Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Η')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Η’)

















Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Δ' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
(Δ’ μέρος)


  
Εἶναι γνωστό ὅτι τόν 14ο αἰώνα, ἡ κυρίαρχη ἀλλά καί ἡ πιό δυναμική πνευματική κίνηση στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, στάθηκε ὁ Ἡσυχασμός, ὁ ὁποίος, ἐπιπλέον, γνώρισε ταχύτατη διάδοση ἀπό τόν ἑλληνικό, στόν σλαβικό καί ρουμανικό κόσμο. Ἕνας ἀπό τούς κυριότερους φορεῖς τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κίνησης, πού μέ τόν βίο καί τή δράση του δημιούργησε πολιτισμό καί ἱστορία ἦταν ὁ  ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. 
    Παρ’ ὅλο πού ὁ Ἡσυχασμός ὑπῆρχε στό Ἅγιον Ὄρος καί πρίν τήν ἄφιξη τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἡ συμβολή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου στήν ἐξελικτική πορεία τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας κατά τήν ὕστερη βυζαντινή ἐποχή εἶναι καίρια καί ἀναμφισβήτητη, καθώς συνδέεται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων στήν ἡσυχαστική θεωρία.
   Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, γεννήθηκε περί τό 1265 στό Κούκουλον, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του αἰχμαλωτίστηκαν, μαζί μέ πλῆθος χριστιανούς τῆς περιοχῆς, ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί μεταφέρθηκαν στή Λαοδίκεια. Μετά τό τέλος τῆς αἰχμαλωσίας του ὁ Γρηγόριος δέν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἀλλά μέσω Κύπρου κατευθύνθηκε στό Σινᾶ, ὅπου ἐκάρη μοναχός στήν ἱστορική μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Στό Σινᾶ ἀσκήθηκε γιά μία τριετία καί στή συνέχεια, ἀφοῦ διέμεινε γιά λίγο στήν Κρήτη κατέληξε, πρίν τό 1325, στό Ἅγιον Ὄρος. Γρήγορα ἡ φήμη του ὡς διδασκάλου τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἐξαπλώθηκε σ' ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος μέ ἀποτέλεσμα ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του νά διευρυνθεῖ. Ἀνάμεσά τους, ἐκτός ἀπό Ἕλληνες, βρίσκονταν καί Σλάβοι. Ἀργότερα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατευθύνθηκε περί τό 1335 στά Παρόρια τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ὅπου ἵδρυσε τέσσερις μονές. Στά Παρόρια τόν ἀκολούθησαν καί ἀρκετοί ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες μαθητές του. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου μνημονεύονται ὁ Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου, ὁ Ἰωσήφ ὁ Εὐβοεύς, ὁ ἀββάς Νικόλαος ὁ ἐξ Ἀθηνῶν, ὁ Μάρκος ἀπό τίς Κλαζομενές, ὁ Ἰάκωβος μετέπειτα ἐπίσκοπος Σερβίων, ὁ Ἀαρών, ὁ Μωϋσής, ὁ Λογγίνος, ὁ Κορνήλιος, ὁ Ἡσαΐας, ὁ Κλήμης ὁ Βούλγαρος καί βεβαίως ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, μοναχός Κάλλιστος, μετέπειτα οἰκουμενικός πατριάρχης.
  Σχετικά μέ τόν ‘‘Μᾶρκο τόν ὁσιώτατο’’ πού κατοικοῦσε στόν Μελανέα, αὐτός θά μποροῦσε νά ταυτιστεῖ μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό πού ὑπῆρξε μοναχός τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἔζησε μέχρι τά μέσα τοῦ 14ου αἰ. Ἐξ ἴσου ὅμως εἶναι πιθανόν νά πρόκειται γιά τόν Μᾶρκο, τό μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται συχνά στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ὡς ‘‘Μᾶρκος ὁ ἁπλοῦς’’. Ὁ J. Meyendorff καί ἄλλοι ἐρευνητές ταυτίζουν τόν μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου Μᾶρκο μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ βιογράφος ἅγιος Κάλλιστος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τό συμμοναστή του Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τίς Κλαζομενές, ἔγινε μοναχός «ἐν τῇ... σεβασμίᾳ μονῇ τῇ τοῦ κυροῦ Ἰσαὰκ ἐπικεκλημένη» στή Θεσσαλονίκη καί τέλος μόνασε στό Ἅγιον Ὄρος ὑπό τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη. Τόν περιγράφει ὡς ὑπόδειγμα εὐσεβείας καί ταπεινοφροσύνης καί συμπληρώνει ὅτι ὁ Θεός «διὰ τὴν τοσαύτην αὐτοῦ μετριοφροσύνην τε καὶ ὑπακοὴν ἐπὶ τοσοῦτον δόξης τοῦτον ἐξῇρέ τε καὶ ἀνύψωσεν» ὥστε νά καταλάμπει «ὑπό τῆς τοῦ παναγίου πνεύματος ἐλλάμψεως».
  Μεταξύ τῶν πολλῶν μοναχῶν πού κατέφθασαν στά Παρόρια γιά νά τεθοῦν ὑπό τήν φωτισμένη καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου ἦταν καί ὁ ἐπίσης Ἁγιορείτης ἑλληνοβούλγαρος ὅσιος Ρωμύλοςπού γεννήθηκε στό Βιδύνιο, παραδουνάβια πόλη τῆς βορειοδυτικῆς Βουλγαρίας, περί τό 1310. Ὁ πατέρας του ἦταν «Ρωμαῖος τό γένος», ἐνῶ ἡ μητέρα του προερχόταν «ἐκ τῶν Βουλγάρων». Ὁ ὅσιος Ρωμύλος περί τό 1335-1340 ἐκάρη μοναχός στή μονή Θεοτόκου Ὁδηγητρίας στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Ἀργότερα ὅμως, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔκτιζε μονή στά Παρόρια καί ἔχοντας κλίση περισσότερο πρός τήν ἐρημική ζωή, ἀναχώρησε γιά τό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο. Φθάνοντας ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἔκτισε κελλί πλησίον τῆς μονῆς στήν ὁποία ἀσκεῖτο ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
   Ἀργότερα ἔφθασε στά Παρόρια -προερχόμενος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη- καί ἔμεινε μαζί μέ τόν ὅσιο Ρωμύλο, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, βιογράφος τοῦ ὁσίου Ρωμύλου. Δύο φορές ἀναγκάστηκαν καί οἱ δύο τους, ἐξ αἰτίας δυσκόλων περιστάσεων νά ἐγκαταλείψουν τά Παρόρια καί νά καταφύγουν στή Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας, ὡστόσο ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀψηφῶντας τόν κίνδυνο τῶν Τούρκων ἐπανῆλθε μόνος του καί ἐγκαταστάθηκε «εἰς τό ἐνδότατον τοῦ ὄρους» τῶν Παρορίων. Ἐκεῖ ἔκτισε ἄλλη καλύβη καί ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, ζῶντας μέ ἀπόλυτη ξενιτεία γιά πέντε χρόνια καί προσφεύγοντας –μόνο ἄν παρουσιαζόταν μεγάλη ἀνάγκη- στή μονή «τοῦ ἁγίου Σιναΐτου».
   Τό 1360, μετά τήν ἐρήμωση τῆς μοναστικῆς περιοχῆς τῶν Παρορίων ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Ρωμύλος ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, τήν περίοδο 1360-1371, ἀσκεῖται «πλησίον τῆς ἱερᾶς Λαύρας», ὅπου ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστική ζωή καί πολλοί «πατέρες ὁμότροποι οἰκοῦν». Ἡ παραμονή τοῦ ὁσίου Ρωμύλου στήν περιοχή Μελανά τῆς Λαύρας ἀναφέρεται στό Βίο του πού συνέταξε, ὁ μαθητής του Γρηγόριος ὁ Νέος στήν ἴδια τοποθεσία. Στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ὅσιος Ρωμύλος παρέμεινε μέχρι τήν ἧττα τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Ἰωάννη Οὔγγλεση στή μάχη τοῦ Ἕβρου τό 1371, ὕστερα ἀπό τήν ὁποία κατέφυγε στόν Αὐλῶνα, στίς ἀκτές τῆς Ἀδριατικῆς, ὅπου ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μέ τόν «κεχαριτωμένον λόγον του», σύμφωνα μέ τόν Βίο του. Ἀργότερα ὅμως, περί τό 1375, «εἰς τήν Σερβίαν ἀπέρχεται», στή μονή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Ραβανίτσης, ὅπου καί ἐκοιμήθη περί τό 1381.
  Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Ἡσυχαστής ἤ Καλλιγράφος, μαθητής, τό πιθανότερο, κι αὐτός τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί ἀργότερα τοῦ ὁσίου Ρωμύλου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καί ὁ βιογράφος, θεωρεῖται ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμώνυμης μονῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἀναχώρηση ὅπως εἴδαμε τοῦ ὁσίου Ρωμύλου γιά τόν Ἄθω, ὁ Γρηγόριος ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν περιοχή Μελανά τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ὑποτάσσεται πάλι στόν ὅσιο Ρωμύλο, ὡς γνήσιος μαθητής του. Ὁ Γρηγόριος ὅμως δέν ἀκολουθεῖ τόν ὅσιο Ρωμύλο κατά τήν ἀναχώρηση τοῦ δεύτερου ἀπό τόν ἱερό τόπο. Ἔτσι παραμένει στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἱδρύει τή Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού σήμερα φέρει τήν ἐπωνυμία ‘‘τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου’’. Σέ ἀρχαία Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου γίνεται λόγος γιά τήν ἐμφάνιση σ’ αὐτόν θείου φωτός, ἀπό τό ὁποῖο ὁδηγούμενος ὁ Ὅσιος κατέβηκε μέχρι τόν παράκτιο βράχο ὅπου καί ἔκτισε στό σημεῖο πού τοῦ ὑποδείχθηκε τή Μονή. Στήν ἴδια Ἀκολουθία ὁ Ὅσιος ἐξυμνεῖται γιά τά θαύματά του, χάρη στά ὁποῖα σώθηκε ἡ μονή καί ὅλο τό Ὄρος ἀπό βαρβαρικές ἐπιδρομές. Πάντως οἱ τουρκικές ἐπιδρομές στό Ἅγιον Ὄρος θά πρέπει νά ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ  ὁσίου Γρηγορίου ἀπ’ αὐτό καί τῆς μεταβάσεώς του περί τό 1379 στή Σερβία, στήν ὁποία βασίλευε ὁ κνέζης ἅγιος Λάζαρος (1371-1389). Ἐκεῖ ζεῖ ἐντός σπηλαιώδους ναοῦ, ἀφιερωμένου στόν ἅγιο Νικόλαο, ἐνῶ ἀργότερα ἱδρύει τή μονή Γκόρνιακ. Στό καθολικό τῆς σερβικῆς αὐτῆς μονῆς βρίσκεται καί τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἐπιτελῶντας πολλά θαύματα. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 7 Δεκεμβρίου. (συνεχίζεται...........)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: 
 Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ νέος, κτίτωρ τῆς μονῆς Γρηγορίου. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.



 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Γ΄ μέρος)

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !


ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνώστες του καί τούς προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ! Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως νά φωτίζει ὅλους μας στό δρόμο γιά τή συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.


 


















Ἡ Ἀνάστασις. Φορητή εἰκόνα τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός. Μεγίστη Λαύρα. Μέσα 16ου αἰ. 





















  
Ἡ Ἀνάστασις. Τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου. Πρωτᾶτο, Καρυές. Τέλη 13ου αἰ.






















 Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ξάνθη. Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Εἰκόνα ἐπιστυλίου τέμπλου. 1742.


«Μεγαλυνάρια τοῦ Πάσχα». Διά χειρός Ἰωάσαφ ἱερομονάχου
Καυσοκαλυβίτου. 1919. Ἔνθετο σέ Πεντηκοστάριο τοῦ ἔτους 1896.


Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

                                                                                 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
                                   Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον
Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.

Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

1. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
2. Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
3. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
4. Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
4. Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ




Φωτογραφία:



Ἡ Βαϊοφόρος.



Εἰκόνα α’ μισοῦ 18 ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἅγιον Ὄρος.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ζ')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Ζ’)