Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ





Οἱ δύο πρῶτες φορητές εἰκόνες βρίσκονται στόν νάρθηκα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τίτου. Ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἄλλωστε φέρει στά χέρια του ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ὡς κτήτοράς του, κατά κάποιον τρόπο, ἀφοῦ ὁ Νικηφόρος εἶναι ὁ ἐλευθερωτής τῆς Κρήτης τό ἔτος 961/962 ἀπό τους Σαρακηνούς, μέ τήν πνευματική ὑποστήριξη καί φυσική παρουσία τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου (βλ. σχετικά τό παρακάτω ὑπόμνημα). Στο ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου, ἕνα παρεκκλήσι εἶναι ἀφιερωμένο στόν ὅσιο Ἀθανάσιο.


   Ἡ δεύτερη ἀπεικόνιση εἶναι λεπτομέρεια σύγχρονης φορητῆς εἰκόνας ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου μέ τήν Δέηση (Παντοκράτωρ, Τίμιος Πρόδρομος, Νικηφόρος Φωκᾶς) πού βρίσκεται στόν νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀγκαράθου Ἡρακλείου. Στήν παράδοση τῆς μονῆς ὁ Νικηφόρος θεωρεῖται κτήτοράς της.

















Ἡ Κρήτη, ὡς γνωστόν, ἐστέναζεν πιθανῶς ἀπό τοῦ ἔτους 826 ὑπό τόν ζυγόν τῶν Ἀράβων, οἱ ὁποῖοι εἰς στιγμήν ἀδυναμίας τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἐφώρμισον ἐκ τῆς Αἰγύπτου καί κατέλαβον τήν νῆσον. Οἱ Ἄραβες αὐτοί ἀνεχαίτισαν τόν πολιτισμόν τῆς Κρήτης, ἀνεμείχθησαν μετά τῶν κατοίκων καί εἰς δευτέραν γενεάν, ἐγένοντο ἡ μάστιξ τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, κατατρέχοντες τήν Πελοπόννησον, τάς νήσους τοῦ Αἰγαίου, τήν Μακεδονίαν μετά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήν Θράκην καί τήν Μικράν Ἀσίαν. Ὁ ἀγροτικός πληθυσμός τῆς νήσου καί μία ἤ δύο πόλεις αὐτῆς κατώρθωσαν νά μείνουν ἀλώβητοι, ἀνάλωτοι καί πιστοί εἰς τόν Χριστιανισμόν καί τήν Ὀρθοδοξίαν. Πλήν ὅμως, ὁ ἀστικός πληθυσμός τῆς πολυανθρώπου Κρήτης, ὑπέστη μεγάλην φθοράν. Ἡ Κρήτη, κατά τόν ἀείμνηστον καθηγητήν Νικόλαον Τωμαδάκην, κατέστη κέντρον δουλεμπορίας καί βάσις ἐξορμήσεως τῶν πειρατῶν, τῶν Σαρακηνῶν.
  Οἱ Βυζαντινοί πρόγονοί μας, εὐθύς ἀπό τῆς καταλήψεως τῆς Κρήτης, ἐδιωργάνωσαν πολλάκις ἐκστρατείας πρός ἀνακατάληψίν της, ἀλλά ματαίως. Μεγάλοι στόλοι καί ἰσχυροί στρατοί ἐχάθησαν, χωρίς νά ἐπιτευχθῇ τό ποθούμενον ἀποτέλεσμα, ἕως ὅτου, ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ τοῦ Β΄, ἀπεφασίσθη νά σταλῇ ὁ στρατηγός Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ δεινός πολέμιος τῶν Ἀράβων.
   Ὁ Νικηφόρος, πρίν ἀπό τήν ἅλωσιν τοῦ Χάνδακος, ἔστειλε παντοῦ ἀγγελιοφόρους εἰς ὅλα τά μοναστικά κέντρα, ζητῶντας τήν πνευματικήν συμπαράστασιν ὁσίων μοναχῶν πού θά ἠδύναντο νά στηρίξουν τό στράτευμα εἰς τό ἀπελευθερωτικόν του ἔργον, μέ τάς πρός Κύριον εὐχάς των. Ἰδιαιτέρα ὅμως ἐστάθη ἡ ἐπιθυμία τοῦ στρατηγοῦ ὅπως ἔχει σύμμαχόν του τήν φυσικήν παρουσίαν τοῦ φίλου του Ἀθανασίου. Ἡ αὐτοπρόσωπος παρουσία τοῦ πνευματοφόρου ἡσυχαστοῦ Ἀθανασίου θά ἦτο σύμβουλος μέ σύνεσιν καί φρόνησιν καθώς καί προσευχητική θωράκισις καί ἐνισχυτική ἐνθάρρυνσις τῶν στρατευμάτων.
   Ἄς δοῦμε εἰς τό σημεῖον αὐτό, πῶς ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου ἀφηγεῖται τά γεγονότα, ὑπογραμμίζοντας τήν εὐσέβειαν τοῦ στρατηγοῦ.
«Ὁ δέ κράτιστος Νικηφόρος, τοῦ παντός στρατεύματος τήν ἐξουσίαν πεπιστευμένος ὑπό τῆς ἀνακτορικῆς μεγαλειότητος καί εἰς τήν Κρήτην ἐξαποσταλείς, οὐκ ἦν θαρρῶν τῇ ρωμαϊκῇ δυνάμει, ἀλλά τάς τῶν πατέρων εὐχάς ἐλάμβανεν εἰς βοήθειαν...Καί ἐπειδή ἔφθασε μαθών παρά τοῦ αὐταδέλφου αὐτοῦ καί Πατρικίου Λέοντος, ἐν τῷ Ἄθῳ ἡσυχάζειν τόν Ἀθανάσιον, ἐξέπεμψέ τινας τῶν ὑπ’ αὐτόν διά χελανδίου ἐκεῖσε, τοῦτο μέν αἰτούμενον τήν γερουσίαν εὐχάς βοηθούσας αὐτῷ εἰς τόν κατά τῶν Κρητῶν πόλεμον, τοῦτο δέ σταλῆναι αὐτῷ καί τόν Ἀθανάσιον ἐξάπαντος μετά ἑνός ἤ καί δύο γερόντων».
    Εἰς τόν Ὅσιον, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Νικηφόρου τονίζουν ἰδιαιτέρως τήν ἀνάγκην τῆς παρουσίας του εἰς τήν Κρήτην, καθώς ὑπῆρχον ἐκεῖ πολλοί Ἀθωνῖται μοναχοί, αἰχμάλωτοι τῶν Σαρακηνῶν κουρσάρων. Ὅταν ἔλαβαν οἱ Πατέρες τό γράμμα τοῦ Νικηφόρου, πρῶτον μέν ἠσθάνθησαν θαυμασμόν καί μεγάλην ἔκπληξιν διά τήν πολλήν πρός τόν Ἀθανάσιον φιλίαν καί τό σέβας τοῦ στρατηγοῦ, «συναχθέντες δέ ἅπαντες, ἐπέτρεπον αὐτῷ ἀπελθεῖν πρός τόν στρατηγικώτατον  Νικηφόρον. Αὐτός δέ ἐκ πρώτης οὐδόλως ἐπείθετο», συνεχίζει ὁ βιογράφος. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ εἰς τό Τυπικόν του ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος, ὁ Νικηφόρος πολλάς φοράς ἔστειλεν ἐπιστολάς εἰς αὐτόν διά νά τόν πείσῃ νά κατέλθῃ εἰς τήν Κρήτην. Γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος: «Ἐχόμενος [ὁ Νικηφόρος] τῶν ἀγώνων, πλειστάκις ἡμῖν ἐν τῇ νήσῳ περαιωθέντας πρός αὐτόν ἀφικέσθαι. Ἡμῶν δέ μή βουληθέντων εἶξαι, γράμμασι πυκνοτέροις ἐκέχρητο μή ποιησάμενος ἔκδοσιν, ἕως πρός αὐτόν τήν ἄφιξιν ἐποιησάμεθα». Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, πού ἤξευρε νά ἐμπιστεύεται τά πάντα εἰς τόν Θεόν καί ὄχι εἰς τήν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν, ἀνέβαλλε τήν ἀναχώρησίν του.
   Τέλος, οἱ ἀθωνῖται ἀσκηταί κατάφεραν νά πείσουν τόν ὅσιον Ἀθανάσιον νά ὑπερβῇ τούς δισταγμούς τούς ὁποίους προέβαλλε γιά νά ἐγκαταλείψῃ τήν ἡσυχίαν τῶν Μελανῶν. Τότε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, λαμβάνοντας ὡς συνοδείαν του ἕναν γέροντα μοναχόν «ἐπί τήν Κρήτην ἐξέπλευσεν. Ὁ γοῦν εὐσεβέστατος Νικηφόρος, καταλαβόντων αὐτῶν, ἰδών τόν Ἀθανάσιον, ἠσπάσατο μέν καί ὡς πατέρα ἐτίμησεν αὐτοῦ πνευματικόν». 
   Ὁ Νικηφόρος, ἐθεώρησε ἰδιαιτέραν εὐλογίαν τό γεγονός, ὅτι μέ τήν ἄφιξιν τοῦ Ἀθανασίου εἰς τήν Κρήτην, ἐκυρίευσεν τόν Χάνδακαν, ὅπως λεγόταν τήν ἐποχή ἐκείνη τό Ἡράκλειο. Μετά τόν δεινόν χειμῶνα τοῦ ἔτους 961/962, πίπτει ὁ Χάνδαξ καί μετ’ αὐτόν αἱ ἅλλαι πόλεις τῆς νήσου. Ἡ σωστή προετοιμασία τῆς ἐκστρατείας, ὁ πολυάριθμος στόλος καί στρατός μετά τῶν βοηθητικῶν πλοίων, ἡ ἐξαίρετος πολεμική τακτική, τό θάρρος καί ἡ ἔνθεος πίστις τοῦ Νικηφόρου, ἐπέφερον τό ποθούμενον ἀποτέλεσμα.

   Ταυτοχρόνως, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, μέ τήν βοήθεια τοῦ Νικηφόρου, φρόντισε διά τήν ἀνεύρεσιν, ἀπελευθέρωσιν καί τήν ἐπαναφοράν εἰς τόν Ἄθω τῶν αἰχμαλώτων μοναχῶν.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΙΤΟΥ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ



Πρόκειται γιά μεγάλων διαστάσεων προσκυνηματική εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας, πού φυλάσσεται σέ προσκυνητάρι στόν πρόναο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τίτου στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης. Φέρει τήν ἐπιγραφή:
«Εἰκών τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἰβηριτίσσης»,
ἐνῶ στο κάτω ἀριστερό μέρος διασώζεται ἡ ὑπογραφή τοῦ ζωγράφου:
«Ἱστορήθη διά χειρός Παναρέτου μοναχοῦ Ἁγιορείτου σκήτη Καυσοκαλυβίων τῷ 1906».



Ἡ εἰκόνα παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μέ ἕτερη εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας τοῦ ἴδιου ζωγράφου (δεῖτε τήν ἀνάρτηση στό παρόν ἰστολόγιο τῆς 27 Ὀκτωβρίου 2015)

Ὁ ἱερομόναχος Πανάρετος Πολυκάρπου ἐκ Κρήτης († 1943) ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τήν πρώτη πενταετία τοῦ 20οῦ αἰώνα προερχόμενος ἀπό τό ἡσυχαστήριο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῶν Κατουνακίων, ὅπου ζοῦσε ὡς ὑποτακτικός τοῦ ἔγκλειστου γέροντα Πολυκάρπου, πού προερχόταν ἀπό τή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῶν Ἱεροσολύμων. Κοινοβίασε στήν καλύβη τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Καυσοκαλυβίων. Διατηροῦσε στενές πνευματικές σχέσεις μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, τοῦ ὁποίου ἐξέδωσε καί προλόγισε τό ἔργο του Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τῶν σχίσματος (Ἀθῆναι 1911). Ὁ ἴδιος συνέταξε συνέθεσε καί ἐξέδωσε τό ἔργο Ὀρθόδοξος Λυρική Πανοπλία (Ἀθῆναι 1927). Διακόνησε ὡς οἰκονόμος στό μετόχι τῆς Ἀναλήψεως τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας στόν Βύρωνα τῶν Ἀθηνῶν, ἐνῶ ἔζησε καί στή μονή Μεταμορφώσεως τῶν Μολάων Λακωνίας, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος, καί ἀργότερα, τό 1928, στή μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Ἁγιᾶς ἤ Ἁγίας Ἄνδρου, ὅπου καί ἐκοιμήθη τό 1943. Ὅταν ἀναχώρησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, διατήρησε τήν πνευματική ἐπικοινωνία μέ τή συνοδεία του, πού παρέμεινε στήν καλύβη τῆς Μεταμορφώσεως στά Καυσοκαλύβια.


Τά βιογραφικά τοῦ ζωγράφου Παναρέτου προέρχονται ἀπό τη μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
 «Τά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια τῶν Καυσοκαλυβίων. Μία πρώτη παρουσίαση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 839 (2011) 195-206

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

                                Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου 
       
                                             Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς  γεννήθηκε τὸ 1296 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικὰ στὸν ἡσυχαστὴ Νικόδημο, σὲ κελλὶ στὰ ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν “νηστείᾳ καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ νήψει καὶ ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ” ἐπὶ τρία χρόνια (1319-22). 
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντά του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στὴν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περὶ τὸ 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπὶ τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντὰ στὸν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τὸν Δριμύ.

Τὸ 1325, λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζὶ μὲ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μὲ τοὺς μαθητές του, Ἰσίδωρο καὶ Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ τὸ 1326 καὶ γιὰ πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σὲ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντὰ στὸν Ἀλιάκμονα. Τὸ 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στὴν περιοχὴ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταβίωσε στὸ Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σὲ ὕψωμα πάνω ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα. Περὶ τὸ 1335-6, προχειρίστηκε ἀπὸ τὸν Πρῶτο Ἰσαάκ καὶ τὴν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-38).
 Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου καὶ ἀρχίζει τὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τὸ 1340-41 ὑπὸ τὴν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιὰ μία κορυφαία στιγμὴ τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τὸ 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στὸν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόταν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τὸν Γρηγόριο νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο, ἐπειδὴ ὁ δεύτερος δὲν ἐνέδωσε στὶς πιέσεις του νὰ ὑποστηρίξει τὰ σχέδιά του νὰ ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ἐπέστρεψε ξανὰ στὸν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τὸ 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιὰ τοὺς πολλοὺς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στὴ διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θὰ συνετέλεσε πολὺ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στὸν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή -τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε.   Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καὶ 1351 ἀνεκήρυξαν τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὁ νεαρός τότε ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μονάσει στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τοὺς δύο ἀδελφούς του καὶ μέσω Θράκης διέρχεται τὸ Παπίκιον ὄρος, ὅπου καὶ παρέμεινε λόγω τοῦ χειμῶνα. Ἐκεῖ ἐξέπληξε ὅλους τοὺς πατέρες μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία του. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὶς γύρω περιοχὲς ζοῦσαν πολλοὶ αἱρετικοὶ Μαρκιωνιστὲς ἤ Μασσαλιανοί, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπισε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεολογία του. Κατάφερε μάλιστα νὰ μεταστρέψει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὸν ἀρχηγό τους. Σὲ ἀντίδραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ αἱρετικοί θέλησαν νὰ τὸν δηλητηριάσουν, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση φυλάχθηκε σῶος καὶ συνέχισε ἔπειτα τὸ δρόμο του πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ συγγραφέα:
«Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», 
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα (Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007), στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011) σ. 277-326, πίνακες 801-807.

Εἰκόνα:
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στὴ Λιτὴ τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.


Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

                                 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου   
       
                        Θεομητορικό μονοπάτι πρός τήν Ἀνάσταση



  (…)   ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία εἶναι ἀνταπόδοση τῶν ὅσων ἐκείνη ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά κάνει γιά ἐμᾶς. Ἀνταύγειες αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τά θεσπέσια ὑμνογραφήματα τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ἀφιερωμένα στήν Κυρία Θεοτόκο.                             
  Τό ἀπερίγραπτο πνευματικό κάλλος τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἔτρωσε τίς καρδιές τῶν θείων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί τούς μετέβαλε σέ κιθάρες μουσουργικές πού πάνω τους ἡ χορδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνέθεσε παναρμόνιες μελωδίες στήν χάρη της.                                         
  Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι καί θεῖοι μελωδοί, γιά νά ἐκφράσουν τό ἀπαράμιλλο κάλλος τῆς «καλῆς ἐν γυναιξί» Θεοτόκου, ἐπιστρατεύουν στό λόγο τους ὅλη τή δημιουργία, φέρουν ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσης. Καί τήν ὀνομάζουν θάλασσα καί πέλαγος τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄρθρο φαεινό, φωτεινή νεφέλη, ἐλαία κατάκαρπη, περιστερά ἀμόλυντη.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΣ.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ
      Ὅμως κι αὐτοί ἀκόμη οἱ θεοφόροι νόες, δέν μπόρεσαν νά καλύψουν, μέ ὅλους τούς ὕμνους, μ᾿ ὅλες τίς ἀγγελικές ὠδές τους, μ᾿ ὅλες τίς βαθύνοες θεολογικές συλλήψεις τους, ὅσες ὀμορφιές, ὅσες δόξες, ὅσα χαρίσματα, ὅσα θεῖα φῶτα, ὅσες τελειότητες, ὅση ἀγαθότητα, ὅση ἁγιότητα ἔχει καί ἐκπέμπει ἡ Θεοτόκος Μαρία.                                                  
 Καί καταλήγουν, κατανοῶντας οἱ ψαλμωδοί τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου καί ὁμολογοῦν:     
   «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα, τήν δύναμιν τῶν λόγων». Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς Παναγίας μας, τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς Δημιουργίας.  Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό φῶς τοῦ κόσμου.
    Στή λειτουργική μας ζωή αὐτές οἱ Παρασκευές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀποτελοῦν μία ἀκόμη νησίδα εὐφροσύνης μέσα στήν  Ἄνοιξη καί τήν προετοιμασία γιά τό Πάσχα, πού κάνει ὅλα τά ὡραῖα καί ὄμορφα νά φαίνονται κατορθωτά, εὐκολοπλησίαστα. 
Εἶναι ἕνα θεομητορικό μονοπάτι, πού μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στή σταυροαναστάσιμη πορεία πρός τό Πάσχα. 
Ὁ Ἀκάθιστος  Ὕμνος εἶναι ἕνα ἀκόμη δῶρο τῆς Παναγίας στήν ἀνθρωπότητα ἀλλά καί στόν καθένα μας προσωπικά, μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἐγκάρδια κοινότητα καί ἀτμόσφαιρα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς.  
Μέ τήν Θεοτόκο ὁ κόσμος ξαναφωτίστηκε…


   Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ π. Παταπίου, πού ἐκφωνήθηκε κατά τούς Β΄ Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, στἰς 25 Μαρτίου 2016, στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, στό Ἀρκαλοχώρι Ἡρακλείου. 


Τούς Χαιρετισμούς ἔψαλλε ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί Γέροντας τοῦ ὁμιλητοῦ ἀρχιμανδρίτης Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος συνοδευόταν ἀπό τον Γέροντα Ἀβραάμ Λαυριώτη, ἐκ τῶν προϊσταμένων τῆς Ἱ. Μονῆς.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ

             Ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου Λαυριώτου


  Εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

  Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί!
  Μεγάλη ὄντως καί ἱερά καί πανευφρόσυνος ἡ σημερινή ἑορτή τοῦ κοσμοχαρμοσύνου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Μίας θεομητορικῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία πληροῖ εὐφροσύνης καί πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως τάς ψυχάς πάντων τῶν πιστῶν, οἱ ὁποίοι σπεύδουν ἀνά τούς αἰώνας εἰς ὅλους τούς ἱερούς ναούς, νά δεηθοῦν πρός τήν Μητέραν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἡ πνευματική χαρά ὅμως εἶναι ἰδιαίτεροι εἰς ὅσους προσέρχονται εἰς τούς ναούς, τούς πανηγυρίζοντας τήν θεσπεσίαν ταύτην ἑορτήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως εἶναι ὁ περικαλλής τοῦτος ἱερό ναός.
  Διότι, ὄντως καί ἀληθῶς, εἶναι ἄξιον τό νά μακαρίζομεν τήν Θεοτόκον· τήν πανάμωμον ἐκείνην Κόρην, τήν ὁποίαν πρέπει πάντοτε νά ὑμνοῦμεν καί νά εὐχαριστοῦμεν, καθώς κατέστη Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
  Ἄξιον εἶναι πράγματι, νά ἐγκωμιάζομεν ἐκείνην πού ἐστάθη τιμιωτέρα καί ἀπ’ αὐτά τά Χερουβίμ ἀλλά καί ἐνδοξοτέρα ἀπό τά Σεραφίμ, μέ τά ὁποῖα δέν μπορεῖ κἄν νά συγκριθεῖ.
  Ἄξιον εἶναι ὡς ἀληθῶς, νά προσφέρομεν τήν διηνεκήν εὐχαριστίαν μας εἰς τήν Παναγίαν, ἡ ὁποία ἔτεκε δίχως φθορά τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ.
   Ἄξιον εἶναι τέλος, νά μεγαλύνωμεν ἐκείνην, ἡ ὁποία ὑπάρχει πράγματι Θεοτόκος καί μεσίτρια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί γέφυρα πού ὁδηγεῖ εἰς τόν Οὐρανόν, ἐμᾶς πού εὐρισκόμεθα εἰς τήν γῆν.
   Αὐτά, καί ἀκόμη περισσότερα εἶναι τά αἴτια, τά ὁποῖα παρακινοῦν τήν καρδίαν μας ὥστε νά τιμήσομεν μέ τούς σύντομους λόγους τούτους, αὐτήν πού ἐτίμησεν ἡ Ἁγία Τριάς, ἐδόξασαν οἱ Ἄγγελοι, ἐστεφάνωσεν ὅλος ὁ οὐρανός καί μιμήθηκαν χιλιάδες ἅγιοι μάρτυρες, ὅσιοι καί ὁσίαι καί ὁμολογητές τῆς εἰς Χριστόν πίστεως· τήν ὑπέραγνον Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

  Ἰδιαιτέρως δι᾿ ἡμᾶς τούς μονάζοντας ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει, ἡ Κυρία Θεοτόκος, θεωρεῖται καί εἶναι ὄντως μητέρα μας, ἀντιλήπτωρ εἰς τάς ἀνάγκας καί συμπαραστάτης εἰς τούς πνευματικούς ἡμῶν ἀγώνας, κατά τήν ὑπόσχεσιν ἥν ἔδωκεν εἰς τόν ὅσιον Πέτρον τόν Ἀθωνίτην. Διά τοῦτο πάλιν καί πολλάκις βρίσκονται καθ’ ἡμέραν εἰς τά χείλη τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τά ἀγγελοπαράδοτα καί θεσπέσιος λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, «Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ!». Καί διά σοῦ μεθ᾿ ἡμῶν!
   Ἀγαπητοί μου!

   Κάθε θεομητορική ἑορτή εἶναι ὑπόθεσις χαρᾶς δι᾿ ὅλην τήν Ἐκκλησίαν, διά τόν λόγον ὅτι ἡ Θεοτόκος ἐδόξασε τό ἀνθρώπινον γένος, μέ τό νά γίνῃ τό πρόσωπον ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἐδώρισε τήν σάρκαν της διά νά ἐνανθρωπίσῃ τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.
   Μεταξύ τῶν πολλῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν σημαντικήν θέσιν κατέχει ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποῖα ἀποκτᾶ μεγάλην σημασίαν καί ἀξίαν, ἀφοῦ διά τῆς Κυρίας Θεοτόκου ὁ Θεός ἀνέπλασεν τό ἀνθρώπινον γένος, καί ἡμεῖς μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν γευόμεθα τά ἀποτελέσματα τῆς ἀναπλάσεως αὐτῆς.
  Συνῆλθομεν λοιπόν σήμερον, ἀφ᾿ ἑσπέρας, καί αὔριο, κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν, ὅπως τιμήσωμεν τήν «καλήν ἐν γυναιξί», τήν «τῷ Θεῷ προορισθεῖσα γενέσθαι μήτηρ Αὐτοῦ», τήν «προεκλεχθεῖσα ἀπό πασῶν τῶν γενεῶν». Ἐκείνην «ἐν ἧ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται». Ἐκείνην πού ἦτο ἄμωμος καί ἀμόλυντος. Πού ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας εἰσῆλθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καί διαμένοντας ἐκεῖ, ἐτρέφετο κατά μέν τό σῶμα μέ τροφήν ἀγγέλων, κατά δέ τόν νοῦν, μέ οὐράνια νοήματα. Δέν ζοῦσε διά τόν ἑαυτόν της ἀλλά διά τόν Θεόν. Ὤσπου ἔφθασε εἰς τήν ὥριμον ἐκείνην στιγμήν νά δεχθῇ τόν ἀρχαγγελικόν ἀσπασμόν. Νά πῇ εἰς τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τό περίφημον λόγιον «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Καί μέ τόν τρόπον αὐτόν νά ἀξιωθῇ νά ἀναδειχθῇ ὄντως Θεοτόκος.
  
 Ἡ συμμετοχή πάντων ἡμῶν εἰς τήν σημερινήν λαμπράν Πανήγυριν, ἄς καταστῇ ἐφαλτήριον διά νέας πνευματικάς ἀναβάσεις καί ἄς σταθῇ δι' ὅλους μας ἀστείρευτος πηγή πνευματικῆς ὠφελείας καί δυνάμεως, διά μίαν ζωήν μετανοίας καί ἀληθινῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως.
  Ἡμεῖς δέ οἱ κομίζοντες τήν εὐλογίαν τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Κυρίας Θεοτόκου Οἰκονομίσσης τε καί Κουκουζελίσσης καί τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου εὐχόμεθα ὅπως ἀξιωθῶμεν τοῦ φωτός ἐκείνου τοῦ ἀνεσπέρου τῆς μακαρίας καί ζωαρχικῆς Τριάδος, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελιστρίας, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ πρέπει δόξα τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!  
  Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό ὀφείλω νά εὐχαριστήσω τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ἀρκαλοχωρίου κ. Ἀνδρέαν διά τήν πρόσκλησίν του νά μετάσχω εἰς τούς λαμπρούς αὐτούς ἑορτασμούς καί διά τήν ἀγάπην μέ τήν ὁποίαν περιέβαλε τό πρόσωπό μας καί τήν συνοδίαν μας.
  Εὔχομαι ὁλοψύχως εἰς πάντας ὑμᾶς Χρόνια Πολλά καί ἡ Κυρία Θεοτόκος ἡ Εὐαγγελίστρια βοήθειά μας!

  Ἀπόσπασμα ὀμιλίας τοῦ καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου κατά τόν πανηγυρικό Ἑσπερινό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στόν ἑορτάζοντα ἱερό ναό τῆς Παναγίας στό Δέτη (Μιλλιαράδω) προεξάρχοντος τοῦ μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέα.


ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
 (ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΤΗ)

Νότια τῆς Εμπάρου, στήν πλαγιά πού οἱ ντόπιοι ἀποκαλοῦν «Δέτης» βρίσκεται τό Προσκύνημα τῆς Παναγίας. Εἶναι ἕνας μικρός σπηλαιώδης ναός, μέσα σέ μία σχισμή τοῦ βράχου ὅπου, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, βρίσκεται βαθιά κρυμμένη ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἔφυγε ἀπό τόν ναό τῆς «Κάτω Κερᾶς».















  Ὁ καθηγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος συνοδεύεται ἀπό τόν Γέροντα Ἀβραάμ Λαυριώτη, ἐκ τῆς σεπτῆς χορείας τῶν προϊσταμένων τῆς πρώτης στήν τάξη ἀθωνικῆς Μονῆς, συλλειτούργησε μέ τόν Σεβασμιώτατο Ἀνδρέα, τήν ἐπαύριον, κατά τήν κυριώνυμη ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στόν ἐπίσης πανηγυρίζοντα ἱερό ναό Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ χωρίου Μελέσες τῆς ἰδίας Μητροπόλεως.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Η ΚΥΡΙΑ Η ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΜΑΤΘΑΙΟ ΣΙΝΑΪΤΩΝ


Ἡ Κυρία ἡ Πορταΐτισσα 

Φορητή εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ μεταβυζαντινοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους (περί τό 1776), πού βρίσκεται ἐντός τοῦ καθολικοῦ τοῦ σιναϊτικοῦ μετοχίου τοῦ Ἁγίου Ματθαίου, τό μέγα μοναστήρι τοῦ Κάστρου τοῦ Χάνδακα (Ἡράκλειο Κρήτης)



Ο ναός του Αγίου Ματθαίου των Σιναϊτών κτίστηκε το 1508 πάνω στα ερείπια παλαιότερου Βυζαντινού ναού. Στο ναό αυτόν εκκλησιάζονταν όλοι οι Χριστιανοί μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς, καθώς οι Οθωμανοί μετέτρεψαν το σιναΐτικο μετόχι της Αγίας Αικατερίνης του Χάνδακα σε Τζαμί. Έτσι οι Σιναΐτες μοναχοί μετέφεραν το μοναστήρι- μετόχι στον Άγιο Ματθαίο.
Σήμερα στο ναό φιλοξενείται συλλογή εικόνων στην οποία περιλαμβάνονται σημαντικά έργα της Κρητικής Σχολής, όπως «η Σταύρωση» του Γεωργίου Καστροφύλακα (1752), «Ο Άγιος Τίτος και Σκηνές του Βίου των 10 Μαρτύρων» του Ιωάννη Κορνάρου (1773), δύο ανυπόγραφες εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού και άλλα.