Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ



   Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἅγιον Ὄρος. Καλύβη Ἁγίων Ἀποστόλων Σκήτης Καυσοκαλυβίων. 1861. 
Χείρ Ἰακώβου μοναχοῦ.
εἰκόνα φιλοτεχνήθηκε στό ἐργαστήριο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου († 20 Ἰουλίου 1899), πού καταγόταν ἀπό τό Φερτέκιοϋ τῆς ἐπαρχίας Ἰκονίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε στήν καλύβη τῆς Ὑπαπαντῆς τῶν Καυσοκαλυβίων. Τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, πού διετέλεσε Δικαῖος τῆς Σκήτης τό 1867[1], ἔχουμε ἐντοπίσει μέχρι στιγμῆς τά ἑξῆς ἐνυπόγραφα ἔργα: α) Στή Μεγίστη Λαύρα, στό ὑπέρθυρο τῆς ἐσωτερικῆς πύλης τῆς Μονῆς, εἰκόνα μεγάλων διαστάσεων τῆς Θεοτόκου στήν ὁποία δέονται οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ καί Μιχαήλ Συνάδων. Ἡ εἰκόνα φέρει τήν ἐπιγραφή: «Διά χειρός Ἰακώβου μ[οναχ]οῦ Καυσοκαλυβίτου 1887»[2] β) Στά Καυσοκαλύβια, στήν εἰκονοθήκη τοῦ Κυριακοῦ φυλάσσεται φορητή εἰκόνα τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τοῦ ἔτους 1861, πού φέρει τήν ὑπογραφή «χρ ἰακώβου» γ) στήν καλύβη τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων βρίσκουμε τήν φορητή εἰκόνα τῆς Συνάξεως τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, τοῦ ἔτους 1861, πού φέρει τήν ἐπιγραφή: Δαπάνη Βενιαμίν μοναχοῦ καί τῆς συνοδίας αὐτοῦ Μαξίμου ἐκ νήσου Μυτιλήνης / Χείρ Ἰακώβου μοναχοῦ ἐν ἔτει 1861 Σεπτεμβρίου 11» (εἰκόνα). Ἡ τελευταία αὐτή φορητή εἰκόνα ἀντιγράφει τήν ἀντίστοιχη δεσποτική εἰκόνα τοῦ τέμπλου τοῦ παρεκκλησίου, πού φιλοτέχνησε ὁ ζωγράφος Κωνσταντῖνος Ἰωάννου ἀπό τή Σελίτσα Σισανίου τό 1855.
Ἀπόσπασμα ἀπό τη μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ (19ος– 20ός αἰ.).  
(Το άρθρο σε pdf εδώ)


[1] άκωβος ς Δικαος νήγαγε σέ δίκη στά Πατριαρχεα στίς 4 Μαρτίου το 1867, τήν συντεχνία τν Γουναράδων ζητώντας π᾿ ατήν τούς τόκους πού φειλαν νά στέλνουν στά Καυσοκαλύβια καί διορίσας πληρεξούσιο τν Καυσοκαλυβίτων τό μοναχό Γεράσιμο Διονυσιάτη. Τό ποτέλεσμα μως τς δίκης ατς δέν μς εναι γνωστό (Χριστόφορος Κτενς, ρχιμ., παντα τά ν γί ρει ερά καθιδρύματα ες 726 ν λ νερχόμενα καί α πρός τό δολον θνος πηρεσίαι ατν, ν θήναις 1935, σ. 647).
[2] Βλ. G. Millet, J. Pargoire, L. Petit, Recueil des Inscriptions Chretiennes de l’ Athos, Paris 1904 (φωτοαναστ. νατ. "γιορειτικ στα", Θεσσαλονίκη 2004), σ. 414-416, πιγρ. 415.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                             Ὠδή στό χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Ἡ πο­ρεία πρός τή θέ­ωση, ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ δι᾿ ἀ­γώ­νων κα­τά­κτησή της, ἀ­πο­τέ­λεσε καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἰ­σχυ­ρό­τερο ἔ­ρει­σμα τῆς ζωῆς στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή χώρα αὐτή τῆς με­τα­νοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ φω­τεινή δι­α­δρομή τῶν αἰ­ώ­νων σέ ὁδούς σωτη­ρίας, δυ­σα­ρί­θμη­τοι ἅ­γιοι, «φί­λοι» δη­λαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυ­κύ­τα­τες ἀ­κτῖ­νες τοῦ βίου καί τῶν θαυ­μά­των τους τό πλή­ρωμα τοῦ πι­στοῦ λαοῦ.
   
 Κατά τήν ὀρ­θό­δοξη πα­ρά­δοση οἱ πε­ρισ­σό­τερο ἁρ­μό­διοι νά μι­λοῦν γιά τούς ἁ­γί­ους καί τήν ἁ­γι­ό­τητα εἶ­ναι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἅ­γιοι. Αὐ­τοί μπο­ροῦν νά ἐννο­ή­σουν καί νά ἑρ­μη­νεύ­σουν σω­στά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς τους ἐμ­πει­ρίας, τά ἔργα καί τά δι­δά­γματα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἐ­κεί­νων προ­σώ­πων πού εἶ­χαν ἕ­να κυ­ρίως σκοπό, τόν ὁ­ποῖο καί πέ­τυ­χαν, νά εὐ­α­ρε­στή­σουν τόν Κύ­ριο καί νά ἑ­νω­θοῦν μ᾿ Αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς, πού δέν ἔ­χουμε τήν ἁ­γι­ό­τητα καί τά πνευ­μα­τικά βι­ώ­ματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀ­γάπη τῆς Κυ­ρίας Θε­ο­τό­κου κα­τοι­κοῦμε στούς ἴ­δι­ους ἱ­ε­ρούς τόπους μέ τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες ἀθωνικές μορ­φές, μπο­ροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκι­α­γρα­φή­σουμε «ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί αἰ­νί­γματι» κά­ποια ἀπό τά πλού­σια χα­ρί­σματα-καρ­πούς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους ἀ­γώ­νων ἤ τίς φω­τισμέ­νες διδα­σκα­λίες τους. Ὅ­πως ἔ­λεγε καί ὁ γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τε­λευ­ταίους στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σι­α­κῶν Ἁγιορειτικῶν μορ­φῶν: «Ἀ­λή­θεια, αὐτά πρέ­πει νά τά ἔ­χει πά­θει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά τά κα­τα­λά­βει... Μόνο ἐ­κεῖ­νος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰ­σθά­νε­ται...».
  Κί­νη­τρο τῶν ἀ­σκη­τῶν Ἁγιορειτῶν πα­τέ­ρων γιά νά ὑ­πο­βλη­θοῦν σέ ἑκούσιες τα­λαι­πω­ρίες καί παν­το­ει­δεῖς στε­ρή­σεις -ὅ­πως θά διαπιστώσουμε- δέν ἦ­ταν τό μῖ­σος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζω­ῆς», πού πη­γά­ζει ἀπό τήν ἀ­γάπη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐτή ἐνερ­γεῖ καί κα­τα­φλέ­γει τήν καρ­διά. Θέ­λη­σαν νά σταυ­ρω­θοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νε­κρώ­σουν τε­λείως τά πάθη τους, νά ἐν­τα­φι­α­σθοῦν στόν τάφο τῆς τα­πει­νώ­σεως καί νά ἀ­να­στη­θοῦν ἐν Χρι­στῷ διά τῆς ἀ­πα­θείας.
  Μέ τό σῶμα ἐρ­γά­ζον­ταν καί δι­α­κο­νοῦ­σαν τούς ἀ­δελ­φούς τους, μέ τόν νοῦ ὅ­μως καί τήν καρ­διά συ­νο­μι­λοῦ­σαν πάν­τοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρ­πα­ζό­με­νοι σέ ἐκ­στά­σεις καί θε­ω­ρίες τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, προ­γεύ­ον­ταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀ­γαθά πού μέλ­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν οἱ ἀ­γα­πῶν­τες τόν Κύ­ριο.
  Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
  Αὐ­τοί οἱ κατά προ­αί­ρεση μάρ­τυ­ρες, ἔ­θε­σαν τήν πί­στη ὡς ἀ­κλό­νητο θεμέλιο τῆς σω­τη­ρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χά­ρι­τος καί θείων ἐμ­πει­ριῶν βι­οτή τους, μέ­χρι τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές δι­ο­ρά­σεις καί προ­ο­ρά­σεις κα­θώς καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές δι­δα­χές τους, μαρ­τυ­ροῦν καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τή συ­νεχῆ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Ἁγιορει­τῶν Πα­τέ­ρων, οἱ ὁ­ποῖοι μέ τή ζωή τους ἔ­γρα­ψαν ἕνα νέο Γε­ρον­τικό, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας τήν ἀ­λή­θεια καί τή δι­α­χρο­νι­κό­τητα τῶν συ­να­ξα­ρι­α­κῶν ἀ­φη­γή­σεων καί πε­ρι­γρα­φῶν.
  Ζών­τας οἱ ἴ­διοι στό θεῖο γνόφο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦ­σαν νά ὁδηγή­σουν στήν Ἄνω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, νά δι­δά­ξουν τή νο­ερά προ­σευχή, νά κα­θο­δη­γή­σουν στήν πνευ­μα­τική ζωή, νά ἐ­νι­σχύ­σουν στίς δο­κι­μα­σίες καί τούς πει­ρα­σμούς τῶν ἄλ­λων. Πολ­λοί ἀπό τούς ἐ­νά­ρε­τους αὐ­τούς πατέρες στή­ρι­ξαν ὄχι μόνο πλει­άδα ὁ κα­θέ­νας συ­να­σκη­τῶν τους καί ἄλλων ἀθωνι­τῶν μο­να­χῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, με­τα­δί­δον­τάς τους τό ἦ­θος τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
  Μέ τόν πλήρη θε­ϊ­κῆς ἐμ­πει­ρίας λόγο τους ἄγ­γι­ξαν τίς δι­ψα­σμέ­νες ψυχές, συν­δύ­α­σαν τό φω­τι­σμένο λόγο  μέ τό ζων­τανό βί­ωμα καί μετέφεραν τή θε­ο­λο­γία ἀπό τό στο­χα­σμό στήν προ­σω­πική ζωή. Ἐνέπνευ­σαν στήν πί­στη χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πων ἄλ­λως χα­μέ­νων· παρηγόρισαν ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές· φώ­τι­σαν μέ τή σο­φία καί τή χάρη τους πλῆ­θος ἀ­να­ζη­τη­τῶν τῆς ἀ­λή­θειας. Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός σύγχρο­νος γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄν­τλη­σαν δυ­νά­μεις ἀπό τίς ἀστείρευ­τες ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κες πη­γές γιά λίγα μόνο χρό­νια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγ­κό­σμι­ους ἀ­να­μορ­φω­τές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς.
  Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ πα­ρά­δοση τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σίων Πα­τέ­ρων· ἄλ­λω­στε ὁ ἁγιορεί­τι­κος χρό­νος μόνο μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τητα θά μπο­ροῦσε νά εἶ­ναι συγχρο­νι­σμέ­νος.
  Συ­νάμα οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί δη­μι­ούρ­γη­σαν καί πνευματικές συγ­γέ­νειες μέ ὅ­σους πα­ρέ­λα­βαν τήν ἀ­σκη­τική πα­ρά­δοση πού τούς κλη­ρο­δό­τη­σαν καί μέ τόν πνευ­μα­τικό τους μό­χθο δι­α­φύ­λα­ξαν. Ἡ ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σι­ακή καί πλούσια χα­ρι­σμα­τική προ­σω­πι­κό­τητα τοῦ σύγ­χρο­νού μας γέ­ρον­τος Πορφυ­ρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλ­λι­ερ­γή­θηκε σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁ­ποῖο ἡ πνευ­μα­τική παρά­δοση πα­ρα­μέ­νει αἰ­σθητή μέ­χρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώ­τους οἰ­κι­στές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέ­χρι τούς τελευταί­ους ἐ­νά­ρε­τους γέ­ρον­τες, ὅ­λοι ἀπο­τε­λοῦν μία πνευ­μα­τική οἰκογένεια, στήν ὁ­ποία τά πάντα εἶ­ναι κοινά: τό ἀ­σκη­τικό φρό­νημα, τά πνευμα­τικά κα­τορ­θώ­ματα, τά ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τικά χα­ρί­σματα. Ἄλ­λω­στε, ἡ αἴ­σθηση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας τῆς ἁγιορείτικης πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πο­ρείας τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους.
  Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ τό­που αὐ­τοῦ ἔ­χει θαυ­μα­στή συνέχεια. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες πα­τέ­ρες εἶ­χαν ἄ­μεση ἤ ἔμ­μεση πνευ­μα­τική σχέση μέ τούς πα­τέ­ρες τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νεῶν. Ἡ δι­α­μονή τους στούς ἁ­γι­α­σμέ­νους τό­πους ἀσκήσεως τῶν με­γά­λων Ἁγιορει­τῶν ὁ­σίων, δη­μι­ούρ­γησε ταυ­τό­τητα πνεύ­μα­τος μέ αὐ­τούς καί τούς πα­ρό­τρυνε σέ πα­ρό­μοια ἀ­σκη­τικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ κα­λύ­βες, τά σπή­λαια καί τά ἀ­σκη­τή­ρια, πού κρέ­μον­ται σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέρη, πα­ρα­μέ­νουν σιωπη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­στῆς καί ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς τῶν Πα­τέ­ρων, καί γιά μᾶς τούς νε­ώ­τε­ρους, δι­α­χρο­νική πρό­σκληση γιά μί­μησή τους.
  Ἡ ζωή πολ­λῶν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους πού γνώ­ρι­σαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖ­τες ἁ­γί­ους καί τούς λοι­πούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ἄλ­λαξε ρι­ζικά, γι­ατί ἡ πα­ρου­σία τους ἦταν κα­τα­λυ­τική καί σφρά­γισε τήν ὕ­παρξή τους.
   Στό Βίο τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι, ἀ­νά­μεσα στά τόσα του χα­ρί­σματα, εἶχε πνεῦμα εἰ­ρη­νο­ποιό τόσο, ὥ­στε ὅ­ποιος δο­κι­μα­ζό­ταν ἀπό λο­γι­σμούς μνη­σι­κα­κίας, μέ τό πού ἀν­τί­κριζε καί μόνο τό γε­μᾶτο χάρη πρό­σωπό του, εἰ­ρή­νευε ἀπό τούς κα­κούς ἐ­κεί­νους λο­γι­σμούς.  
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δεί­χνε­ται ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἀ­θω­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Οἱ ἀ­σκη­τι­κές αὐτές μορ­φές μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς ἁ­πλό­τη­τας καί τή γνη­σι­ό­τητα τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτου μο­να­χι­κοῦ τους βίου, ἐ­πα­λη­θεύ­ουν διαρκῶς τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στεως καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τήν πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο μας, πι­στο­ποι­ῶν­τας τή δυ­να­τό­τητα πού ἔ­χουμε οἱ ἄνθρω­ποι γιά κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί με­τοχή στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα.
  Ἡ ὑ­ψηλή πνευ­μα­τι­κό­τητα τοῦ βίου τῶν ἁ­γι­α­σμέ­νων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάν­τοτε δυ­να­μο­γό­νος, ζων­τανή καί ζω­τική, σπάει τό φρά­γμα τοῦ χρό­νου, προ­σπερ­νάει τίς ἀ­σί­γα­στες ἱ­στο­ρι­κές κα­ται­γί­δες καί τίς ἀνθρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες, γιά νά κτυ­πή­σει σάν πνευ­μα­τικό ξυ­πνη­τήρι στό ἀ­νή­συχο, ὀ­μι­χλῶ­δες καί ἀν­τα­ρι­α­σμένο «σή­μερα».
  Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τῆς προ­η­γμέ­νης ψη­φι­α­κῆς τε­χνο­λο­γίας καί τῶν κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἀ­να­κα­λύ­ψεων ἔ­μαθε νά κα­τευ­θύ­νει τίς μη­χα­νές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑ­αυτό του. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά ζή­σει ἀνεπηρέα­στος ἀπό τά δι­α­λυ­τικά σύν­δρομα τῆς πά­σης φύ­σεως αἰχμαλωσίας. Συντρί­βε­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς ὀγ­κό­λι­θους.
 Ἡ ἁ­γι­α­σμένη πο­ρεία τῶν Ἁγιορει­τῶν Ἁ­γίων καί ἐ­νά­ρε­των Γε­ρόν­των πρός συ­νάν­τησή τους μέ τόν Χρι­στό, ἄς ση­μα­το­δο­τή­σει τό μέλ­λον μας καί ἄς μᾶς ἐμ­πνεύ­σει νά χρω­μα­τί­σουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «κα­λόν ἀγῶνα» στά χα­ρα­κώ­ματα τῆς θείας ἀ­γά­πης, πού εἶ­ναι «ἀ­γάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅ­γιο Σι­λου­ανό τόν Ἀ­θω­νίτη.
  Ὁ τρό­πος καί ὁ δρό­μος τῆς θε­ώ­σεως καί τῆς σω­τη­ρίας τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι αἰ­ώ­νιος καί ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῶν Ἁ­γίων!
  Οἱ ἁ­γι­α­σμέ­νες Ἁγιορειτικές μορ­φές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέ­χρι καί τούς σύγ­χρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορ­φύ­ριο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἔ­φθα­σαν στόν ἐ­ρά­σμιο τόπο, πού ὅ­λοι προ­σκλη­θή­καμε νά κα­τοι­κή­σουμε.
  Σέ μᾶς τούς ὑ­μνη­τές καί ἐ­πί­δο­ξους μι­μη­τές τους, ἀν­τι­δω­ρί­ζουν ἕνα χαρού­μενο φῶς, πού ἄν δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πλη­σμονή τῆς ἀ­να­με­νό­με­νης φω­το­χυ­σίας, ὅ­μως εἶ­ναι μιά πα­ρά­κληση ἑ­ω­θι­νοῦ φά­ους, πού προ­μη­νύει τήν ἀ­να­το­λή.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
Διακόσμηση σέ σκέπαστρο εἰσόδου ἐπί διάτρητου φύλλου μολύβδου. Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου.
Φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ 

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΜΝΗΜΗ ΑΛΩΣΕΩΣ 2020

Ἄν καί ἡ Πόλη ἔπεσε, ἡ Ρωμυοσύνη ζεῖ !

τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ 1559

ταν Σάββατο, 9 Ἰουνίου τοῦ 1453, ὅταν τρία πλοῖα κατέπλεαν ὁρμητικά στό βενετσιάνικο λιμάνι τῶν Χανίων, κατεβάζοντας βιαστικά τά ταλαιπωρημένα πανιά τους ἀπό τά ἰστία. Δύο ἀπ᾿ αὐτά μετέφεραν τούς Κρῆτες ναῦτες, τούς τελευταῖους πού ἐγκατέλειψαν τόν ἀγῶνα γιά τήν διάσωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀφοῦ ὑπερασπίζονταν τούς τρεῖς πύργους στήν εἴσοδο τοῦ Κεράτιου κόλπου.

Συμμετεῖχαν στήν ἄμυνα τῆς Πόλης μαζί μέ ἄλλα ἕξι ἐνετικά πλοῖα, ἀφοῦ εἶχαν μετατραπεῖ ἀπό ἐμπορικά σέ πολεμικά «γιά τήν τιμή τοῦ Θεοῦ καί ὅλης τῆς χριστιανοσύνης», ὅπως εἶχε δηλώσει ὁ διοικητής τους Γαβριήλ Τρεβιζάνο στόν βυζαντινό αὐτοκράτορα.

Τά πλοῖα χρειάστηκε νά κάνουν ἕνα μεγάλο ταξίδι, ἀπό τά αἱματωβαμένα νερά τοῦ Βοσπόρου ὥς τήν Κρήτη, διασχίζοντας ὅλο τό Αἰγαῖο, γιά νά φέρουν τήν εἴδηση ὅτι ἡ Πόλη εἶχε πέσει ὁριστικά σέ χέρια βαρβαρικά ἕνδεκα μέρες πρίν.

Ὁ ἀντίκτυπος ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης ἦταν ἄμεσος καί σ᾿ ὅλο τό νησί ἔπεσε βαθιά θλίψη. «Δέν ὑπῆρξε ποτέ καί δέν θά ὑπάρξει ποτέ τρομερότερο γεγονός», σημείωνε ἐκεῖνες τίς μέρες ἕνας μοναχός ἀπό τήν κεντρική Κρήτη σέ ἕνα χειρόγραφο στό μοναστήρι τοῦ Ἀγκαράθου.
Ἐνῶ ὁ Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής ἀπό τό Ρέθυμνο σέ θρῆνο του γιά τήν Ἅλωση ἀναφωνεῖ: «Μόνο σᾶς λέω κλάψατε γιά τή Χριστιανοσύνη / μέ δίχως φόβο τοῦ Θεοῦ ταῖς ἐκκλησαῖς ἐγδύσαν / τῶν καλογέρων κάμασι, πάθη πολλά περίσσα»…
Τήν ἡμέρα πού ἔπεσε ἡ Πόλη καί ἡ Βασιλεύουσα παραδόθηκε στά χέρια τοῦ Πορθητῆ, ἀφοῦ ὁ θεόστεπτος Κωνσταντῖνος εἶχε πέσει ἡρωϊκά σέ κάποιο μετερίζι, τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς Τρίτης, 29 Μαΐου 1453, τό Γένος μας, τό Γένος τῶν Ρωμαίων σκλαβώθηκε.
Ὄχι! Δέν ἦταν κάποια ἀπό τίς πολλές πόλεις ἡ Κωνσταντίνου Πόλις. Δέν ἦταν τό γένος τῶν Ρωμηῶν ἕνα ἀπό τά πολλά διαμερισθέντα ἀνά τήν ὑφήλιο ἔθνη. Ἔπεσε ἡ Πόλη, σημαίνει σίγασε ἡ Ἁγιά Σοφιά, ἔσβησε ἡ κανδήλα στό θυσιαστήριό της.
Τό Γένος τῶν Ρωμηῶν τό ἐκλεκτό, τό βασίλειον ἱεράτευμα, τώρα δουλώνεται. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰσέρχεται στό σκοτάδι τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας.
Θλιβερό τό ἀπομεσήμερο τῆς εἰκοστῆς ἐνάτης Μαΐου -ἡμερομηνία ὁρόσημο στήν πορεία τῆς Ρωμιοσύνης ἀλλά καί ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου- κι ἀναρωτιέμαι πόσοι ἀνάμεσα στούς σύγχρονους Νεοέλληνες νά ἀπόμειναν νά θυμοῦνται τά ὅσα φοβερά συνέβησαν τόσα χρόνια πρίν...
Μά ἡ ἀπάντηση ἔρχεται, σίγουρα, ἀπό τήν ὅμορφη αὐτή ἀποψινή μας Σύναξη, πού δείχνει περίτρανα πώς, ὅσο κτυπάει ἐλληνική καρδιά, τόσο ἡ μνημοσύνη τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης θά συντελεῖται ἀναγεννητικά στίς ψυχές μας. Καί αὐτός εἶναι ἕνας ἀκόμη λόγος γιά τόν ὁποῖο εἶμαι εὐγνώμων γιά τήν δυνατότητα αὐτή πού μοῦ δίδεται νά βρίσκομαι ἀπόψε ἀνάμεσά σας, ταπεινός Ἁγιορείτης ψάλτης στό μνημόσυνο αὐτό τῆς Πόλης,  τῆς Πόλης τῆς ψυχῆς μας.
Ἔχουν περάσει ἀπό τότε 563 χρόνια. Ἐθνικό χρέος τῶν ἐλεύθερων Ἑλλήνων εἶναι νά γίνεται διαρκής ἀναφορά σ᾿ αὐτά τά ἀθάνατα καί ἡρωϊκά γεγονότα, νά γίνεται μνεία σέ ἀξέχαστες ἡμερομηνίες, νά γίνονται πανηγυρικά μνημόσυνα τῶν ἡρώων μας καί νά προβάλονται ὡς  πανανθρώπινα σύμβολα γνήσιου καί ἄδολου πατριωτισμοῦ⋅ ἀπό τόν τελευταῖο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ὥς τόν λεβέντη κρητικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη ἀπό τό Ρέθυμνο, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1912 λειτούργησε, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, μέσα στήν Ἁγιά Σοφιά….
Κάποτε, τόν δέκατο πέμπτο αἰῶνα, πέρασε ἀπό τά εὐλογημένα μέρη σας ἕνας ἀγωνιστής μοναχός, καί παρέμεινε ἐπί εἴκοσι χρόνια στήν Κρήτη. Ἦταν ὁ μεγάλος βυζαντινός λόγιος Ἰωσήφ Βρυέννιος, ἕνας ἀπό τούς τελευταίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐκοιμήθη ὁσιακά στά 1430 περίπου. Ἀναχωρώντας ἀπό ἐδῶ σᾶς ἄφησε ἕνα γράμμα, «Πρός Κρήτας».
Καί ἐκεῖ ἑρμηνεύει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἀναχώρησε ἀπό τό νησί σας: «Πάω στήν Πόλη, γιατί ἡ Πόλη εἶναι τῆς οἰκουμένης τό ἄγαλμα, τῆς καλλονῆς ἡ ἐστία, ἡ ξένη θέα πασῶν τῶν χαρίτων, τό τῶν ἀγαθῶν πρυτανεῖον, στίς ἄλλες γειτονικές πόλεις θέλγητρο καί στούς ἀλλογενεῖς ἡδύτατον λάλημα». ...
Στή διάρκεια τῆς ὑπερχιλιόχρονης ἱστορίας του, τό Βυζάντιο ἀπετέλεσε πνευματικό φάρο πολιτισμοῦ καί ἀνθρωπισμοῦ, παράγοντα ἐκπολιτισμοῦ καί ἐκχριστιανισμοῦ τῶν γειτονικῶν λαῶν καί ὑπερασπιστή τῆς ὀρθοδοξης πίστης.
Ἡ πνευματική ἀκτινοβολία του ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι κατάφερε νά συνδυάσει μέ ἐπιτυχία τόν ἑλληνικό πολιτισμό μέ τόν χριστιανισμό καί νά δημιουργήσει ἕναν νέο πολιτισμό, ἀμάλγαμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες τό Βυζάντιο, αὐτή ἡ πολιτεία ἡ «θεοσκεπής καί θεοφύλακτος» δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἱσχυρός κρίκος τῆς ἀδιάσπαστης ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ Γένους μας. Εἶναι ὁ ἄμεσος πρόγονος, ἡ ἀληθινή μήτρα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Εἶναι ἕνα δυναμογόνο κοίτασμα τῆς καθημερινότητας καί τοῦ συλλογικοῦ ὑποσυνειδήτου μας, εἶναι παρόν στά τραγούδια μας, στίς μυρωδιές τῆς κουζίνας, ἀλλά προπάντων στίς ψαλμωδίες καί τίς ὁλονυκτίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ κορυφαῖος θεοσύστατος βυζαντινός θεσμός πού ἄντεξε στίς συνθῆκες σκλαβιᾶς καί ἐκβαρβάρωσης, ἔσωσε τήν παιδεία καί τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τοῦ ἔδωσε τήν προοπτική τῆς Ἀνάστασης καί θέρμανε, καί θερμαίνει τήν ψυχή του στό φῶς τῆς ὀρθῆς πίστης, τῆς Ὀρθοδοξίας. 
Ἔχει γράψει ὁ διαπρεπής γάλλος βυζαντινολόγος Κάρολος Ντήλ, «Ὅταν τό Βυζάντιο ἔπεσε, ἡ Ἐκκλησία παρέσχε στόν Ἑλληνισμό ἀκόμη ἐξοχώτερη ἀπό πρίν ὑπηρεσία. Μαζί μέ τήν Ὀρθοδοξία διαφύλαξε καί τήν ἑλληνική ταυτότητα καί τήν ἑλληνική παιδεία», συνεχίζοντας τήν πνευματική καί πολιτιστική παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Τό γεγονός τῆς Ἅλωσης εἶχε τεράστια σημασία γιά τόν Ἑλληνισμό καί τήν κατοπινή του πορεία. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ Ἅλωση ὑπῆρξε μιά κρισιμότατη στιγμή μας. Γιατί ἄρχισε γιά μᾶς μιά περίοδος μακρᾶς δοκιμασίας μέ μειωμένες ὅλες τίς δυνάμεις μας.
Ἄν οἱ ψυχικές καί πνευματικές δυνάμεις τῶν ὑπόδουλων προγόνων μας δέν ἦσαν ἀκμαῖες, εἶναι ἀμφίβολο ἄν θά μποροῦσε τό Γένος νά ξεπεράσει τίς συνέπειες τῆς πτώσης, ὅπως συνέβη μέ ἄλλους λαούς στήν ἱστορία. Ἡ ἐμμονή ὅμως στήν ὀρθόδοξη παράδοση, καί μέσω αὐτῆς στήν ἑλληνικότητα, κρατοῦσε δεμένο τό Γένος μέ τίς ζωτικές πηγές του...
Καί σήμερα, παρόλες τίς ἀντιξοότητες ἡ Ρωμηοσύνη ζεῖ. Μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, θά συνεχίσει νά ὑπάρχει. Θά ζεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Θά ἀναπνέει τό ἄρωμα τῆς θεοφρούρητης Πόλης. Θά συνεχίσει νά ζεῖ χάρη στίς θυσίες τῶν ἁγίων νεομαρτύρων καί τῶν ὁσίων της.

πόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ συγγραφέα μέ θέμα: «Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τοῦ Γένους, φῶς στό σκοτάδι μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης», πού πραγματοποιήθηκε στίς 29 Μαΐου 2016 στά Χανιά, στό πνευματικό κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἐλένης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας.

ΠΗΓΗ: ΡΟΜΦΑΙΑ