Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ (+ 2011)

Ὁ μακαριστός Γέρων Πετρώνιος Προδρομίτης (1914/16 – 22 Φεβρουαρίου 2011)

«πωμιζόμενος τόν ὁμολογουμένως βαρύν τοῦτον σταυρόν τοῦ ἁγίου ὑπουργήματος ὑμῶν, πιστεύομεν ὅτι κατά πολύ θά ἐλαφρυνθῆτε, ἀναλογιζόμενος, ὅτι τό ἔδαφος τοῦτο καλῶς ἐλειάνθη, ἐκαλλιεργήθη καί ἐσπάρη ὑπό τοῦ σεβαστοῦ καί ἀξιοθαυμάστου ὑμῶν προκατόχου.
Εἰς τό σημεῖον τοῦτο, ἡ Ἱ. ἡμῶν Μονή, μνείαν ίδιαιτέραν περί τοῦ πανοσιολογιωτάτου Γέροντος ἱερομονάχου Πετρωνίου ποιουμένη, εὐχαριστεῖ αὐτόν ἐκ βαθέων, διά τήν πολυετῆ καί ἄοκνον διακονίαν του, διά τήν μεγάλην προσφοράν του εἰς τήν προαγωγήν τῶν καλῶς νοουμένων συμφερόντων τῆς Ἱ. Σκήτης, ὡς καί διά τήν ἀνυπολόγιστον συμβολήν του εἰς τήν γενικωτέραν πρόοδον αὐτῆς, πνευματικήν τε καί ὑλικήν. Νῦν, ἔκρινεν, ὅτι ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἵνα ἐφησυχάσῃ. Δεόμεθα, πρός Κύριον, ὅπως χαρίζηται αὐτῶ ἱκανά καί εἰρηνικά εἰσέτι ἔτη ἵνα ἀπολαύσῃ τούς καρπούς τῶν κόπων του, καί ἵνα εὐφρανθῆ ὁρῶν τήν ἐν Χριστῶ προκοπήν τῶν πνευματικῶν του τέκνων...»
Τά παραπάνω, ἀνάμεσα σέ ἄλλα σημαντικά, ἀνέφερε ὁ σεβαστός καθηγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀρχιμανδρίτης Πρόδρομος, προσφωνώντας τόν νέο Δικαῖο τῆς «εὐκλεεστέρας καί γραφικοτέρας» κοινοβιακῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου, ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Προδρομίτη, κατά τήν τελετή τῆς ἐνθρονίσεως του, «εἰς διαδοχήν τοῦ πολιοῦ καί σοφοῦ Γέροντος ἱερομονάχου Πετρωνίου», ὅπως χαρακτηριστικά ὑπογραμμίστηκε. Λίγες μέρες πρίν, ὁ μακαριστός πλέον Γέρων Πετρώνιος Προδρομίτης, προγνωρίζοντας, τό πιθανότερο, τήν έπικείμενη κοίμησή του, εἶχε παραιτηθεῖ ἀπό τήν διαποίμανση τῆς Σκήτης.

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἡ φωτογραφία προέρχεται ἀπό τό ἰστολόγιο paratiritis.blog. com










Ὁ π Πετρώνιος γεννήθηκε το 1914 στην κοινότητα Φαρκάσα του νομού Νεάμτς. Ο πόθος του από νέος ακόμα να γίνει μοναχός οδήγησε τα βήματά του στη Μονή Νεαμτς όπου και έγινε μοναχός. Έπειτα πήγε στην Μονή Αντίμ του Βουκουρεστίου ενώ σπούδασε και στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου.
Το 1978 πήγε στο Άγιον Όρος. Ο π. Πετρώνιος πήγε εκεί με τη δεύτερη γενιά μοναχών, σταλμένοι από το Πατριαρχείο Ρουμανίας με σκοπό την πνευματική αναγέννηση της σκήτης του Τιμίου Προδρόμου
Από το 1984 ήταν και πνευματικός αλλά και βιβλιοθηκάριος της Σκήτης.
Όταν ο Placide Desseille ζήτησε από τον π. Μακάριο τον Σιμωνοπετρίτη να τον πάει σε κάποιον γέροντα για να ακούσει κάποιον πνευματικό λόγο, εκείνος μαζί με τον ηγούμενο Ελισσαίο και άλλους μοναχούς της συνοδείας τους τον πήγαν στον πατέρα Πετρώνιο.
Όταν ζήτησαν από τον γέροντα Αντριάν Φαγκατσεάνου να πεί κάτι για τον γέροντα Πετρώνιο εκείνος είπε: «Τον Πετρώνιο τον Προδρομίτη; Ο πιο ταπεινός, ο πιο ταπεινός, ο πιο ταπεινός»!
Πατώντας το πόδι του στην αθωνική γη της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου ο Νικολάε Μπαλτσιούτ θα γράψει: «Ο πατέρας Πετρώνιος είναι τόσο αγαπητός που τον συμβουλεύονται και οι Έλληνες και οι Ρουμάνοι μοναχοί»
Ο π Ιωαννίκιος από την Μονή Σίμωνος Πέτρα θα πει: «Ο π। Πετρώνιος ο Προδρομίτης συνταιριάζει τέλεια την αγάπη με την άσκηση και την πραότητα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο γέροντας στεκόνταν όρθιος στις αγρυπνίες όλη νύχτα. Το να καθίσει για λίγο γονατιστός ήταν μια ευλογία»
Ψάχνοντας να βρω και κάτι άλλο να γράψω θυμήθηκα τι είχε γράψει πριν από 2 χρόνια στο ορθόδοξο περιοδικό Lumea Monahilor ο George Crasnean: «Έδειξα στην γυναίκα μου 3217 φωτογραφίες με αθωνίτες μοναχούς και την ρώτησα ποιός σου φαίνεται ''καλός άνθρωπος''. Απ' όλους διάλεξε τον π. Πετρώνιο ίσως επειδή τα μάτια του να ''πρόδωσαν'' την ξεχωριστή του ψυχή
Κανένας από όσους πέρασαν το κατώφλι της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου δεν μπορούν να ξεχάσουν το φως που εξέμπεμπε η μορφή του και τα πνευματικά λόγια που πρόσφερε καθισμένος σ' ένα παγκάκι κάτω από το φως της ανατολής ή του δειλινού.
«Μ' αρέσει να περπατάω, αυτή είναι η χαρά μου, επειδή πολλοί Άγιοι Πατέρες αγίασαν τις πέτρες τούτες με τον ιδρώτα τους» έλεγε ο γέροντας. Πατώντας στα χνάρια αυτών των πατέρων, αισθανόταν την χαρά της κοινωνίας και της αδιάλειπτης προσευχής
Ο Θεός να τον αναπαύει.»
Ἀπό τό ἱστολόγιο: proskynitis।blogspot.com

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΜΝΗΜΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ. 20 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ (+1991). ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1

Πα­τα­πί­ου μο­να­χοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του

Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα Ὑμνογραφήματα
τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου τῆς περιόδου 1926-1941 στή σκήτη Καυσοκαλυβίων

Συμ­βο­λή στή με­λέ­τη τῆς ζω­ῆς καί τοῦ ἔρ­γου του

Στή μι­κρή πλήν ἀ­ξι­ό­λο­γη Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγίας Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, ἀλ­λά καί τίς Βι­βλι­ο­θῆ­κες ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­πό τίς Κα­λύ­βες της, φυ­λάσ­σο­νται με­τα­ξύ τῶν 300[1] καί πλέ­ον χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων, καί ὁ­ρι­σμέ­νοι πού πε­ρι­λαμ­βά­νουν εἴ­τε πα­ντε­λῶς ἄ­γνω­στα, εἴ­τε γνω­στά ἀλ­λά ἀ­νέκ­δο­τα ὑ­μνο­γρα­φι­κά ἔρ­γα[2] τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ὑ­μνο­γρά­φου τῆς Με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας Γε­ρα­σί­μου μο­να­χοῦ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­του (1905-1991)[3]. Ὁ­ρι­σμέ­να μά­λι­στα ἀ­πό τά ἔρ­γα αὐ­τά, ἐ­κτός τοῦ ση­μα­ντι­κοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι εἶ­ναι χρο­νο­λο­γη­μέ­να καί πα­ρα­δί­δο­νται ἀ­πό τή γρα­φί­δα τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ ποι­η­τοῦ τους, θά πρέ­πει νά ὑ­πο­γραμ­μι­στεῖ, ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦν –μέ βά­ση τή μέ­χρι σή­με­ρα ἔ­ρευ­να- τά πρω­ϊ­μό­τε­ρα ποι­η­τι­κά ἔρ­γα τῆς ση­μαί­νου­σας αὐ­τῆς ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας, χρο­νο­λο­γη­μέ­να ἀ­πό τό 1926 καί ἐ­ντεῦ­θεν.
Τό σύ­νο­λο τῶν ὑ­μνο­γρα­φη­μά­των αὐ­τῶν δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ μα­κα­ρι­στός π. Γε­ρά­σι­μος[4] –μέ­σα στά πλαί­σι­α ἐρ­γο­χει­ρι­κῆς τέ­χνης, ὅ­πως στά­θη­κε γι­᾿ αὐ­τόν ἡ ὑ­μνο­γρα­φί­α- κα­τό­πιν πα­ραγ­γε­λί­ας Καυ­σο­κα­λυ­βι­τῶν γε­ρό­ντων, καί προ­ο­ρι­ζό­ταν γι­ά τήν κά­λυ­ψη λει­τουρ­γι­κῶν ἀ­να­γκῶν εἴ­τε τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της εἴ­τε τῶν Κα­λυ­βῶν τους εἴ­τε ἀ­κό­μη καί τῶν ἰ­δι­αι­τέ­ρων πα­τρί­δων τους, ὅ­πως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω.
Στήν ἐ­παι­νε­τή προ­σπά­θει­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βι­τῶν πα­τέ­ρων νά τι­μοῦν μέ λα­μπρούς ὕ­μνους καί ὠ­δές πνευ­μα­τι­κές τό­σο τήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα στήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη ἡ σκή­τη καί ὁ Κυ­ρι­α­κός να­ός της, ὅ­σο καί τούς ἁ­γί­ους πο­λι­ού­χους της, ὀ­φεί­λε­ται ἡ σύν­θε­ση ἀ­πό τόν π. Γε­ρά­σι­μο Πα­ρα­κλη­τι­κοῦ κα­νό­να στήν Ἁγία Τρι­ά­δα, Ἀ­κο­λου­θί­ας τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου τοῦ Καυ­σο­κα­λύ­βη με­τά Πα­ρα­κλή­σε­ως καί Χαι­ρε­τι­σμῶν[5] κα­θώς καί Ἀ­κο­λου­θί­ας στήν ἀ­πό κοι­νοῦ μνή­μη τῶν ὁ­σί­ων Μα­ξί­μου, Νή­φω­νος καί Ἀ­κα­κί­ου, πού βρί­σκο­νται σέ κώ­δι­κες τῆς Βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ.
Δύ­ο ἀ­πό τούς δι­α­δό­χους τοῦ γνω­στοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Χα­ρί­τω­νος τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ τοῦ Τρικ­καί­ου (1876-1906)[6], οἱ μο­να­χοί Χα­ρί­των (Τρά­πα­λης) καί Ἀ­θα­νά­σι­ος (Κυ­ρι­α­κό­που­λος), πού μό­να­ζαν στήν Κα­λύ­βη τοῦ Ἀ­κα­θί­στου Ὕ­μνου τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, κα­τά­γο­νταν ἀ­πό τήν κω­μό­πο­λη Δά­φνη (πα­λαι­ά Στρέ­ζο­βα) τῶν Κα­λα­βρύ­των। Σ᾿ αὐ­τήν καί σέ δι­ά­φο­ρους να­ούς της πού με­ρί­μνη­σαν γι­ά τήν ἀ­να­καί­νι­σή τους, οἱ πα­τέ­ρες αὐ­τοί ἀ­φι­έ­ρω­σαν καί φο­ρη­τές εἰ­κό­νες, ἱ­στο­ρη­μέ­νες οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό τούς δι­ά­ση­μους καυ­σο­κα­λυ­βί­τες ζω­γρά­φους Ἰ­ω­α­σα­φαί­ους[7]. Μέ δι­κή τους πά­λι πρω­το­βου­λί­α, θέ­σπι­σαν ἑ­ορ­τές γι­ά τίς ἱ­ε­ρές αὐ­τές εἰ­κό­νες καί γι­ά νά κα­λύ­ψουν τίς σχε­τι­κές λει­τουρ­γι­κές ἀ­νά­γκες πού προ­έ­κυ­ψαν, πα­ρήγ­γει­λαν στόν ἀρ­χά­ρι­ο τό­τε μο­να­χό καί εὔ­ελ­πη ὑ­μνο­γρά­φο μο­να­χό Γε­ρά­σι­μο, τόν «ἐξ Ἠ­πεί­ρου κα­τα­γό­με­νο», πού ἀ­σκεῖ­το στήν ἐ­ρη­μι­κή τό­τε πε­ρι­ο­χή τῆς Μι­κρᾶς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης, νά συν­θέ­σει εἴ­τε πλή­ρεις πα­νη­γυ­ρι­κές Ἀ­κο­λου­θί­ες, εἴ­τε συ­μπλη­ρώ­σεις Ἀ­κο­λου­θι­ῶν εἴ­τε Κα­νό­νες, Με­γα­λυ­νά­ρι­α, Ἐ­γκώ­μι­α, Οἴ­κους Χαι­ρε­τι­στή­ρι­ους, Πα­ρα­κλη­τι­κούς Κα­νό­νες, Ἀ­πο­λυ­τί­κι­α, Κο­ντά­κι­α κ.ἄ. Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές, ὁ π. Γε­ρά­σι­μος συ­νέ­τα­ξε καί Συ­να­ξα­ρι­α­κά κεί­με­να ἤ Ὑ­πο­μνή­μα­τα γι­ά τίς ἑ­ορ­τές πού ὑ­μνο­λο­γοῦ­σε. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ἔρ­γα αὐ­τά εἶ­ναι ἰ­δι­ό­γρα­φα τοῦ ποι­η­τοῦ τους καί χρο­νο­λο­γη­μέ­να.
Γι­ά τίς ἀ­νά­γκες τῶν πα­τέ­ρων τῆς Κα­λύ­βης τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καί κα­τό­πιν αἰ­τή­σε­ώς τους, ὁ π. Γε­ρά­σι­μος συ­νέ­θε­σε τά ὑ­μνο­γρα­φή­μα­τα πού πα­ρου­σι­ά­ζου­με στήν πα­ρού­σα με­λέ­τη. Ὁ κοι­νός Πα­ρα­κλη­τι­κός κα­νό­νας καί οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί στούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τό Θε­ο­λό­γο, Νι­κό­λα­ο καί Ἀ­θα­νά­σι­ο Ἀ­θω­νί­τη θά πρέ­πει νά ἑρ­μη­νευ­τεῖ, ἐ­κτός ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­θα­νά­σι­ος εἶ­ναι ὁ κτί­το­ρας τῆς κυ­ρι­άρ­χου μο­νῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας, καί ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη δύ­ο πα­ρεκ­κλη­σί­ων στήν ἴ­δι­α Κα­λύ­βη: τό με­γα­λύ­τε­ρο, τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, πού ἀ­να­καί­νι­σε στά 1766 ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Πα­ΐ­σι­ος ὁ Μυ­τη­λι­ναῖ­ος († 1801) καί τό μι­κρό­τε­ρο, τοῦ Ἁγ. Νι­κο­λά­ου.
Γι­ά τίς ἀ­νά­γκες τῆς ἀρ­χαι­ό­τε­ρης Κα­λύ­βης τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, αὐ­τῆς τοῦ Ἁγίου Ἀ­κα­κί­ου, γρά­φη­καν τό­σο οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί τοῦ ἱ­δρυ­τοῦ τῆς σκή­της ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του, ὅ­σο ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ ἁγίου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Πα­χω­μί­ου κα­θώς καί τό συ­μπλή­ρω­μα τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας τοῦ ἁγίου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Ρω­μα­νοῦ· ὑ­μνο­γρα­φή­μα­τα γι­ά δύ­ο Νε­ο­μάρ­τυ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­σκή­θη­καν ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κοί τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου στήν Κα­λύ­βη του, πρό τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους[8]।



Ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τή με­λέ­τη μας, οἱ ὀ­ρε­σί­βι­οι οἰ­κι­στές τῆς πλέ­ον ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νης ἁ­γι­ο­ρει­τι­κής σκή­της, ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἐ­κτι­μῶ­ντας τό ποι­η­τι­κό χά­ρι­σμα τοῦ ἀρ­χά­ρι­ου τό­τε μο­να­χοῦ Γε­ρα­σί­μου, τοῦ ζή­τη­σαν νά συν­θέ­σει ὑ­μνο­γρα­φή­μα­τα γι­ά τίς λει­τουρ­γι­κές τους ἀ­νά­γκες. Πρό­κει­ται, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­νου­με ἀ­πό τό χρό­νο συν­θέ­σε­ως τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων ἀ­π’ αὐ­τά (1926 καί ἐ­ντεῦ­θεν), γι­ά τά πρῶ­τα –βά­ση ἀ­κρι­βοῦς χρο­νο­λο­γή­σε­ως- ἀ­πό τά εὑ­ρι­σκό­με­να ἔρ­γα, πού συ­νέ­θε­σε ὁ μα­κα­ρι­στός ὑ­μνο­γρά­φος. Εἶ­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στά σή­με­ρα πα­ρου­σι­α­ζό­με­να ἔρ­γα βρί­σκε­ται καί τό πα­λαι­ό­τε­ρο χρο­νο­λο­γη­μέ­νο ἔρ­γο τοῦ π. Γε­ρα­σί­μου. Πρό­κει­ται γι­ά τά «Με­γα­λυ­νά­ρι­α ψαλ­λό­με­να πρός τήν Ὑ­πε­ρού­σι­ον καί Ζω­αρ­χι­κήν Τρι­ά­δα καί εἰς τούς Ὁ­σί­ους καί Θε­ο­φό­ρους πα­τέ­ρας ἡ­μῶν Μά­ξι­μον τόν Καυ­σο­κα­λυ­βί­την, Νή­φω­να καί Ἀ­κά­κι­ον». Γρά­φη­καν ἀ­πό τόν π. Γε­ρά­σι­μο τό 1926, δύ­ο μό­λις ἔ­τη με­τά τήν κου­ρά του ὡς μο­να­χοῦ καί σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 19 ἐ­τῶν.
Στή συ­νέ­χει­α, πα­ρα­θέ­του­με τόν Κα­τά­λο­γο τῶν 48 αὐ­τῶν ἔρ­γων ἀ­πό 15 κώ­δι­κες πού εἶ­ναι θη­σαυ­ρι­σμέ­νοι στό Κυ­ρι­α­κό καί σέ ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­πό τίς Κα­λύ­βες τῆς Σκή­της, πε­ρι­γρά­φο­ντας συ­νο­πτι­κά τά ὑ­μνο­γρα­φή­μα­τα (καί τά συ­να­ξα­ρι­α­κά κεί­με­να) τοῦ π Γε­ρα­σί­μου καί κά­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες γι’ αὐ­τά ἐ­πι­ση­μάν­σεις.
Ὡς Ἐ­πί­με­τρο τῆς πα­ρού­σας με­λέ­της, πρω­το­δη­μο­σι­εύ­ου­με τά τρία ἀρ­χαι­ό­τε­ρα ἀ­πό τά ποι­ή­μα­τα αὐ­τά: τά ἀ­νω­τέ­ρω Με­γα­λυ­νά­ρι­α (ἔ­τος 1926), τόν Κα­νό­να τῆς ἐν Στρε­ζό­βῃ εὐ­ρι­σκο­μέ­νης Εἰ­κό­νος τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου καί ἐ­πι­λε­γο­μέ­νης τοῦ «Ἀ­κα­θί­στου Ὕ­μνου (ἔ­τος 1928) καί τόν κυ­ρί­ως κα­νό­να ἀ­πό τόν Πα­ρα­κλη­τι­κόν κα­νό­να εἰς τήν Πά­νταρ­χον καί Ζω­ο­ποι­όν Πα­να­γί­αν Τρι­ά­δα (ἔ­τος 1928).
Ὡς τα­πει­νή μας συμ­βο­λή στή σπου­δή τοῦ ποι­η­τι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ ἀ­εί­μνη­στου αὐ­τοῦ ὑ­μνο­γρά­φου, ἄς θε­ω­ρη­θεῖ ἡ πα­ροῦ­σα με­λέ­τη μας.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμώνυμη μελέτη τοῦ γράφοντος πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τεῦχ. 811 (2006), σ. 789-827.
--------------------------------------------------------------------------------

[1] Στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ φυλάσσονται 242 χειρόγραφοι κώδικες περί τῶν ὁποίων ἐκπονήσαμε τό πρόσφατα ἐκδοθέν ἔργο μας: Κατάλογος τῶν Χειρογράφων Κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, ἔκδ. Ἀ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005 (στό ἑξῆς, Παταπίου μον., Κατάλογος).
[2] Ἡ ὕπαρξη ὁρισμένων ἀπό τά ἔργα αὐτα γνωστοποιήθηκε γιά πρώτη φορά μέ τή δημοσίευση τοῦ παραπάνω Καταλόγου μας, μιά πού εἶναι ἀκατάγραφα στά Εὑρετήρια πού δημιούργησε ὁ ἀρχιμανδρ. π. Γεώργιος Χρυσοστόμου στήν πολύ σημαντική του μελέτη: Τό ἔργον τοῦ ὑμνογράφου Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου. Εὑρετήρια, Θεσσαλονίκη 1997 (στό ἑξῆς: Εὑρετήρια).
[3] Γιά τό μοναχό Γεράσιμο βλ. ἐνδεικτικά: Μαρτζέλου Γ., "Ὁ ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας", Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 75 (1992), σ.1287-1296. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997. Χρυσοστόμου Γεωργίου, ἀρχιμανδρ., Ὁ ὑμνογράφος Γεράσιμος μοναχός Μικραγιαννανίτης καί οἱ Ἀκολουθίες του σέ ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης. Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου του, Θεσσαλονίκη 1997. Ὑμνήτωρ. Τόμος Ἀναμνηστήριος Γέροντος Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Βέροια 2001.
[4] Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἡ ἀξιέπαινη προσπάθεια πού ἐπιμελῶς καταβάλει στίς μέρες μας ἡ φίλεργη συνοδία τοῦ ὁσιωτάτου Γέροντος μοναχοῦ Σπυρίδωνος, ὅπως καταγραφεῖ καί ἀξιοποιηθεῖ τό σύνολο τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τοῦ ἀειμνήστου γέροντός τους, π. Γερασίμου. Ὡς συμβολή στήν προσπάθειά τους αὐτή ἄς θεωρηθεῖ ἡ παροῦσα μελέτη.
[5] Τἀ ἔργα αὐτά ἐκδόθηκαν πρόσφατα ἀπό τόν γράφοντα στό ἔργο: Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰ., ἔκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010.
[6] Γιά τόν περίφημο αὐτόν πνευματικό βλ. Παταπίου μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906). Βίος καί Ἔργα, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2003.
[7] Πληροφορίες γιά τή δραστηριότητά τους αὐτή μᾶς παρέχονται σέ ἀρκετά χειρόγραφα τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ πού προέρχονται ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
[8] Περί τῶν ἁγίων αὐτῶν βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἔκδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 2


π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Ὄψεις
ποιμαντικοῦ διαλόγου
στὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη

πως ἀπέδειξε ὁ ἱστορικὸς τῆς Σκιάθου Ἰω. Ν. Φραγκούλας, οἱ ἱερεῖς ποὺ ἀναφέρονται στὰ διηγήματα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κι ἐδῶ μνημονεύω μόνο τὰ σκιαθίτικα, εἶναι πρόσωπα ὑπαρκτά. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπό τὸν πατέρα του, τὸν παπα-Ἐμμανουὴλ, μνημονεύονται στὶς σελίδες του καὶ οἱ ἄλλοι ἐφημέριοι τῶν ἐνοριῶν τῆς Σκιάθου τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ. Ὀφειλὴ ἐξάπαντος τιμητικὴ καὶ δικαία.
Οἱ ἐν λόγω ἐφημέριοι, λοιπόν, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ὑπεροψία ἤ διοικητικὲς καὶ ἄλλες ἰκανότητες, γιατὶ διακρατοῦν στὴ συνείδησή τους ὅτι εἶναι λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου καὶ ταπεινοὶ Του διάκονοι, μοναδικό τους κριτήριο εἶναι ἡ μέριμνα γιὰ τὸ ποίμνιό τους μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ διαθέ-τουν, δίχως νὰ νοιάζονται γιὰ τὴν προσωπική τους προβολὴ καὶ τὸ γόητρό τους. Τὶ τὸ χρειάζονται, ἄλλωστε, άφοῦ δὲν προσθέτει στὴν ψυχή τους τίποτε, ἄλλο, παρὰ μονάχα τὸ δηλητήριο τῆς ἔπαρσης καὶ τοῦ ναρκισσισμοῦ; Ἥσυχα, ταπεινά, κάποτε καὶ μὲ χιοῦμορ, διαλέγονται μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς νησιῶτες, τοὺς ἐνορίτες τους, ποὺ τοὺς γνωρίζουν πολὺ καλὰ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζουν μὲ εἰλικρίνεια καὶ φιλαδελφία, δίχως κανένα ἴχνος προσποιητῆς-φαρισαϊκῆς προσέγγισης. Κι αὐτὸ τοὺς ἀναπαύει, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνισχύει.
Παράλληλα, παρατηροῦμε καὶ τὴν ἀπουσία τοῦ κηρύγματος ἀπὸ μέρους ἐκείνων τῶν ἱερέων, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει παραίτηση ἀπό τὸ καθῆκον τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ καταρτισμοῦ τῶν πιστῶν. Γιατὶ κήρυγμα γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλιγογράμματους στὴν πλειοψηφία τους παπάδες εἶναι ἡ γνήσια λειτουργικὴ διακονία καὶ ζωή. Ὡστόσο πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι οἱ ἐν λόγω ἱερεῖς δὲν ἀφήνουν κάποιες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ νουθετήσουν τὸ ποίμνιό τους χρησιμοποιώντας τὴ διδαχὴ, μὲ λόγια λιτὰ, χωρὶς ὑπεροψία καὶ προσπάθεια νὰ πείσουν τοὺς γύρω. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στη-ρίζονται στὸν γνήσιο ποιμαντικὸ διάλογο, μὲ σκοπὸ νὰ συνδράμουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ἰκανὰ παραδείγματα βλέπουμε στὰ διηγήματα «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο», «Λαμπριάτικος ψάλτης», κ.ἀ. Παραδείγματα ποὺ ἐπιτρέπουν στὸν ἀναγνώστη νὰ μαθητεύσει στὸν ἁγνὸ, ἄδολο καὶ τίμιο διάλογο, ἄσχετ᾿ ἄν τὸν ξυνίζουν φράσεις, ὅπως «- Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲ ξέρουμε, βλέπω, τὶ λέμε... Ποῦ εἴμαστε ἐμεὶς ἰκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά...». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παπα-Φραγκούλη ἀπευθύνονται στὸν γείτονά του, τὸν Πανάγο τὸν καραβομαραγκό, ὅταν ἐκεῖνος, ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ἀσφαλῶς, εἶπε πὼς ἄν ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ τὸν λειτουργήσουν, ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα θὰ ἔκανε καλωσύνη, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ μεταβοῦν στὸ δύσβατο Κάστρο. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὴ συνέχεια ὁ «παλαιὸς ναυτικὸς»καὶ σημερινὸς παπᾶς, ὁ παπα-Φραγκούλης δηλαδή, ὅτι ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλὸ, καὶ γιὰ, τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ ὑγεία ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε... Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ᾿ ἔχῃ κανεὶς τὸ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἄς εἶνε καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθὸς καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα...»
Δὲ νομίζω νὰ ἔγινε ποτὲ τόσο σαφὲς καὶ παράλληλα βιωματικὸ μάθημα ὁμιλητικῆς, κηρυκτικῆς δηλ. τέχνης, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀντιστοιχία λόγου καὶ πίστεως. Μάθημα γιὰ μᾶς τοὺς κατοπινοὺς, ποὺ ἀρεσκόμασε στὴ θήρευση λόγων καὶ ἐντυπωσιακῶν ἐκφράσεων γιὰ ἐπίδειξη.
Ὁ παπα-Διανέλλος πάλι τοῦ διηγήματος «Ἐξοχικὴ λαμπρή», ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὰ μνημόσυνα- τὸ λεγόμενο κολλυβαδικὸ ζήτημα ἐξακολουθεῖ, βλέπετε, νὰ προβληματίζει- ἐν ἡμέρᾳ, μάλιστα, συμβολικῇ, ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὕστερ᾿ ἀπὸ διήγηση ποὺ εἶχε, νουθετικῷ τῶ τρόπῳ, ἀφηγηθεῖ ὁ παπα-Θεόφιλος (ὁ Μπουσιόπουλος, ἄραγε;) τονίζει μὲ σαφῆ τρόπο τὸ πόσο ὠφελοῦνται οἱ ψυχὲς ἀπό τὰ μνημόσυνα. Φυσικὰ ὄχι ἐκεῖνες τὶς τελετὲς ποὺ κατέληξαν νὰ γίνουν κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ τὶς μυστηριακὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ ὁ εὐχαριστιακὸς-προσευχητικὸς χαρακτήρας (πρβλ. «Τὸ μυστήριον τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων» τοῦ Ἀγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου). Ἐξηγεῖ, λοιπόν, ὁ παπα-Διανέλλος, ὅτι ὁ σκοπὸς ποὺ εἰπώθηκε ἡ διηγήση ἀπό τὸν παπα-Θεόφιλο, ὅτι δηλ. κάποιος σώθηκε ἀπό τὸ θάνατο, «δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι ἀποδειγμένη δι᾿ ἀπείρων θαυμάτων, ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διά τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πρᾶξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἐὰν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ (καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρῃ». Λόγια λιτὰ, νοικοκυρεμένα, φροντισμένα νὰ νουθετοῦν, γιατὶ δὲν ἐπιζητεῖ αὐτὸς ποὺ τὰ λέει νὰ ἐντυπωσιάσει καὶ νὰ δεχθεῖ ἐπευφημεῖες καὶ χειροκροτήματα, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομήσει καὶ νὰ συνδράμει τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Χριστός.



( Πολύτιμος σύμβουλος στὴ μελετη αὐτὴ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ καθ. Ἀνέστη Γ. Κεσελόπουλου, Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1994. Ἐπίσης γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ διαλόγου βλ. τὸ πολὺ καλὸ βιβλίο τοῦ π. Φιλοθέου Φάρου, Ὁ διάλογος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα )



π. Κων. Ν. Καλλιανός, Σκόπελος

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Παιδαγωγικές διαστάσεις

στή ζωή

καί τό λόγο τῶν

Ἁγιορειτῶν Πατέρων




(Φωτογραφία: Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. Σύγχρονη τοιχογραφία στό καθολικό τῆς μονῆς Ἀναλήψεως Σωτῆρος Σήψας Δράμας. Φωτό : Πατάπιος μον Καυσοκαλυβίτης)





Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἑορτή πού ἔχει καθιερωθεῖ ὡς γιορτή τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας, μιά πού οἱ ἑορταζόμενοι Ἅγιοι ἔθεσαν τίς βάσεις θά λέγαμε, ἀξιοποίησαν τόν Ἑλληνικό Λόγο, ὁ ὁποῖος ἦταν στήν ἐποχή τους ὁ κυριότερος φορέας τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, στό νά φθάσει ὁ Λόγος αὐτός καί νά γίνει μεθεκτός σ᾿ ὅλο τόν κόσμο ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου...
(...) Ἀφοῦ στήν ἀρχή ὁρίσουμε τίς «πνευματικές», κατά κάποιον τρόπο, συντεταγμένες τῆς κατά Θεόν παιδαγωγίας, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση, θά ἐστιάσουμε στή συνέχεια τήν προσοχή μας στήν πνευματική συνδρομή τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας στή διαμόρφωση κυρίως τῆς ποιμαντικῆς καί τῆς παιδαγωγίας τῶν νέων ἀνθρώπων. Πιό εἰδικά ὅμως, θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε τό θέμα μας προσεγγίζοντας τόν λόγο τῶν ἁγιασμένων ἐκείνων μορφῶν, πού ἀσκήθηκαν, ἄνθησαν καί καρποφόρησαν πνευματικά στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ὅπως πολύ εὔστοχα ὀνομάζει ὁ εὐσεβής λαός μας τό Ἅγιον Ὄρος....
(...) Οἱ Ἁγιορεῖτες Ἅγιοι καί οἱ ἄλλες ἁγιασμένες ἁγιορειτικές μορφές στάθηκαν, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, γνήσιοι πνευματικοί Πατέρες, εἶχαν φθάσει σέ ὑψηλά μέτρα πνευματικότητας καί γι᾿ αὐτό μποροῦσαν νά λειτουργοῦν ὡς παιδαγωγοί καί ἀκόμη ὡς οἰκογενειακοί σύμβουλοι, κατά κάποιον τρόπο. Ἡ παιδαγωγική πού ἐφάρμοζαν, θεμελιωμένη πάνω στή διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητας, δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν παιδαγωγική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πού διασώζεται μέχρι καί τίς μέρες μας, μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική καί φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας...
(...) Ἔλεγε ὁ γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης:
«Αὐτά πού θέλετε νά πεῖτε στά παιδιά σας, νά τά λέτε μέ τήν προσευχή σας. Τά παιδιά δέν ἀκοῦν μέ τά αὐτιά⋅ μόνο ὅταν ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις πού τά φωτίζει, τότε ἀκοῦνε αὐτά πού θέλουμε νά τούς ποῦμε. Ὅταν θέλετε νά πεῖτε κάτι στά παιδιά σας, πέστε το στήν Παναγία κι αὐτή θά ἐνεργήσει. Ἡ προσευχή σας αὐτή θά γίνει ζωογόνος πνοή, πνευματικό χάδι, πού χαϊδεύει, ἀγκαλιάζει, ἕλκει τά παιδιά»...
(...) Ἡ ἀγάπη εἶναι προϋπόθεση γιά νά φέρει τό ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα τοῦ ἐλέγχου τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου κι αὐτό εἶναι κάτι πού τό ὑπογραμμίζει ὁ πατήρ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅταν ἐλέγχουμε κάποιον ἀπό ἀγάπη, εἴτε τήν καταλαβαίνει ὁ ἄλλος τήν ἀγάπη μας εἴτε ὄχι, ἡ ἀλλοίωση γίνεται στήν καρδιά του, ἐπειδή κινούμαστε ἀπό καθαρή ἀγάπη. Ἐνῶ ὁ ἔλεγχος πού γίνεται χωρίς ἀγάπη, μέ ἐμπάθεια, τόν κάνει τόν ἄλλο θηρίο γιατί ἡ κακία μας προσκρούει στόν ἐγωϊσμό του...Ὅταν ἀνεχώμαστε τόν ἄλλον ἀπό ἀγάπη, ἐκεῖνος τό καταλαβαίνει»...
(...) Οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄλλες ἁγιασμένες μορφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παλαιοί καί σύγχρονοι, ζῶντας στό θεῖο γνόφο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, νά διδάξουν τή νοερά προσευχή, νά καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή, νά ἐνισχύσουν στίς δοκιμασίες καί τούς πειρα¬σμούς τῶν ἄλλων....
(...) Μέ τόν πλήρη θεϊκῆς ἐμπειρίας λόγο τους ἄγγιξαν τίς διψασμένες ψυχές, συνδύασαν τό φωτισμένο λόγο μέ τό ζωντανό βίωμα καί μετέφεραν τή θεολογία ἀπό τό στοχασμό στήν προσωπική ζωή...
(...) Ἄντλησαν δυνάμεις ἀπό τίς ἀστείρευτες ἁγιορείτικες πηγές γιά λίγα μόνο χρόνια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγκόσμιους ἀναμορφωτές τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς...''



Ἀποσπάσματα ἀπό διάλεξη τοῦ Γέροντος τῆς καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγ. Εὐγενίου τοῦ Τραπεζουντίου Δράμας, στίς 30 Ἰανουαρίου 2011.

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΘΥΡΑΝΟΙΞΙΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ








Θυρανοίξια παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη

Μέ τήν θεία Λειτουργία στίς 27 Ἰανουαρίου (14 Ἰανουαρίου μέ τόν ἀθωνικό ἡμερολόγιο), τήν ἑπομένη τῆς Πανηγύρεως τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἐπί τῆ μνήμῃ τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, τελέστηκαν τά Θυρανοίξια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη। Τό παρεκκλήσι βρίσκεται στήν ἔρημη ὁμώνυμη καλύβη τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τό κτίριο τῆς ὁποίας ἔχει ἀπό ἐτῶν καταρρεύσει. Τό σωζόμενο παρεκκλήσι, κτίσμα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰώνα ἀνακαινίστηκε ἐκ βάθρων σέ μία ἐργώδη προσπάθεια, κατά τήν τελευταία ἑπταετία. Πρόσφατα ὁλοκληρώθηκε σέ μεγάλο βαθμό καί ὁ ἐσωτερικός διάκοσμος τοῦ παρεκκλησίου. Ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν εὐδοκία τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, τήν εὐλογία τῆς κυρίαρχης μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, τήν οἰκονομική στήριξη ἀλλά καί προσωπική ἐργασία εὐλαβῶν φιλοαθωνιτῶν πιστῶν, καί τήν πρωτοβουλία, μέριμνα καί δαπάνες τῆς γειτονικῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, τό ἁγιολόγιο τῆς ὁποίας κοσμεῖ ὁ ὅσιος Μάξιμος, τελέστηκε στό ἀνακαινισμένο ἤδη παρεκκλήσι, ἡ πρώτη θεία Λειτουργία, ἔπειτα ἀπό ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια। Μέ τήν ἀφορμή τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ γεγονότος ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Πατάπιος μοναχός, εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ, τούς εὐλαβούμενους τόν ὅσιο Μάξιμο, καί ἰδιαίτερα ὅσους βοήθησαν, εἴτε οίκονομικά εἴτε μέ τήν προσωπική τους ἐργασία ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καί ὁ Ἅγιος νά εἶναι πάντοτε βοήθειά τους.




Οἱ φωτογραφίες εἶναι ἀπό τήν πανήγυρη καί τά Θυρανοίξια τοῦ ἀνακαινισμένου παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Μαξίμου

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Θεοφάνεια στό Ἅγιον Ὄρος

«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις καί ρήγνυται ὁ Ἰορδάνης».

Μετά τήν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία, μέ τούς θεσπέσιους ὕμνους τῆς Ἑορτῆς, καί πρίν τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, σέ κάποια ἀπό τά παραλιακά μοναστήρια κατεβαίνουν στόν ἀρσανᾶ γιά νά τελέσουν ἐκεῖ τό μεγάλο Ἁγιασμό τῶν Θεοφανείων.
Στή μονή Ἰβήρων ὁ ἑορτασμός αὐτός ἀποκτᾶ περισσότερο πανηγυρικό χαρακτῆρα. Μέ προεξάρχουσα τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, ἡ πομπή τῶν μοναχῶν καί τῶν πολυάριθμων προσκυνητῶν καταλήγει στήν ἴδια ἐκείνη παραλία, ὅπου παρουσιάσθηκε πρίν πολλούς αἰώνες πάνω στά κύματα ἡ εἰκόνα. Ὁ καθηγούμενος τῆς μονῆς ρίχνει τήν κατάλληλη στιγμή τόν Τίμιο Σταυρό στή θάλασσα καί ταυτόχρονα κάποιοι ἀπό τούς μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, κατά παράδοση, πέφτουν γιά νά τόν ἀνασύρουν. Ἐφέτος (2011), τόν ἑορτασμό λάμπρυνε μέ τήν παρουσία του ὁ καθηγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀρχιμανδρίτης Πρόδρομος μέ τήν συνοδεία του.
Λαμπρός ἐπίσης εἶναι καί ὁ ἑορτασμός στή λαυριωτική Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς ὁποίας τό Κυριακό εἶναι ἀφιερωμένο στή μεγάλη αὐτή δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανείων. Ἐκεῖ, ὑπό τήν σκέπην τῆς θαυματουργοῦ ἀχειροποίητης εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Προδρομίτισσας, μαζί μέ τούς ρουμάνους μοναχούς ἑνωμένους μέ τούς ἕλληνες συναδέλφους τους, συμπανηγυρίζει, συνήθως, καί ὁ ἡγούμενος τῆς κυρίαρχης μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί Γέροντάς μας, ἀρχιμανδρίτης Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος τελεῖ καί τό Μεγάλο Ἁγιασμό. Καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά εἶναι ὁ ἴδιος πού θά μᾶς κεράσει -ἐκτός ἀπό τά πλούσια κεράσματα γιά τή γιορτή του- πλούσια τήν ἐλπίδα γιά τή συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα.
Τήν ἴδια στιγμή πού στήν ἀντίληψη καί τή νοοτροπία πολλῶν ἀνθρώπων οἱ ἑορτές τοῦ Δωδεκαημέρου ἔχουν παραμείνει μονάχα ὡς ἁπλές ἀργίες, τό Ἅγιον Ὄρος, μέ τόν λιτό πλήν οὐσιαστικό τρόπο ἑορτασμοῦ, δείχνει πάντα τό δρόμο γιά τήν ὀρθή βίωση τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος τῆς Ἑορτῆς.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - ΟΡΟΣ ΑΓΙΩΝ. Ὁσιομάρτυς Ρωμανός




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

19 ἤ 5 Ἰανουαρίου: Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ὁ Καυσοκαλυβίτης
Φωτογραφίες: (πάνω) Φορητή εἰκόνα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ. Μέσα 18ου αἰ. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
(κάτω) Τοιχογραφία ἔτους 1759ἔργο Παρθενίου ἱερομον. Σκούρτου Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
ἱερά σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ἔχει στενές πνευματικές σχέσεις μέ τήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο περιοχή τῶν Ἀγράφων, πού ἄρχονται ἀπό τήν ἐγκατάσταση στή ἀσκητική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, τό 1660, τοῦ μετέπειτα ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός γεννήθηκε στό Σόβολακ τῆς ἐπαρχίας Λυτζᾶς καί Ἀγράφων, σημερινό Ἀσπρόπυργο Εὐρυτανίας Οἱ γονεῖς του, πτωχοί ποιμένες ἀλλ’ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἦσαν ἀγράμματοι. Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν καρπό τους, ὁ ὁποῖος ἀρκεῖτο στό ὅτι γνώριζε πώς ἦταν Χριστιανός. Ἡ γενέτειρά του βρισκόταν πλησίον τῆς ἱστορικῆς μονῆς Προυσοῦ, στήν ὁποία καί ἀρχικά εἰσῆλθε γιά νά μονάσει.
Ἀργότερα ταξίδεψε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη πρός ἐξεύρεση ἐργασίας. Ἐκεῖ εὐρισκόμενος, περνώντας ἕνα πλοῖο μέ προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ἄκουσε κάποιους ἀπ’ αὐτούς νά διηγοῦνται γιά τόν Πανάγιο Τάφο ὥστε ἡ εὐσέβεια παρακινήθηκε στή ψυχή του τόσο, ὥσπου ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει κι αὐτός γιά τά Ἱεροσόλυμα ὅπου φθάνοντας, κατευθύνθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του, ἄκουγε τά ἀναγνώσματα γιά τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί γιά τά ὅσα αὐτοί ὑπέμειναν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ρώτησε τούς ἐκεῖ ἐνασκουμένους πατέρες, πληροφορήθηκε γιά τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν ὅσοι σωθοῦν. Ἔτσι ἐπιθύμησε νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῶν θείων αὐτῶν ἐπαγγελιῶν. Τότε πῆγε στόν πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τό σκοπό του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ὁ πατριάρχης ὅμως τόν ἀποθάρρυνε, φοβούμενος μήν ἐπακολουθήσει κάποιο κακό γιά τά Προσκυνήματα, ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποθώντας τό μαρτύριο, ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν Τούρκο κριτή τή χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδειραν μέ σφοδρότητα ἐξαναγκάζοντάς τον νά ἐξωμόσει. Βλέποντας ὅμως ὅτι δέν πείθεται, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρῶτα ὅμως τοῦ ἔκαναν πολλά βασανιστήρια. Ὁ διοικητής ὅμως τοῦ στόλου πού στάθμευε στή Θεσσαλονίκη -καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται ἐκεῖ- ζήτησε ἀπό τούς δικαστές νά τοῦ τόν δώσουν σάν δοῦλο-κωπηλάτη γιά ἕνα ἀπό τά πλοῖα του, κρίνοντας τήν ἰσόβιο αὐτή καταδίκη του ὡς μεγαλύτερη ἀπό τόν διά ξίφους θάνατο· πρόταση μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔμειναν σύμφωνοι. Ἀργότερα ὅμως, κάποιοι Χριστιανοί, κατάφεραν καί ἐλευθέρωσαν τόν Ἅγιο, ἐξαγοράζοντάς τον καί τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στόν ἱερό Ἀθω, τό πιθανότερο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1680 -ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Βίο «ἔμεινεν μετά τοῦ γέροντος Ἀκακίου χρόνον ἱκανόν»- κατευθύνθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ὑποτάχθηκε στό συμπατριώτη του ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη. Παρ’ ὅλο ὅμως πού ἀγωνιζόταν ἀσκούμενος πολλές φορές πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁ λογισμός του στρεφόταν συνεχῶς γύρω ἀπό τό μαρτύριο, μή βρίσκοντας εἰρήνη καί συμπεριφερόμενος ὡς ξένος καί πάροικος στήν παροῦσα ζωή. Ἔτσι, μετά ἀπό πολλές νηστεῖες καί προσευχές ὅπου γέροντας καί ὑποτακτικός παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς πληροφορήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ μαρτυρίου, τούς ἀποκαλύφθηκε ἡ ταύτιση τοῦ θείου θελήματος μέ τόν πόθο τοῦ δεύτερου γιά τό μαρτύριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ μάρτυς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -τό πιθανότερο τοῦ ἔτους 1693- ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ρωμανός, ἀναχώρησε μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου καί τῶν λοιπῶν πατέρων, γιά τό ποθούμενο. Φθάνοντας στά Ἱεροσόλυμα καί προκειμενου νά προκαλέσει τούς Τούρκους, θέλησε νά μπεῖ μέ παρρησία στό ἱερό τέμενος τῶν Μουσουλμάνων. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι αὐτή του ἡ ἐνέργεια θά προκαλοῦσε μεγάλη ζημιά τόσο στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο καί στά λοιπά Προσκυνήματα, ματαίωσε τό σκοπό του καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ, βρῆκε ἕναν θαυμαστό τρόπο γιά νά προκαλέσει τούς Τούρκους. Πιάνοντας ἕνα σκυλάκι καί δένοντάς το μέ τή ζώνη του, τό ἔσερνε μέσα στό παζάρι. Βλέποντάς τον ὅμως οἱ Ἀγαρηνοί μ’ αὐτή τήν ἔμφάνιση, τόν ρώτησαν γιά ποιό λόγο σέρνει ἔτσι τόν σκύλο. Τότε ὁ Ρωμανός ἀποκρίθηκε: «Γιά νά τόν τρέφω, καθώς οἱ Χριστιανοί τρέφουν ἐσᾶς τούς ἀσεβεῖς».
Τότε αὐτοί ἀκούγοντάς τον, τόν ἔφεραν στό Βεζύρη, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά τόν παρέδωσε στούς βασανιστές. Αὐτοί τότε τόν ἔριξαν ἀρχικά σ’ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε ἄσιτος γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλαν καί ἄρχιζαν νά τόν βασανίζουν παντοιοτρόπως. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά δέν κατάφεραν τό σκοπό τους· νά τόν πείσουν δηλαδή νά ἐξωμόσει. Τέλος, ὁ Βεζύρης, ἀποφάσισε τή θανάτωσή του.
Καθώς δέ ἔφερναν τόν Ἅγιο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖνος βάδιζε γρήγορα καί μέ χαρά καί ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε στό δρόμο, τόν χαιρετοῦσε κάνοντας εὐλαβικό σχῆμα. Συνέβη δέ, κατά τό μεσημέρι πού περνοῦσε ἡ μαρτυρική πομπή ἔξω ἀπό ἕνα τζαμί, ἕνας χότζας πού βρισκόταν πάνω στό μιναρέ, νά ἀρχίζει νά ἐξυμνεῖ τόν ψευδοπροφήτη του. Κυττάζοντάς τον τότε ὁ Ἅγιος τόν ἔφτυσε. Καί παρευθύς οἱ δήμιοι τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα, τήν ὁποία μάλιστα ἔβγαλε μέ προθυμία ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια, φθάνοντας στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἔλαβε μέ χαρά τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο, τήν δεκάτη ἐνάτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1694. Τό δέ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ἀμέσως μόλις ἀπέκοψαν τήν τιμίαν του κεφαλή, ἔπεσε πρός Ἀνατολάς σάν νά ἦταν ζωντανό. Αὐτό τό σημεῖο ὅμως ἔκανε νά φθονήσουν οἱ δήμιοι περισσότερο. Γιά τρεῖς δέ ἡμέρες ἕνα οὐράνιο φῶς φώτιζε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, κάτι τό ὁποῖο ἔβλεπαν μέ θαυμασμό ὅλοι ὅσοι φύλαγαν ἐκεῖ. Καί καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται στή Βασιλεύουσα τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀγγλικό καράβι, ὁ πλοίαρχος καί οἱ ναῦτες του, βλέποντας ὅλ’ αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο ἀπό τούς Τούρκους, γιά πεντακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τό μετέφεραν στόν τόπο τους.
Τά περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, διηγήθηκαν ἀργότερα στόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, δύο ἀδέλφια, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀθλήσεώς του, πού ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος· ὁ ἕνας ὁ Χριστοφόρος στή μονή Κουτλουμουσίου καί ὁ ἄλλος, πού πῆρε τό ὄνομα Ἀγάπιος, στή μονή Δοχειαρίου, ὅπου ἀφιέρωσε ἕνα μανδῆλι ἐμποτισμένο μέ μαρτυρικό αἷμα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.
Στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅπου καί ἀσκήθηκε ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός, εἶναι ἱστορημένη στήν ἀψίδα τοῦ βόρειου χοροῦ, μία ἐνυπωσιακή τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759 πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς πηγή συνθέσεως τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἡ σύνθεση ἐξιστορεῖ τήν δι’ ὁράματος ἐμφάνιση στόν ὅσιο ἱδρυτή τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ μέ λευκά ἀστραποβόλα ἱμάτια. Συγκεκριμένα, πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἀναχωρήσει γιά τό μαρτύριό του, ἔκανε μέ τόν γέροντά ὅσιο Ἀκάκιο μία συμφωνία· ὅτι δηλαδή, ἐάν μέν τελειώσει ὁ Ρωμανός τή ζωή του στό μαρτύριο, τότε νά εἶναι πρέσβυς στό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ὁσίου καί μετά τόν θάνατό του νά συγκατοικοῦν στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δέ Ἀκάκιος, μέχρις ὅτου ὁ Ρωμανός ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, νά προσεύχεται στό Θεό ἀδιάκοπα γι’ αὐτόν. Ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος συμφώνησε νά παραμείνει στό Σπήλαιο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐγκατέλειψε γιά λίγους μῆνες τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του καί μετέβη στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού βρίσκεται πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ κάποτε, καθώς προσευχόταν, ἦλθε σέ ἔκσταση καί βλέπει τόν ἅγιο Ρωμανό, νά λάμπει μ’ ἕναν ἀπερίγραπτο τρόπο. Τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο κι ἀπό τόν ἥλιο, μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν. Στρέφοντας ὅμως τό θεοειδές ἐκεῖνο πρόσωπο ἀπό τόν Γέροντα, ἔδειχνε τήν δυσαρέσκειά του γιά τήν παράβαση τῆς συμφωνίας, μέ τό νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Σπήλαιο. Ὁ δέ Ὅσιος, πέφτοντας στά γόνατα, τόν παρακαλοῦσε νά τόν κυττάξει μέ εὐμένεια καί συμπάθεια καί νά τοῦ συγχωρήσει τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὁσιομάρτυς δέν κάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου καί ἔγινε ξαφνικά ἄφαντος. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀμέσως στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐκεῖ προσευχόμενος, πολλές φορές ξαναεῖδε τόν ἅγιο Ρωμανό, λουσμένο πάλι στό ἄκτιστο φῶς· πλήν ὅμως ὄχι μέ τήν ἴδια αὐστηρή ἔκφραση. Ἀλλ’ ἔχοντας βλέμμα χαρωπό καί γλυκύτατο, μετά τή συμφιλίωσή τους, τόν παρηγοροῦσε μέ ἐνθαρρυντικά λόγια.
Τήν περίοδο 1995-1996 καί σέ περίοπτη θέση τῆς γενέτειρας τοῦ ὁσιομάρτυρος, κτίστηκε παρεκκλήσι πρός τιμήν του. Μέ εὐλαβῆ ἐξάλλου αἰσθήματα οἱ συμπατριῶτες του διασώζουν μέχρι σήμερα τό πατρικό του ἐπώνυμο τῶν Πλακέων καί τό μητρικό του τῶν Ἀνδρουτσαίων. Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ Ἰβηροσκητιώτου τοῦ ἔτους 1892, πρωτοεκδόθηκε τό 1937. Ἑτέρα Ἀκολουθία συνέταξε ὁ μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πού ἐκδόθηκε τό 1981. Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός συνυμνεῖται ἐπίσης στίς ἑξῆς Ἀκολουθίες: Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Λαυριωτῶν Ἁγίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ἁγίων καθώς καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποίημα τοῦ ἐπίσης Ἀγραφιώτου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἐπιτομή τοῦ παραπάνω Μαρτυρίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ὁ Ἅγιος ἑορτάζεται στίς 17 ἀλλά καί στίς 5 Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Νήφωνος μοναχοῦ).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Βιβλιογραφία
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 503-519. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 13, 132. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 104. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 133-134. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. 117-120. H. DELEHAYE, ‘‘Greek Neomartyrs’’, The Constructive Quarterly 9 (1921), σ. 706. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 411. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 75-76, 84-85.Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 74. ΝΗΦΩΝ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΜΟΝ., ‘‘Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ ἀπό Καρπενησίου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀντιγραφεῖσα ἐξ ἀρχαίου χειρογράφου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου’’, Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 5 (1937), σ. 1-19. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 2, Ἀθῆναι 1956, σ. 269. ΘΗΕ τ. 10, στ. 924. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 182. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 443-447. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86. Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΜ., ‘‘Βιβλιογραφία εἰς ἀκολουθίας νεομαρτύρων’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σ. 585. Κ. ΒΑΣΤΑΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ., Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον, Ἐν Ἀθήναις 1978, σ. 99-110. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Νέου τοῦ ἐξ Ἀσπροπύργου Εὐρυτανίας, Ἐν Ἀθήναις 1981. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 89-111, 209-210. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 75-83.