Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΑΘΩΝΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1839 (Δ)

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος Επιστολή,  
Διακηρύχθεισα παρα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Κυρίου Γρηγορίου και της περι Αυτόν Ιεράν Σύνοδον, κατά των ήδη  αναφανεισών Λατινικών Καινοτομιών και τις Επιστολή του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως περί αυτών.
(Κωνσταντινούπολη 1839), (μέρος Δ' - τελευταίο)













Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
 
 'Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων


Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους*
Οἱ περιπτώσεις τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου καί τοῦ ἔργου τῶν ζωγράφων Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καί Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτζα


    
Οἱ σχέσεις μεταξύ Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους θά μποροῦσαν νά ἀναχθοῦν στό πρῶτο μισό τοῦ 17ου αἰ., μέ τήν ἵδρυση στά περίχωρα τῆς ἔνδοξης αὐτῆς βορειοηπειρωτικῆς πόλης, τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου[1]. Τό ἀρχαιότερο σωζόμενο μνημεῖο τῆς Μοσχοπόλεως, τό καθολικό τῆς μονῆς Προδρόμου (ἀνέγερση 1632, εἰκονογράφηση 1659)[2], εἶναι ἀθωνικοῦ τύπου, καθώς εἶναι σταυροειδής ἐγγεγραμμένος μέ τρούλο ναός καί μέ πλάγιες κόγχες (χορούς). Ἀνήκει ὅμως σέ σύνθετη παραλλαγή τοῦ ἀθωνικοῦ τύπου, ὅπου τό ἱερό Βῆμα ξεχωρίζει ἀπό τή σταυροειδή δομή, μέσω δύο πεσσῶν[3]. Παράλληλα, μελετώντας κανείς τά σωζόμενα τμήματα τοῦ κώδικα τῆς μονῆς Προδρόμου[4], διαπιστώνει ἕνα βαθμό ἐπιρρεασμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ τῆς μονῆς ἀπό τό λεγόμενο «ἀθωνικό τυπικό».
 Ἐπιπροσθέτως, στήν περίφημη Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως, τό λαμπρότερο ἐκπαιδευτικό ἵδρυμα ἀνώτερης παιδείας στό βαλκανικό χῶρο στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα (λειτούργησε τήν περίοδο 1740-1769)[5], διακρίθηκε ἕνας ἀπό τούς ἀξιολογότερους σχολάρχες της, ὁ λαμπρός λόγιος ἱερέας Θεόδωρος Καβαλλιώτης (1718;-1789)[6], πού στάθηκε ἐπί τριετία μαθητής τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, σχολάρχου τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν περίοδο 1753-1759. Τό 1760, ἐξάλλου, φαίνεται ὅτι συνδιδάσκαλος μέ τόν Θεόδωρο Καβαλλιώτη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς ἀποφοίτους τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς· ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντῖνος[7].
  Ὁ ἁγιορείτης λόγιος Εὐλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, μητροπολίτης Κορυτσᾶς, ἀναφέρει γιά τούς καθηγητές τῆς σχολῆς αὐτῆς: «Οἱ διάφοροι αὐτοί διδάσκαλοι τοῦ Γένους καί περιφανεῖς λόγιοι, μέ τήν ἀκαδημαϊκή τους διδασκαλία καί τίς συγγραφές τους ἀναζωογόνησαν τόσο πολύ τόν ἑλληνισμό καί ἀνύψωσαν τό ἐθνικό φρόνημα, ὥστε κατέστησαν ἀθάνατο τό ὄνομα τῆς Μοσχοπόλεως»[8].
 Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πολλές ἀπό τίς ἀσματικές Ἀκολουθίες πού ἐκδόθηκαν ἀπό τό Τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως, βρίσκονται σέ ἀρκετά ἁγιορειτικά χειρόγραφα. Ὁρισμένα ἀπό τά χειρόγραφα αὐτά ἀπετέλεσαν πηγή γιά τίς μοσχοπολίτικες ἐκδόσεις ἐνῶ ἄλλα εἶναι ἀντίγραφά τους. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τόν κώδ. Βατοπεδίου 1134, ὅπου βρίσκουμε δύο κανόνες (σέ ἤχους δ΄ καί πλ. δ΄) πρός τόν ἅγιο Κλήμη ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, πού συνέθεσε ὁ Δ. Χωματιανός[9], τόν κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 505, φ. 6β, μέ ὑμνογραφήματα πρός τούς «Ἁγίους Πέντε καί Δέκα ἱερομάρτυρες, τούς ἐπί Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου μαρτυρήσαντας ἐν Τιβεριουπόλει»[10], τόν κώδ. Δοχειαρίου 198, τοῦ ἔτους 1509, διά χειρός Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ, μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐράσμου «τοῦ ἐν τῇ Χερμελίᾳ τῶν Ἀχριδῶν»[11]. Ἐπίδης, στόν κώδ. Ἰβήρων 889[12] ὑπάρχει «Πρόχειρον Ἐγχειρίδιον παντοτινοῦ σεληνοδρομίου» τοῦ ἱερολογιωτάτου κυρίου Βελισσαρίου τοῦ πρωτοσυγγέλου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καινῷ τύπῳ ἐκδεδομένον· δαπάνῃ τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν κυρίου κυρίου Ἰωάσαφ, ἐπιμελείᾳ δέ τοῦ κυρίου Μιχαήλ Γκόρας. Ἐν Μοσχοπόλει ᾳψμα΄ παρά Γρηγορίῳ ἱερομονάχῳ τῷ Κωνσταντινίδῃ». Στόν παραπάνω κώδικα, ἀντίγραφο τοῦ ὁμώνυμου βιβλίου πού τυπώθηκε τό 1741 στό τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως[13] ἀναγνωρίζουμε τόν χαρακτηριστικό τύπο τοῦ τυπογραφείου αὐτοῦ.
 Μία ἐπίσης πτυχή τῶν σχέσεων Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους εἶναι ὅτι ὁ πολυγραφέστερος μεταξύ τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+ 1809), βασίσθηκε στίς ἁγιολογικές καί ὑμνογραφικές ἐκδόσεις τῆς Μοσχοπόλεως, χρησιμοποιώντας αὐτές ὡς πηγή γιά τίς δικές του ἐκδόσεις, κάνοντας κυρίως ἐπιτομές καί μεταφράσεις στήν ἁπλή ἑλληνική γλώσσα τῆς ἐποχῆς του. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε α) τήν παραλλαγή τοῦ σύντομου Βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βλαδιμήρου, τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος ἁγιορείτης διδάσκαλος συντόμευσε. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος: «... Τόν κατά πλάτος βίον του καί τήν ἀσματικήν του ἀκολουθίαν ὅρα εἰς ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην ἐν Μοσχοπόλει»[14]· β) τή σύντομη παραλλαγή τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἐράσμου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό τέλος τῆς παράφρασής του: «Τόν κατά πλάτος βίον καί τήν τούτου ἀσματικήν Ἀκολουθίαν ὅρα ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι τυπωθείσῃ ἐν Μοσχοπόλει»[15]· γ) τήν παραφρασμένη σέ ἁπλούστερη γλώσσα τοῦ Βίου τοῦ  ὁσίου Ναούμ τοῦ θαυματουργοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος πάλι ἀναφέρει: «Ὅρα καί τόν πλατύτερον βίον τούτου ἐν τῇ ἐκδεδομένῃ αὐτοῦ φυλλάδι, τῇ περιεχούσῃ τήν ἀσματικήν του ἀκολουθίαν ἐξ ἧς φυλλάδος μετεφράσθη ἐν συντόμῳ τό παρόν Συναξάριον ὑπ’ἐμοῦ»[16].
  Στά στενά πλαίσια μιᾶς εἰσήγήσεως θά περιοριστοῦμε στίς σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους κατά τόν 18ο αἰώνα. Ἡ περιδιάβασή μας μάλιστα στόν αἰώνα αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ χρυσοῦς αἰών τῆς Μοσχοπόλεως[17], θά γίνει μέσα ἀπό τήν διαπραγμάτευση δύο κυρίως θεμάτων: πρῶτον, τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου καί τῶν προβλημάτων σχετικά μ᾿ αὐτόν καί δεύτερον, τοῦ ζωγραφικοῦ ἔργου τῶν ἀδελφῶν Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καθώς καί τοῦ Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτζα τῆς Αὐλῶνος. Τοῦ Κωνσταντίνου μάλιστα θά παρουσιάσουμε ἄγνωστες φορητές εἰκόνες, πού ἐντοπίσαμε πρόσφατα, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους.



                                     Patapios monk of Kafsokalivia
                                    Librarian of Kafsokalivia Skete.  

                     Relations between Moschopolis and Mount Athos.
The cases of neomartyr Nikodemos and works of painters Konstantine and
                     Athanasios from Koritsa and David from Selenitza

  This paper refers to the relations between Moschopolis and Mt. Athos specifically during the 16th century. The passing through this period, which is known as the golden century of Moschopolis, is done via a discussion of following two subjects:
  a) The biography of neomartyr Nicodemos, a saint who links closely Mt. Athos with Moschopolis and its greater area, since not only the first biography of the saint was written by a writer from Moschopolis, hieromonk Nektarios Terpos ( Πίστις, Venice 1732), but also the first servise, in honour of the same saint, was composed by another writer from Moschopolis, hieromonk Gregory Konstantinidis (Moschopolis 1742).
  St. Nicodemos, a native of Bithkouki or Elbasan of Northern Epirous, exercised as monk in Mt. Athos and suffered martyrdom in Belegrada (presently Berat) at 10 or 11 July of 1709, 1712 or 1722. Through the analysis of ten hagiological and hymnological papers of the 18-19th century -mostly unpublished- which refer to neomartyr Nicodemos, the problems relevant to the saint biography are discussed, since the biography are discussed, since the biographer sources contain several discrepancies which refer to the place of birth, the reasons that made him change his beliefs as well the time of his martyrdom.
  b) The paintwork of Konstantine and Athanasios brothers from Koritsa as well as of David from Selenitza, which represent two typical labs of the postbyzantine painting of the 18th century. These labs, although characterized by different artistic trends, are related by their work in Mt. Athos and Moschopolis, where the activity of the labs was very creative. In this paper a sufficient reference is being made.
  Also in this paper, a first presentation of twelve unknown portable icons of Konstantine from Koritsa is being made. These icons are located in Mt. Athos (Cell of St. Eustathios at Kafsokalivia, Chilandarian Cell of St. George in Karyes) and in the island Kyra-Panagia in Northern Sporades, Greece.


* Εἰσαγωγή εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα κατά τό Διεθνές Συμπόσιο, «Χριστιανική Μακεδονία. Μοσχόπολις-Θεσσαλονίκη καί τά πέριξ», Θεσσαλονίκη 2-4 Νοεμβρίου 2007.



   [1] Γιακουμῆ Γ.-Γιακουμῆ Κ., Ὀρθόδοξα μνημεῖα στή Βόρεια Ἤπειρο, Ἰωάννινα 1994, σ. 110-113. Κωνσταντίνου Εὐαν., «Οἱ ναοί καί τό μοναστήρι τῆς Μοσχόπολης», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», (Θεσσαλονίκη 31 Ὀκτωβρ.-1 Νοεμβρ. 1996), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 130-133.

  [2] Γιά τή Μονή αὐτή ἀπό ἀρχιτεκτονικῆς ἀπόψεως  βλ. Thomo P., Kishat Pasbizantine në Shqipërinë e Jugut, Tiranë 1998, σ. 57-59. Θώμου Π., «Οἱ ἐκκλησίες τῆς Μοσχόπολης (ἀρχιτεκτονική ἀνασκόπηση)», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», ὅ.π., σ. 45-46.

  [3] Θώμου Πύρ., Οἱ ἐκκλησίες τῆς Μοσχόπολης, ὅ.π., σ. 46.

  [4] Τόν κώδικα πρόλαβε νά ἀντιγράψει πρίν αὐτός χαθεῖ, ὁ μητροπολίτης Ξάνθης Ἰωακείμ Μαρτινιανός (βλ. Μαρτινιανοῦ Ἰωακ., Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Μοσχοπόλεως, Α΄.  Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατά τόν ἐν αὐτῇ κώδικα 1630-1875, Ἀθῆναι 1939. Βλ. ἐπίσης, Βίκυ Θεοδωροπούλου, Recherches sur l’économie de  Moschopolis aux XVIIe et siècles, d’après le code du Monastère de Timios Rrodromos, Paris 1987.       

  [5] Κεκρίδη Στ., «Ἡ Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως καί ἡ ἀκτινοβολία της στόν βαλκανικό χῶρο», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», ὅ.π., σ. 79-95.

  [6] Περί αὐτοῦ βλ. Κεκρίδη Στ., Θεόδωρος Ἀναστασίου Καβαλλιώτης (1718;-1789): Ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους (διδακτ. διατριβή), Καβάλα 1991.

  [7]  Κεκρίδη Στ., Ἡ Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως, ὅ.π., σ. 83. Τό πιθανώτερο εἶναι ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντῖνος νά ταυτίζεται μέ τόν Κωνσταντῖνο Ἁγιοναουμίτη, ἱερομόναχο τῆς μονῆς Ὁσίου Ναούμ τῆς Ἀχρίδας, πού φέρεται ὡς ἕνας ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Νέας Ἀκαδημίας καθώς καί ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου Συνταγμάτιον Ὀρθόδοξον (Μοσχόπολις 1746).

  [8] Κουρίλα Εὐλ., Ἡ Μοσχόπολις καί ἡ Νέα Ἀκαδημία αὐτῆς, Ἀθῆναι 1934, σ. 6. Ἐκτός ἀπό τόν Θεόδωρο Καβαλλιώτη ἄλλες ἐξέχουσες προσωπικότητες πού δίδαξαν ἦταν ὁ Χρύσανθος ὁ Ἠπειρώτης, ὁ Σεβαστός Λεοντιάδης, ὁ μοναχός Ἀμβρόσιος Παμπέρης, ὁ Δημήτριος Χαλκεύς, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, ὁ Ἀχριδῶν Ἰωάσαφ, ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντίνος Ἁγιοναουμίτης κ. ἄ.

  [9] Ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κλήμη (συμπεριλαμβανομένων τῶν δύο κανόνων τοῦ Δ. Χωματιανοῦ) ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1742.

  [10]  Ἡ πλήρης Ἀκολουθία τους ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1741.

  [11] Ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1742.

  [12] Lambros S., Catalogoue of the Greek Manuscripts on Mount Athos, vol. II, (ἀνατύπωση) Amsterdam 1966, σ. 234.

  [13] Πρόχειρον ἐγχειρίδιον παντοτινοῦ σελινοδρομίου... (Legrand E., Bibliographie Hellenique, XVIIIe t. I-II, Paris 1918-1928, ἀρ. 317. Λαδᾶ Γ.-Χατζηδήμου Δ., Ἑλληνική Βιβλιογραφία: Συμβολή στό 18ο αἰώνα, ΕΒ 18ος αἰ. τ. Ι, Ἀθήνα 1964, 32). Τό βιβλίο αὐτό τυπώθηκε μέ τή μέριμνα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν Ἰωάσαφ.

  [14] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β΄, Βενετία 1819, σ. 60.

  [15] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, ὅ.π., σ. 79.

  [16] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Α΄, Βενετία 1819, σ. 408.


  [17] Πολύ παραστατικές ἀπεικονίσεις τῆς Μοσχοπόλεως κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο μᾶς δίνουν δύο λεπτομέρειες ἀπό χαλκογραφίες τῆς ἐποχῆς· καί οἱ δύο προέρχονται ἀπό τή Στεμματογραφία τοῦ Χριστοφόρου Ζεφάροβιτς. Ἡ πρώτη (1742), στό κάτω μέρος χαλκογραφίας πού ἀπεικονίζει τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βλαδίμηρο καί σκηνές ἀπό τόν Βίο του καί ἡ δεύτερη (1743), στό κάτω μέρος χαλκογραφίας πού ἀπεικονίζει τόν ὅσιο Ναούμ, σκηνές ἀπό τό Βίο του καθώς καί τήν ὁμώνυμη μονή τῆς λίμνης Ἀχρίδος καί τόν περιβάλλοντα χῶρο  της (Grozdanov C., Les portraits des Saints de Macedoine du IX au XVIII siècle, Skopje 1983, σ. 240 καί 233-234 ἀντίστοιχα)

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016