Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ


Μοναστηριακά Χρονικά



Περιοδική ἔκδοση. Θεσσαλονίκη 1939, Ἀπρίλιος- Ἰούνιος, ἀρ. φύλλου 13.
Στό ἐξώφυλλο, σπάνια φωτογραφία μπροστά στήν Τράπεζα τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπου ἀπεικονίζονται ὁ Ἕλληνας βασιληᾶς Γεώργιος Β΄ καί σημαίνουσες ἁγιορειτικές προσωπικότητες.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ

 Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, προέρχεται ἀπό χειρόγραφο τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ἀντίγραφο τοῦ ὁποίου ἀπόκειται στό ἰβηριτικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Γοβδελᾶ τοῦ Πέρσου, τό ὁποῖο ἀντέγραψε καί ἐξέδωσε δίς ὁ Ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἀβέρκιος στά 1895 και 1896 στή Βάρνα τῆς Βουλγαρίας.

 Ο Ιούδας κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.

 Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει.

 Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε  γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν.   Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα.

Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ. Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ.
 Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, να λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του.
Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ: «γενηθήτωσαν ο υο ατο ρφανο κα γυν ατο χήρα» (Ψαλμός 108, 9). Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.


ΠΗΓΗ: Ἀβερκίου ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Ἱστορία ἀκριβής περί τῶν κατά τήν Σταύρωσιν καί Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τελεσθέντων. Συγγραφεῖσα τό πρῶτον ὑπό Ἰουδαίου τινός Αἰνέα, συγχρόνου τοῦ Σωτῆρος. Μεταφρασθεῖσα δέ εἰς τήν Λατινίδα γλώσσαν ὑπό Νικοδήμου τοπάρχου τοῦ ἐκ Ρώμης. Σώζεται ἐν τινι χειρογράφῳ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει. Ἐν Βάρνῃ 1896, σσ. 78-85.


http://tribonio.blogspot.gr/2014/04/blog-post_17.html

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΑΝΙΑΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ

                Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Βατοπαιδινός (1806-1876)


Γενικός Ἐπίτροπος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου στή Μολδαβία καί τήν Βεσσαραβία.
  Γεννήθηκε στά Ἰωάννινα τό 1806. Τό 1833, ἀφοῦ εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπό τή Ζωσιμαία Σχολή τῶν Ἰωαννίνων καί εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος, ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος καί κοινοβίασε στή Μονή Βατοπαιδίου. Στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1840 προχειρίσθηκε ἀρχιμανδρίτης καί ἐστάλη ὡς γενικός ἐπίτροπος τῶν ἀπέραντων κτημάτων τῆς μονῆς Βατοπαιδίου στή Μολδαβία καί ἀργότερα στή Βεσσαραβία. Ἕως τό 1872 ὁπότε καί ἐπέστρεψε στό Βατοπαίδι, διετέλεσε καί ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γκόλια καί πληρεξούσιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τίς ὑποθέσεις τῶν ἀθωνικῶν περιουσιῶν στή Ρουμανία. Ἀπεβίωσε στή μονή τῆς μετανοίας του τό 1876.

  Τό 1859 ὡς γενικός ἐπίτροπος τῶν κτημάτων στή Μολδαβία καί στήν Βεσσαραβία δώρισε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν μεγάλο κτῆμα στή Μολδαβία πού εἶχε ἀγοράσει γιά τόν σκοπό αὐτό. Κρατώντας τήν ἐπικαρπία του ἐνόσω βρισκόταν ἐν ζωῇ, κατέβαλλε στό Πανεπιστήμιο ἐτησίως 200 ὀλλανδικά φλωρία. Τό 1866, μεταπούλησε ἔναντι 12.000 καισαροβασιλικῶν φλωρίων, τά ὁποῖα καί παρέδωσε στό πρῶτο ἑλληνικό πανεπιστήμιο.
  Ὁ ἴδιος πρωτοστάτησε καί στή χορηγία τοῦ Βατοπαιδίου γιά τήν ἵδρυση τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Ὅταν τό 1875 ἀποφασίσθηκε ἡ ἀνέγερσή της, ὁ Ἀνανίας ὑποσχέθηκε ἐκ μέρους τῆς Μονῆς νά ἀναλάβει τό μισό τῆς δαπάνης, ἀνερχόμενο στό ὑπέρογκο ποσό τῶν 3.750 τουρκικῶν λιρῶν. Μετά τόν θάνατό του, ἡ Μονή ὁλοκλήρωσε τήν ὑπεσχημένη προσφορά, ὅταν ἀνεγείρετο στό Φανάρι τό σημερινό αἰωνόβιο κτήριο τῆς Σχολῆς. Ἀπό τό κληροδότημα τοῦ Ἀνανία ἡ Μονή Βατοπαιδίου καί μέχρι τό 1902, ἐξακολουθοῦσε ἐπίσης νά ἐπιχορηγεῖ τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης μέ σαράντα τουρκικές λίρες ἐτησίως.
 Ἡ συλλογή τῶν βιβλίων του, τό ἀρχεῖο του καθώς καί προσωπικά του ἀντικείμενα φυλάσσονται στή μονή Βατοπαιδίου.

Βιβλιογραφία:

Χρυσοχοΐδης Κρίτων, «Ἀπό τήν ὀθωμανική κατάκτηση ὥς τόν 20ό αἰώνα», Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ἱστορία-Τέχνη, τ. Α΄, σ. 69
Ἀρχεῖο μονῆς Βατοπαιδίου. Τετράγωνο Γ΄, ἀρ. 133, ἔτη 1859-1872. ἀρ. 137.
Διαθῆκαι ὑπέρ τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου μετά διαφόρων σχετικῶν ἐγγράφων ἀπό τῆς ἱδρύσεώς αὐτοῦ μέχρι τέλους τοῦ 1899, Ἀθῆναι 1900, σ. 113-114.
Δημητριάδης Δ., (ἐπιμ.) Οἱ εὐεργέται τῶν πανεπιστημίων. Βιογραφικόν ἀπάνθισμα μετά εἰκόνων, ἐν Ἀθήναις 1921.
Δελτίο Μεγαλοσχολιτῶν, Δεκέμβριος 1962.
«Βατοπαιδινή Προσωπογραφία», Ἡμερολόγιο Μονῆς Βατοπαιδίου 2014.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο ΕΚ ΠΑΡΟΥ


Ὁ ὁσιακῆς μνήμης ἱερομόναχος Κύριλλος 
Παπαδόπουλος ὁ ἐκ Πάρου (1745-1833)

Γεννήθηκε στην Μάρπησσα της Πάρου το 1745 και είχε το επώνυμο Παπαδόπουλος. Νέος μετέβη στο Άγιον Όρος και έγινε μαθητής της Βατοπαιδινής Αθωνιάδος Σχολής. Διδάσκαλο του είχε το συντοπίτη του όσιο Αθανάσιο τον Πάριο από τον οποίο «αντέγραψε και εφάρμοσε ισόβια τον πύρινο ζήλο και την ασταμάτητη, ακαταπόνητη δράση για τη δόξα του Παντοκράτορα».
Ό τ. σχολάρχης της Αθωνιάδος άρχιμ. Νικηφόρος Μικραγιαννανίτης αναφέρει ότι «κατά. την εποχή του Παρίου ή Αθωνιάς γνώρισε λαμπρές ήμερες και μαθητές του πρόκοψαν στην αρετή όπως ο Νεομάρτυρας άγιος Αθανάσιος Κουλακιώτης και ο κτίτορας της  
Μονής του Μεγάλου Δένδρου στην Πάρο ιερομόναχος Κύριλλος Παπαδόπουλος.
Στο Άγιον Όρος παρέμεινε ως μοναχός αρκετό χρόνο διδασκόμενος τα «ιερά γράμματα», αλλά και τη θύραθεν σοφία και συνδέθηκε με το αναγεννητικό κίνημα των ιεροπρεπών κολλυβάδων και τους κυρίους εκπροσώπους του. Μεταξύ αυτών ήταν και οι αυτάδελφοι Ιερόθεος και Φιλόθεος Γεωργίου, που κατόπιν μετέβησαν στην Πάρο και έγιναν νέοι κτίτορες και ανακαινιστές της ιεράς μονής Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας. Κατά την παραμονή του στο Άγιον Όρος «ή συναναστροφή του με τους οσίους γέροντες και ο πόθος του για αύξηση της αρετής τον ανέδειξαν διαπρεπή πατέρα, του οποίου ή αρετή και ή παιδεία δεν συγκρινόταν με κανενός άλλου συγχρόνου του Αγιορείτου ασκητού».
Μετά την αναχώρηση του από το Άγιον Όρος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για τις αρετές του και τις γνώσεις του τον διορίζει «γενικόν ιεροκήρυκα Αιγαίου». Κατέστη διαπρύσιος κήρυκας του θείου λόγου και «όπου επήγαινε έστηνε, καθώς ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ένα μεγαλόσταυρο και μ’ αυτόν για σύμβολο και λάβαρο εκφωνούσε πύρινους λόγους». Τα φλογερά του και συνεχή κηρύγματα ήταν λίαν εποικοδομητικά αλλά και διακριτικά ελεγκτικά. Κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως και των ιδιαιτέρων συζητήσεων ήταν αρκετά φιλόστοργος, παραμυθητικός κι ενισχυτικός.
Το 1811 συναντάται ως ιεροκήρυκας και εξομολόγος στην Αττική. Γράφει σχετικά ένας ευεργετηθείς νέος για τη συνέχιση των σπουδών του: «Διέβη εκείθεν ο Ιεροκήρυξ Κύριλλος εκ Πάρου, τον όποιον ή κοινή φήμη ωνόμαζεν ασκητήν, επειδή εξήλθεν εκ του όρους του Άθωνος, όπου πριν εμόναζε και περιήρχετο τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους και τα χωρία της Ελλάδος κηρύττων τον λόγον του Θεού και εξομολογών τους προσερχομένους προς αυτόν προς τον σκοπόν τούτον». Το 1823 βαπτίζει Οθωμανίδα στην Πάρο.
Ό σπουδαίος αυτός ιεραπόστολος και λίγο γνωστός και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως έφθασε κηρύττοντας μέχρι την Καισάρεια της Καππαδοκίας και το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Ό ιερομόναχος Κύριλλος διέπρεψε και ως «Ιδανικός παιδαγωγός, εξομολόγος και πνευματικός καθοδηγητής. Ιδιαίτερα με τη θεία λατρεία και τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας δυνάμωνε, παρηγορούσε, στερέωνε, και έκανε καταληπτή σ’ όλους την ένσαρκο οικονομία του ακαταλήπτου Λόγου του Θεού. Η παρρησία του μπροστά στους ισχυρούς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς άνδρες ήταν τόση, που δε δίσταζε να τους ελέγχει, ως άλλος Πρόδρομος και Ηλίας, για τυχόν αταξίες και αδικίες, παρ΄ όλο που αυτή ή συμπεριφορά του κόστισε πολύ. Απειλήθηκε, υπέστη κακώσεις και πολλές απόπειρες δολοφονίας από τους αλλοπίστους».
Η παραμονή και παρουσία του στην Πάρο δημιούργησε επιρροή στους ευσεβείς κατοίκους της, θερμό φιλομόναχο πνεύμα και αναγέννηση στον μοναχισμό του νησιού. Κατά τη διαμονή του στη μονή του Αγίου Αντωνίου Μάρπησσας τον επισκέφθηκαν ο όσιος Αρσένιος μετά του Γέροντος του Δανιήλ, όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ήλθον εις Πάρον μόνον με τα ράσα που εφόρουν φεύγοντες την κατ’ αυτών επιδρομήν του Δράμαλη, τους έστειλεν ο Ηγούμενος Φιλόθεος εις την μονήν του Αγίου Αντωνίου κειμένην εν Μαρπίσση προς τον εκεί διαμένοντα διάσημον Ιεραπόστολον Εθνοκήρυκα Κύριλλον Παπαδόπουλον όστις ησύχαζεν εκεί με τινάς αδελφούς Αγιορείτας εκ των λεγομένων Κολλυβάδων οίτινες είχον καταφύγει εκεί προς ησυχίαν».
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΠΙΣΣΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ιερομόναχος Κύριλλος υπήρξε ανακαινιστής της μονής των καλογραιών Χριστού Δάσους Πάρου· «εις πάσαν χρείαν αυτής επαρκών, πνευματικός πατήρ συμβουλεύων, συντρέχων, βοηθών, παραμυθούμενος. Ιδιαιτέρως δε συνδεδεμένος προς τους εν τη Μονή Λογγοβάρδας γέροντας Φιλόθεον και Ιερόθεον και διά πάσης τιμής και αγάπης αυτούς περιέπων ανέθηκεν εις τον πρώτον να συντάξη τον Κανονισμόν της Μονής Καλογραιών». Υπήρξεν επίσης ανακαινιστής της ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Λαγκάδα και ο μεσολαβητής για την αναβίωση της μονής Λογγοβάρδας και της μονής Φανερωμένης Νάξου.
Ο ιερομόναχος Κύριλλος πλουτίσθηκε από πολλά χαρίσματα. Αναφέρεται ότι σταύρωσε φίδι και νεκρώθηκε, έθεσε το ράσο του στη θάλασσα και ταξίδευσε και κτύπησε τον βράχο στην άνυδρη μονή του Αγίου Γεωργίου κι εξήλθε αγίασμα που τρέχει μέχρι σήμερα. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 11 Ιουλίου 1833 στη μονή του Αγίου Γεωργίου, της οποίας υπήρξε ανακαινιστής και ηγούμενος κι εκεί ετάφη. Η τιμία κάρα του σώζεται στη μονή του Αγίου Γεωργίου. Η μνήμη της κοιμήσεώς του τελείται στις 11 Ιουλίου.

Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοση Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007