Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΗΣΑΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΟΙ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΕΣ

                                Παταπίου  μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Οἱ μακαριστοί Γέροντες Ἡσαΐας καί Φιλάρετος οἱ Καυσοκαλυβίτες*

    Ἀπό τά πολλά ἀξιόλογα πού θά μποροῦσε νά θυμηθεῖ καί νά ἀναφέρει κανείς  ἀπό τήν σκητιωτική ζωή τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων, σταχυολογοῦμε ταπεινῶς καί υἱϊκῶς λίγα ἀμάραντα ἄνθη, σάν προσφορά εὐώδους θυμιάματος ἤ ἄναμμα κεριοῦ στά μνήματά τους πού εἶναι δίπλα δίπλα, ὅπως δίπλα δίπλα μέ τούς ἄλλους συνασκητές τους ἀντιμετώπισαν ὅλες τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς  ζωῆς καί ὕφαναν τό περιούσιο ἐργόχειρο τῆς ψυχῆς τους στόν πλέον ἀπομακρυσμένο μοναστικό οἰκισμό τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, τήν ἁγιοτόκο Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων.
  Ὁ Γέρων Ἡσαΐας (1917-2002) καταγόταν ἀπό τή Λήμνο καί ἀπό τότε πού γεννήθηκε (τέλη τοῦ 1917) ἀντίκρυζε ἀπό τό νησί του τήν ἀπέναντι κορυφή τοῦ Ἄθω - τόπο γιά τόν ὁποῖο τόσα ἄκουγε ἀπό τούς συμπατριώτες του πού ἔχοντας ἐμπορικούς λόγους τόν ἐπισκέπτονταν συχνά. Ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τό 1945 γιά νά γίνει μοναχός. Τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε στήν Κυρία Θεοτόκο, τέσσερα χρόνια πρίν, κατά τρόπο θαυμαστό. Βρισκόταν στίς γνωστές μάχες τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού ἔγιναν στά φημισμένα ὀχυρά τῆς γραμμῆς Μεταξᾶ, στό Ρούπελ. Ἡ μάχη ἦταν κρίσιμη καί κινδύνευε ἡ ζωή ὅλων τῶν μαχητῶν. Καί ἦταν τότε πού ὁ Βασίλειος ὑποσχέθηκε στήν Παναγία ὅτι θά γίνει μοναχός στό Περιβόλι της ἄν τόν γλύτωνε ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πολέμου.
    Στά 1947 κείρεται μοναχός στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἀπό τόν γέροντά του Συμεών μοναχό. Καί ἦταν εὐλογία Θεοῦ πού ἀνέθεσε τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας του στή χαρισματική αὐτή μορφή. Πραγματικός ἀσκητής ὁ γερο Συμεών εἶχε πολλές ἀπό τίς ἀρετές τῶν παλαιῶν Πατέρων · τήν ἀκτημοσύνη, τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀλουσία, τή νηστεία. Στό τέλος, ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά προγνωρίσει τό θάνατό του,  ἕνα χρόνο πρίν τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του, κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγ. Συμεών, τό 1987. Καί πράγματι, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του καί Πανηγύρεως τῆς Καλύβης, στίς 12 Μαρτίου τοῦ 1988, ἄφησε τήν τελευταία του ἀσκητική πνοή. Καί ἦταν φυσικό, ὁ γερο Ἡσαΐας, σάν καλός ὑποτακτικός, νά ἀφομοιώσει στή βιοτή του πολλά ἀπό τά χαρίσματα τοῦ γέροντά του. Ποτέ, ὅπως κι ἐκεῖνος, στά 57 χρόνια πού ἄναβε τά κανδήλια στό ταπεινό καί ἀπέριττο ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης, δέν βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὑπομένωντας καρτερικά ἀσθένειες καί ἄλλα δεινά. Πάντα εἶχε ἕνα καλό λόγο νά πεῖ γιά τόν καθένα · λόγο πού στήριζε, πού παρηγοροῦσε καί παραμυθοῦσε, προσέχοντας συνάμα πολύ τήν κατάκριση.
   Τήν προπαραμονή τῆς Πεντηκοστῆς πού πανηγυρίζει ἡ Σκήτη μας, τό ἔτος 2002, ὅταν σήμανε πένθιμα ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ Κυριακοῦ γιά τόν τελευταῖο ἀσπασμό μέ τόν γερο Ἡσαΐα, ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ.
 Μέ πόνους καί μέ βάσανα ξεκίνησε ἡ ζωή τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου (1920-2003), στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας, καθώς ἦταν δύο ἐτῶν ὅταν ξεριζώθηκε ἡ οἰκογένειά του, τό 1922, μέ τίς γνωστές συνθῆκες πού ἐπικράτησαν κατά τή Μικρασιατική καταστροφή πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη συμφορά τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν Ἄλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Κάποτε στήν Ἀθήνα πού φιλοξένησε τήν προσφυγική του οἰκογένεια, δύο φορές πού ἀρρώστησε βαρειά καί πῆγε στό νοσοκομεῖο, μιά μαυροφορεμένη καί ἄγνωστη σ' αὐτόν γυναίκα τόν ἐπισκέφθηκε- ἡ ἴδια καί τίς δύο φορές - καί τοῦ εἶπε νά φύγει ἀπ' ἐκεῖ καί νά πάει στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στό Βύρωνα. Ἐκεῖ ὅταν τελικά πῆγε, ἔμαθε καί ἀρκετά ψαλτικά. Μά κι ἐκεῖ, πάλι κάποιος ἄγνωστός του τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός.
   Στό μετόχι γνωρίστηκε μέ τόν μετέπειτα γέροντά του, τό μοναχό Ἀθανάσιο Καυσοκαλυβίτη πού διακονοῦσε ἐκεῖ ὡς ἐπίτροπος ἀπό τό 1937 ἕως τό 1940, ὁπότε ἐπέστρεψε στή μετάνοιά του. Ἀργότερα, στά 1947 ἔφθασε καί ὁ γερο Φιλάρετος στά Καυσοκαλύβια, στή Καλύβη τοῦ Ἁγ. Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ γέροντάς του προερχόταν ἀπό τή ὀνομαστή καυσοκαλυβίτικη συνοδία τῶν Ἰωασαφαίων, πού ἦσαν κι αὐτοί Μικρασιάτες. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἁγιογραφία πού τήν δίδαξε μέ τή σειρά του στόν ὑποτακτικό του Φιλάρετο μοναχό.
   " Ἦταν πολύ σκληρός καί αὐστηρός ὁ Γέροντας ! " μᾶς ἔλεγε συχνά ὁ γερο Φιλάρετος. Μεγάλη ἡ αὐστηρότητα τοῦ γέροντα Ἀθανασίου, μεγάλη ὅμως καί ἡ ὑπομονή τοῦ μακαρίτη στά 15 χρόνια πού ἔζησε μαζί μέ τόν γέροντά του. "Ζωντανός" ἄνθρωπος ὁ γερο Φιλάρετος, πάντα χαμογελαστός, αὐθόρμητα αἰσιόδοξος, ἕτοιμος κάθε στιγμή γιά τίς χαριτωμένες αὐτοσχέδιες στιχομυθίες, πού εἶχε τή μοναδική ἱκανότητα νά συνθέτει πρός τέρψιν τῶν ἀκροατῶν του. Ἐκοιμήθη σέ νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλευόταν ἐπί ἕνα μήνα, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς του, τοῦ Ἁγ. Φιλαρέτου ( μέ τό ἐκτός Ἁγ. Ὄρους ἡμερολόγιο, μιά πού βρισκόταν ἐκτός Ἁγ. Ὄρους), τό Νοέμβριο τοῦ 2003.
 Καί οἱ δύο μακαριστοί γεροντάδες ἦρθαν ἴδια ἐποχή στή Σκήτη, ἔζησαν τά ἴδια χρόνια, στίς ἴδιες δύσκολες βιοποριστικές συνθῆκες. Ἀντίκρυζαν τήν ἴδια φουρτουνιασμένη θάλασσα πού ἀπομόνωνε τόν ἀγαπημένο τόπο τοῦ Φώτη Κόντογλου γιά πολλές μέρες ἀπό τό ὑπόλοιπο Ὄρος · κάτι πού συμβαίνει καί σήμερα. Ἀνέβαζαν στήν πλάτη, μέ τούς ἴδιους κόπους τά ἀναγκαῖα ἀπό τόν ἀρσανά, μιά πού παλαιότερα στή Σκήτη δέν εἶχαν ὑποζύγια. Ὁ γερο Φιλάρετος μᾶς διηγόταν πόσες φορές ἐπέστρεψαν μαζί μέ ἄλλους Πατέρες ἀπό τή Δάφνη, ὅπου εἶχαν πάει νά διακινήσουν τά ἐργόχειρά τους μετά ἀπό ἑπτά ὧρες κοπιαστικῆς πορείας. Μαζί συμψάλλανε στίς κατανυκτικές ἀγρυπνίες ἐξήντα χρόνων, στό σεπτό Κυριακό ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Μαζί στίς παγγενιές τῆς Σκήτης, πού τότε ἦταν ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς σκητιωτικῆς ζωῆς. Μαζί - εὐχόμαστε ὁλόψυχα - καί στόν Παράδεισο !
      Τῶν μακαριστῶν Γερόντων Ἡσαῒου καί Φιλαρέτου τῶν μοναχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη !


* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδ. Πρωτᾶτον 97 (2005), σ. 384-387.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ

 Πα­τα­πί­ου μο­νa­χοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του
                                                       
Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στή βυ­ζα­ντι­νή τέχνη*  
 
       Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 4ου αἰ., ἕ­νας ἀ­νώ­τε­ρος βυ­ζα­ντι­νός ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος, ὁ ἔ­παρ­χος Ὀ­λυ­μπι­ό­δω­ρος, ἔ­γρα­ψε στόν ὅ­σι­ο Νεῖ­λο τόν Ἀ­σκη­τή ( πε­ρ. 430), μα­θη­τή τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, καί τοῦ ζη­τοῦ­σε τή γνώ­μη του, ἄν τα­ί­ρι­α­ζε νά εἰ­κο­νο­γρα­φή­σει κυ­νη­γε­τι­κές καί ἀ­λι­ευ­τι­κές σκη­νές «πρός ἡ­δο­νήν ὀ­φθαλ­μῶ­ν» στό ναό πού μό­λις εἶ­χε κτί­σει. Ὁ ὅ­σι­ος τοῦ ἀ­πά­ντη­σε πώς αὐ­τό τό σχέ­δι­ο ἦ­ταν «νη­πι­ῶ­δες καί βρε­φο­πρε­πέ­ς» καί τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε νά ζω­γρα­φί­σει τόν σταυ­ρό, στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ, καί σκη­νές ἀ­πό τήν Πα­λαιά καί τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, στίς δύ­ο πλευ­ρές τοῦ κλί­τους. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, τοῦ ἔ­γρα­ψε «αὐτοί πού δέν γνωρίζουν γράμματα ἀλλ᾿ οὔτε μποροῦν νά διαβάζουν τίς θεῖες Γραφές, μέ τήν θεωρία τῆς ζωγραφιᾶς ὄχι μόνο ἐνθυμοῦνται ὅσες ἀνδραγαθίες ἔκαναν οἱ ἀληθινοί δούλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως διεγείρονται νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά καί αἰώνια ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι ἀντάλλαξαν τόν οὐρανό μέ τή γῆ, προτιμῶντας ‘‘τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα’’»[1].
     Ἡ Πα­λαιά Δι­α­θή­κη (στό ἑ­ξῆς: Π.Δ.) προ­ει­κο­νί­ζει τήν Και­νή, ἐ­νῶ ἡ δε­ύ­τε­ρη ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν πρώ­τη, ρί­χνο­ντας τό φῶς τους ἡ μιά στήν ἄλ­λη. Θε­ω­ρῶ­ντας τά πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τά τῆς βυ­ζα­ντι­νῆς βα­σι­λι­κῆς τοῦ Monreale τῆς Σι­κε­λί­ας (12ος αἰ.) πού πα­ρου­σι­ά­ζουν τόν Χρι­στό -πού κρα­τεῖ στό ἕ­να χέ­ρι εἰ­λη­τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο- ὡς δη­μι­ουρ­γό τοῦ κό­σμου[2] ἤ τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Σαβ­βί­νου στή Γαλ­λί­α (11ος αἰ.), οἱ ὁ­ποῖ­ες εἰ­κο­νί­ζουν τόν Χρι­στό μέ τό φω­το­στέ­φα­νο ἤ­δη Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο, ὡς δη­μι­ουρ­γό τῆς σε­λή­νης καί τοῦ ἥ­λι­ου, μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἡ πε­πο­ί­θη­ση ὅ­τι Πα­λαιά καί Και­νή Δι­α­θή­κη «σχη­μα­τί­ζουν τό σύ­νο­λο μι­ᾶς προ­ο­δευ­τι­κῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ἀ­π᾿ ὅ­που πη­γά­ζει ἡ ἀ­να­γκαι­ό­τη­τα νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε δι­α­χω­ρι­σμό, ἔ­στω κι ἄν ἡ Π. Δ. προ­η­γεῖ­ται καί φυ­σι­κά ἀ­ναγ­γέ­λει τήν Και­νή­»[3].
    Οἱ πρῶ­τοι Χρι­στι­α­νοί, δέν δι­έ­κο­ψαν τή συ­νέ­χει­α μέ τό ἱ­στο­ρι­κό τους πα­ρελ­θόν· ἀ­ντί­θε­τα θε­ω­ροῦ­σαν το­ύς ἑ­αυ­το­ύς τους ἄ­με­σους συ­νε­χι­στές τῆς Π.Δ. Οἱ Χρι­στι­α­νοί ἦ­ταν ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ήλ, ἡ πλή­ρω­ση τῶν προ­φη­τει­ῶν. Ὁ ἀ­πό­στ. Παῦ­λος ὀ­νο­μά­ζει αὐ­το­ύς πού ἀ­νή­κουν πλέ­ον στό Χρι­στό ὡς «τοῦ Ἀ­βρα­άμ σπέρ­μα καί κα­τ᾿ ἐ­παγ­γε­λί­αν κλη­ρο­νό­μους» (Γαλ. 3, 29). Ὅ­λες οἱ προ­ει­κο­νί­σεις τῆς Π.Δ. ἀ­νήγ­γελ­λαν τή μέλ­λου­σα σω­τη­ρί­α, πού τε­λι­κά πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε μέ τήν θε­ί­α ἐ­ναν­θρώ­πι­ση. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να βα­σί­ζε­ται πά­νω στή σάρ­κω­ση τοῦ δευ­τέ­ρου προ­σώ­που τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος. Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­βλε­παν πλέ­ον μέ τά σαρ­κι­κά τους μά­τι­α αὐ­τό πού προ­ει­κο­νι­ζό­ταν στήν Π.Δ. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ, πα­ρά γιά μιά ἄ­με­ση ὁ­λο­κλή­ρω­σή τῆς Π.Δ.
    Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή εἰ­κα­στι­κή τέ­χνη πρω­το­εκ­φρά­στη­κε μέ­σα ἀ­πό τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν κα­τα­κομ­βῶν, σάν τέ­χνη πού κυ­ρί­ως δί­δα­σκε τήν πί­στη. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κε­ί­νη ἦ­ταν, ὡς γνω­στόν, ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη θρη­σκε­ί­α. Οἱ πρῶ­τοι λοι­πόν χρι­στι­α­νοί ζω­γρά­φοι, θέ­λο­ντας νά ἐκ­φρά­σουν τήν πί­στη πού το­ύς ἐ­νέ­πνε­ε καί γιά τήν ὁ­πο­ί­α τό­σους δι­ω­γμο­ύς καί στε­ρή­σεις ὑ­πέ­φε­ραν, πῆ­ραν τή θε­μα­το­γρα­φί­α τους-ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἑλ­λη­νι­στι­κό κό­σμο- ἀ­πό το­ύς πρώ­τους χρι­στι­α­νο­ύς μάρ­τυ­ρες καί ἀ­πό τήν Βίβλο. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά θέ­μα­τα τῆς νε­κρι­κῆς αὐ­τῆς ζω­γρα­φι­κῆς, κυ­ρί­ως τά συμ­βο­λι­κά, προ­έρ­χο­νται ἀ­πό γε­γο­νό­τα ὅ­που εἴ­χα­με κα­θο­ρι­στι­κή ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ ὑ­πέρ τοῦ πε­ρι­ο­ύ­σι­ου λα­οῦ. Τέτοιες σκη­νές ἦ­ταν ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Νῶ­ε μέ­σα στή Κι­βω­τό, τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Αἰ­γύ­πτι­ου Φα­ραώ, τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού κτυ­πᾶ μέ τή ρά­βδο τήν πέ­τρα ἀ­π' ὅ­που ἀ­νέ­βλυ­σε τό νε­ρό, Τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν κα­μί­νῳ, τοῦ Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων τῆς ἀ­παλ­λα­γῆς τῆς Σω­σάν­νας ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α πε­ρί μοι­χε­ί­ας, κ.ἄ. Ἐ­πι­πλέ­ον συ­να­ντοῦ­με τίς πα­ρα­στά­σεις τῶν πρω­το­πλά­στων μέ τόν ἀρ­χέ­κα­κο ὄ­φη, τοῦ Ἰώβ, τῆς ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Προ­φή­τη Ἠ­λί­α, τοῦ Ἰ­ω­νᾶ μέ­σα στό κῆ­τος κ.ἄ., πού ἐμ­φα­νί­ζο­νται ἤ­δη ἀ­πό τόν 1ο αἰ.
    Οἱ πρῶ­τες συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, πού συ­χνά συ­να­ντῶ­νται μέ­σα στίς κα­τα­κόμ­βες τῆς Ρώμης καί ἀρ­γό­τε­ρα πε­ρι­λή­φθη­καν στό βυ­ζα­ντι­νό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα, δε­ί­χνουν τόν ἰ­χθύ, τήν σκη­νή τοῦ πολ­λα­πλα­σι­α­σμοῦ τῶν ἄρ­των, τόν γά­μο τῆς Κα­νᾶ, τό Ἐ­σφα­γμέ­νο Ἀρ­νί­ο, τήν θυ­σί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τόν Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων, το­ύς τρεῖς Παῖ­δας ἐν κα­μί­νῳ κ. ἄ. Οἱ πα­ρα­στά­σεις ὅ­μως αὐ­τές στίς κα­τα­κόμ­βες δέν ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά μό­νο συμ­βο­λι­κό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα, ἡ πε­ρι­πέ­τει­α τοῦ Ἰ­ω­νᾶ, μέ τήν πα­ρα­μο­νή του στό κῆ­τος κα­θώς καί τήν ἔ­ξο­δό του ἀ­π' αὐ­τό, πού θε­ω­ρεῖ­ται μί­α ἀ­πό τίς σπου­δαι­ό­τε­ρες πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές προ­τυ­πώ­σεις τῆς τρι­ή­με­ρης Τα­φῆς καί τῆς Ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Τά πα­ρα­πά­νω θέ­μα­τα, ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­καν, ἐ­μπλου­τί­στη­καν καί δι­α­τη­ρή­θη­καν στή με­τέ­πει­τα βυ­ζα­ντι­νή τέ­χνη, ἀ­πο­τε­λῶ­ντας μέ­ρος τοῦ κα­θο­ρι­σμέ­νου προ­γράμ­μα­τος ἁ­γι­ο­γρα­φή­σε­ως τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου να­οῦ.
    Οἱ ἀρ­χαι­ό­τε­ρες σω­ζό­με­νες τοι­χο­γρα­φί­ες μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κή ἀ­να­φο­ρά, πού ἔ­χουν βρε­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα -ἐ­κτός ἀ­π' αὐ­τές τῶν κα­τα­κομ­βῶν- τοῦ α΄ τε­τάρ­του τοῦ 3ου αἰ., εἶ­ναι αὐ­τές πού δι­α­κο­σμοῦ­σαν μιά συ­να­γω­γή στή Δο­ύ­ρα-Εὐ­ρω­πό, μιά μι­κρή πό­λη τῆς δυ­τι­κῆς ὄ­χθης τοῦ Εὐ­φρά­τη. Ἐδῶ ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ θε­ί­ου αἰ­σθη­το­ποι­εῖ­ται μέ τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, τό Ναό ἤ τή Δι­α­θή­κη, ἀ­φοῦ ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­κός νό­μος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ Θε­οῦ. Στήν ἴ­δι­α πό­λη, σέ χρι­στι­α­νι­κό βα­πτι­στή­ρι­ο, βρί­σκου­με τοι­χο­γρα­φί­ες πού ἀ­νά­γο­νται στό β΄ τέ­ταρ­το τοῦ 3ου αἰ.· σύγ­χρο­νες δηλ. μ᾿ αὐ­τές τῶν ρω­μα­ϊ­κῶν κα­τα­κομ­βῶν. Ἐ­δώ, ἐ­κτός ἀ­πό και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές ὅ­πως ὁ Κα­λός Ποι­μήν καί οἱ Μυ­ρο­φό­ρες στόν τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου, βρί­σκου­με καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως οἱ πρω­τό­πλα­στοι καί ὁ Δα­βίδ μέ τό σπα­θί τοῦ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ τοῦ Γο­λι­άθ. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς νί­κης αὐ­τῆς τοῦ Δα­βίδ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ ἱ­στό­ρη­ση τῆς νί­κης τοῦ Χρι­στοῦ πά­νω στό θά­να­το.
   Μέσα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νίκαιας-Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Χρι­στός «ὡ­μί­λη­σεν διά τῶν προ­φη­τῶ­ν». Στό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς τῆς Ἁγ. Αἰ­κα­τε­ρί­νης, στό θε­ο­βά­δι­στο ὄ­ρος Σι­νᾶ, στόν ἴ­δι­ο χῶ­ρο μέ τό πε­ρί­φη­μο ψη­φι­δω­τό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως (6ος αἰ.), ὑ­πάρ­χουν καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού σχε­τί­ζο­νται μέ τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά γε­γο­νό­τα πού συ­νέ­βη­σαν στόν ἱ­ε­ρό αὐ­τό τό­πο. Στό ἕ­να, ὁ Μω­ϋ­σῆς λύ­νει τά ὑ­πο­δή­μα­τά του μπρο­στά στή φλε­γο­μέ­νη ἀλ­λά μή και­ο­μέ­νη Βάτο καί στό ἄλ­λο λαμ­βά­νει τό Νόμο στό ὄ­ρος Σι­νᾶ ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν δύ­ο αὐ­τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν ἐ­πει­σο­δί­ων μα­ζί μέ τή Με­τα­μόρ­φω­ση, πέ­ρα ἀ­πό τή σχέ­ση τους μέ τόν τό­πο, μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τεῖ καί ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ δύ­ο θε­ο­φά­νει­ες τῆς Π.Δ. θε­ω­ροῦ­νται ἀ­πει­κο­νί­σεις, εἶ­ναι τύ­πος τῆς θε­ο­φά­νει­ας στό ὄ­ρος Θα­βώ­ρ»[4].
  Στό με­σαῖ­ο κλί­τος τῆς βα­σι­λι­κῆς τῆς S. Maria Maggiore, ὅ­που βρί­σκου­με τό ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ψη­φι­δω­τό σύ­νο­λο τῆς Ρώμης (432-444 μ.Χ.), ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται θέ­μα­τα τῆς Π.Δ. ὅ­πως σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Ἀ­βρα­άμ, Ἰ­σα­άκ καί Ἰ­α­κώβ καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μω­ϋ­σῆ καί τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ. Ὁ ἀ­φη­γη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῶν πα­ρα­στά­σε­ων αὐ­τῶν εἶ­ναι ἔ­ντο­νος. Τά μω­σα­ϊ­κά αὐ­τά πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ὅ­τι ἔ­χουν σάν πρό­τυ­πο εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα τῆς Π.Δ.[5]. Στόν ἴ­δι­ο ναό, στό χῶ­ρο τοῦ ἱ­ε­ροῦ, στήν ἐμ­φά­νι­ση τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων στόν Ἀ­βρα­άμ, ἡ φω­τει­νή δό­ξα πε­ρι­βάλ­λει τό με­σαῖ­ο Ἄγ­γε­λο, τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σε­φώ­νη­σε ὁ πα­τρι­άρ­χης, καί θε­ω­ρεῖ­ται ὁ Χρι­στός. Ἡ δό­ξα ἐ­δῶ εἶ­ναι «ἔν­δει­ξη θε­ο­φά­νει­ας, τῆς θε­ί­ας κα­τα­γω­γῆς Του­»[6].
     Ἀ­νά­με­σα στά πε­ρί­φη­μα βυ­ζα­ντι­νά ψη­φι­δω­τά τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου, στή Ρα­βέν­να τῆς Ἰ­τα­λί­ας (540-547 μ.Χ.), συ­να­ντοῦ­με καί ἀρ­κε­τές σκη­νές ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ (Γέν. 18, 1-8) στόν ὁ­ποῖ­ο προ­α­νήγ­γει­λαν τή γέν­νη­ση τοῦ Ἰ­σα­άκ, ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἰ­σα­άκ (Γέν. 22, 1-13), ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἄ­βελ (Γέν. 4, 1-5) καί ἡ προ­σφο­ρά τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ (Γέν. 14, 18-20). Πάνω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἰ­πτά­με­νοι ἄγ­γε­λοι πού κρα­τοῦν με­τάλ­λι­ο μέ σταυ­ρό καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­τες Ἱ­ε­ρε­μί­ας καί Ἡ­σα­ΐ­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­εῖ­δαν τό Πάθος τοῦ Χρι­στοῦ, καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ. Πιό πά­νω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά, εἰ­κο­νί­ζο­νται οἱ τέσ­σε­ρεις Εὐ­αγ­γε­λι­στές μέ τά σύμ­βο­λά τους. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πει­σο­δί­ων ἀ­πό τήν Π. Δι­α­θή­κη ἔ­γι­νε ἀ­ντι­τυ­πι­κά, δη­λα­δή γιά νά δη­λω­θεῖ ὅ­τι τά γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού πε­ρι­έ­γρα­ψαν οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἰ­κο­νί­ζο­νται πά­νω ἀ­π' αὐ­τά, προ­ει­κο­νί­στη­καν στήν Π. Δι­α­θή­κη»[7].
   Στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους τοῦ ὀ­κτα­γω­νι­κοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου στή Ρα­βέν­να (πε­ρί τό 547 μ.Χ.), ἔ­χου­με τίς προ­ει­κο­νί­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ψη­φι­δω­τές πα­ρα­στά­σεις τῆς φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἰ­σα­άκ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἄ­βελ καί τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Μω­ϋ­σῆ κ.ἄ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τό Μω­ϋ­σῆ, σχε­τι­κή μέ τό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, εἶ­ναι ἡ σκη­νή πού μέ τή ρά­βδο του ἔ­βγα­λε νε­ρό ἀ­πό τήν ἄ­γο­νη πέ­τρα καί ξε­δί­ψα­σε ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ στήν ἔ­ρη­μο. Τό θαῦ­μα αὐ­τό προ­τυ­πώ­νει τό «και­νόν πό­μα­», ­πού ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ἀ­πό τόν ζω­η­φό­ρο τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου καί πα­ρα­πέ­μπει στό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.  
   Πα­ρα­στά­σεις μέ θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ἔ­χου­με και σέ εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα ὅ­πως στή Γένεση τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῆς Βι­έν­νης (5ος αἰ.), κώ­δι­κας στόν ὁ­ποῖ­ο ξε­χω­ρί­ζουν οἱ μι­κρο­γρα­φί­ες μέ τά ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ Ἰ­α­κώβ καί τοῦ Ἠ­σαῦ, τοῦ Ἰ­α­κώβ μέ τό πο­ί­μνιό του καί τοῦ Ἐ­λι­έ­ζερ καί τῆς Ρε­βέκ­κας. Στό ἑλ­λη­νι­κό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Ροσ­σά­νο τῆς Κα­λα­βρί­ας (6ου αἰ.) ἀ­ξι­ο­ση­με­ί­ω­το ἐ­δῶ,γιά τό θέ­μα στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, εἶ­ναι ὅ­τι σκη­νές ὅ­πως τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δε­ί­πνου, τῆς Κοι­νω­νί­ας τοῦ Ἄρ­του καί τῶν δέ­κα Παρ­θέ­νων, ἀ­κο­λου­θοῦν στό κά­τω μέ­ρος τους προ­φῆ­τες πού φέ­ρουν ἀ­νοι­κτά εἰ­λη­τά­ρι­α «διά τῶν ἐ­πι­γρα­φῶν τῶν ὁ­πο­ί­ων ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται ἡ πλή­ρω­σις τῆς Π.Δ. διά τῆς Και­νῆ­ς»[8]. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἐξ ἄλ­λου τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χει­ρο­γρά­φου Λόγων τοῦ ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Να­ζι­αν­ζη­νοῦ (Ἀμ­βρο­σι­α­νή Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Μι­λά­νου, ἀρ. 49-50), εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ζω­γρά­φος ἀ­πει­κο­νί­ζει πρό­σω­πα καί γε­γο­νό­τα κυ­ρί­ως τῆς Π.Δ., ἐ­νῶ σχε­δόν λε­ί­πουν οἱ και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές. Δίνει ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μα­σί­α στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α. Ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πί­σης δει­γμα­το­λει­πτι­κά τό περ­γα­μη­νό εἰ­λη­τά­ρι­ο τοῦ 10ου αἰ. τοῦ Βι­βλί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ (Palat. Grec. 431), πού ἀ­πει­κο­νί­ζει μέ ἑλ­λη­νι­στι­κή τε­χνο­τρο­πί­α ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ βί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ κα­θώς καί τό Ψαλ­τή­ρι­ον τοῦ 10ου αἰ. τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῶν Πα­ρι­σί­ων (ἀρ. 139), μέ τίς 14 με­γά­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις, ἐ­μπνευ­σμέ­νες ὅ­λες ἀ­πό τήν Π.Δ.
   Με­τά τή νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τό θρί­αμ­βο τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων διά τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στά εἰ­κο­νο­γρα­φι­κά θέ­μα­τα. Ὅ­λα τά θέ­μα­τα στή μνη­μει­α­κή ζω­γρα­φι­κή συ­νι­στοῦν τρεῖς εἰ­κο­νο­γρα­φι­κο­ύς κύ­κλους καί ἱ­στο­ροῦ­νται σέ κα­θω­ρι­σμέ­νη θέ­ση στό ναό, κά­τι πού γί­νε­ται κα­νό­νας στή βυ­ζα­ντι­νή ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Οἱ κύ­κλοι αὐ­τοί εἶ­ναι ὡς γνω­στόν ὁ δο­γμα­τι­κός, ὁ λει­τουρ­γι­κός καί ὁ ἱ­στο­ρι­κός (ἑ­ορ­τα­στι­κός).
   Ἀ­πό τό θε­μα­το­λό­γι­ο τῆς Π.Δ., στό δο­γμα­τι­κό κύ­κλο ἀ­νή­κουν οἱ Προ­φῆ­τες πού προ­α­νήγ­γει­λαν τόν Σω­τή­ρα καί πού βρί­σκο­νται στό τύ­μπα­νο τοῦ τρο­ύλ­λου, ἀ­μέ­σως κά­τω ἀ­πό τόν Πα­ντο­κρά­το­ρα. Λει­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα ἔ­χουν οἱ πα­ρα­στά­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, τοῦ Ἀ­α­ρών, τοῦ Δα­νι­ήλ καί τῶν τρι­ῶν Πα­ί­δων, πού συ­νή­θως ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος. Ὁ τρί­τος κύ­κλος ἀ­να­πτύσ­σε­ται στίς τέσ­σε­ρεις κα­μά­ρες, στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους καί στό νάρ­θη­κα τοῦ βυ­ζα­ντι­νοῦ να­οῦ.
     Στόν τρο­ύλ­λο, στό τύ­μπα­νο καί κά­τω ἀ­πό τό χο­ρό τῶν Ἀγ­γέ­λων, συ­νή­θως συ­να­ντοῦ­με τόν κυ­κλι­κό χο­ρό τῶν Προ­φη­τῶν, θέ­μα πού πα­ρι­στά­νε­ται συ­χνά, ἤ­δη ἀ­πό τή με­σο­βυ­ζα­ντι­νή ἐ­πο­χή. Ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων κα­θι­ε­ρώ­νε­ται τό θέ­μα αὐ­τό αὐ­τό σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κά γιά τρουλ­λα­ί­ες ἐκ­κλη­σί­ες[9]. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἐ­μπνέ­ε­ται ἀ­πό τά λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου: «ὅ­τι δεῖ πλη­ρω­θῆ­ναι πά­ντα τά γε­γραμ­μέ­να ἐν τῷ νό­μῳ Μω­ϋ­σέ­ως καί τοῖς προ­φή­ταις καί ψαλ­μοῖς πε­ρί ἐ­μοῦ» (Λουκ. 24, 44). Ὁ ἀ­ρι­θμός τῶν Προ­φη­τῶν δέν εἶ­ναι στα­θε­ρός, κα­θώς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό μέ­γε­θος τοῦ τρο­ύλ­λου. Συ­νή­θως στήν ἱ­ε­ρό­τε­ρη γιά το­ύς Ὀρ­θο­δό­ξους θέ­ση τοῦ ὀ­ρί­ζο­ντα, τήν ἀ­να­το­λή, εἰ­κο­νί­ζο­νται τι­μη­τι­κῶς οἱ Προ­φῆ­τες Δα­βίδ καί Σο­λο­μῶν. Ἡ δι­ά­τα­ξη αὐ­τή δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄ­σχε­τη μέ τή δα­βι­τι­κή κα­τα­γω­γή τῆς γε­νε­ᾶς τοῦ ἐ­ναν­θρω­πι­σμέ­νου Χρι­στοῦ[10]. Ἄλ­λω­στε ἡ θέ­ση αὐ­τή τοῦ να­οῦ -κο­ντά δηλ. στόν Πα­ντο­κρά­το­ρα- πού ἱ­στο­ροῦ­νται οἱ προ­φῆ­τες, πού εἶ­χαν προ­α­ναγ­γε­ί­λει τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ,  ται­ρι­ά­ζει μέ  τίς πε­ρι­κο­πές τῶν προ­φη­τι­κῶν κει­μέ­νων πού ἀ­να­γρά­φο­νται στά εἰ­λη­τά­ρι­α πού κρα­τοῦν.
    Οἱ Προ­πά­το­ρες, συ­νή­θως πα­ρι­στά­νο­νται στά πλά­γι­α τύ­μπα­να τῶν κε­ραι­ῶν, στά δι­ά­στυ­λα τῶν πα­ρα­θύ­ρων, δη­λα­δή στήν ὑ­ψη­λό­τε­ρη θέ­ση μέ ἁ­γί­ους[11]. Εἶ­ναι ὁ­λό­σω­μοι καί συ­νή­θως κρα­τοῦν δι­ά­φο­ρα λει­τουρ­γι­κά σκε­ύ­η, πού μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τήν εἰ­δι­κή δρά­ση τοῦ κα­θε­νός: ὁ Νῶ­ε, γιά πα­ρά­δει­γμα, κρα­τεῖ τήν κι­βω­τό, ὁ Ἀ­α­ρών τή ρά­βδο, ὁ Μελ­χι­σε­δέκ τό δί­σκο καί ὁ Σα­μου­ήλ τό κέ­ρας καί τό θυ­μι­α­τό. 
    Στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ (ἅ­γι­ο Βῆ­μα), κυ­ρί­αρ­χη πα­ρά­στα­ση εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α, Πλα­τυ­τέ­ρα τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Στήν Πα­να­γί­α ὡς «ἔμ­ψυ­χον κι­βω­τό­ν» ἀ­να­φέ­ρο­νται ὡς προ­ει­κο­νί­σεις καί δύ­ο πα­ρα­στά­σεις πού συ­νή­θως πλαι­σι­ώ­νουν τήν εἰ­κό­να της στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους. Ἡ πρώ­τη σχε­τί­ζε­ται μέ τή με­τα­φο­ρά τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα (Βα­σιλ. Β΄, 6, 3 κ. ἑξ.): «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ἐν τῇ  πό­λει Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ». Ἡ κι­βω­τός τῆς Δι­α­θή­κης, φέ­ρε­ται σέ ἅ­μα­ξα πού σέρ­νουν δύ­ο βό­δι­α. Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἱ­στο­ρεῖ­ται τό ἑ­πό­με­νο ἐ­πει­σό­δι­ο τῆς βι­βλι­κῆς αὐ­τῆς ἱ­στο­ρί­ας: «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ὑ­πό τῶν ἱ­ε­ρέ­ων» μέ­σα στό ναό τοῦ Σο­λο­μῶ­ντος, στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων (Πα­ραλ. Α΄. 13, 5 - Βα­σιλ. Γ΄, 3-4). Το­ύς ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν βα­σι­ληᾶ Σο­λο­μώ­ντα. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ νέ­α Κι­βω­τός τῆς χά­ρι­τος, πού θε­με­λι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό μέ τή σταυ­ρι­κή Του θυ­σί­α καί τήν Ἀ­νά­στα­ση. Στό Βῆ­μα, συ­νή­θως στήν κα­μά­ρα-ὀ­ρο­φή τῆς πρό­θε­σης ἤ σέ κόγ­χη τοῦ δι­α­κο­νι­κοῦ,  συ­να­ντοῦ­με καί τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ Ἐ­μα­νου­ήλ, ὡς ἐ­φη­βι­κή ὡ­ρα­ί­α μορ­φή, πού σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις πλαι­σι­ώ­νε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρα Χε­ρου­βε­ίμ ἤ ζώ­δι­α (τε­τρά­μορ­φο). Σέ ἄλ­λη θέ­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται μί­α ἄλ­λη συμ­βο­λι­κή μορ­φή, ὁ Με­γά­λης Βου­λῆς Ἄγ­γε­λος.
   Ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις πού ἀ­να­φέ­ρο­νται μέ προ­ει­κο­νι­στι­κό τρό­πο στή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι τά βι­βλι­κά θέ­μα­τα τῆς Θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν τῇ Κα­μί­νῳ. Σχε­τι­κή βέ­βαι­α μέ τή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι καί ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς μορ­φῆς ἐ­κε­ί­νης πού στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στήν Πα­λαιά καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, δηλ. τοῦ Προ­δρό­μου, πού συ­νή­θως κρα­τᾶ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ κε­ί­με­νο πού δι­και­ο­λο­γεῖ τήν πα­ρου­σί­α του ἐ­ντός τοῦ ἱ­ε­ροῦ: «Ἴ­δε ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου­». Σκη­νές ὅ­μως προ­ει­κο­νι­στι­κές ἔ­χου­με καί αὐ­τήν τῆς Φλε­γο­μέ­νης Βάτου πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Πα­να­γί­α, κα­θώς καί τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ (συ­νή­θως στό δι­α­κο­νι­κό), πού εἶ­ναι ὡς γνω­στόν συμ­βο­λι­κή τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος.
   Ἡ σκη­νή τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ ( Γεν. 18, 1-15) πα­ρου­σι­ά­ζει τρεῖς ἀγ­γέ­λους νά μοι­ρά­ζο­νται ἕ­να γεῦ­μα ὑ­πό τή σκιά πού δί­νει ἡ δρύς τοῦ Μαμ­βρῆ. Αὐ­τή ἡ σκη­νή παίρ­νει εὐ­χα­ρι­στι­α­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­ταν το­πο­θε­τεῖ­ται κο­ντά στό ἱ­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ρι­ο, ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος, τα­κτι­κή πού συ­να­ντᾶ­ται στό βυ­ζα­ντι­νό κό­σμο ἤ­δη ἀ­πό τόν 11ο αἰ.[12] Πε­ρι­βαλ­λό­με­νος ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ καί τή Σάρα, ὁ Ἄγ­γε­λος στό κέ­ντρο προ­ε­ξάρ­χει τοῦ συ­μπο­σί­ου. Ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι «τέ­λος τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας εἶ­ναι ἡ ἐν ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν ὑ­πό μορ­φήν τα­πει­νοῦ δι­α­βά­του φι­λο­ξε­νί­α αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ»[13]. Ὁ μό­σχος ἕ­τοι­μος νά σφα­γεῖ, πα­ρι­στά­νε­ται μπρο­στά ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι-θυ­σι­α­στή­ρι­ο. Συ­νή­θως, κο­ντά στή τοι­χο­γρα­φί­α αὐ­τή, πά­νω στό ἐ­μπρό­σθι­ο το­ί­χω­μα, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Ἀ­βρα­άμ ἕ­τοι­μος νά θυ­σι­ά­σει τόν υἱό του Ἰ­σα­άκ· σκη­νή πού πα­ρα­πέ­μπει στό Χρι­στό πού δί­νει τή ζωή Του γιά ὅ­λο τόν κό­σμο, σέ κά­θε θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πού γί­νε­ται σέ Ὀρ­θό­δο­ξο θυ­σι­α­στή­ρι­ο.
    Ρίζα τοῦ Ἰ­εσ­σαί, μί­α ἀ­πό τίς πλου­σι­ό­τε­ρες πα­ρα­στά­σεις τῆς μνη­μει­α­κῆς ζω­γρα­φι­κῆς, πού δε­ί­χνει συ­νά­μα καί τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς σχέ­σης Πα­λαι­ᾶς καί Νέας Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἕ­να πο­λυ­πρό­σω­πο θέ­μα πού συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται στίς τρά­πε­ζες τῶν μο­νῶν, κα­θώς ἀ­παι­τεῖ­ται εὑ­ρύ­τη­τα χώ­ρου γιά νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ.   
    Ἐ­ξί­σου πλο­ύ­σι­α εἶ­ναι καί ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἑ­νός ἄλ­λου θέ­μα­τος μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές ρί­ζες ἀλ­λά ἀ­να­φο­ρά στό βα­σι­κό­τε­ρο με­τά τό Χρι­στό πρό­σω­πο τῆς Νέας Δι­α­θή­κης, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο: Ἡ Πα­να­γί­α κα­θη­μέ­νη ἐ­πί θρό­νου, φέ­ρου­σα ὡς βρέ­φος τόν Χρι­στόν, καί ὑ­πο­κά­τω τοῦ ὑ­πο­πο­δί­ου ἡ ἐ­πι­γρα­φή αὕ­τη· « Ἄ­νω­θεν οἱ προ­φῆ­ται σέ προ­σκυ­νοῦ­σιν»· καί γύ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­ται...[14]. Ἄλ­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χου­με συ­νά­ντη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, εἶ­ναι ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Εἰς Ἄ­δου Κα­θό­δου τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς τοῦ Κυ­ρί­ου· μι­ᾶς ἑ­ορ­τῆς ὅ­που ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται τό νό­η­μα τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν προ­φη­τει­ῶν μέ τόν πιό συ­γκε­κρι­μέ­νο καί σα­φή τρό­πο.
  Ἡ πρα­γμα­το­πο­ί­η­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο γιά τήν λύ­τρω­σή του ἁ­γι­ά­ζει καί φω­τί­ζει ἐ­πί­σης τόν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κό ἄν­θρω­πο, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντάς τον μέ­σα στήν ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νη ἀν­θρω­πό­τη­τα. «Μπο­ροῦ­με τώ­ρα ν᾿ ἀ­να­πα­ρι­στά­νου­με, με­τά τήν σάρ­κω­ση, το­ύς Προ­φῆ­τες καί το­ύς Πα­τρι­άρ­χες τῆς Π.Δ. ὡς μάρ­τυ­ρες τῆς ἤ­δη ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας ἀ­πό τό αἷ­μα τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σα­ντος Θε­οῦ­»[15].

 ----------------------------
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
  1.  Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης.
  2.  Τό μαρ­τύ­ρι­ο τῶν ἁγίων Μακ­κα­βα­ί­ων. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στή Λι­τή τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης. Ἅγιον Ὄ­ρος.
  3. Ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ Ἀ­σώ­του. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1820 στόν ἐσωνάρθηκα τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ τῆς Σκή­της Ἁγ. Τρι­ά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, διά χει­ρός Μη­τρο­φά­νους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βι­ζύ­ης τῆς Θρά­κης.
  4. Ἡ ἔ­ξο­δος τοῦ Προ­φή­του Ἰ­ω­νᾶ ἀ­πό τό κῆ­τος. Τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ἔ­τους 1759, ἐ­ντός τοῦ ἱ­ε­ροῦ Βήματος τοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τῆς Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου. Ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομον. Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου, Καυ­σο­κα­λύ­βι­α. Ἅγιον Ὄ­ρος.


   * Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Πεμπτουσία τ. 21 (2006), σ. 142-147.
 καί σέ ἐκτενέστερη μορφή στό περιοδικό ‘‘Ὀρθόδοξη Μαρτυρία’’ τ. 77, Λευκωσία (2005), σ. 78-85, ὑπό τόν τίτλο: Ἡ εἰκονογραφική ἀπεικόνιση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή μνημειακή ζωγραφική.

    [1]  P.G. 79, σ. 577- 580 (τό ἀπόσπασμα δίνεται ἐδῶ σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση).
    [2]  Εἶναι μάλιστα ἀξιοσημείωτο ὅτι στά ψηφιδωτά αὐτά, τά πρόσωπα τοῦ Δημιουργοῦ - Λόγου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό πρόσωπο τοῦ πρωτόπλαστου Ἀδάμ εἶναι ὅμοια κατά τήν δημιουργία.
    [3] Michel Quenot, Ἡ Ἀνάσταση καί ἡ εἰκόνα, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 45.
    [4]  Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη καί μνημειακή ζωγραφική, Ἀθήνα 1991, σ.79.
    [5] Βλ. Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη...,ὅ.π., σ.145-6.
    [6]  Αὐτόθι.
    [7]  Γκιολέ Ν., Παλαιοχριστιανική τέχνη...,ὅ.π., σ.118.
    [8]   Καλοκύρη Κ.,Ἡ ζωγραφική τῆς Ὀρθοδοξίας, Θεσσαλονίκη 1998, σ.  57
    [9]  Χατζηδάκη Μ., Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης. Οἱ τοιχογραφίες τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγ. Ὄρος 1986, σ. 47.
     [10]  Αὐτόθι.
     [11] Χατζηδάκη Μ., Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, ὅ.π., σ. 53.
     [12] Michel Quenot, Ἡ εἰκόνα ὁδηγός στή Θεία Εὐχαριστία, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 80.
    [13] Καλλινίκου Κ., πρωτοπρεσβ., Ὁ χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ, ἔκδ. "Γρηγόρη", Ἀθήνα χ.χ., σ. 278.
    [14] Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης, Ἐν Πετρουπόλει 1909 (ἐπανέκδοση Κ. Σπανοῦ), σ. 146.
    [15]  Οὐσπένσκυ Λεων., Ἡ Θεολογία τῆς εἰκόνας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἀθήνα 1998, σ. 34.

                             

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                             Ὠδή στό χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Ἡ πο­ρεία πρός τή θέ­ωση, ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ δι᾿ ἀ­γώ­νων κα­τά­κτησή της, ἀ­πο­τέ­λεσε καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἰ­σχυ­ρό­τερο ἔ­ρει­σμα τῆς ζωῆς στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή χώρα αὐτή τῆς με­τα­νοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ φω­τεινή δι­α­δρομή τῶν αἰ­ώ­νων σέ ὁδούς σωτη­ρίας, δυ­σα­ρί­θμη­τοι ἅ­γιοι, «φί­λοι» δη­λαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυ­κύ­τα­τες ἀ­κτῖ­νες τοῦ βίου καί τῶν θαυ­μά­των τους τό πλή­ρωμα τοῦ πι­στοῦ λαοῦ.
   
 Κατά τήν ὀρ­θό­δοξη πα­ρά­δοση οἱ πε­ρισ­σό­τερο ἁρ­μό­διοι νά μι­λοῦν γιά τούς ἁ­γί­ους καί τήν ἁ­γι­ό­τητα εἶ­ναι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἅ­γιοι. Αὐ­τοί μπο­ροῦν νά ἐννο­ή­σουν καί νά ἑρ­μη­νεύ­σουν σω­στά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς τους ἐμ­πει­ρίας, τά ἔργα καί τά δι­δά­γματα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἐ­κεί­νων προ­σώ­πων πού εἶ­χαν ἕ­να κυ­ρίως σκοπό, τόν ὁ­ποῖο καί πέ­τυ­χαν, νά εὐ­α­ρε­στή­σουν τόν Κύ­ριο καί νά ἑ­νω­θοῦν μ᾿ Αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς, πού δέν ἔ­χουμε τήν ἁ­γι­ό­τητα καί τά πνευ­μα­τικά βι­ώ­ματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀ­γάπη τῆς Κυ­ρίας Θε­ο­τό­κου κα­τοι­κοῦμε στούς ἴ­δι­ους ἱ­ε­ρούς τόπους μέ τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες ἀθωνικές μορ­φές, μπο­ροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκι­α­γρα­φή­σουμε «ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί αἰ­νί­γματι» κά­ποια ἀπό τά πλού­σια χα­ρί­σματα-καρ­πούς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους ἀ­γώ­νων ἤ τίς φω­τισμέ­νες διδα­σκα­λίες τους. Ὅ­πως ἔ­λεγε καί ὁ γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τε­λευ­ταίους στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σι­α­κῶν Ἁγιορειτικῶν μορ­φῶν: «Ἀ­λή­θεια, αὐτά πρέ­πει νά τά ἔ­χει πά­θει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά τά κα­τα­λά­βει... Μόνο ἐ­κεῖ­νος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰ­σθά­νε­ται...».
  Κί­νη­τρο τῶν ἀ­σκη­τῶν Ἁγιορειτῶν πα­τέ­ρων γιά νά ὑ­πο­βλη­θοῦν σέ ἑκούσιες τα­λαι­πω­ρίες καί παν­το­ει­δεῖς στε­ρή­σεις -ὅ­πως θά διαπιστώσουμε- δέν ἦ­ταν τό μῖ­σος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζω­ῆς», πού πη­γά­ζει ἀπό τήν ἀ­γάπη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐτή ἐνερ­γεῖ καί κα­τα­φλέ­γει τήν καρ­διά. Θέ­λη­σαν νά σταυ­ρω­θοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νε­κρώ­σουν τε­λείως τά πάθη τους, νά ἐν­τα­φι­α­σθοῦν στόν τάφο τῆς τα­πει­νώ­σεως καί νά ἀ­να­στη­θοῦν ἐν Χρι­στῷ διά τῆς ἀ­πα­θείας.
  Μέ τό σῶμα ἐρ­γά­ζον­ταν καί δι­α­κο­νοῦ­σαν τούς ἀ­δελ­φούς τους, μέ τόν νοῦ ὅ­μως καί τήν καρ­διά συ­νο­μι­λοῦ­σαν πάν­τοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρ­πα­ζό­με­νοι σέ ἐκ­στά­σεις καί θε­ω­ρίες τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, προ­γεύ­ον­ταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀ­γαθά πού μέλ­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν οἱ ἀ­γα­πῶν­τες τόν Κύ­ριο.
  Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
  Αὐ­τοί οἱ κατά προ­αί­ρεση μάρ­τυ­ρες, ἔ­θε­σαν τήν πί­στη ὡς ἀ­κλό­νητο θεμέλιο τῆς σω­τη­ρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χά­ρι­τος καί θείων ἐμ­πει­ριῶν βι­οτή τους, μέ­χρι τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές δι­ο­ρά­σεις καί προ­ο­ρά­σεις κα­θώς καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές δι­δα­χές τους, μαρ­τυ­ροῦν καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τή συ­νεχῆ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Ἁγιορει­τῶν Πα­τέ­ρων, οἱ ὁ­ποῖοι μέ τή ζωή τους ἔ­γρα­ψαν ἕνα νέο Γε­ρον­τικό, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας τήν ἀ­λή­θεια καί τή δι­α­χρο­νι­κό­τητα τῶν συ­να­ξα­ρι­α­κῶν ἀ­φη­γή­σεων καί πε­ρι­γρα­φῶν.
  Ζών­τας οἱ ἴ­διοι στό θεῖο γνόφο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦ­σαν νά ὁδηγή­σουν στήν Ἄνω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, νά δι­δά­ξουν τή νο­ερά προ­σευχή, νά κα­θο­δη­γή­σουν στήν πνευ­μα­τική ζωή, νά ἐ­νι­σχύ­σουν στίς δο­κι­μα­σίες καί τούς πει­ρα­σμούς τῶν ἄλ­λων. Πολ­λοί ἀπό τούς ἐ­νά­ρε­τους αὐ­τούς πατέρες στή­ρι­ξαν ὄχι μόνο πλει­άδα ὁ κα­θέ­νας συ­να­σκη­τῶν τους καί ἄλλων ἀθωνι­τῶν μο­να­χῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, με­τα­δί­δον­τάς τους τό ἦ­θος τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
  Μέ τόν πλήρη θε­ϊ­κῆς ἐμ­πει­ρίας λόγο τους ἄγ­γι­ξαν τίς δι­ψα­σμέ­νες ψυχές, συν­δύ­α­σαν τό φω­τι­σμένο λόγο  μέ τό ζων­τανό βί­ωμα καί μετέφεραν τή θε­ο­λο­γία ἀπό τό στο­χα­σμό στήν προ­σω­πική ζωή. Ἐνέπνευ­σαν στήν πί­στη χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πων ἄλ­λως χα­μέ­νων· παρηγόρισαν ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές· φώ­τι­σαν μέ τή σο­φία καί τή χάρη τους πλῆ­θος ἀ­να­ζη­τη­τῶν τῆς ἀ­λή­θειας. Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός σύγχρο­νος γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄν­τλη­σαν δυ­νά­μεις ἀπό τίς ἀστείρευ­τες ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κες πη­γές γιά λίγα μόνο χρό­νια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγ­κό­σμι­ους ἀ­να­μορ­φω­τές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς.
  Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ πα­ρά­δοση τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σίων Πα­τέ­ρων· ἄλ­λω­στε ὁ ἁγιορεί­τι­κος χρό­νος μόνο μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τητα θά μπο­ροῦσε νά εἶ­ναι συγχρο­νι­σμέ­νος.
  Συ­νάμα οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί δη­μι­ούρ­γη­σαν καί πνευματικές συγ­γέ­νειες μέ ὅ­σους πα­ρέ­λα­βαν τήν ἀ­σκη­τική πα­ρά­δοση πού τούς κλη­ρο­δό­τη­σαν καί μέ τόν πνευ­μα­τικό τους μό­χθο δι­α­φύ­λα­ξαν. Ἡ ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σι­ακή καί πλούσια χα­ρι­σμα­τική προ­σω­πι­κό­τητα τοῦ σύγ­χρο­νού μας γέ­ρον­τος Πορφυ­ρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλ­λι­ερ­γή­θηκε σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁ­ποῖο ἡ πνευ­μα­τική παρά­δοση πα­ρα­μέ­νει αἰ­σθητή μέ­χρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώ­τους οἰ­κι­στές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέ­χρι τούς τελευταί­ους ἐ­νά­ρε­τους γέ­ρον­τες, ὅ­λοι ἀπο­τε­λοῦν μία πνευ­μα­τική οἰκογένεια, στήν ὁ­ποία τά πάντα εἶ­ναι κοινά: τό ἀ­σκη­τικό φρό­νημα, τά πνευμα­τικά κα­τορ­θώ­ματα, τά ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τικά χα­ρί­σματα. Ἄλ­λω­στε, ἡ αἴ­σθηση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας τῆς ἁγιορείτικης πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πο­ρείας τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους.
  Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ τό­που αὐ­τοῦ ἔ­χει θαυ­μα­στή συνέχεια. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες πα­τέ­ρες εἶ­χαν ἄ­μεση ἤ ἔμ­μεση πνευ­μα­τική σχέση μέ τούς πα­τέ­ρες τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νεῶν. Ἡ δι­α­μονή τους στούς ἁ­γι­α­σμέ­νους τό­πους ἀσκήσεως τῶν με­γά­λων Ἁγιορει­τῶν ὁ­σίων, δη­μι­ούρ­γησε ταυ­τό­τητα πνεύ­μα­τος μέ αὐ­τούς καί τούς πα­ρό­τρυνε σέ πα­ρό­μοια ἀ­σκη­τικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ κα­λύ­βες, τά σπή­λαια καί τά ἀ­σκη­τή­ρια, πού κρέ­μον­ται σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέρη, πα­ρα­μέ­νουν σιωπη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­στῆς καί ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς τῶν Πα­τέ­ρων, καί γιά μᾶς τούς νε­ώ­τε­ρους, δι­α­χρο­νική πρό­σκληση γιά μί­μησή τους.
  Ἡ ζωή πολ­λῶν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους πού γνώ­ρι­σαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖ­τες ἁ­γί­ους καί τούς λοι­πούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ἄλ­λαξε ρι­ζικά, γι­ατί ἡ πα­ρου­σία τους ἦταν κα­τα­λυ­τική καί σφρά­γισε τήν ὕ­παρξή τους.
   Στό Βίο τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι, ἀ­νά­μεσα στά τόσα του χα­ρί­σματα, εἶχε πνεῦμα εἰ­ρη­νο­ποιό τόσο, ὥ­στε ὅ­ποιος δο­κι­μα­ζό­ταν ἀπό λο­γι­σμούς μνη­σι­κα­κίας, μέ τό πού ἀν­τί­κριζε καί μόνο τό γε­μᾶτο χάρη πρό­σωπό του, εἰ­ρή­νευε ἀπό τούς κα­κούς ἐ­κεί­νους λο­γι­σμούς.  
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δεί­χνε­ται ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἀ­θω­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Οἱ ἀ­σκη­τι­κές αὐτές μορ­φές μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς ἁ­πλό­τη­τας καί τή γνη­σι­ό­τητα τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτου μο­να­χι­κοῦ τους βίου, ἐ­πα­λη­θεύ­ουν διαρκῶς τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στεως καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τήν πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο μας, πι­στο­ποι­ῶν­τας τή δυ­να­τό­τητα πού ἔ­χουμε οἱ ἄνθρω­ποι γιά κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί με­τοχή στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα.
  Ἡ ὑ­ψηλή πνευ­μα­τι­κό­τητα τοῦ βίου τῶν ἁ­γι­α­σμέ­νων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάν­τοτε δυ­να­μο­γό­νος, ζων­τανή καί ζω­τική, σπάει τό φρά­γμα τοῦ χρό­νου, προ­σπερ­νάει τίς ἀ­σί­γα­στες ἱ­στο­ρι­κές κα­ται­γί­δες καί τίς ἀνθρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες, γιά νά κτυ­πή­σει σάν πνευ­μα­τικό ξυ­πνη­τήρι στό ἀ­νή­συχο, ὀ­μι­χλῶ­δες καί ἀν­τα­ρι­α­σμένο «σή­μερα».
  Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τῆς προ­η­γμέ­νης ψη­φι­α­κῆς τε­χνο­λο­γίας καί τῶν κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἀ­να­κα­λύ­ψεων ἔ­μαθε νά κα­τευ­θύ­νει τίς μη­χα­νές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑ­αυτό του. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά ζή­σει ἀνεπηρέα­στος ἀπό τά δι­α­λυ­τικά σύν­δρομα τῆς πά­σης φύ­σεως αἰχμαλωσίας. Συντρί­βε­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς ὀγ­κό­λι­θους.
 Ἡ ἁ­γι­α­σμένη πο­ρεία τῶν Ἁγιορει­τῶν Ἁ­γίων καί ἐ­νά­ρε­των Γε­ρόν­των πρός συ­νάν­τησή τους μέ τόν Χρι­στό, ἄς ση­μα­το­δο­τή­σει τό μέλ­λον μας καί ἄς μᾶς ἐμ­πνεύ­σει νά χρω­μα­τί­σουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «κα­λόν ἀγῶνα» στά χα­ρα­κώ­ματα τῆς θείας ἀ­γά­πης, πού εἶ­ναι «ἀ­γάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅ­γιο Σι­λου­ανό τόν Ἀ­θω­νίτη.
  Ὁ τρό­πος καί ὁ δρό­μος τῆς θε­ώ­σεως καί τῆς σω­τη­ρίας τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι αἰ­ώ­νιος καί ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῶν Ἁ­γίων!
  Οἱ ἁ­γι­α­σμέ­νες Ἁγιορειτικές μορ­φές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέ­χρι καί τούς σύγ­χρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορ­φύ­ριο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἔ­φθα­σαν στόν ἐ­ρά­σμιο τόπο, πού ὅ­λοι προ­σκλη­θή­καμε νά κα­τοι­κή­σουμε.
  Σέ μᾶς τούς ὑ­μνη­τές καί ἐ­πί­δο­ξους μι­μη­τές τους, ἀν­τι­δω­ρί­ζουν ἕνα χαρού­μενο φῶς, πού ἄν δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πλη­σμονή τῆς ἀ­να­με­νό­με­νης φω­το­χυ­σίας, ὅ­μως εἶ­ναι μιά πα­ρά­κληση ἑ­ω­θι­νοῦ φά­ους, πού προ­μη­νύει τήν ἀ­να­το­λή. 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ (+ 1745)

Ὅσιος Ἱερόθεος Ἰβηρίτης (+ 13 Σεπτεμβρίου 1745).
Ἕνας Ἁγιορείτης διδάσκαλος τοῦ Γένους.


«Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστι» (Α΄ Κορ. γ΄ 19) τονίζει ο πυρφόρος Απ. Παύλος. Η σοφία εξασφαλίζεται με τη συσσώρευση γνώσεων, δεν εξασφαλίζει όμως τη σωτηρία. Μεγιστοποιείται από τους ανθρώπους, ελαχιστοποιείται όμως από τον Θεό. Και οι Αθλητές του Χριστού, οι Άγιοι, επεσήμαναν τον ύφαλο και τον απέφυγαν.
Ο όσιος Ιερόθεος φωτεινή διάνoια, πολυμαθής προσωπικότητα, αντέδρασε δυναμικά, κεραυνοβόλα, σωτήρια, στην πρόκληση της σοφίας του κόσμου τούτου.
Ας παρακολουθήσουμε την όλη βιοτή του. 1686 και στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου γεννιέται ο Ιερόθεος από τον Δήμο και την Ασημίνα, γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Σκεύος εκλογής ο Όσιος, αφού προτού αντικρίσει το φως του ήλιου, κάποιος ενάρετος Ασκητής αποκαλύπτει στη μητέρα του τη θεαρέσκεια για τη ζωή του. Οι γονείς του επιδεικνύουν αμέριστο ενδιαφέρον για τη μόρφωσή του. Ο ίδιος διαθέτει φιλομάθεια, επιμέλεια, προθυμία, ζέση, οξύνοια, μνήμη και κρίση. Επτά χρονών παιδί είναι κάτοχος πολυπληθών και ποικίλων γνώσεων, που προξενούν κατάπληξη και θαυμασμό. Είναι ένας μικρός ενήλικας, με φρόνημα στερεό και νου γηραλέο, αφού αποφεύγει τα παιχνίδια και ασχολείται με τη μελέτη. Πιστεύει, ότι ο πλούτος των γνώσεων θα εξασφαλίσει την κατανόηση των Θείων Γραφών. Και η δίψα για μάθηση γίνεται ακατάσχετη.
Οι γονείς, αφού εξόπλισαν το παιδί τους με όλα τα εφόδια της γνώσης και της χριστιανικής ανατροφής, ποθούν τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Σύντομα αρραβωνιάζουν ακούσια το γιό τους. Η λύπη του είναι απερίγραπτη. Η υπακοή όμως στη γονική προσταγή υπερισχύει. Παράλληλα δέεται επίμονα στον Κύριο να εμποδίσει αυτό το γάμο. Και ο Θεός, που διαβλέπει την ευλάβειά του και προγνωρίζει το μέλλον του, εκπληρώνει τον ενδόμυχο πόθο του. Δεκαέξι μέρες πριν το γάμο καλεί ο Θεός τους γονείς στον Ουρανό.
Ο Ιερόθεος απελεύθερος πλέον στοχεύει και την παρθενία να διατηρήσει και τη μάθηση να συνεχίσει. Έτσι διαφεύγει και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Οι πλούσιοι συγγενείς του σκοπεύουν να τον στείλουν για συνέχιση των σπουδών στην Ευρώπη. Ο ίδιος προβληματίζεται. Το Άγιο Όρος με τους Αθλητές του πνεύματος, τους θεοφόρους πατέρες, τον προσελκύει. Ο πόθος της αρετής φουντώνει στα στήθη του. Και η αναχώρηση για το περιώνυμο Όρος είναι άμεση.
Έρχεται και συγκατοικεί με έναν ερημίτη. Εκεί μελετά κείμενα και βιογραφίες Οσίων Μοναχών και παρακολουθεί τους πολύχρονους αγώνες τους, αλλά και τις αιφνίδιες πτώσεις τους. Απελπίζεται και επιλέγει συντομότερο δρόμο σωτηρίας, το μαρτύριο. Σκοπεύει να το επιζητήσει. Αλλά η Παύλεια ρήση: «εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β΄ Τιμ. β΄, 5) τον παρεμποδίζει. Η γνησιότητα της άθλησης απαιτεί μαρτυρική ανταπόκριση στην προκλητικότητα των αλλοπίστων.
Έτσι αναχωρεί για την Ι. Μονή Ιβήρων, ρασοφορεί και ακολουθεί τη συνοδεία του Προεστώτα, που κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ελπίζει να δοθεί αφορμή για παρρησιακή ομολογία. Όμως οι μέρες κυλούν άκαρπα. Η συντροφιά του προκαλείται έντονα, ενώ ο ίδιος παραμένει απείραστος. Το θέλημα του Θεού αντιστρατεύεται τις επινοήσεις του. Ο Ιερόθεος βρίσκεται στο σωστικό σχέδιο του Θεού, αλλά με τρόπο επιλεκτικά θεϊκό. Περίλυπος κατευθύνεται βορειότερα και έρχεται στη Βλαχία. Εκεί χειροτονείται Διάκονος από το Μητροπολίτη Σόφιας Αυξέντιο και παρακολουθεί μαθήματα κοντά στον Κύπριο δάσκαλο Μάρκο. Αργότερα επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διδάσκεται φιλοσοφία από τον Αργείο δάσκαλο Γιακουμή. Η μαθησιακή όμως δίψα είναι ακόρεστη, γι΄ αυτό και πηγαίνει στη Βενετία για τελειότερες σπουδές. Η κατά κόσμον, όμως, σοφία δεν καλύπτει κενά, δεν χαρίζει πληρότητα στους κατόχους της. Και ο Ιερόθεος το νιώθει έντονα. Η επανάκαμψη στο Άγιο Όρος είναι επιτακτική. Στην Ι.Μ. Ιβήρων είναι ευπρόσδεκτος. Η εντρύφηση στις Θείες Γραφές και τα Πατερικά κείμενα αρχίζει ενδιάθετα και αποφασιστικά. Επισυνάγει πολύτιμα εφόδια για τον πνευματικό αγώνα και ψυχωφελείς υποθήκες.
Παράλληλα νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται ακούραστα. Τότε αξιώνεται και του χαρίσματος της Ιερωσύνης από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Ιάκωβο, όταν είναι τριάντα χρονών. Ο αγώνας εντείνεται. Στοχεύει στη θέωση και επιδιώκει την επίτευξή της. Επιδίδεται σε αυστηρότατη νηστεία, σε ολονύκτια αγρυπνία, σε αδιάκοπη προσευχή. Ταπεινά και αθόρυβα αγωνίζεται ενάντια στα «κατά φύση» για να πετύχει τα «υπέρ φύση». Υποδουλώνει τη σάρκα και ελευθερώνει το πνεύμα. Βιώνει τη χαρμολύπη, αποκτά την υψοποιό ταπείνωση, ζει την ανιδιοτελή αγάπη. Ελεεί τους πτωχούς αφειδώλευτα και δανείζει το Θεό αδιαμφισβήτητα. Και η θεϊκή ευαρέσκεια εκφράζεται με την παροχή ιαματικής Χάρης στο νόμιμο Αθλητή. Πολλοί προσέρχονται ασθενείς και όλοι αναχωρούν υγιείς, δοξάζοντας τον Θεό.
Η ασύνορη αγάπη του διαχέεται αδιάκριτα. Κι όταν καταφθάνουν έντρομοι οι κάτοικοι της Σκοπέλου, Μητροπόλεως Ευβοίας, για τη θανατική συμφορά που τους βρήκε κι επιζητούν εναγώνια την προσευχητική του παρουσία, εισακούει στις παρακλήσεις και μεταβαίνει στο νησί με συνοδεία Μοναχών. Στη Σκόπελο διαμένει οκτώ συναπτά χρόνια. Είναι χρόνια αγωνιστικά, αλλά και καρποφόρα. Ο ίδιος έχει φθάσει σε ύψη αρετής και ακτινοβολεί η ζωή του. Διδάσκει με τα λόγια και με το παράδειγμά του.
Ζει ελλάμψεις θεϊκές και προγεύεται τη Βασιλεία του Θεού. Στηρίζει το λαό του Θεού με την εξομολόγηση και κατευθύνει ψυχές σωτήρια. Οι πιστοί προστρέχουν, σα διψασμένα ελάφια κοντά του και ξεδιψούν στα θεόσοφα λόγια του.
Προγνωρίζει όμως την εκδημία του και ποθεί την αδιάλειπτη επικοινωνία με τον Θεο. Έτσι για περισσότερη ησυχία φεύγει στο ερημονήσι της Γιούρας, μαζί με τον ενάρετο μαθητή του Ιερομόναχο Μελέτιο και τους συνασκητές Μοναχούς Ιωσήφ και Συμεών. Συνασκείται μικρό χρονικό διάστημα, ασθενεί ολιγοήμερα και τη 13η Σεπτεμβρίου 1745, σε ηλικία 59 χρονών, εγκαταλείπει τη ματαιότητα και μεταβαίνει στην Αιωνιότητα. Εκεί, στη χώρα την αείφωτη, παίρνει τον άφθαρτο στέφανο του αναίμακτου μαρτυρίου της πολυετούς, εκούσιας κακοπάθειας, για την αγάπη του Χριστού.
Το σώμα του ενταφιάζεται ευλαβικά και ευωδιάζει και θαυματουργεί κατά την ανακομιδή. Τότε, η αγία κάρα και η σιαγόνα μεταφέρονται στην Ι.Μ. Ιβήρων, όπου τιμώνται πανηγυρικά στις 13 Σεπτεμβρίου.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΛΕΙΔΩΝΙΑΡΗ, Eκπαιδευτικός










Τό μονύδριο τοῦ Ἁγ. Ταξιάρχη στή Βάτο, στή Σκόπελο ὅπου ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Ἱερόθεος



ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»36. Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας υποτακτικός του παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως πρότυπο ασκητή-ησυχαστή, νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής, όταν προσευχόταν «έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»37. Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+1745), περί του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και προσευχών του «μετά δακρύων πολλών και στεναγμών (έλεγε) το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Είχεν έργον παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν ήτον τρόπος, και δεν εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη, ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του»38
"Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα"
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου

Βίος και Πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιεροθέου. Νέον Εκλόγιον, ό. π., σ. 354. Α. Γριτσόπουλου. «Ιερόθεος ο Ιβηρίτης», Θ. Η. Ε., τόμ. 6 (1965). στ. 800-802


Τά κείμενα προέρχονται ἀπό τό ἰστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ. Ἡ φωτογραφία ἀπό τή Σκόπελο εἶναι τοῦ συνεργάτη τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ