Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


Ἐγκώμιο στή Σύναξη τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων
Τήν Κυριακή Β΄ Ματθαίου, τήν ἑπόμενη δηλ. Κυριακή ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἑορτάζουμε τή Σύναξη πάντων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλαμψάντων ἁγίων.


Ἡ πορεία πρός τή θέωση, ἡ καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί ἡ δι᾿ ἀγώνων κατάκτησή της, ἀπετέλεσε καί ἐξακολουθεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀποτελεῖ τό ἰσχυρότερο ἔρεισμα τῆς ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑπερχιλιετῆ φωτεινή διαδρομή τῶν αἰώνων σέ ὁδούς σωτηρίας, δυσαρίθμητοι ἅγιοι, «φίλοι» δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυκύτατες ἀκτῖνες τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων τους τό πλήρωμα τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση οἱ περισσόερο ἁρμόδιοι νά μιλοῦν γιά τούς ἁγίους καί τήν ἁιότητα εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μποροῦν νά ἐννοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν σωστά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁγιοπνευματικῆς τους ἐμπειρίας, τά ἔργα καί τά διδάγματα τῶν ἱερῶν ἐκείνων προσώπων πού εἶχαν ἕνα κυρίως σκοπό, τόν ὁποῖο καί πέτυχαν, νά εὐαρεστήσουν τόν Κύριο καί νά ἑνωθοῦν μ᾿ Αὐτόν. Ἐμεῖς, πού δέν ἔχουμε τήν ἁγιότητα καί τά πνευματικά βιώματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀγάπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου κατοικοῦμε στούς ἴδιους ἱερούς τόπους μέ τίς ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές, μποροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκιαγραφήσουμε «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι» κάποια ἀπό τά πλούσια χαρίσματα καρπούς τῶν πνευματικῶν τους ἀώνων ἤ τίς φωτισμένες διδακαλίες τους. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τελευταίους στή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσιακῶν Ἁγιορειτικῶν μορφῶν: «Ἀλήθεια, αὐτά πρέπει νά τά πάθει ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά καταλάβει... Μόνο ἐκεῖνος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰσθάνεται...».
Κίνητρο τῶν ἀσκητῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων γιά νά ὑποβληθοῦν σέ ἑκούσιες ταλαιπωρίες καί παντοειδεῖς στερήσεις  ὅπως θά διαπιστώσουμε  δέν ἦταν τό μῖσος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζωῆς», πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή ἐνεργεῖ καί καταφλέγει τήν καρδιά. Θέλησαν νά σταυρωθοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νεκρώσουν τελείως τά πάθη τους, νά ἐνταφιασθοῦν στόν τάφο τῆς ταπεινώσεως καί νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ διά τῆς ἀπαθείας.
Μέ τό σῶμα ἐργάζον ταν καί δι α κονοῦσαν τούς ἀδελφούς τους, μέ τόν νοῦ ὅμως καί τήν καρδιά συνομιλοῦσαν πάντοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρπαζόμενοι σέ ἐκστάσεις καί θεωρίες τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, προγεύονταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν οἱ ἀγαπῶντες τόν Κύριο.
Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
Αὐτοί οἱ κατά προαίρεση μάρτυρες, ἔθεσαν τήν πίστη ὡς ἀκλόνητο θεμέλιο τῆς σωτηρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χάριτος καί θείων ἐμπειριῶν βιοτή τους, μέχρι τίς ἀποκαλυπτικές διοράσεις καί προοράσεις καθώς καί τίς κατανυκτικές διδαχές τους, μαρτυροῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τή συνεχῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλες αὐτές τίς ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους ἔγραψαν ἕνα νέο Γεροντικό, ἀποδεικνύοντας τήν ἀλήθεια καί τή διαχρονικότητα τῶν συναξαριακῶν ἀφηγήσεων καί περιγραφῶν.
Ζώντας οἱ ἴδιοι στό θεῖο γνόφο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, νά διδάξουν τή νοερά προσευχή, νά καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή, νά ἐνισχύσουν στίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς τῶν ἄλλων. Πολλοί ἀπό τούς ἐνάρετους αὐτούς πατέρες στήριξαν ὄχι μόνο πλειάδα ὁ καθένας συνασκητῶν τους καί ἄλλων ἀθωνιτῶν μοναχῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, μεταδίδοντάς τους τό ἦθος τῆς ἁγιορείτικης πνευματικότητας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Μέ τόν πλήρη θεϊκῆς ἐμπειρίας λόγο τους ἄγγιξαν τίς διψασμένες ψυχές, συνδύασαν τό φωτισμένο λόγο μέ τό ζωντανό βίωμα καί μετέφεραν τή θεολογία ἀπό τό στοχασμό στήν προσωπική ζωή. Ἐνέπνευσαν στήν πίστη χιλιάδες ἀνθρώπων ἄλλως χαμένων· παρηγόρισαν ἀπελπισμένες ψυχές· φώτισαν μέ τή σοφία καί τή χάρη τους πλῆθος ἀναζητητῶν τῆς ἀλήθειας. Ἄλλοι, ὅπως ὁ μακαριστός σύγχρονος γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄντλησαν δυνάμεις ἀπό τίς ἀστείρευτες ἁγιορείτικες πηγές γιά λίγα μόνο χρόνια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγκόσμιους ἀναμορφωτές τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐνάρετοι Ἁγιορεῖτες γέροντες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσίων Πατέρων· ἄλλωστε ὁ ἁγιορείτικος χρόνος μόνο μέ τήν αἰωνιότητα θά μποροῦσε νά εἶναι συγχρονισμένος.
Συνάμα οἱ Πατέρες αὐτοί δημιούργησαν καί πνευματικές συγγένειες μέ ὅσους παρέλαβαν τήν ἀσκητική παράδοση πού τούς κληροδότησαν καί μέ τόν πνευματικό τους μόχθο διαφύλαξαν. Ἡ ὄντως ἐντυπωσιακή καί πλούσια χαρισματική προσωπικότητα τοῦ σύγχρονού μας γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλλιεργήθηκε σ᾿ἕναν τόπο στόν ὁποῖο ἡ πνευματική παράδοση παραμένει αἰσθητή μέχρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώτους οἰκιστές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέχρι τούς τελευταίους ἐνάρετους γέροντες, ὅλοι ἀποτελοῦν μία πνευματική οἰκογένεια, στήν ὁποία τά πάντα εἶναι κοινά: τό ἀσκητικό φρόνημα, τά πνευματικά κατορθώματα, τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα. Ἄλλωστε, ἡ αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἁγιορείτικης παράδοσης ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ αὐθεντικότητα τῆς παράδοσης τοῦ τόπου αὐτοῦ ἔχει θαυμαστή συνέχεια. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς τελευταίους ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶχαν ἄμεση ἤ ἔμμεση πνευματική σχέση μέ τούς πατέρες τῶν προηγουμένων γενεῶν. Ἡ διαμονή τους στούς ἁγιασμένους τόπους ἀσκήσεως τῶν μεγάλων Ἁγιορειτῶν ὁσίων, δημιούργησε ταυτότητα πνεύματος μέ αὐτούς καί τούς παρότρυνε σέ παρόμοια ἀσκητικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ καλύβες, τά σπήλαια καί τά ἀσκητήρια, πού κρέμονται σέ ἀπόκρημνα μέρη, παραμένουν σιωπηλοί μάρτυρες τῆς θαυμαστῆς καί ἰσάγγελης βιοτῆς τῶν Πατέρων, καί γιά μᾶς τούς νεώτερους, διαχρονική πρόσκληση γιά μίμησή τους.
Ἡ ζωή πολλῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γνώρισαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖτες ἁγίους καί τούς λοιπούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες γέροντες ἄλλαξε ριζικά, γιατί ἡ παρουσία τους ἦταν καταλυτική καί σφράγισε τήν ὕπαρξή τους.
Στό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀναφέρεται ὅτι, ἀνάμεσα στά τόσα του χαρίσματα, εἶχε πνεῦμα εἰρηνοποιό τόσο, ὥστε ὅποιος δοκιμαζόταν ἀπό λογισμούς μνησικακίας, μέ τό πού ἀντίκριζε καί μόνο τό γεμᾶτο χάρη πρόσωπό του, εἰρήνευε ἀπό τούς κακούς ἐκείνους λογισμούς.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δείχνεται ἡ συνέχεια τῆς ἀθωνικῆς παράδοσης. Οἱ ἀσκητικές αὐτές μορφές μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἁπλότητας καί τή γνησιότητα τοῦ ἀπαραχάρακτου μοναχικοῦ τους βίου, ἐπαληθεύουν διαρκῶς τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἐπιβεβαιώνουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας, πιστοποιῶντας τή δυνατότητα πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι γιά κοινωνία μέ τόν Θεό καί μετοχή στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ὑψηλή πνευματικότητα τοῦ βίου τῶν ἁγιασμένων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάντοτε δυναμογόνος, ζωντανή καί ζωτική, σπάει τό φράγμα τοῦ χρόνου, προσπερνάει τίς ἀσίγαστες ἱστορικές καταιγίδες καί τίς ἀνθρώπινες περιπέτειες, γιά νά κτυπήσει σάν πνευματικό ξυπνητήρι στό ἀνήσυχο, ὀμιχλῶδες καί ἀνταριασμένο «σήμερα».
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς προηγμένης ψηφιακῆς τεχνολογίας καί τῶν κοσμοϊστορικῶν ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων ἔμαθε νά κατευθύνει τίς μηχανές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑαυτό του. Δυσκολεύεται νά ζήσει ἀνεπηρέαστος ἀπό τά διαλυτικά σύνδρομα τῆς πάσης φύσεως αἰχμαλωσίας. Συντρίβεται σέ ἰδεολογικούς ὀγκόλιθους.
Ἡ ἁγιασμένη πορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καί ἐνάρετων Γερόντων πρός συνάντησή τους μέ τόν Χριστό, ἄς σηματοδοτήσει τό μέλλον μας καί ἄς μᾶς ἐμπνεύσει νά χρωματίσουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «καλόν ἀγῶνα» στά χαρακώματα τῆς θείας ἀγάπης, πού εἶναι «ἀγάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη.
Ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος τῆς θεώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἰώνιος καί ἀσφαλής. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων!
Οἱ ἁγιασμένες Ἁγιορειτικές μορφές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέχρι καί τούς σύγχρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη, ἔφθασαν στόν ἐράσμιο τόπο, πού ὅλοι προσκληθήκαμε νά κατοικήσουμε.
Σέ μᾶς τούς ὑμνητές καί ἐπίδοξους μιμητές τους, ἀντιδωρίζουν ἕνα χαρούμενο φῶς, πού ἄν δέν ἀποτελεῖ τήν πλησμονή τῆς ἀναμενόμενης φωτοχυσίας, ὅμως εἶναι μιά παράκληση ἑωθινοῦ φάους, πού προμηνύει τήν ἀνατολή.


 Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

KIRSHOPP-LAKE . THE EARLY DAYS OF MONASTICISM ON MOUNT ATHOS



Kirshopp-Lake, The early days of monasticism on Mount Athos, Oxford 1909.



THE EARLY DAYS OF MONASTICISM ON MOUNT ATHOS BY KIRSOPP LAKE, M.A. .
PROFESSOR OF EARLY CHRISTIAN LITERATURE IN THE UNIVERSITY OF LEIDEN OXFORD AT THE CLARENDON PRESS 1909 HENRY FROWDE, M.A.
PUBLISHER TO THE UNIVERSITY OF OXFORD LONDON, EDINBURGH, NEW YORK TORONTO AND MELBOURNE

PREFACE 

The following pages are the by-product of various visits 
to the Monasteries of Mount Athos for the study of Biblical 
and Patristic MSS. It is impossible for any one to visit 
these districts without becoming interested in the local 
history. I trust that Byzantine scholars will pardon my 
invasion of their provinca 

It is also probably worth noting that the list of aifheodota 
"hagiographica could be enormously increased by the con- 
sistent cataloguing of the lives of Saints in the various 
libraries other than the Laura ; for the extraordinary wealth 
of Mount Athos in this respect is obscured by the fiftct that 
the Cambridge catalogue of Lambros does not as a rule 
do-more than record the month to which a volume of ^Iol 
belongs. It is of course a help to know which MSS. have 
)3ibi, but the really valuable work of cataloguing the 
contents has still to be done. 

The pleasant duty is once more laid on me of acknow- 
ledging my indebtedness to the Trustees of the Revision 
Surplus, the Hort and the Hibbert Funds. This is the 
seventh book which I have had published, and of these 
seven five are entirely the result of grants made to me by 
some or all of these societies ; it is unnecessary for me to 
say more to prove that I have reason to be grateful for 
their help. 

EiBsopp Lake. 

Leiden, 1909. 

INTRODUCTION 

The history of Greek monasticism seems, in all '] 
the places in which it flourished, to a£Ebrd examples \ 
of a development passing through three more or \ 
less clearly defined periods. 1 

There is first of all the hermit period, in which 
a desolate piece of couniay is selected by hermits 
as a£Ebrding the necessary solitude for an ascetic 
life. Secraidlyi^^ere is the period of loose organiza- 
tion of herm it s in laijira s ; that is to say, a collec- 
tion of hermits* cells, more or less widely scattered, 
grows up roimd the common centre provided by 
the cell of a hermit of remarkable fame, who has 
attracted, and in some degree become the leader 
of, the others. Thirdl^ there comes a time^when 
<he loose ia:ganizaiiQiijtftibfi.te bj.the 

stricter rule of a monastery with definite buildings 
and fixed regulations, under the control of an 
7iyovii€vos or abbot The passage from the previous 
stage to this was no doubt frequently hastened by 
the fact that the Byzantine authorities encoiu'aged 
monasteries, but were not as a rule favourable to 
lauras. 

The present treatise on the early history of 
Mount Athos is an attempt to collect the few and 
scattered pieces of evidence which bear on the 
first two stages — ^the hermit and the laura — on 
Mount Athos, and to show that no exception is 
afforded to the general rule of development. 
Although the evidence is scanty, it is sufficient to 
prove that there were hermits before there were 
lauras, and lauras before there were monasteries, 
on the Holy Mountain. 

It would therefore have been logical to divide 
the discussion into the three periods dominated by 
hermits, laiu'as, and convents; but in practice it 
has proved impossible to do this, for the same man 
often began life ^in a monastery, and afterwards 
became successively a hermit, the centre of a laura, 
and the founder of a monastery. This is especially 
the case, natmrally enough, in the middle period, 
when the mountain was occupied partly by hermits 
and partly by monks in lauras, whom force of cir- 
cumstances compelled to adopt an increasingly more 
developed form of organization. 

In the following pages I have therefore divided 
the discussion according to the saints and monas- 
teries which play the chief part in the story. The /^ 
first division is dominated by Peter the Athonite, 
who was a hermit, and nothing else, in the middle 
of the ninth century ; his life, the text of whicli I 
append, has never previously been published. The ^ 
chief personage in the second division is Euthymius 
of Thessalonica, who was first a hermit, and after- 
wards the centre of a laura, on Mt. Athos. The y 
third division is not connected with the name of 
a monk who lived on Moimt Athos, but with that of 


INTRODUCTION 7 

Johannefi EoloboB, who about 970 founded dose to 
the mountam a monastery which played a con- 
siderable part in forcing the hermits and lauras 
of Mount Athos to adopt a more^ definite organi- 
zation. 

The fourth and last division deals with the 
position of afiBure in tiie tentii century as revealed 
by various docmnents connected with Athanasius 
the Athonite, and includes the final decay of the 
laura system and its replacement by fully organized 
monasteries, together with the final absorption of 
the monastery of Eolobou by the monks of the 
mountain. For the sake of clearness I have as 
largely as possible kept the discussion free from 
any very long quotations from original documents, 
and have collected the evidence afforded by these 
in a series of pieces juslificatives forming appendices 
to each chapter. 


CHAPTER I 


THE ATHONITE 

Lff the Acta Samdarmm for June 12 (also in Migne's 
BOrologiii GroML, x6L 160, eoL 989 £) k printed 
what daims to be the life of Peter the Atfaonitey 
as told in the fotirteenth oentniy by Or^;orioB 
PalamaSy the femous c^iponent of Rariaam in the 
Hesychast oontroyersy* No <me, however, has ever 
tried to find in this docmnent any serious history 
concerning Peter, and it was impossible to say 
wheUier it was the free composition of Or^ioiy, 
or based on some earlier tradition firom which he 
had selected the miracaloas episodes which edified 
him, while omitting the historical details which 
would have interested u& 

Fortunately for history, in the Laura on Mount 
Athos and in other libraries there are preserved MSS. 
of an earlier life of Peter which was written (so 
at least it claims) by a certain Nicolaus, and was 
imdoubtedly the source used by Gr^ory Palamas. 
This has never been published and, though not a 
document of the first rank, is worth studying. 

Besearch in menologies would probably reveal 
the existence of a fair nimiber of MSS. At present, 
however, the only ones with which I am acquainted 
are as follows : — 


PETER THE ATHONITE 9 

(1) In the Laura on Mount Athos, Cod. A 79 (saec. 
Xn, 36. 3 X 26. cm. 2 col. 33 IL), a beautifully 
written MS. containing the lives of the Saints and 
encomia for April, May, Jime, July, and August. 
This MS. has been used by M. Louis Petit for his 
edition of the life of Michael Maleinos ; ^ he there 
ascribes the MS. to the thirteenth century, but 
although it is exceedingly difficult to date these 
large hagiographical hands, I doubt if it can be 
put so late. Lideed my own opinion is that it 
was written early rather than late in the twelfth 
century. The last page of the life of Peter is 
imfortimately missing, but the text can be supplied 
from the other MSS. 

(2) Also in the Laura,. Cod. E 190 (written at the 
expense of Simeon, proegoumenos of the Laura, 
cK 7^9 xd^pa^ KapvoTovy and given by him to the 
library in 1646). This MS. is clearly a copy of 
A 79, and it was obviously not worth while to 
collate it : but it is valuable as giving the text of 
the lost page of A 79. 

(3) In Eome, Cod. Vat. 1190 (ff. 1003-1012), a 
MS. written in 1542 for *Georgius episcopus Siti- 
ensis et Hierapetrensis ' and given by him to Pope 
PaulV. 

(4) In Paris, Cod. Coislin. Paris 307 (ff. 398-410), 
a MS. which formerly belonged to the monastery of 
Castamonitou on Mount Athos and was obtained from 

^ Vie et Office de Michel Maleinos^ &c., par Louis Petit. 
Fans, Picard et fils, 1903 (in the BibliotMque Hagiographique 
Orimtale, edit^ i>ar Leon Clugnet). 


10 PETER THE ATHONEPE 

it (it is almost certain) for Siguier, the Chancellor of 
Louis XrV, by the famous Pere Athanase, whose 
story is told by M. Henri Omont in his Missions 
arcMologiques franpaises en Orient^ av»x XVII et 
XVIII si^les."^ 

(5) Also in Paris, Cod. Coislin. 109, a MS. of the 
tenth century, which Siguier most probably also 
acquired from P^re Athanase, containing on fol. 
249^1 a short extract (in a later hand) from the 
life of Peter. This is important because the MS. 
itself came from tov evicrripLov rrjs vnepayCas %€ot6kov 
Kal TOV oaCov irarpos rfii&v TIerpov rov ^Kdon/irov (on 
f. 266). 

No doubt further investigations would reveal 
more MSS., but the text of A 79 is not bad, and 
it is not probable that the collation of other MSS. 
would give any results at all proportionate to the 
labour of collating them. 

In editing the text I have kept strictly to my 
copy of the MS. except in the insertion of iota 
subscript, and the treatment of enclitic accents. 
Where my copy attests a probably corrupt reading, 
and supports it by a ^, I have noted the fact 
with sic cod. Where I fear that I have made a 
mistake in copying, as the reading is apparently 
wrong, and is nevertheless not supported by a sic 
cod. J I have noted the fact by sic without cod. Merely 
orthographical variations I have printed without 
comment. 

^ Paris, Iw^mem nationdkf 1902. 


PETER THE ATHONITE 11 

The Story of Petev's Life. 

The story told by Nicolaus is a typical example 
of the methods followed by the Greek hagiographers. 
All the emphasis is laid on the visions, miracles, 
contests with demons, and general asceticism of the 
saint during his life, and on the history and efficacy 
of his relics after his death. There is often a 
tendency to describe all this kind of narrative as 
unhistorical ; but it would be truer to say that it 
narrates certain abnormal psychological experiences 
and combines them with a ' Weltanschauung ' which 
is entirely foreign to modem ways of thinking. 
The Ada Sanctorum would, I think, afford magni- 
ficent material to any one who would treat the 
psychology of the later saints in somewhat the 
same way as that made famous by Prof. W. James 
in his Varieties ofBdigious Experience. 

At the same time it is certainly true that this 
side of the narrative has no importance for fixing 
the historical facts connected with Peter. It is 
tiberefore probably expedient to tell over again in 
a few wcmls the few piu^ly historical parts of the 
story, as these afford the only foundation for any 
diacnssion of the date of Peter, and of the li^t 
thrown on the early history of the mountain by 
his life. 
Peter was originally a soldier (a axoXapu^ of 
the fifth <rxoXi}) who was captured by the Arabs 
in Syria and imprisoned at Samara — sl misfortane 
wfaidi he r^jaided as the direct resolt of his n^gleeft 


12 PETER THE ATHONITE 

to fulfil a vow to become a monk. He entreated 
St. Nicolaus to help him, and promised that if he 
obtained his liberty he would go to Some, and there 
take monastic vows. After some difficulty, to over- 
come which the further intercession of St. Simeon 
was necessary, the help of the Saints proved 
effectual, and Peter obtained his liberty. In accor- 
dance with his vow he went to Some and was 
ordained monk by the Pope. After a short stay 
in Some he joined a ship bound for the Levant, 
but when he was close to Mount Athos the ship was 
miraculously delayed, and he thus recognized that 
this was the place in which, as St. Nicolaus had 
told him, he was to pass the remainder of his 
days as a hermit. On disembarking he foimd the ^ 
mountain uninhabited and lived there for fifty 
years in a cave. Here he was tempted by devils 
L in danger from mU b«»ts, but uliimaky w<» 
mtoriouB ofer both. Towards the end of h^ kat 
year he was accidentally discovered by a himter, 
to whom he told his story, advising him to 
follow his example and adopt the ascetic life» His 
words had so much influence that the himter 
promised to return after a farewell visit to his 
family ; but when he came back the following year, 
bringmg with him his brother and some monks, 
he found that Peter was already dead. But since 
according to mediaeval ideas the corpse of a saint 
is worth even more than his living body, the two 
brothers proceeded to take away the relics in the 
boat in which they had come. They rowed and 


PETER THE ATHONITE 13 

sailed along the east coast of the mountain, but 
when they were opposite the monastery of Clementos 
(where the present Iveron ^ stands), their boat stood 
still in spite of a favourable wind which filled their 
saiL So long were they stationary that the monks 
of Clementos put out to them, and made them land 
with the relics, the story of which they told very 
reluctantly, as they felt that it was improbable that 
they would be allowed to keep them. Nor were 
ihey mistaken : the relics were received with many 
honours and placed in the shrine of the Virgin' 
'where they are accustomed to hold the annual cele- 
brations '. After this the himter and his brother 
departed, but the monks who had accompanied 
them were not prepared to abandon the relics, and 
after diverting suspicion by professing a desire to 
join the foimdation of Clementos, stole the body of 
Peter and sailed off at night to their own coimtry. 
The monk Nicolaus, in whose name the book is 
written, says that he was an eyewitness of their 
departure The nionks who had taken the relics 
successfully escaped to Phocamin in Thrace, but the 
miraculous power of their burden becoming known, 
the bishop and clergy of the place forced them to sell 
it| and the relics remained permanently in that place. 
In this story there are three points which arrest 
attention as likely to supply material for dating the 
life of Peter. These are (1) the imprisonment at 
Samara, (2) the pilgrimage to Bome, (3) the monastery 
of Clementos.  





Κατεβάστε το βιβλίο: Kirshopp-Lake, The early days of monasticism on Mount Athos, Oxford 1909.
Κάνοντας κλικ εδώ


Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ



ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΡΙΧΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ 9-11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012










Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
Βιβλιοθηκάριος Σκήτης Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους
Ὑποψήφιος Διδάκτωρ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ὁ λόγιος Ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (+ 1765) ὁ Αἰτωλός

«Ἰδοῦ πάτερ ἐπιτέλεσα τήν ἐντολή σου καί ἀνήγειρα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τοῦτον τόν θεῖον ναόν, εἰς δόξαν τῆς πανάγνου Θεοτόκου καί τόν διακόσμησα μέ ὄμορφες ἁγιογραφίες, καθώς ἐσύ μέ ὑπέταξες ὅταν προσθῆλθα σέ σένα καί μέ ἀνέδειξες πνευματικό σου τἐκνο καί μέ ἐνέδυσες τό μοναχικό σχῆμα. Σέ παρακαλῶ λοιπόν, μή παύσεις νά μέ προστατεύεις, μαζί μέ τόν Ρωμανό καί τόν Παχώμιο ἀλλά καί τούς ἄλλους ἁγίους μάρτυρες καί ὁσίους, ὅπως ζήσω μέχρι τέλος θεάρεστα, καί ἀξιωθῶ νά συναυλισθῶ μαζί σας στόν παράδεισο, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίς ἱκεσίες σας, στούς αἰώνες πού δέν μετριοῦνται.
Τλήμων Ἰωνᾶς (ταλαίπωρος) δηλ. Ἰωνᾶς Αἰτωλός
ρακενδύτης. Κατά τό ἔτος1759, τό μήνα Ἰούλιο, ὁλοκληρώθηκε
».


Αὐτά σημειώνει σέ ἐπιτοίχια κτητορική ἐπιγραφή ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ὁ Αἰτωλός, γιά τήν ἱστόρηση τοῦ παρεκκλησίου τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, τόν ὁποῖο ἀνήγειρε στά 1747.
Γεννημένος, τό πιθανότερο, στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ παπα-Ἰωνᾶς (†1765) σπούδασε τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας στίς ἀγραφιώτικες Σχολές Βραγγιανῶν καί Καρπενησίου, ἔχοντας διδάσκαλό του τόν ἅγιο Εὐγένιο τόν Αἰτωλό τόν Γιαννούλη καί συμμαθητή του τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά περισσότερο, κατά τήν παραμονή τοῦ τελευταίου στόν Ἄθω. Στίς παραπάνω Σχολές, ὁ «ὁσιώτατος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ διδάσκαλός του ὅσιος Εὐγένιος Αἰτωλός, καλλιέργησε τόσο τά ἱερά γράμματα ὅσο καί τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας, ἀφοῦ διδάχθηκε τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποιητική (μετάφραση καί ἑρμηνεία ἔργων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καί ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας καί ὑμνογραφίας), θεολογία, φιλοσοφία, ρητορική καί στοιχειώδη ἰατρική. Τίς σπουδές του συμπλήρωσε στήν ἀκμάζουσα τότε Σχολή τῆς Ἀδριανουπόλεως.
Πρίν ἀπό τό ἔτος 1722 φθάνει στόν Ἅγιον Ὄρος καί ὑποτάσσεται στόν «μέγα ἐν ἀσκηταῖς» ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη τόν ἐκ Ἀγράφων. Ἀξιώθηκε ἐπίσης νά γνωρίσει καί τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο καθώς καί νά συνασκηθεῖ στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τόν τελευταῖο ἀπό τούς ὑποτακτικούς-νεομάρτυρες πού ἀνέδειξε ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο τόν Ρῶσο.
Ὡς πνευματικός, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐξυπηρέτησε –κατόπιν προσκλήσεων τοῦ Πατριαρχείου- τούς ὁμογενεῖς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Ἀκακίου στά 1730, ὁ παπα-Ἰωνᾶς, ὡς Δικαῖος πλέον τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, φρόντισε παντοιοτρόπως γι’ αὐτήν. Κατόπιν ἐνεργειῶν του, ἡ Σκήτη ἔλαβε νομική ὑπόσταση ἀπό τήν κυρίαρχο Μονή Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποία τό ἔτος 1746 ἐξέδωσε τό συστατήριο ἔγγραφο τῆς Σκήτης. Στά 1747 ἀνακαινίζει τήν ἁγιοτόκο Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, κτίζοντας ὡς παρεκκλήσι της τόν περικαλλή ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί φροντίζοντας συγχρόνως νά ἱστορηθεῖ ὁ παραπάνω ναός στά 1759, ἐκπληρώνοντας σχετική ἐπιθυμία τοῦ γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ σχετική κτιτορική ἐπιγραφή.
Μέ δική του φροντίδα καί ἐνέργειες κτίστηκε καί διακοσμήθηκε ὁ Κυριακός ναός τῆς Σκήτης, στά 1745. Φρόντισε μάλιστα νά τοιχογραφηθεῖ, τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰ.
Ἀργότερα βρίσκουμε τόν Ἰωνᾶ νά λαμβάνει μέρος στήν περί ἀναβαπτισμοῦ θεολογική ἕριδα, πού ἀφοροῦσε στόν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν (κυρίως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Ἀρμενίων) στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τό 1750. Ἡ στάση του πάντως ἐπικρίθηκε ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1757).
Σύμφωνα μέ τόν Ἁγιορείτη ἱστορικό ἱερομόναχο Θεοδώρητο τόν ἐξ Ἰωαννίνων τόν Λαυριώτη, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἦταν «περίφημος πνευματικός καί φιλόλογος... πολλάκις ἀπελθών εἰς Κωνσταντινούπολιν χάριν πολῶν ζητούντων αὐτόν».
Ὁ Ἰωνᾶς διατηροῦσε πνευματικούς δεσμούς μέ τόν ὅσιο Μακάριο τόν Καλογερᾶ, ἱδρυτή καί πρῶτο σχολάρχη τῆς Πατμιάδος Σχολῆς, μέ τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀλληλογραφοῦσε καί ἀπό τόν ὁποῖο δεχόταν πνευματικές συμβουλές, μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου.
Ἡ πλούσια φιλολογική δράση τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ χρωματίζεται κυρίως ἀπό τή μνημειώδη συλλογή του μέ τήν ἐπωνυμία Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ. Στό πολύ σημαντικό αὐτό πρωτογενές ὑλικό τῶν νεομαρτυρολογικῶν αὐτῶν κειμένων, στηρίχθηκε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γιά τή συγγραφή τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου του, τό ἔτος 1799, χρησιμοποιῶντας εἴτε αὐτούσιες ἐκφράσεις εἴτε κάνοντας ἐπιτομή ἀπό τά συναξάρια πού συνέταξε ὁ παπα-Ἰωνᾶς. Τό πιθανότερο εἶναι ὁ παπα Ἰωνᾶς νά ἔγραψε τή Συλλογή τῶν νεομαρτυρολογίων του μετά τό 1740. Κι αὐτό, καθώς σέ ἰδιόγραφο κώδικα τοῦ γνωστοῦ Σκοπελίτη λογίου μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε πού φυλάσσεται σήμερα στήν Ἁγία Πετρούπολη καί στόν ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἀντίγραφο τῆς παραπάνω Συλλογῆς ὁ γραφέας, ἀντιγράφει καί σημείωση τοῦ παπα-Ἰωνᾶ στό μαρτύριο τοῦ παπα-Κωνστάντιου τοῦ Ρώσου, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι ὁ παπα Ἰωνᾶς συλλειτούργησε κάποτε στό Καθολικό τῆς Μεγίστης Λαύρας μέ τούς μητροπολίτες Ἰωαννίκιο Λήμνου καί Νεόφυτο Ἄρτης τόν Μαυρομάτη, τόν ὁποῖο μάλιστα ἀποκαλεῖ ‘‘μακαρίτη’’. Ὡς γνωστόν, ὁ φιλόμουσος μητροπολίτης Ἄρτας ἐκοιμήθη καί ἐτάφη τό ἔτος 1740 στή Μεγίστη Λαύρα.
Στό τέλος τῆς Συλλογῆς καταγράφεται ὁ ἐκτενής Βίος καί ἡ Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, στόν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται καί τά μαρτύρια τῶν μαθητῶν του, Ρωμανοῦ καί Παχωμίου τῶν Νεομαρτύρων.
Ἐκτός ἀπό τά πρωτόγραφα αὐτά συναξάρια, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔχει μεταφράσει στήν ἁπλοελληνική ἀρκετά ἀπό τά μαρτύρια πού συνέταξε ὁ Μέγας Λογοθέτης Ἰωάννης Καρυοφύλλης (†1693), τά ὁποῖα περιέχονται σ᾿ ὅλες τίς ἐκδόσεις τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι καί μόνη ἡ παραπάνω προσφορά τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου στήν Ἐκκλησία καί στό Γένος μας, θά ἦταν ἀρκετή γιά νά ἀποσπάσει τή βαθειά μας εὐγνωμοσύνη. Κι αὐτό καθώς εἶναι εὐρύτερα πλέον ἀποδεκτό πώς, κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τό μόνο ἀνάχωμα καί ἡ μόνη δύναμη πού μποροῦσε νά ἀνακόψει τό συνεχῶς διογκούμενο κύμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ -ἀποτελέσματα τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς, βίας καί παντοδαποῦς καταπίεσης τῶν Ρωμηῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς κατακτητές- ἦταν οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες. Αὐτοί ἀναζωογόνησαν τήν κλονιζόμενη πίστη τῶν συγχρόνων τους χριστιανῶν, ἐπισφραγίζοντας καί ἀνακαινίζοντάς την. Τά Νεομαρτυρολογικά κείμενα, ὅπως αὐτά πού συνέταξε ὁ Ἰωνᾶς, ὀφέλησαν πνευματικά τούς μοναχούς καί ταυτόχρονα συνέβαλαν στή διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ συγγραφή καί ἡ ἀντιγραφή αὐτῶν, μαρτυροῦν τή μεγάλη συμβολή τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν στή διατήρηση ἀκμαίου τοῦ φρονήματος Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ἡ συμβολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν ἀνάδειξη νεοφανῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μεγάλη καί οὐσιαστική. Τουλάχιστον τό ἕνα τρίτο αὐτῶν εἶναι Ἁγιορεῖτες ἤ πνευματικά τέκνα Ἁγιορειτῶν πατέρων. Οἱ τελευταῖοι, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὄχι μόνο ἐξέθρεψαν καί ἄνδρωσαν πνευματικά τούς νεοφανεῖς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀκολούθως πρόβαλαν τούς ἀγῶνες τους συστηματικά, πρός ὄφελος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ.
Ὡς δόκιμος ὑμνογράφος τώρα, ὁ παπα-Ἰωνᾶς συνέθεσε τήν Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί Κανόνα στόν ἅγιο Νεομάρτυρα Νικόλαο τόν Παντοπώλη, τόν ὁποῖο πρέπει νά γνώριζε καί προσωπικά καί ἴσως νά ἦταν παρών καί στό μαρτύριό του στήν Κωνσταντινούπολη. Τέλος, μία Ἀνθολογία Προσευχῶν πού σώζεται στόν ἰδιόγραφο κώδικα 74 Καυσοκαλυβίων, γνωστό καί ὡς ‘‘Προσευχητάριον παπα-Ἰωνᾶ’’ καθώς καί ἕνα ἔργο μέ Τύπους Ἐπιστολῶν, μποροῦν νά προστεθοῦν στόν κατάλογο τῶν μέχρι στιγμῆς εὑρεθέντων πονημάτων του.
Ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐκοιμήθη τό ἔτος 1765 στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου στά Καυσοκαλύβια. Σύμφωνα μέ μαρτυρία, στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μεγίστης Λαύρας, σωζόταν ἡ κάρα τοῦ παπα-Ἰωνᾶ πάνω στήν ὁποία ἀναγραφόταν: «Ὁ Ἰωνᾶς οὗτος ἦν ὁ συγγράψας τούς βίους πολλῶν Νεομαρτύρων».


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ π. ΠΑΤΑΠΙΟΥ, ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ι')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Ι’)





















Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (ΣΤ' ΜΕΡΟΣ)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.*
(ΣΤ’ μέρος)

Μετά τήν ἐρήμωση τῶν Παρορίων οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί οἱ λοιποί μοναχοί κατευθύνθηκαν σέ νέους τόπους ἀσκήσεως, διαδίδοντας καί ἐκεῖ τήν ἡσυχαστική διδασκαλία. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου, οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου «ἐξανέτειλαν ὡς φαιδροί ἀστέρες μετά τήν ἐκείνου κοίμησιν...καί τά πέρατα κατεκόσμησαν».
  Ὁ ὅσιος Ρωμύλος ὁ ἐκ Βιδινίου, κατέφυγε ἀρχικά στή Ζαγορά, στήν περιοχή Μόγκρι, πού ἀπεῖχε «διαστήματος ἡμέρας μιᾶς τοῦ Τυρνόβου», ὅπου αὐτός, ὁ βιογράφος του ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος καί ὁ μοναχός Ἰλαρίων ζοῦσαν σέ κελλιά, πού βρίσκονταν σέ ἀπόσταση μεταξύ τους. Ἀργότερα ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1371. Ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, ἔφθασε στόν Αὐλώνα καί ἀπό ἐκεῖ κατέληξε ὅπως εἴδαμε στή μονή τῆς Θεοτόκου Ραβενίτζας στή Σερβία μεταλαμπαδεύοντας στό σερβικό μοναχισμό τήν ἡσυχαστική πρακτική.
  
 Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἀφοῦ δέν ἀποδέχθηκε τήν πρόταση τῆς ἀδελφότητας, νά διαδεχθεῖ τόν κοινό τους διδάσκαλο ὅσιο Γρηγόριο Σιναΐτη, ἀναχώρησε στό Ἅγιον Ὄρος, τόσο γιά νά γνωρίσει ἐκεῖ κι ἄλλους ἐπιφανεῖς ἡσυχαστές μοναχούς ὅσο καί γιά νά συγκεντρώσει ἑλληνικά κείμενα τόσο λειτουργικά ὅσο καί σχετικά περί τῆς ἡσυχαστικῆς θεωρίας καί πράξης, προκειμένου αὐτά νά χρησιμοποιηθοῦν πρός ἔλεγχο τῶν παλαιότερων μεταφράσεων στή παλαιοσλαβική καθώς καί στήν ἐκπόνηση νέων μεταφράσεων. Τέλος, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατέληξε -ὕστερα ἀπό περιπλανήσεις στή Θεσσαλονίκη, τή Βέρροια, τήν Κωνσταντινούπολη, τά Παρόρια καί τό ὄρος Ἔμμονα κοντά στή θρακική πόλη Μεσημβρία στόν Εὔξεινο Πόντο- στήν πατρίδα του Τύρνοβο, στήν περιοχή Κελιφάρεβο, πού βρίσκεται σέ μικρή ἀπόσταση νότια τοῦ Τυρνόβου. Ἐκεῖ ἵδρυσε μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ τσάρου Ἰωάννου Ἀλεξάνδρου τή μονή τοῦ Κελιφάρεβο, στήν ὁποία καί κατεστάθη πρῶτος ἡγούμενος. Ἡ φήμη καί πνευματική ἀκτινοβολία τόσο τοῦ ἰδίου ὅσο καί τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν μεγάλη, ὄχι μόνο στούς Βουλγάρους, ἀλλά καί στούς Σέρβους, τούς Βλάχους καί στούς Ἕλληνες τῶν περιχώρων τῆς Μεσημβρίας. Γύρω του συγκεντρώθηκε ἕνας κύκλος πενήντα περίπου μαθητῶν, στούς ὁποίους μετέδωσε τίς ἀρχές τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἔτσι ἡ μονή τοῦ Κελιφάρεβο καθιερώθηκε ὡς τό σπουδαιότερο κέντρο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς στή Βουλγαρία, τό ὁποῖο μάλιστα συνέχιζε τήν παράδοση τῶν Παρορίων. Μέ τήν ἀρωγή μάλιστα καί τοῦ τσάρου Ἰωάννου-Ἀλεξάνδρου, ἡ μονή, ἐκτός κέντρο καλλιέργειας τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς ἐξελίχθηκε πολύ γρήγορα σ’ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα πνευματικά-πολιτιστικά κέντρα τῆς Βουλγαρίας, ὅπου καλλιεργοῦνταν μέ ἰδιαίτερο ζῆλο τά γράμματα. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ ὅσιος Θεοδόσιος μετέφρασε στά σλαβικά τό ἔργο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου «Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος». Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος μέ τή μαχητική καί χαρισματική του προσωπικότητα, τό κύρος καί τήν αὐθεντία του καί μέ σύμμαχο τόν τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε γι’ αὐτόν μεγάλο σεβασμό, συνέβαλε σέ μεγάλο βαθμό στήν ἐπιτυχή ἀντιμετώπιση πολλῶν ἀπό τίς αἱρέσεις πού εἶχαν ἀναφανεῖ τήν ἐποχή ἐκείνη στή Βουλγαρία ὅπως τῶν αἱρετικῶν ἰδεῶν τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, τοῦ Βογομιλισμοῦ, τοῦ Ἀδαμιτισμοῦ, τῶν αἱρετικῶν Πυρόπουλου καί Θεοδοσίου Φουντούλ καθώς καί στήν καταδίκη τῶν ἀντιχριστιανικῶν κινήσεων τῶν Ἑβραίων τοῦ Τυρνόβου. Περί τό 1359/60 καί ἐξ αἰτίας τῶν τουρικῶν ἐπιδρομῶν, ἐγκαταστάθηκε γιά τρία χρόνια σέ σπήλαιο κοντά στό Τύρνοβο. Περί τό 1361/1362 ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἔστειλε μαζί μέ τό συνασκητή του μοναχό Ρωμανό ἐπιστολή πρός τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μέ τήν ὁποία τόν ἐνημέρωναν μέ ἀγωνία γιά διάφορες κανονικές καί λειτουργικές παρατυπίες πού συνέβαιναν στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἐπί πατριάρχου Θεοδοσίου. Τό Πατριαρχεῖο μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπάντησε στήν παραπάνω ἐπιστολή. Ἐπιπλέον ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, παραλαμβάνοντας τέσσερεις ὑποτακτικούς του ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου φιλοξενήθηκε προσωπικά ἀπό τόν πατριάρχη ἅγιο Κάλλιστο Α΄, πρῶτα στά Πατριαρχεῖα καί ἀργότερα στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Τέλος, ἐκοιμήθη στήν Κωνσταντινούπολη στίς 27 Νοεμβρίου 1962/63, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε δώσει τίς τελευταῖες του ὑποθῆκες καί εὐλογίες στούς μαθητές του. Στήν ἐξόδια ἀκολουθία του προεξῆρχε ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης ἅγιος Κάλλιστος καί ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀνάμεσα στούς μαθητές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου γνωστότεροι εἶναι ὁ  ἱερομόναχος Διονύσιος ‘‘ὁ ἐξαίσιος’’, ὁ ἅγιος Κυπριανός μετέπειτα μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1390-1406) καί ὁ ἅγιος Εὐθύμιος μετέπειτα πατριάρχης Τυρνόβου.                                                        
   
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος πατριάρχης Τυρνόβου (1375-1393), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μία ἀπό τίς κορυφαῖες προσωπικότητες τοῦ σλαβικοῦ κόσμου κατά τό 14ο αἰ. Ἔγινε μοναχός σέ κάποια ἀπό τίς μονές τοῦ Τυρνόβου, τό πιθανότερο, τή μονή τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας· σπουδαίο μοναστικό κέντρο κατά τό α΄μισό τοῦ 14ου αἰ. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, ἀσκήτευσε ὡς νεαρός μοναχός στή μονή Κελιφάρεβο πού εἶχε ἱδρύσει ὁ γέροντάς του ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης περί τό 1350. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος παρέμεινε στό Κελιφάρεβο μέχρι τό 1363, ὅταν ἀκολούθησε τόν γέροντά του ὅσιο Θεοδόσιο στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ τούς δέχθηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές καί τούς φιλοξένησε στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Ἐκεῖ, στίς 27 Νοεμβρίου τοῦ 1363, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή του. Μετά τό θάνατο τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, ὁ Εὐθύμιος ἀποφάσισε νά παραμείνει γιά ἕνα διάστημα στήν Κωνσταντινούπολη. Στά πλαίσια αὐτά, ἐγκαταβίωσε γιά ἕνα διάστημα καί στή μονή Στουδίου. Στή Βασιλεύουσα, ὁ ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε τή δυνατότητα νά μελετήσει στίς πλούσιες βιβλιοθῆκες της τήν ἑλληνική γλώσσα καί τή βυζαντινή γραμματεία, ἀλλά καί νά ἐξοικειωθεῖ μέ τή λατρευτική καί λειτουργική βυζαντινή παράδοση.
    
Περί τό 1364-5 ὁ Εὐθύμιος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου στήν ἀρχή ἐγκαταστάθηκε, σύμφωνα μέ τή σύγχρονη ἔρευνα, στή Μεγίστη Λαύρα. Ἐκεῖ, τό πιθανότερο, γνωρίστηκε μέ τόν ἅγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, τοῦ ὁποίου τό λειτουργικό ἔργο τόν ἐπηρέασε σέ σημαντικό βαθμό καί στήν ὁποία διέμεινε ἐπί πέντε ἔτη. Ἀργότερα ἀσκήθηκε καί στόν πύργο τῆς Σελινοῦς τῆς περιοχῆς τῆς μονῆς Ζωγράφου. Στόν Ἄθω, ὅπου παρέμεινε γιά μία ἑπταετία, ἐπιδόθηκε στίς μεταφράσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων,  παίρνοντας παράλληλα ὅλα ἐκεῖνα τά ἀναγκαῖα ἐφόδια, πού θά τόν βοηθοῦσαν ἀργότερα, ὡς Πατριάρχης Τυρνόβου, νά θέσει τίς βάσεις γιά τίς γλωσσικές καί ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις πού πραγματοποιήθηκαν μέ τή δική του συμβολή, κατά τό 14ο αἰ., στήν πατρίδα του τή Βουλγαρία. Τό 1371 ἡ καρποφόρα αὐτή ἀθωνική περίοδος τοῦ Εὐθυμίου ὁλοκληρώθηκε μέ δυσάρεστο γι’ αὐτόν τρόπο, ἀφοῦ ἐξορίστηκε στή Λήμνο ἀπό τόν φιλενωτικό αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, πιθανόν λόγω τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθόδοξης στάσης τοῦ Εὐθυμίου. Γρήγορα ὅμως ὁ αὐτοκράτορας ἀνακάλεσε ἀπό τήν ἐξορία του τόν ἅγιο Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος καί ἐπανῆλθε γιά λίγο στόν Ἄθω. Τήν ἴδια ὅμως χρονιά ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἔχοντας μαζί του μιά πλούσια συγκομιδή ἐμπειριῶν καί γνώσεων ἀπό τήν παραμονή του στά μεγάλα πνευματικά κέντρα τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. Στή Βουλγαρία ἐγκαταστάθηκε ὡς ἡγούμενος στή νεοϊδρυμένη μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἔγινε ἐπίκεντρο μεγάλης πνευματικῆς ἀναγεννήσεως στή Βουλγαρία τοῦ 14ου αἰ. Τό 1375 ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται Πατριάρχης Τυρνόβου, θέση ἀπό τήν ὁποία συνέβαλε στήν ἀποκατάσταση τῶν διαταραγμένων σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων, τήν ἠθική ἀνόρθωση τῶν κληρικῶν καί τοῦ ποιμνίου του καί τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν.
  
 Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὅμως εἶχε καί τό θλιβερό προνόμιο νά εἶναι ὁ τελευταῖος πατριάρχης τοῦ Τυρνόβου, καθώς τό 1393 οἱ Τούρκοι κατέλυσαν τό Βουλγαρικό κράτος. Ὁ Ἅγιος, περί τό 1394, ἐξορίστηκε ἀπό τούς κατακτητές κάπου στή Βορειοδυτική Θράκη, ὅπως δέχονται οἱ περισσότεροι ἐρευνητές, τό πιθανότερο στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μπάτσκοβο. Στή μονή αὐτή καί γύρω ἀπό τόν ἅγιο Εὐθύμιο δέν ἄργησε νά δημιουργηθεῖ ἕνας κύκλος μαθητῶν πού συνέχισε τή φιλολογική δραστηριότητα τῆς σχολῆς τοῦ Τυρνόβου. Ἀφήνοντας ἕνα πλούσιο συγγραφικό ἔργο, κυρίως ἁγιολογικό, μεταφραστικό καί λειτουργικό, ἐκοιμήθη περί τίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰ.  (συνεχίζεται......)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  
 Ὁ ἅγ. Εὐθύμιος πατριάρχης Τυρνόβου. Τοιχογραφία τοῦ 1864 στή μονή Ἀράπο Βουλγαρίας.

* Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.


Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Γ΄ μέρος)
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ. ( Δ΄ μέρος)
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ. ( Ε΄ μέρος)


Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Θ')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Θ’)