Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015
Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015
ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΣΤΥΛΑΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ
Ἡ Θεοτόκος ἡ Στυλαρινή – Γιάτρισσα. Θαυματουργός εἰκόνα τοῦ
14ου αἰώνα τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου
|
Η ιερή εικόνα της Παναγίας Στυλαρινής είναι ανυπόγραφο έργο του 14ου αι.. Αριστεροκρατούσα, ολόσωμη και ένθρονη η Θεοτόκος ακουμπά τα δεξιά ακροδάκτυλά Της στό γόνατο του νήπιου Κυρίου σε ένδειξη ικεσίας.
Πρόκειται
για την εφέστια εικόνα κουτλουμουσιανού μετοχίου, που δεν υφίσταται πλέον,
κοντά στην κώμη Στυλάρι, από όπου η επωνυμία του εικονίσματος, του νησιδίου
Μαρμαράς στην Προποντίδα. Οι κάτοικοι της νήσου και όλα τα κοντινά μέρη
τιμούσαν ιδιαιτέρως τη Στυλαρινή, επειδή οι προσευχές μπροστά Της και τα τάματα
στη χάρη Της παρείχαν τη γιατρειά ποικίλων ασθενειών που, ελλείψει γιατρών,
αφθονούσαν τον καιρό εκείνο, ώστε η Παναγία προσαπόκτησε την επωνυμία Γιάτρισσα.
Η πανήγυρη του μετοχιού γινόταν το Δεκαπενταύγουστο και βαστούσε ως την Απόδοση της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Επειδή το
διάστημα 1916-1920 τουρκικές διώξεις, με ενδιάμεσες μικροπεριόδους ειρήνης,
ξέσπασαν κατά των χριστιανών της περιοχής, σήκωσαν την Παναγία από το μετόχι
για περισσότερη ασφάλεια. Τη φιλοξενούσε στο σπίτι της η παρθένος Καλλιόπη
Κατραμάδου με κάθε προφύλαξη.
Για ν’ αποφευχθή το
ενδεχόμενο να πέσει σε τούρκικα χέρια και να βεβηλωθει, εντοιχίσθηκε στο σπίτι
της κόρης και καλύφθηκε με τοιχοποιία η πρόσοψή Της. Η περισσή ευλάβεια της
Καλλιόπης τοποθέτησε κανδήλα ακοίμητη έξω από την έγκλειστη Παναγία στον τοίχο,
που όποτε συνέβαινε να σβήνη, ακούγονταν αόρατα χτυπήματα ως ειδοποίηση για
ανανέωση της φλόγας.
Το 1923,
ύστερα απ’ τον ξεριζωμό, η Καλλιόπη μεταφέρει την εικόνα στη Χαλκίδα και την
παραδίδει στον κουτλουμουσιανό μετοχιάρη του Στυλαρίου μοναχό Αγαθάγγελο, ο
οποίος την παραδίδει στη Μονή της μετανοίας του στον Άθωνα. Πολλά χρόνια
μετά η φύλακας και συνοδός στην Ελλάδα της Στυλαρινής-Γιάτρισσας γίνεται μοναχή
στην Εύβοια με το όνομα Θεοδοσία. Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει εγκαθιδρύσει την
εικόνα στο Καθολικό και την τιμά εορταστικά στις 15 Αυγούστου και το Σάββατο
του Ακάθιστου.
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015
ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ
Παταπιίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης
Πρόκειται
γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί
ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
Ὁ ὅσιος Μάξιμος γεννήθηκε
περί τό 1270-75 στή Λάμψακο τῆς ἀσιατικῆς πλευρᾶς τοῦ Ἑλλησπόντου καί
στό ἅγιο βάπτισμα τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Μανουήλ. Γιά σπουδές δέ γίνεται
ἰδιαίτερος λόγος στό Βίο τοῦ Ὁσίου. Αὐτό ὅμως πού ἀπό πολύ νωρίς ἐκδηλώθηκε
καί πού ἐπανερχόταν συνεχῶς στή ζωή του, ἦταν ἡ μεγάλη του εὐλάβεια
καί μιά διάπυρη προσήλωση στό πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία
ἔμελλε νά ἔχει συμπαραστάτη στούς μετέπειτα ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Προάγγελος τῶν τελευταίων ἦταν τό γεγονός ὅτι τόση ἦταν ἡ εὐσπλαγχνία
πού ἔδειχνε πρός τούς φτωχούς, πού ὄχι μόνο μοίραζε κρυφά τό ψωμί του
σ’ αὐτούς μά καί κι αὐτά τά ἴδια του τά ροῦχα, μέ συνέπεια νά μένει ἀρκετές
φορές ἐκτεθειμένος στό χειμερινό ψῦχος. Κάτι ἄλλο πού ἐξίσου θά
τόν χαρακτήριζε στά χρόνια πού ἀκολούθησαν καί πού φάνηκε κι αὐτό ἀπό
τά παιδικά του χρόνια, ἦταν ἡ προσποιητή διά Χριστόν σαλότητα.
Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ἀποφεύγοντας τό γάμο πού ἑτοίμαζαν
γι’ αὐτόν οἱ γονεῖς του καί ποθῶντας τό βίο τῆς ἄσκησης, ἀναχώρησε ἀπό
τό πατρικό του σπίτι γιά τό Ὄρος Γάνος τῆς Θράκης, ὅπου καί ἔγινε μοναχός
ἀπό τό Γέροντα Μᾶρκο. Mετά
τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ Μάξιμος ἀναχώρησε γιά ἕνα ἄλλο σπουδαῖο
μοναστικό κέντρο πού βρισκόταν στά ὅρια Θράκης καί Μακεδονίας, τό
Παπίκιον Ὄρος. Μέ τήν μετακίνησή του αὐτή ὁ ὅσιος Μάξιμος ἐγκαινίασε
μία ὁλόκληρη σειρά ἀνάλογων μετακινήσεων πού θά πραγματοποιοῦσε
στήν ἑπόμενη περίοδο. Στό Παπίκιο ὁ ὅσιος Μάξιμος συνάντησε μοναχούς
πού ζοῦσαν ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκεῖ μονῆς «εὗρεν ἄνδρας ἐξ ὁλοκλήρου Θεῷ καθιερωμένους, ἀοίκους, ἀστέγους,
ἀτρόφους, ἀΰλους», πού τά κουρέλια ἦταν τό μόνο τους ἔνδυμα, μή ἔχοντας
τήν παραμικρή περιουσία. Αὐτοί οἱ ἀναχωρητές πρέπει ὁπωσδήποτε
νά στάθηκαν ὁδοδεῖκτες στό δρόμο πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τό
μεγαλύτερο μέρος τῆς μοναχικῆς ζωῆς του -ἄν ἐξαιρέσουμε τήν περίοδο
πού αὐτός διέμενε στή Μεγίστη Λαύρα– τό περνοῦσε ἔξω ἀπό τά μοναστηριακά
τείχη, περιπλανώμενος στήν ἀθωνική ἔρημο.
Ἀπό τό Παπίκιο ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρός τήν Κωνσταντινούπολη
γιά προσκύνημα καί ‘‘γιά νά μή μείνει ἄγευστος ἀπό τά καλά πού ὑπῆρχαν
σ’ αὐτήν καί ἀρθροίζοντας ἔτσι ἀπ’ ὅλα αὐτά πού τοῦ ἦταν χρησιμότερα’’.
Στή Βασιλεύουσα ἐπέλεξε σάν τόπο κατοικίας του μία σκηνή πού ἔστησε
τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦταν
ἡ ἐποχή πού βασίλευε ὁ Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328) ὁ ὁποῖος
γνώρισε τόν Ὅσιο καί ἀπό τότε τόν καλοῦσε συχνά στό παλάτι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος
φαινόταν σέ ὅλους θαυμαστός καί ἐντυπωσίαζε μέ τή σοφία του καί τήν
ἄρτια γνώση τῶν Γραφῶν, ἄν καί ἦταν «ἄμοιρος
παιδείας ἑλληνικῆς», κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό
πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.
Στήν Πόλη ὁ Ὅσιος δέν παρέλειψε νά συναναστρέφεται τόν τότε
Πατριάρχη ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁποῖο καί ὀνόμαζε
‘‘νέο Χρυσόστομο’’. Ἁγιορείτης ὁ ἴδιος καθώς ἦταν καί φιλομόναχος,
πρότεινε ἐπανειλημμένα στό Ὅσιο νά ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια
πού ἐκεῖνος εἶχε ἱδρύσει στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ὅσιος ὅμως προτίμησε
νά ‘‘ταλαιπωρεῖται διά Χριστόν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χριστόν σαλός, ἀγρυπνῶντας
σέ μιά στοά τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ζοῦσε ὁ ὅσιος Μάξιμος
τήν περίοδο πρίν ἀναχωρήσει γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὥστε νά μή γνωρίσει ὁ
κόσμος τίς κατά Θεόν ἀρετές του καί «διὰ
νὰ μὴν ἀποτινάξῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας».
Ἀπό τή Βασιλεύουσα ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ταξίδευσε μέσω Θεσσαλονίκης
ὅπου προσκύνησε τόν ἅγιο Δημήτριο καί τήν ὁσία Θεοδώρα, ἔφθασε στό Ἅγιον
Ὄρος, πού ἔμελλε νά εἶναι τό ἐνδιαίτημά του γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς
του. Ἀρχικά, ὁ Ὅσιος κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου διακόνησε
καί ὡς ψάλτης μιά πού κατεῖχε τή ψαλτική τέχνη, καταφέρνοντας νά ψάλλει
μέν μέ τό στόμα του, μέ τήν καρδιά του δέ νά προσεύχεται νοερῶς.
Ἀφοῦ πέρασε ἕνα ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα στή Λαύρα,
ὁ Ὅσιος ἀναχώρησε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο
σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔρημο’’, πού ἐκτείνεται
στούς νότιους πρόποδες τοῦ Ἄθω. Ἐρέθισμα γιά τήν μετακίνησή του αὐτή
στάθηκε ἕνα ὄνειρο πού εἶδε τρεῖς φορές, μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἡ Θεομήτωρ
βρεφοκρατοῦσα τοῦ εἶπε: «Δεῦρο, πιστότατε
Μάξιμε, ἀκολούθει μοι». Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος βεβαιώθηκε ὅτι δέν πρόκειται
γιά ἀπάτη τοῦ διαβόλου παρά γιά θεϊκή ὁπτασία, ὁ Ὅσιος ξεκίνησε
γιά τήν κορυφή τοῦ Ἄθω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος παρέμεινε μόνος γιά τρία ἡμερόνυκτα,
ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα, γιά
μία ἀκόμα φορά, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Δέξαι
κατὰ δαιμόνων ἰσχύν, ὁ σεπτὸς ἀθλοφόρος καὶ κατοίκει ἀτρόμως ἐπὶ
τὰ τοῦ Ἄθωνος πρόσποδα. Τοῦτο γάρ σοι ὁ ἐξ ἐμοῦ τεχθεὶς ἀσπόρως χαρίζεται,
ἵνα ὁδηγήσῃς πολλοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν αὐτοῦ θείων προστάξεων».
Ἔτσι ὁ ὅσιος Μάξιμος, ὑπακούοντας τή Θεοτόκο, ἄρχισε νά περιπλανᾶται
σ’ ὅλη τή δύσβατη αὐτή περιοχή, στήν ὁποία οἱ συνθῆκες τό χειμῶνα
εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολες. Τό πιό πιθανόν, στίς περιπλανήσεις του,
νά ἔμεινε γιά ἕνα διάστημα κοντά στή θάλλασα, στή σημερινή τοποθεσία τῶν Καυσοκαλυβίων,
παρ’ ὅλο πού κανείς ἀπό τούς τέσσερις βιογράφους του δέν τόν συσχετίζουν
μ’ αὐτήν τήν περιοχή. Στό Βίο ὅμως τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου
(1630-1730) ἱδρυτῆ τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, πού γράφηκε στά μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἀπό τόν
ἱερομόναχο Ἰωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη († 1765) ἀναφέρεται (ἀπηχῶντας
προφανῶς ἰσχυρή καί ζῶσα τότε σχετική προφορική παράδοση) ὅτι ὁ
ὅσιος Ἀκάκιος κατοίκησε στό Σπήλαιο ὅπου πρίν κατοικοῦσε ὁ ὅσιος Μάξιμος
ὁ Καυσοκαλύβης. Στό πέρασμα ἀκριβῶς τοῦ ὁσίου Μαξίμου ἀπό τόν τόπο,
κατά τόν ἴδιο αὐτό βιογράφο ἀλλά καί στή ζῶσα καί σήμερα παράδοση
τῆς σκήτης, ὀφείλεται ἡ ὀνομασία τοῦ τόπου ‘‘Καυσοκαλύβια’’. Τό
πιθανότερο εἶναι ὅτι σ’ αὐτήν τήν περίοδο τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος ἄρχισε
ἐκείνη τή δραστηριότητα ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως φαίνεται νά ἐντυπωσίασε
τούς συγχρόνους του καί πού τοῦ ἔδωσε τή προσωνυμία του ‘‘Καυσοκαλύβης’’,
καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν εἶχε κατασκευάσει καί μετακομίζοντας
ἀλλοῦ, μόλις γινόταν γνωστή ἡ κατοικία του.
Ὁ Ὅσιος συνέχισε τόν ‘‘πλάνητα’’ αὐτόν ‘‘βίο’’ γιά δέκα περίπου
χρόνια καί μετά, ἀκολουθῶντας τίς συμβουλές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ
Σιναΐτου, ἔπαψε νά καίει τίς καλύβες του καί ἔμεινε σταθερά σ’ ἕναν
τόπο. Στό κελλί ἐκεῖνο, πού βρισκόταν στήν εὐρύτερη λαυρεωτική περιοχή
τήν λεγόμενη ‘‘τοῦ κύρ Ἠσαΐου’’, ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ εἶχε προείπει
τό τέλος του σέ κάποιο μοναχό, καί ἐτάφη σέ πέτρινο μνῆμα πού ὁ ἴδιος
εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του, σέ ἡλικία ἐνεννηνταπέντε ἐτῶν,
στίς 13 Ἰανουαρίου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν
ἐτῶν 1365-70.
Σ’ αὐτήν τήν τελευταία του κατοικία ἦταν πού ὁ ὅσιος Μάξιμος,
ὑποδέχθηκε, περί τό 1350, τούς βυζαντινούς συμβασιλεῖς Ἰωάννη Ε΄
Παλαιολόγο (1341-1391) καί Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1347-1352) καθώς καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
ἅγιο Κάλλιστο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), περί τό ἔτος 1363 καί περί τῶν
ὁποίων οἱ προρρήσεις του ἐπαληθεύτηκαν μέ ἀκρίβεια.
Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά
στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ
ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του.
Κατά τ’
ἄλλα, ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Μαξίμου εἶναι γεμᾶτος ἀπό θαυμαστές ἐνέργειές
του, προοράσεις καί διοράσεις καί
θεραπεῖες ἀσθενῶν, δαιμονισμένων κ. ἄ., μέ ἀποκορύφωμα τό
ὄντως ἐντυπωσιακό καί ὑπερφυσικό πού ἀποκάλυψε ὁ δεύτερος βιογράφος
του ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλούμενος τόν Θεό ὡς
μάρτυρα διηγήθηκε ὅτι ‘‘ἰδίοις
ὄμμασιν’’ εἶδε ‘‘ἱπτάμενον
τόν ὅσιον καί ὑπόπτερον καί διαέριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά
ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό
συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου
Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων
καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν
μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν,
ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε
πλουσιοπάροχα.
Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό
διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν
Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία
καθώς ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως
καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται
ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή
τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπ’ αὐτά τῆς πλάνης. Ἕνας ἀπό τούς καρπούς τῆς
προσευχῆς εἶναι καί ὁ θεῖος ἔρωτας πού γεννιέται στήν φλεγόμενη καρδιά
τοῦ προσευχομένου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ
διαλόγου αὐτοῦ, λόγῳ τῆς σπουδαιότητας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμπεριλήφθηκε
ἀπό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φιλοκαλία.
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση
τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη
14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν
ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου
Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη
γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου
Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα
ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό
κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ
ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα,
ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς
ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί
τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν
ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες
μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι
ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν
στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν
τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων
ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο
Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο
Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς
ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν
πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν
μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε,
ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί
τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου
ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας... Ἐνετίησιν
1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ
νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό
ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ.
μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ.
88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le
Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana 54
(1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου
Τ., ‘‘Μάξιμος
ὁ
ὅσιος
ὁ
Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου
Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν
Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ.
105, 114. Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ),
τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ
ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ.
Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de
saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de
Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia
and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό:
Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ. Essays Presented to Joan Hussey for her 80
th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’,
στό: ODB II, New York-Oxford
1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ
Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά
ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου
μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i
agiografija: razvitie obraza
Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj
literature XIV v.’’
στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ.
Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165. Α. Rigo,
‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV
secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al
Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita
ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon,
Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου
μοναχοῦ
Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ
Μικρασιάτες
ὅσιοι
Ἀθανάσιος
Ἀθωνίτης, Μάξιμος
Καυσοκαλύβης
καί
Γρηγόριος
Σιναΐτης. Οἱ
πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ.
229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου,
«Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.).
Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο,
ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007,
σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ
Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ
Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη
2010 (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία,
ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).
Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015
ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Στην
εκκλησία της Παναγίας Κουμπελίδικης στην
Καστοριά (περίπου 1260-1280)
υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα και σπάνια απεικόνιση της Αγίας Τριάδoς.
Η
απεικόνιση αυτή καταλαμβάνει το θόλο του εσωνάρθηκα της εκκλησίας και ο
εικονογραφικός της τύπος είναι αυτός "της Πατρότητας".
Ο Θεός
Πατέρας, ολόσωμος, με τη μορφή του Παλαιού των Ημερών, κάθεται σε ένα ουράνιο τόξο κρατώντας στην αγκαλιά
του ένα γενειοφόρο Χριστό σε ώριμη ηλικία (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας
Τριάδος, ο Υιός).
Το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού έχει τοποθετηθεί στα
χέρια του Χριστού μέσα σε ένα "μετάλλιο" φωτός.
Ο Θεός Πατέρας φέρει
φωτοστέφανο σε σχήμα σταυρού.
Αυτό το είδος της απεικόνισης, όπου τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος
αναπαριστώνται σε κάθετο άξονα είναι σπάνια στη Δυτική και Ανατολική
χριστιανική τέχνη πριν από τον 13ο αιώνα.
Επιγραφές: ΙΣ
ΧΣ Ο ΘΣ ΗΜΩΝ Ο
ΠΑΤΗΡ ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ
Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015
Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (1916-2004)
Ο π.
Ανδρέας, κατά κόσμον Χαράλαμπος Θεοφιλόπουλος, του Ιωάννου και της Σταθούλας,
γεννήθηκε στο χωριό Λογγανίκος της Λακωνίας στις 16 Φεβρουάριου τού 1916.
Ο
Γέροντας προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1933 (σε ηλικία 17 ετών). Εκεί ήδη μόναζε ο
κατά σάρκα αδελφός του μοναχός Παντελεήμων στην Κερασιά, περιοχή άνω των
Κατουνακίων, όπου εκάρη μοναχός στο Κελλί του Τίμιου Προδρόμου. Εκεί παρέμεινε
περίπου δέκα χρόνια, μέχρι το 1942. Αυτή την περίοδο εμπλούτισε τις γνώσεις του
«παρά τούς πόδας» τού Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.
«Αργότερα[1] μόνασε με τον Γέροντά του Ιωακείμ (ο
όποιος εκάρη μοναχός από τον γερο-Όνούφριο τον Διαβαστή στο γνωστό Κελλί της
Παναγούδας) και τον παράδελφό του Θεόδωρο στο Ιβηρίτικο κελλι των Αγίων
Θεοδώρων, που απέχει απ' τις Καρυές μια ώρα με τα πόδια (καταγκρεμισμένο
δυστυχώς σήμερα). Πορίζονταν τα προς το ζην, όπως περίπου όλοι οι κελλιώτες,
απ' την κτηματοκαλλιεργητική παραγωγή και απ' το έργόχειρό τους, που ήταν η
κατασκευή ξύλινων γουδιών με χειροκίνητο τόρνο.
Παραλλήλως
όμως με αυτά ο π. Άνδρέας σημείωνε επιτυχίες στην καλλιγραφία ιερών Ακολουθιών,
επιδιδόμενος δε συστηματικώς στα της θεωρίας και πράξεως της Βυζαντινής
εκκλησιαστικής μουσικής, έφθασε στο σημείο να είναι όχι μόνο λίαν επιθυμητός ως
ευάκουστος ψάλτης αλλά και ως ικανός προς διδασκαλία.
[1] Αναμνήσεις Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου Λαυριώτου.
Το
ότι οι πατέρες, Άνθιμος Ιβηρίτης, πού αναγνωριζόταν απ' όλη την Ιβηρίτικη
αδελφότητα ως λίαν επιτυχώς πληρών τα μέτρα και τις ψαλτικές απαιτήσεις των
αγρυπνιών στο Καθολικό, και ο στο Κουτλουμουσιανό κελλί του άγιου Σπυρίδωνος
(Κερκυραίων) μονάζων και απ' όλη την μεγάλη εκείνη κελλιογειτονιά και δη και
πέραν αυτής θαυμαζόμενος για την καλλιφωνία του διακο-Σωφρόνιος, ήσαν μαθηταί
του πατρός Ανδρέου, ούδενός αντιλέγοντος, τον διεφήμισε και τον καθιέρωσε ως
μουσικοδιδάσκαλο σε όλη την εκεί περιοχή. Αφ' ης στιγμής μάλιστα, αποφάσει της
Ιεράς Κοινότητος, προσελήφθη ως γραμματεύς της (1953-1966) και εν συνεχεία ως
αριστερός ψάλτης στο Πρωτάτο των Καρυών, -με δεξιό τον από δεκαετιών ήδη
πασίγνωστο για την καλλιφωνία Διακογιάννη- αναγνωρίστηκε πλέον κι αυτός ως
τοιούτος ευρυτερον...». Μετέπειτα διετέλεσε και γραμματεύς της Ι.Μ.
Σιμωνόπετρας.
Νεώτατος
διδάχθηκε την πατρώα βυζαντινή μουσική τέχνη από τους ιερομόναχο Ιωάσαφ και
πατέρες Ευγένιο Ραλλίδη και Μάξιμο τους Καυσοκαλυβίτες.
Εκτός
από πάμπολλα πνευματικά βιβλία με τις πολλές επανεκδόσεις, όπως
α) η
«Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας»,
β)
«Άγιον Όρος» (Ιστορικός και Προσκυνηματικός οδηγός (1969),
γ)
«Σύμβουλος του Πνευματικού»,
δ) «Η
άλήθεια» (Σύμβουλος πνευματικού προσανατολισμού) (1991),
ε)
«Αλφαβητάριον Σοφίας» (1984),
στ)
«Ανθολογία ποιημάτων» (1980),
ζ)
«Συνομιλία με το φως»,
η)
«Ανέκδοτα διηγήματα»,
θ) «Ό
Απ. Πέτρος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη» κ.ά., συνέγραψε ή μάλλον μελοποίησε και
εξέδωσε πολλά μουσικά βιβλία όπως τη Συνοπτική Θεωρία (1969), Εγκόλπιο
Εσπερινού, Εγκόλπιο Όρθρου (1973), Ιερά Άσματα τής Θείας Λειτουργίας (1992) (με
πολλά δικά του μελουργήματα), Αναστασιματάριο Ιωάννου Πρωτοψάλτου (1983), Ιερόν
Ανθολόγιον (1990), Μουσικόν Απάνθισμα κ.ά.
Το
1979 μάλιστα καταρτίζει τον τρίτο τόμο του «Ταμείου Ανθολογίας» πού εκδίδεται
από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπουλου στη Θεσσαλονίκη. Ηχογράφησε επίσης
τις ασκήσεις και τούς ύμνους από τα μουσικά του βιβλία σε κασέτες. Στους
μαθητές του συγκαταλέγεται ό Απόστολος Παπαδόπουλος, νυν πρωτοψάλτης τού
Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Όλο το έργο του βρίσκεται σήμερα στη συλλογή τού
Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αρκετά μαθήματά του παραμένουν ανέκδοτα.
Στα
τέλη τής ζωής του, το 1995, χειροτονήθηκε διάκονος από τόν Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας
Κωνσταντίνο, στην Αγία Ευθυμία Χαλκηδόνος, και ιερεύς αργότερα, στον Άγιο
Γεώργιο Ηρακλείου. Έλαβε δέ και τό οφίκιο τού Πνευματικού στην Αγία Παρασκευή
Ν.Ιωνίας. Η κοίμησίς του από καρδιακή ανεπάρκεια
στις 12 Μαρτίου του 2004, το μεσημέρι της Παρασκευής των Β' Χαιρετισμών, γέμισε
με θλίψη τις καρδιές μας, άλλα και ελπίδα της παρά τον Κύριον αναπαύσεώς του. Η
κηδεία του ετελέσθη την επόμενη μέρα στον Προφήτη Ηλία Αττικής, προηγηθείσης
Θείας Λειτουργίας.
Τό «Γεροντικόν του Αγίου Όρους» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1978 και από
τότε λόγω της σπουδαιότητός του εγνώρισε τουλάχιστον έξι εκδόσεις έως αυτής του
1998.
κείμενα:
Πρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ἅγιον Ὄρος καί κόσμος... Γνωρίζουμε ὅλοι καί
εἰδικότερα ὅσοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος, ὅτι ἡ ἀθωνική πολιτεία εἶναι
ἕνας ἰδιαίτερος τόπος, πού βρίσκεται πραγματικά μακρυά ἀπό τόν «κόσμο», ἐκτός
τοῦ κόσμου, μακράν τοῦ κόσμου, ἀλλά ταυτόχρονα, ὁλόκληρη ἡ ἁγιορειτική
μοναστική κοινότητα, ἐδῶ καί χίλια τριακόσια χρόνια, ἀπό τότε πού ὑπάρχει,
εὔχεται καί προσεύχεται συνεχῶς ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὑπέρ τοῦ σύμπαντος
κόσμου. Μακρυά λοιπόν ἀπό τόν κόσμο, ἐκτός τοῦ κόσμου, ἀλλά εὐχόμενοι οἱ
πατέρες, νύχτα καί μέρα, θά λέγαμε, συνεχῶς ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ἅγιον Ὄρος καί κόσμος… αὐτές οἱ ἀντιφατικές
σέ πρώτη ἀκρόαση ἔννοιες, νομίζω ὅτι δέν εἶναι καί τόσο ἀντιφατικές. Ἄλλωστε
ἐμεῖς ἐδῶ στά Μοναστήρια καί τίς Σκῆτες, μπορεῖ μεγάλο μέρος τῆς ἡμέρας νά τό
ἀναλώνουμε μέσα στά διακονήματα καί τά ἐργόχειρα, τά ὁποῖα πολλές φορές εἶναι
κουραστικά καί χρονοβόρα, ὅμως ὅταν θα βρεθοῦμε μέσα στόν ναό, εἴτε στό
Καθολικό τῆς μονῆς εἴτε στό Κυριακό τῆς σκήτης, εἴτε στό παρεκκλήσι ἐδῶ τοῦ
ἡσυχαστηρίου μας, θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ὅλες αὐτές τίς μέριμνες τῶν
διακονημάτων καί τῶν ἐργοχείρων, πού ἔχουμε τίς καθημερινές, καί θά βρεθοῦμε
ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Θεό, καί μέσα ἀπ᾿ αὐτό τόν διάλογο μέ τόν Θεό, δέν θά ξεχάσουμε
ὁπωσδήποτε καί τόν κόσμο.
Θά προσευχηθοῦμε γιά ὅλους, μέσα στίς πολύωρες
ἀγρυπνίες πού ἔχουμε. Ὁ νοῦς μας, ἑνωμένος μέ τόν Θεό θά στραφεῖ καί θά
περιτριγυρίσει μέσα στά νοσοκομεῖα, ὅπου ἄλλοι χαροπαλεύουν, ἄλλοι ὑποφέρουν,
σέ ἀνθρώπους πού πιέζονται καί στεροῦνται ἀκόμα καί τά ἀναγκαῖα τώρα μέ τήν
οἰκονομική κρίση, στούς ἄνεργους, σέ οἰκογένειες πού κάποιο μέλος τους εἶναι
μπλεγμένο μέ τά ναρκωτικά, σέ ζευγάρια πού τό διαζύγιο κτυπάει ἀπειλητικά τήν
πόρτα τοῦ σπιτικοῦ τους, στά τόσα προβλήματα πού ἔχει ὁ κόσμος καί εἰδικότερα
οἱ νέοι ἄνθρωποι.
Ὅλους θά τούς πάρουμε στήν προσευχή μας, στό κομποσχοίνι μας,
στήν ἁγία προσκομιδή, καί τούς δικούς μας, τούς γνωστούς ἀλλά καί τούς
ἀγνώστους. Ὁ νοῦς μας θά τρέξει στόν κόσμο, ἀλλά πάντα μέσα ἀπ᾿ αὐτήν τήν προοπτική
πού σᾶς εἶπα.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου,
Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στὄν τόπο καί τήν
ἱστορία του, Ἅγιον Ὄρος 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)