρὰν καὶ τὴν θάλασσαν...». Τό ἔργο ἀποδίδεται ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές στόν ὅσιο Διονύσιο τό Ρήτορα τόν Στουδίτη († 1606) [γιά τά προβλήματα τῆς ταυτότητας τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἀσχολούμαστε ἰδιαίτερα σέ ὑπό δημοσίευση μελέτη μας].
[78] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Τά Καυσοκαλύβια καί οἱ πνευματικές μορφές τους κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ.’’, Πεμπτουσία τ. 9 (2002), σ. 120-127. Τοῦ ἰδίου, ‘‘Πνευματικές μορφές τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων κατά τόν 19ο καί 20ό αἰ.’’ (Α΄ μέρος), Ἀθωνίτης τ. 57 (2006), σ. 10-11, (Β΄ μέρος), Ἀθωνίτης τ. 58 (2007).
Ἡ μελέτη αὐτή τοῦ π. Παταπίου δημοσιεύθηκε στό ἐπιστημονικό περιοδικό Παρνασσός τ. Ν΄ (2008) σ. 115-172.