Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΕΘΟΡΙΟ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ

Παταπίου μοναχοῦ

Καυσοκαλυβίτου






Ἡ Θεοτόκος μεθόριο οὐρανοῦ καί γῆς





Πῶς ν᾿ ἀρχίσει κανείς νά μιλᾶ γιά τήν Παναγία, ἀφοῦ μόλις γεννηθεῖ ὁ λόγος στό νοῦ, ἡ ψυχή κινεῖται σέ ὑμνωδία; Ἀδύνατον εἶναι νά μή μεταβληθεῖ σέ θαυμασμό ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου, πού μετουσιώνεται σέ εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. Τότε ἡ χαρά τῆς εὐχαριστίας γίνεται ἆσμα καινόν⋅ θεῖος ἔρωτας τῆς ψυχῆς⋅ ὠκεανός δοξολογίας γιά τήν πάμφωτη χάρη τῆς Παναγίας, πού μέσα ἀπό τούς παφλασμούς, ἀναδύεται ἀχρόνως ὁ Υἱός της, ὁ Χριστός. Καί ἀφοῦ, ὅπου ἡ Παναγία, ἐκεῖ καί ὁ Χριστός, οἱ ὕμνοι καί οἱ εὐχαριστήριες ὠδές ἀπευθύνονται κοινά καί ἀχώριστα καί στούς δύο.


(...) Ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ὑμνητές τῆς Παναγίας, ἀναφέρει μέ τή θεολογικώτατη γλῶσσα του: «Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει τά μεγαλεῖα σου Παρθένε Θεομῆτορ; Ἕνωσες τό νοῦ μέ τόν Θεό, ἕνωσες τόν Θεό μέ τή σάρκα⋅ ἔκαμες τόν Θεό υἱό ἀνθρώπου καί τόν ἄνθρωπο υἱό Θεοῦ. Συμφιλίωσες τόν κόσμο μέ τόν ποιητή τοῦ κόσμου...». Καί συμπεραίνει ὁ θεῖος Πατήρ: «Ἑπομένως ἡ Παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καί ἄκτιστης φύσεως. Ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τόν Θεό, θά ἀναγνωρίσουν καί αὐτήν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καί αὐτήν θά ὑμνήσουν μετά τόν Θεό, ὅσοι ὑμνοῦν τόν Θεό».


Μία ἀπό τίς ποιητικότερες καί κατανυκτικές ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες, πού ὑμνοῦν ἐδῶ καί αἰῶνες τήν Θεοτόκο, εἶναι καί ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, πού συντάχθηκε σέ μία πολύ δύσκολη στιγμή γιά τήν τύχη τῆς Βασιλεύουσας τῶν πόλεων καί ὁλόκληρου τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου· τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Ἀβάρους καί τούς Πέρσες κατά τό ἔτος 626. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ Ἀκολουθία αὐτή καλύπτει τίς λειτουργικές καί λατρευτικές ἀνάγκες δυσαρίθμητων πιστῶν, πού ἀπευθύνονται στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων, ὅταν αὐτοί πολιορκοῦνται ἀπό πάσης φύσεως ἐχθρούς, νοητούς καί αἰσθητούς καί ἀπό τόν ἴδιο τους τό ἑαυτό πολλές φορές, στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγή καί κάθαρση ἀπό τά πάθη, τό φωτισμό καί τή θέωση.


(...) Μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία μέσα ἀπό τήν πολύ ἐπιμελημένη αὐτή παρουσίαση τῆς Πανηγυρικῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου- πού ἐκδίδεται ἐδῶ ἐμπλουτισμένη ἀπό ἀνέκδοτο ὑμνογραφικό ὑλικό- νά βιώσουμε στή λατρευτική σύναξη, ἀκόμη ἐνεργέστερα τήν υἱϊκή αὐτή σχέση, πού θά πρέπει νά κάθε πιστός νά καλλιεργεῖ μέ τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία καί εἰσέβαλλε στήν τραγική ἀνθρώπινη ἱστορία γιά νά μεταμορφώσει τά πάντα καί νά ἑνώσει τή γῆ μέ τόν Οὐρανό, εἴθε, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά μᾶς στέλνει πλούσιο τό μέγα ἔλεός Του!





Ἀποσπάσματα ἀπό τόν Πρόλογο τοῦ γράφοντος στήν Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας (ἐπιμέλεια ἔκδοσης ἀπό τόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 127 ὑπό διακόνου Γεωργίου Κ. Μαγκιρίδη), Ἀθῆναι 2010.

Φωτογραφίες: Θεοτόκος, Ρόδον τό ἀμάραντον ἤ τοῦ Ἀκαθίστου. Εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. 1837. / Κώδ. Καυσοκαλυβίων 128, προμετωπίδα.




Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ Ἁγιαννανίτης ὁ ἐν Καλύμνῳ (1862-1948) φωτογραφία: ἡ ἀρχαιότερη εἰκόνα τοῦ ἁγ. Σάββα, ἔργο τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ ἔτους 1959. ὅσιος Σάββας (+7 Ἀπριλίου) ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1874 ὅπου καί ἐγκαταβίωσε στήν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς σκήτης Ἁγίας Ἄννης. Μετά ἀπό δωδεακαετή ἄσκηση ἐκεῖ ὅπου καλλιέργησε τήν ἁγιογραφία καί τή βυζαντινή ψαλτική τέχνη, ἀναχωρεῖ γιά τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἀσκεῖται στή μονή Ἁγ. Γεωργίου Χοζεβᾶ. Στή συνέχεια ἐπανέρχεται γιά λίγο στόν Ἄθωνα (1894-1897), ἐπανακάμπτει στούς Ἁγίους Τόπους (ἀσκήθηκε στόν Ἰορδάνη καί στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου) μέχρι τό ἔτος 1916. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἔζησε δύο χρόνια στήν Πάτμο, καί πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στό νησί τῆς Αἴγινας, ὅπου συναναστράφηκε τόν ἅγιο Νεκτάριο πρ. Πενταπόλεως τόν θαυματουργό... Ἄς μεταφερθοῦμε ὅμως στήν πανηγυρίζουσα σήμερα (μέ τό ἀθωνικό ἡμερολόγιο) Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. " Ἐδῶ ἔζησε ὁ Δωδεκανήσιος γέρων Μιχαήλ, ἀπό τό 1922 που καί κοινοβίασε. Ἦταν πολύ ἐνάρετος μοναχός, ἐπιμελέστατος στά πνευματικά, φιλακόλουθος καί φιλάδελφος στό ἔπακρον. Ἦταν καλός ἁγιογράφος καί εἶχε θεῖο ζῆλο γιά τήν θεοφιλῆ αὐτή ἐργασία. Ὁ Θεός μάλιστα εὐδόκησε, δύο ἀπό τίς εἰκόνες του, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, νά συνδεθοῦν μέ θαυμαστά γεγονότα. Συγκεκριμένα, τό 1959, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων στήν Κάλυμνο, πού φυλάσσεται τό ἅγιο λείψανο τοῦ ἁγίου Σάββα, παρήγγειλε στό γέροντα Μιχαήλ (ὁ ὁποῖος, νά σημειώσουμε, καταγόταν ἀπό τή γειτονική Σύμη) νά τοῦ στορήσει τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἐκεῖνος ὅμως μήν ἔχοντας πρότυπο καί μή γνωρίζοντας τή μορφή του, παρακάλεσε τόν Ἅγιο νά τόν φωτίσει στήν ἁγιογράφησή του. Ὅταν ἀργότερα ἡ εἰκόνα στάλθηκε στήν Κάλυμνο, ἡ καμπάνα τῆς μονῆς ἄρχισε νά κτυπᾶ ἀπό μόνη της, ἀπό τή στιγμή πού ἔφθασε στό λιμάνι τό πλοῖο, μέχρι τήν ἑπομένη πού ἔφεραν τήν εἰκόνα στή μονή. Πρόκειται γιά τήν παλαιότερη εἰκόνα πού ἱστορεῖ τήν ἱερή μορφή τοῦ ἁγίου Σάββα. Ὅσο γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο, αὐτός τόν θεράπευσε -ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος τοῦ ἀποκάλυψε- ἀπό ἀσθένεια πού ἐκδηλώθηκε κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρόδο, ὅπου εἶχε μεταβεῖ γιά νά παραδώσει τήν εἰκόνα του σέ ναό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Νεκτάριο· ναό πού κι αὐτός πάλι εἶχε κτιστεῖ κατ' ἐπιθυμία τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ''.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ γράφοντος: Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Ποφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2007


ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ( τό ἑπόμενο κείμενο ἀναρτήθηκε ἀπό τή μονή Παναγίας Ὑψενῆς)

Ο Όσιος Σάββας ο Νέος, κατά κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα της περιφέρειας Αβδίμ της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς και απλοϊκούς γονείς, τον Κωνσταντίνο και τη Σμαραγδή. Βασίλειος μεγάλωσε έχοντας βαθιά πίστη και μεγάλη ευσέβεια και προσπαθώντας να μιμηθεί την άσκηση των Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινά ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στα μέτρα του και ποθούσε μια άλλη ζωή. Ήθελε να ζήσει μόνο για τον Χριστό και να ακολουθήσει την οδό της μοναχικής πολιτείας. Έτσι έλαβε πλέον την αμετάκλητη απόφαση να φύγει, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια. Κατευθύνεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου επί δώδεκα έτη ζει πλέον με προσευχή και αυστηρή άσκηση.Έντονη ήταν και η επιθυμία του Οσίου να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, την οποία πραγματοποιεί αφού πρώτα διέρχεται από την γενέτειρά του. Δέος τον καταλαμβάνει καθώς αντικρίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο κείρεται μοναχός το 1890 και αργότερα, το έτος 1894, αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το 1902 χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί δε μέχρι το έτος 1906 ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος έλεγε για τον Άγιο Σάββα στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πριν ακόμη ο Άγιος κοιμηθεί: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος».Το έτος 1907 επανέρχεται στη μονή Χοζεβά, όπου διάγει βίο ασκητικό με τέλεια υποταγή στους ασκητικούς κανόνες, άκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός υλικού αγαθού, ακολουθώντας το πατερικό «ο ακτήμων μοναχός, υψιπέτης αετός». Η τροφή του ήταν μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι και νερό από τον ποταμό.Το έτος 1916 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δύο χρόνια και ιστορεί δύο εικόνες στο Καθολικό της μονής. Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Άγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε στην πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε την αυστηρή άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, την παροιμιώδη ταπείνωσή του, την απλότητά του. Έζησε το πρώτο θαύμα του Αγίου, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Άγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της. Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία και μια τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».Στην Αίγινα δεν μπορεί πλέον να μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος και αυτό κουράζει τον φιλήσυχο Όσιο. Μεταβαίνει στην Αθήνα και κατόπιν στην Κάλυμνο, όπου μετά από περιπλάνηση στις μονές και τα ησυχαστήρια του νησιού, καταλήγει στη μονή των Αγίων Πάντων. Εκεί αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει διά του στόματος και διά του παραδείγματός του και βοηθάει χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Πολλές φορές δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του τέκνων, κατά δε τη Θεία Λειτουργία είχε τέλεια προσήλωση στο συντελούμενο μυστήριο. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, καθώς και το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του. Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ, η ζωή του ήταν μια συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμπλήρωσε τις ημέρες της επίγειας ζωής του, με άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη, ενώ λίγο πριν το τέλος η τελευταία φράση του ήταν «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Η ομολογία αυτή ήταν η βεβαίωση της εν Χριστώ πορείας του. Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 , προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.Η επίσημη αγιοποίηση του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992.

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Ο ΘΗΚΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΥΜΝΟΙ



Παναγιώτου Ἰ. Σκαλτσῆ

Ἀναπλ. Καθηγητοῦ

Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης





Θηκαρᾶς καί οἱ Τριαδικοί του Ὕμνοι







φωτογραφία: ''Ἡ ψυχοσωτήριος καί οὐρανοδρόμος Κλίμαξ" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. Τοιχογραφία τοῦ 1820. Ἐργαστήριο Καρπενησιωτῶν ζωγράφων ὑπό μοναχοῦ Μητροφάνη ἐκ Βιζύης. Κυριακό Καυσοκαλυβίων.

Στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας ἔχουν καταγραφεῖ λαμπρά ποιητικά δημιουργήματα τά ὁποῖα, ἐκτός ἀπό τή λειτουργική τους χρήση καί τήν ἀξιοποίησή τους στήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας καί ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν εἶναι καί οἱ Τριαδικοί Ὕμνοι τοῦ Θηκαρᾶ, ἕνα ἔργο σπουδαῖο, πού συνδέθηκε μέ τήν κατ’ ἰδίαν προσευχή κυρίως τῶν μοναχῶν καί ἐκδόθηκε πρόσφατα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέ τό ὄνομα Θηκαρᾶς ἐννοοῦμε τόν λόγιο μοναχό καί ἡσυχαστή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τήν περίοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ (τέλη 13ου - ἀρχές 14ου αἰῶνα) καί ἔλαβε τήν προσωνυμία αὐτή ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦταν κατασκευαστής θηκῶν γιά μαχαίρια. Ἦταν πάρα πολύ ταπεινός μοναχός καί τό πραγματικό του ὄνομα τό γνώριζε μόνο ὁ ὑποτακτικός καί μαθητής του Θεόδουλος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δεσμευθεῖ μέ ὅρκο νά μήν ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς. Ἔχει βεβαίως ταυτισθεῖ κατά καιρούς μέ διάφορα πρόσωπα, ὅπως π.χ. μέ τόν προαναφερθέντα μαθητή του Θεόδουλο, τό μοναχό Διονύσιο, τό Θωμά Μάγιστρο ὁ ὁποῖος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόδουλος κ.ἄ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἔχει ἀπορρίψει κάποιες ἀπό αὐτές τίς ταυτίσεις, ἀλλά δέν ἔχει καταλήξει μέ βεβαιότητα ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς . Μέ τήν ἐν λόγῳ προσωνυμία, ἐκτός ἀπό τό ψευδωνύμως φερόμενο πρόσωπο, ἐννοεῖται καί ὁλόκληρη ἡ Συλλογή πού σχετίζεται μέ τό Θηκαρᾶ. Πρόκειται συγκεκριμένα γιά τό καθημερινό Ὡρολόγιο μέ τούς εἰδικούς Τριαδικούς Ὕμνους καί τίς Εὐχές, τήν Ἀσκητική Ἀκολουθία γιά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, διάφορα ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Θηκαρᾶ καί Πατερικά Ἀνθολόγια πού περιέχουν κείμενα ἀναφερόμενα στή σπουδαιότητα τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑμνολογίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θηκαρᾶς μᾶς πληροφορεῖ γιά τόν ἀποκαλυπτικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο διδάχθηκε καί ἐμπνεύσθηκε τούς ὑψηλῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης καί θεολογίας ὕμνους του, ἀλλά καί γιά τό βιβλικό καί πατερικό ὑπόβαθρο τοῦ πρωτότυπου καί προοριζόμενου γιά τήν ἀτομική προσευχή τῶν ἀσκητῶν Ὡρολογίου του. Στό σημαντικότερο ἀπό τά ὑπομνήματα τοῦ ἐν λόγῳ Ὡρολογίου, πού εἶναι αὐτό τοῦ Θεοδούλου, φαίνεται νά ἐκμυστηρεύεται ὁ Θηκαρᾶς ὅτι, ὅταν συμμετεῖχε στήν κοινή λατρεία καί ἄκουγε αἶνο ἤ δοξολογία στό Θεό, τότε παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τοῦ δώσει ὁ Κύριος τήν ἱκανότητα νά κάμει καί αὐτός ὕμνους προκειμένου νά δοξολογεῖ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· «Κύριε, λέγει, πάντα δύνασαι· ὁδήγησόν με ποῦ εἰσίν ὕμνοι τῆς βασιλείας σου, ἵνα, πάντα ὅσα ἔχω ἀπεμπολήσας θελήματα, ἀναλαβῶν ἐντρυφήσω αὐτούς» . Ὡς ἀπάντηση στήν ὡς ἄνω προσευχή τοῦ ὑμνητῆ τῆς Παναγάις Τριάδος Θηκαρᾶ ἦταν τόσο τό θάρρος πού πῆρε ὥστε νά καταγράφει τούς ὕμνους πού ἔβρισκε, ὅσο καί οἱ διάφορες ὀπτασίες μέ ἀγγέλους, τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, ἀκόμη καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό νά κρατᾶ κώδικα στά χέρια Του καί μικρό κοντύλι καί νά τόν ἐνθαρρύνει νά καταγράψει καί δοξολογήσει τόν ἐν Τριάδι Θεό. Ἡ ἐκλογή, γράφει χαρακτηριστικά, εἶναι ἀπ’ ὅλη τή θεόπνευστη Γραφή καί δή τό Ψαλτῆρι πού βρύθει ψαλμῶν ἀναφερομένων στούς θείους αἴνους . Οἱ ὕμνοι του ἐπίσης ἐμπνέ¬ονται καί ἀπό τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἀναφέρονται στή θεολογία, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἀλλά καί τούς Γρηγόριο Θεολόγο, Μέγα Βασίλειο, Μάξιμο Ὁμολογητή κ.ἄ.. «Ἀλλά καί ὅπου ἄν ἤκουσα καί εἶδον θεῖον αἶνον, εὐθύς ὥσπερ μέλισσα ἠνθολόγουν αὐτόν· ἡ δέ σύνταξις ἐστίν ἡμετέρα, μᾶλλον δέ οὔχ ἡμετέρα ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» . Μέ βάση λοιπόν τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική παράδοση, σέ μίαν ἐποχή πού ὑπῆρχαν ἔντονα τριαδολογικά ζητήματα καί κάποιες αἱρετικές ὁμάδες προερχόμενες ἀπό τούς Βογόμιλους ὑπερτόνιζαν τήν ἀτομική προσευχή σέ βάρος τῆς κοινῆς λατρείας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ , ὁ Θηκαρᾶς συνέταξε ἕνα νέο Ὡρολόγιο στή βάση τῶν τεταγμένων Ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου, ἀλλά μέ διαφορετικούς ὕμνους καί διαφορετικές εὐχές. Τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ εἶναι ὅτι ἐξυμνεῖ τήν Ἁγία Τριάδα καί κάθε ὕμνος διαιρεῖται σέ τρία μέρη προκειμένου νά εἶναι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς μίας θεότητος» . Οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι διαβάζονταν κατά τόν κανόνα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν ὡς περαιτέρω ἄσκηση, ἀλλά ἦταν δυνατόν νά ἀξιοποιηθοῦν καί στήν κοινή λατρεία, ἡ ὁποία πάντοτε προηγεῖτο καί ἀκολουθοῦσαν οἱ τριαδικοί ὕμνοι ἀλλά καί ἡ μονολόγιστος εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Οὕτως ἤ ἄλλως ὁ Θηκαρᾶς προέτρεπε τούς μοναχούς, σ’ ἕνα κλίμα πάντοτε ἐλευθερίας, νά εἶναι ἐραστές τῶν ὕμνων, διότι καλλιεργοῦν τήν ταπείνωση, ὁδηγοῦν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί συντελοῦν στήν ἐνοίκιση τῆς παναγίας Τριάδος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῶν ὑψηλῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ὅταν ἀναφέρεται στή θεολογία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, εἶναι καί τό παρακάτω κείμενο, ὅπου γιά τήν τριαδική βασιλεία λέγει ὅτι εἶναι «ἡ πάντων ἀρχή ὑπεράρχιος, καί ἀπειρία πάσης ἀπειρίας, καί πάντων πέρας ὑπερτελές· ἡ πάντα ἐν σεαυτῇ περιέχουσα κατά μίαν ὑπερουσίως ἀπειρίας ἁπλότητα» . Γιά τόν Τριαδικό Θεό δέ ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου γράφει ὅτι ἀπ’ αὐτόν προέρχεται «πᾶν πέρας, οἱ ὅροι πάντες· τά στοιχεῖα, τά εἴδη· αἱ ἑτερότητες, αἱ ταυτότητες· αἱ ποσότητες, αἱ σμικρότητες, αἱ μεγαλειότητες· πάντων αἱ συγκράσεις, αἱ διακρίσεις, αἱ ἀδιάλυτοι συνοχαί τῶν γινομένων» . Ὅπως εἶναι εὐνόητο τό ἔργο αὐτό τοῦ Θηκαρᾶ, πού στή χειρόγραφη παράδοση μαρτυρεῖται ἀπό τόν 14ο αἰῶνα , εἶχε εὐρεία διάδοση στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτές, ὅπως ἐπίσης καί στό μοναχισμό τῶν Σλαυικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτό μαρτυροῦν τά πολλά χειρόγραφα στά ὁποῖα διασώζεται τό ἐν λόγῳ Ὡρολόγιο, ἀλλά καί οἱ κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἔντυπες ἐκδόσεις του γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τόσο τῶν ἀσκητῶν, ὅσο καί τῶν ἐγγάμων λαϊκῶν. Τό κύρος πού εἶχε ὁ Θηκαρᾶς ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν Κολλυβάδων γι’ αὐτόν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης π.χ. τόν ἀναγνώριζε ὡς σπουδαῖο ὑμνογράφο καί συνιστοῦσε οἱ θεολογικοί του ὕμνοι καί οἱ εὐχές νά λέγονται κατ’ ἰδίαν καί ὄχι στίς κοινές συνάξεις . Στίς μέρες μας ὁ Θηκαρᾶς ἀποκτᾶ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον μέ τήν ἔννοια ὅτι καί σήμερα ἔρχεται νά ἐπισημάνει α) τήν ἑνότητα κοινῆς καί κατ’ ἰδίαν προσευχῆς β) τή σημασία τῆς πίστης καί προσευχῆς στόν Τριαδικό Θεό δημιουργό τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἐγγυητή τῆς ἀκεραιότητος τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου γ) τό μέγεθος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, μέσα ἀπό τή δοξολογία, τήν εὐχαριστία καί τήν εὐλόγηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἀπόλυτα ἐπίκαιρος ὁ λόγος ἑνός ἐκ τῶν παλαιῶν ἐκδοτῶν τοῦ Θηκαρᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος στόν φιλοαναγνώστη του σημειώνει ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι στήν ὑπέρθεον Τριάδα συνιστοῦν πολύτιμους λίθους «οἵτινες λάμποντες καί ἀστράπτοντες ἐν τῇ καρδίᾳ σου δείχνουσι καί φανερώνουσιν εἰς τήν ψυχήν σου τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τῆς τρισηλίου θεότητος» .

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗΣ ΤΟ ΠΑΝΙΕΡΟ ΘΑΜΒΟΣ


πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Τῆς Προηγιασμένης τὸ πανίερο θάμβος
«Σοφία, ὀρθοί.

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».



Φωτογραφία: Φῶς ἱλαρό στό καθολικό τῆς μονῆς Χιλανδαρίου

Τὸ φῶς τὸ ἰλαρὸ ποὺ ἁπλώνει ἡ λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης τὸ νοιώθεις ὅτι εἶναι ἡ φωτεινὴ ματιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μεγαλύνει τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα παρουσία Του ἀπό τότε, ἀπό τὸν καιρὸ τῆς Δημιουργίας, μὲ κεῖνο τὸ κορυφαῖο πρόσταγμα, «Καὶ ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1, 3). Φωτεινὴ παρουσία ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ εἰσέρχεται σὲ ὅλα μας τὰ σκότη καὶ νὰ τὰ φωτίζει: δίχως νὰ ἐξετάζει ποιὰ. Ἀρκεῖ τὶς θύρες τῆς ψυχῆς νὰ βρεῖ ἀνοικτές.

Στὸ μυρωμένο ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ ἀνεβαίνει τὸ εὐῶδες θυμίαμα κι ἀπό τὸ πρόσωπό Του κατεβαίνει φῶς Χριστοῦ καὶ καταυγάζει τὴν Ἐκκλησιὰ, τοὺς πιστοὺς, τὴν οἰκουμένη ὁλάκερη. Αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ αἰῶνες προσφέρεται, καὶ θὰ προσφέρεται, ἕως τῆς συντελείας, γίνεται τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου καὶ οἱ Γραφὲς καὶ οἱ Λόγοι καὶ ἡ Ἀνάγνωση τοῦ Σύμπαντος Κόσμου κατανοεῖται, ἐμβιώνεται, ὁδηγεῖ εἰς ὁδοὺς σωτηρίας.

Αἰῶνες στέκει στὴν Ὡραία Πύλη ὁ ἀρχαῖος ὁ παπᾶς, ἀκίνητος, εὐσχήμων, ἱεροπρεπὴς καὶ κατενυγμένος. Κρατᾶ τὴν ἀκοίμητα ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης καὶ τὸ θυμιατὸ, γιὰ νὰ ὁρίσει τὴν προσευχὴ τῶν πιστῶν, νὰ συμμαζέψει τοὺς καημούς τους, τὶς μετάνοιες καὶ τὶς ίκεσίες τους καὶ νὰ τὰ τυλίξει σὲ νοητὰ ὀθόνια γκρίζου θυμιάματος, νὰ συμμαζέψει τὴν πίστη τους στὴ χρυσογάλανη φλόγα τοῦ κεριοῦ κι ὕστερα, ἥρεμα, ἁπλᾶ καὶ σὲ ἦχο λιτό, ὑφασμένο στὸν ἀργαλιὸ τῆς ταπείνωσης, ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω».

Οἱ μετάνοιες εἶναι ἀσκήσεις ποὺ δὲν ἀποδεικνύουν μόνο τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ κυρίως τὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς. Γιατὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία μὲ ἀπότοκο τὴ θεραπεία… Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτὸ «αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀοράτως» μὲν, ἀλλὰ μαζὶ μας ἀτενίζουν καὶ διαπιστώνουν ὅτι, «ἰδού, εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης». Γιὰ ποῦ, ἄραγε; Τὸ ἐρώτημα δυναμικό μεγαλειῶδες, οὐσιαστικό…. Διότι εἰσπορεύεται, εἰσοδεύει ὁ Βασλεύς τῆς Δόξης, μέσα στὸ ἅγιο Δισκάριο, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ ναοῦ νὰ τὴν καταλύει, ν᾿ ἀνοίγει ρωγμὲς σωτήριες, τὸ ρυθμικὸ τὸ κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ. «Ἰδοὺ θυσία…». Θυσία μυστική, ἀλλὰ καὶ τελειωμένη, ποὺ μόνο οἱ Δυνάμεις τῶν Οὐρανῶν μὲ τὰ παρθένα, τὰ φωτισμένα ἀπό τὸ θεῖο Του γνόφο μάτια, μὲ φρίκη βλέπουν καὶ καταννοοῦν, πασχίζοντας νὰ μᾶς εἰσάγουν ὅλους μας σ᾿ αὐτὸ τὸ μάθημα τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον….» (Ἰω. 3, 15) ἀντίθετα μὲ τὸν κόσμο ποὺ συνεχίζει, ὄχι μονάχα νὰ μὴν ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ν᾿ ἀμφισβητεῖ καὶ νὰ ζητᾶ τὶς ἔτι καὶ ἔτι θυσίες Του… ποὺ τὶς ἀντιπροσωπεύουν, εὐτυχῶς, τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρια… τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς σήμερα ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον εἶναι μὲν ἀναίμακτα, ἀλλὰ μουσκεμένα ἀπό δάκρυα, ἱδρῶτες, ἀγωνία καὶ μεγάλη σωπὴ. Ποὺ γιὰ τὴν ἀντέξεις ἀπαιτεῖται νὰ μαθητεύσεις στὴ ἄλλη Σιωπὴ. Ἐκείνη τή σιωπή, ποὺ ἐκφράζεται μὲ διαφορετικὰ ρήματα· καὶ ποὺ ἐκκινεῖται ἀπό μιὰν ἄλλη Σιωπὴ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ. 26, 63)

Εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης, λοιπὸν. Κι ἐμεῖς βυθίζουμε τὴν ὕπαρξή μας στὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ ψηλαφοῦμε τὶς ἀρετὲς τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι «Πίστει καὶ πόθῳ» προσέρχονταν γιὰ νὰ καταστοῦν « μέτοχοι ζωῆς ἀθανάτου». Ἐκεῖνοι…. Ἐμεῖς;

Οἰ λέξεις αὐτὲς, «πίστις», δηλαδὴ, ποὺ δηλοῖ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ κάτι παραπάνω, καὶ «πόθῳ», ποὺ φανερώνει τὴν ἐπιθυμία, τὴ λαχτάρα τῆς παρουσίας κάποιου, διαπλέουν τὶς θάλασσες τοῦ χρόνου καὶ μᾶς ἀνταμώνουν· λέξεις χλωρὲς, νεοφορεμένες, ποὺ ἐπιμένουν νὰ μᾶς εἰσοδεύσουν, ὄχι μονάχα στὸ νόημά τους, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο τους… Τὸν κόσμο τῆς Βασιλείας Του. Μιὰ θύρα τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ Προηγιασμένη…..

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου Λαυριώτου





Σταυροαναστάσιμη πορεία πρός τό Πάσχα









Φωτογραφίες: Λεπτομέρεια α'πό τό τέμπλο καί σταυρός στόν τρούλο τοῦ πρόσφατα ἀνακαινισμένου παρεκκλησίου Ἁγ. Μαξίμου Καυσοκαλύβη. Καυσοκαλύβια Ἁγ. Ὄρους

(...) Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν σήμερα καὶ καθὼς βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὸν τίμιο Σταυρό, προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, τοῦ καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας, θά λέγαμε καλύτερα. (...) Κατά τόν μεγάλο ἡσυχαστή Ἁγιορείτη ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀσκήθηκε γιά ἀρκετά χρόνια στά ὅρια τῆς ἱερᾶς Μονῆς τῆς μετανοίας μου, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο λοιπόν, «ὄχι μόνο ὁ λόγος περί Σταυροῦ καί τό μυστήριο, ἀλλά καί τό σχῆμα του εἶναι θεῖο καί προσκυνητό, διότι εἶναι σφραγίδα σεβάσμια, ἁγιαστική καί τελειωτική ὅλων τῶν θαυμασίων καί ἀνεκφράστων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν Θεό». (...) Σήμερα, κατακλύζουμε τούς ἱερούς ναούς προκειμένου νά προσκυνήσουμε τόν Τίμιο Σταυρό καί νά ἀντλήσουμε δύναμη καί χάρη οὐράνια ἀπό αὐτόν. Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς νά βιώσει στήν προσωπική του ζωή τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ; Τί σημαίνει γιά μᾶς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι»; Μέ αὐτά τά ἐρώτηματα, θά διαλεχθοῦμε σύν Θεῷ, στή συνέχεια, κατά τήν ταπεινή μας αὐτή ὁμιλία.... (...) ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ μετατρέπει τά ἐμπόδια σέ εὐεργετήματα, τά ἀναδεικνύει θείες δωρεές, ἐφόδια πνευματικά, ἀφορμές δοξολογίας στόν Θεό. Ἐμεῖς βεβαίως, ὡς ἄνθρωποι, δέν φοβόμαστε τίποτε περισσότερο, ὅσο τίς θλίψεις καί τίς δυσχέρειες. Καί εἰδικότερα, τήν τελευταία αὐτή περίοδο, κατά τήν ὁποία ἡ φιλτάτη πατρίδα μας βιώνει σέ ὅλες της τίς διαστάσεις τήν οἰκονομική κρίση, πού εἶναι ὅμως, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ἀποτέλεσμα, τῆς πνευματικῆς κρίσεως, πού βιώνει ἀπό δεκαετίες ὁ λαός μας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τἠν φύση της, ἐκτός τοῦ ὅτι νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο καί ἔχει μία πνευματική ἀποστολή, συγχρόνως λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά στήν κοινωνία. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα κοινωνική καί οἰκονομική κρίση πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ κρίση, δηλαδή μέ διάκριση, περίσκεψη, σύνεση καί τήν πρέπουσα ἀποφασιστικότητα. Ἕνα κλῖμα ἐμπιστοσύνης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ τήν δοκιμασία αὐτή ἀλλά καί κλῖμα ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, θά πρέπει νά εἶναι τό κλῖμα, πού θά πρέπει νά ἐπικρατήσῃ μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα, μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή, τό καθημερινό βίωμα τῶν δυσχερειῶν καί τῶν ἀπογοητεύσεων καί τῆς ἐλλείψεως προοπτικῆς, τό ὁποῖο μπροστά στά πόδια μας συνεχῶς κατρακυλᾶ, ὁ πάνσοφος Θεός καί οἰκονόμος τῆς σωτηρίας μας, τό κάνει μεταγωγικόν στούς οὐρανούς. Μᾶς δίνει τήν δυνατότητα, ἄν ὄχι νά ξεπεράσουμε τά ἐμπόδια, τουλάχιστον νά ὑπομένουμε αὐτά, γιά νά μή χάσουμε ἀπό μπροστά μας τό ὄραμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. (...) Ἡ σημερινὴ προσκύνηση τοῦ τιμίου Σταυροῦ μᾶς θυμίζει ὅπως εἴδαμε, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μας αὐτή ὁμιλία, τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς ζωντανεύει τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη. Στήν πορεία πρός τήν συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν Θεό μας, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰώνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλία τοῦ πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Συλλόγου Φίλων τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἡρακλείου. Ἡράκλειο, 27 Μαρτίου 2011.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Ὁ Ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

(...) πανορθόδοξη μορφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη τῶν Ἁγιορειτῶν, γιά τόν 14ο αἰώνα, πού εἶναι καί ὁ χρυσός αἰώνας τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ. Τό 1325 λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ ὅσιος Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγ. Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ.
Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος («Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων διά τούς ἐξ ἰδίας ἀπειρίας καί τῆς πρός τούς ἁγίους ἀπειθείας ἀθετοῦντας τάς τοῦ Πνεύματος μυστικάς ἐνεργείας, κρεῖττον ἤ λόγος ἐν τοῖς κατά πνεῦμα ζῶσιν ἐνεργουμένας καί δι᾿ ἔργων θεωρουμένας, ἀλλ᾿ οὐ διά λόγων ἀποδεικνυομένας», PG 150, στ. 1225-1236), τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει σερβικῆς καταγωγῆς Πρῶτο. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό πρόσφατα κυκλοφορηθέν βιβλίο τοῦ γράφοντος: Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰ., ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010.

Φωτογραφία: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί νέος Χρυσόστομος, ὁ Παλαμᾶς». Τοιχογραφία σέ βυζαντινό ναό τῆς Καστοριᾶς.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

ΕΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ


Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις

Στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ φιλοαγιορείτη καί καθ᾿ ὅλα ἄνθρωπο, ἰατρό Ἰωάννη Λάϊο, μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του (21 Μαρτίου 2011). Οἱ συνεργάτες τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ εὔχονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καί τό ἴδιο παρακαλοῦν νά κάνουν καί οἱ ἀναγνῶστες του.

Φωτογραφία ἀπό τό άρχονταρίκι τῆς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου

Σ᾿ ἕνα συλλογικό τόμο, ὅπως ὁ παρών, πού μελετᾶ διεξοδικά σ᾿ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, τό νά συμμετέχει ἕνας μοναχός, θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρόκληση. Κι αὐτό, γιατί τήν ‘’μεταμοντέρνα’’, ‘’πολυπολιτισμική’’ καί ‘’παγκοσμιοποιημένη’’ κοινωνία μας, ἐλάχιστα ἤ καί καθόλου ‘’δέν θά ἔπρεπε’’ νά τήν ἐνδιαφέρουν οἱ σκέψεις του. Κάτι τέτοιο ὅμως θά ἦταν, ἄν μή τι ἄλλο, τουλάχιστον ἄδικο. Ἄδικο κυρίως γιά τούς συμμετέχοντες στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ παρόντος βιβλίου, δηλαδή τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες του, καθώς ἔτσι θά στεροῦνταν τῆς δυνατότητας νά μάθουν πῶς ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, πού γιά τούς μοναχούς, αἰώνες τώρα, εἶναι καθημερινή ὑπόθεση, φέρνει δίψα γιά οὐρανό καί ἀθανασία· γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ξέσπασμα ζωῆς, πού οἱ συντεταγμένες του βρίσκονται στήν αἰωνιότητα.
Πρόκληση ὅμως στάθηκε καί γιά τόν γράφοντα, καθώς θά ἔπρεπε σέ λίγες μόνο σελίδες νά φιλοσοφήσει περί τοῦ θανάτου, ἀποκρυσταλλώνοντας τή μοναχική ἐμπειρία αἰώνων. Γιατί, τί ἄλλο παρά φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου εἶναι κατά βάθος ἡ ἀληθινή μοναχική ζωή; Φιλοσοφία γιά τά ἐντός καί ἐκτός τοῦ χρόνου τῆς ὕπαρξης· γιά ἀνέσπερους κόσμους ἐν τάφῳ.
(...) Γιά τό λόγο αὐτό, σκεφθήκαμε νά προσεγγίσουμε –μέ συνοδοιπόρους τούς ἀσκητές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας- τό θέμα μας ἀποσπασματικά βέβαια, λόγω τῆς στενότητας τοῦ χώρου. Ἀφορμή μας θά σταθοῦν δύο πράγματα, τά ὁποῖα ἐκ νεότητος μᾶς εἶχαν συγκινήσει ἀλλά καί βοηθήσει στήν πορεία γιά τήν βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Τό πρῶτο εἶναι μία ἐπιγραφή, πού τήν βλέπει κανείς ἀκόμη καί σήμερα, κάπου ἀνηρτημένη στό ἀρχονταρίκι μιᾶς ἁγιορείτικης μονῆς, καί ἡ ὁποία δημιουργεῖ προβληματισμούς, σκέψεις καί ὁπωσδήποτε... θέμα γιά συζήτηση τό βράδυ μεταξύ τῶν ἐφήμερων ἐνοίκων τοῦ ξενῶνα. Τό σταυροαναστάσιμου χαρακτῆρα κείμενό της, πού ἐκ πρώτης ὄψεως θυμίζει λογοπαίγνιο, εἶναι τό ἑξῆς:
«Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις».
Καί βέβαια, ἔχοντας πάνω ἀπό δύο δεκαετίες στή μοναχική ζωή, τώρα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐπιγραφή θέλει περίπου νά πεῖ ὅτι: ὅταν πεθάνεις γιά τόν κόσμο καί γιά τά τοῦ κόσμου καί καταφέρεις νά νεκρώσεις τά πάθη σου, πρίν ἀκόμη ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ βιολογικοῦ σου θανάτου, δέν θά πεθάνεις ὀντολογικά ὅταν ἔλθει αὐτή ἡ ὥρα, ἀλλά θά ζήσεις αἰώνια· μιά πού ἡ κάθαρση καί ἀπαλλαγή ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τή σωτηρία σου.
(...) Ἐκεῖνος πού ἔχει μνήμη θανάτου, ἀνασταίνεται ἀπό τό θάνατο τῆς ψυχῆς. Ζεῖ στή γῆ σάν ξένος. «Γι᾿ αὐτόν ἡ θύρα τῆς αἰωνιότητας εἶναι πάντοτε ἀνοικτή. Κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ μέ πνευματική ἀνησυχία· μέ βαθειά λύπη καί μέ περίσκεψη. Τί θά μποροῦσε νά τόν δικαιώσει στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ; Ποιά θά εἶναι ἡ ἀπόφασή του; Ἔτσι καμμία ἐπίγεια ὀμορφιά καί καμμία ἐπίγεια ἀπόλαυση, δέν προσελκύει τήν προσοχή του καί τήν ἀγάπη του. Δέν καταδικάζει κανέναν γιατί θυμᾶται ὅτι στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ, ὅλοι θά κριθοῦν ἀνάλογα μέ τό μέτρο, πού οἱ ἴδιοι κρίνουν τόν πλησίον τους. Τό ξέρει, ὅτι ἔτσι θά κριθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί γι᾿ αὐτό συγχωρεῖ τούς πάντες καί τά πάντα. Γιά νά λάβει καί αὐτός συγχώρηση καί νά σωθεῖ. Εἶναι ἐπιεικής σέ ὅλους. Εἶναι εὔσπλαγχνος σέ ὅλα. Δέχεται τήν κάθε δοκιμασία καί θλίψη πού τοῦ συμβαίνει μέ χαρά... Κι ἄν τοῦ ἔλθει λογισμός κενοδοξίας, ὅτι τάχα ἔχει ἀρετές, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου τόν ἀντικρούει καί τόν διώχνει».
Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δόθηκε στούς ἀνθρώπους ἡ βεβαιότητα ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος: «Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Ἡ Ἀνάσταση ἔφερε ἐπίσης τήν αἰώνια ζωή: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
(...) Κάποτε ἀξιωθήκαμε νά παραστοῦμε στίς τελευταῖες ὁσιακές στιγμές ἑνός ἐνάρετου μοναχοῦ ἀπό τή σκήτη μας. Πέθανε, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, θά λέγαμε καλύτερα, σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή ὀρθόδοξη ὁρολογία, καταφέρνοντας νά ψελλίσει μέ ἀπόλυτη ἡρεμία ἀλλά καί ἐλπίδα τά παρακάτω λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς γάρ ἑαυτῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν· ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν· ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ γράφοντος: «Μοναχική ζωή: Φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου», στό συλλογικό τόμο: Ὄψεις τοῦ πολιτιστικοῦ φαινομένου. Ἐπιστημονικές προσεγγίσεις τοῦ θανάτου καί τῆς ζωῆς (ἐπιμέλεια Δ. Μαγριπλῆς), ἐκδ. Ἀντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 311-322.