Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ πάλι

πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ πάλι
(...) Ψάχνοντας βρίσκεις κάποιες «συνταγὲς» -ἄς μοῦ συγχωρεθεῖ ἡ ἄπρεπη φράση, ἀλλὰ δὲν ἔβρισκα καταλληλότερη λέξη- μέσα στὶς ὁποῖες καθρεφτίζεις τὸν ἐαυτό σου καὶ πολὺ περισσότερο τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖς νὰ προσεγγίσεις τὰ Γεγονότα. Γιατὶ τὰ κορυφαῖα καὶ θεοφίλητα βιώματα τοῦ Ἐρημίτου Νικοδήμου, ἑνὸς ἀφανοῦς καὶ ἀγνώστου ὁσίου ποὺ «ἔπασχε τὰ θεῖα», εἶναι ἀσφαλῶς ἕνας καθρέφτης ποὺ ἀποκαλύπτει θαυμάσια τὸ πραγματικό μας πρόσωπο, ἀφοῦ στὶς μέρες μας περίσεψαν τὰ προσωπεῖα. Ἀναφερόμενος, λοιπόν, ὁ ἐρημίτης Γέρων στὶς καθαγιασμένες αὐτὲς ἡμέρες καὶ βιώνοντας τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ μὲ τρόπο ειλικρινῆ, φιλόθεο καὶ ἔντιμο, προσεύχεται μὲ θέρμη ψυχῆς, ἀλλὰ περισσότερο μὲ συμπάσχουσα διάθεση, λές καὶ βρίσκεται κι ὁ ἴδιος «παρὰ τῷ σταυρῷ»Του:


«Ὤ, ἀσύλληπτη ἀγριότης! Κύριέ μου Ἰησοῦ. Πόσο διεστράφησαν οἱ κατ᾿ εἰκόνα Σου πλασθέντες ἄνθρωποι! Σὲ τὶ δαιμονισμὸ περιῆλθαν τὰ τέκνα Σου, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ εἰρηνεύσουν ἕως ὅτου σὲ ἰδοῦν νὰ σπαράζεις ἐπάνω στὸν αἱμόφυρτο Σταυρό Σου! Ὧ, ἀνυπέρβλητε σὲ συγχωρητικότητα καὶ ἀγάπη, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πῶς βαστοῦσαν οἱ καρδιές τους, βλέποντάς Σε ἀπλωμένον στὸν ξύλινο σταυρὸ Σου, ἄφωνο πρᾶο, νὰ καρφώνουν μὲ τόση σκληρότητα καὶ ἀναλγησία τὰ πανάγια χέρια καὶ πόδια Σου μπροστὰ στὰ μάτια τῆς θρηνούσης Μητέρας Σου;» (...).


Φωτογραφία:

Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος. Ἐλαιογραφία τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ. Ἔργο Ἰωασαφαίων. Καυσοκαλύβια. Ἅγιον Ὄρος.

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

Πορεία πρός τό Πάσχα, μέσα ἀπό τήν ἁγιορείτικη εἰκονογραφική τέχνη 2.



Βαϊοφόρος. Τοιχογραφία γ΄μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Δημοσίευση: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή σκήτη Καυσοκαλυβίων», Πρακτικά Β΄ Διεθνοῦς Συμποσίου: Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 364, εἰκ. 1. Τοῦ ἰδίου, Ὅσιος Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος, ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Ὁ βίος καί τό ζωγραφικό του ἔργο, ἔκδ. Πανευρυτανική Ἕνωση, Ἀθήνα 2010, σ. 131, εἰκ. 75..

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


Πορεία πρός τό Πάσχα,

μέσα ἀπό τήν ἁγιορείτικη εἰκονογραφική τέχνη. 1













Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου.

Φορητή εἰκόνα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰώνα. Εἰκονοθήκη Κυριακοῦ Καυσοκαλυβίων. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτου τοῦ ἐξ Ἀγράφων.


Δημοσίευση:

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή σκήτη Καυσοκαλυβίων», Πρακτικά Β΄ Διεθνοῦς Συμποσίου: Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 365, εἰκ. 4. Τοῦ ἰδίου, Ὅσιος Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος, ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Ὁ βίος καί τό ζωγραφικό του ἔργο, ἔκδ. Πανευρυτανική Ἕνωση, Ἀθήνα 2010, σ. 140, εἰκ. 87.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου



Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.


Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου













Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.


Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.


Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου / Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου / Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΕΘΟΡΙΟ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ

Παταπίου μοναχοῦ

Καυσοκαλυβίτου






Ἡ Θεοτόκος μεθόριο οὐρανοῦ καί γῆς





Πῶς ν᾿ ἀρχίσει κανείς νά μιλᾶ γιά τήν Παναγία, ἀφοῦ μόλις γεννηθεῖ ὁ λόγος στό νοῦ, ἡ ψυχή κινεῖται σέ ὑμνωδία; Ἀδύνατον εἶναι νά μή μεταβληθεῖ σέ θαυμασμό ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου, πού μετουσιώνεται σέ εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. Τότε ἡ χαρά τῆς εὐχαριστίας γίνεται ἆσμα καινόν⋅ θεῖος ἔρωτας τῆς ψυχῆς⋅ ὠκεανός δοξολογίας γιά τήν πάμφωτη χάρη τῆς Παναγίας, πού μέσα ἀπό τούς παφλασμούς, ἀναδύεται ἀχρόνως ὁ Υἱός της, ὁ Χριστός. Καί ἀφοῦ, ὅπου ἡ Παναγία, ἐκεῖ καί ὁ Χριστός, οἱ ὕμνοι καί οἱ εὐχαριστήριες ὠδές ἀπευθύνονται κοινά καί ἀχώριστα καί στούς δύο.


(...) Ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ὑμνητές τῆς Παναγίας, ἀναφέρει μέ τή θεολογικώτατη γλῶσσα του: «Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει τά μεγαλεῖα σου Παρθένε Θεομῆτορ; Ἕνωσες τό νοῦ μέ τόν Θεό, ἕνωσες τόν Θεό μέ τή σάρκα⋅ ἔκαμες τόν Θεό υἱό ἀνθρώπου καί τόν ἄνθρωπο υἱό Θεοῦ. Συμφιλίωσες τόν κόσμο μέ τόν ποιητή τοῦ κόσμου...». Καί συμπεραίνει ὁ θεῖος Πατήρ: «Ἑπομένως ἡ Παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καί ἄκτιστης φύσεως. Ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τόν Θεό, θά ἀναγνωρίσουν καί αὐτήν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καί αὐτήν θά ὑμνήσουν μετά τόν Θεό, ὅσοι ὑμνοῦν τόν Θεό».


Μία ἀπό τίς ποιητικότερες καί κατανυκτικές ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες, πού ὑμνοῦν ἐδῶ καί αἰῶνες τήν Θεοτόκο, εἶναι καί ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, πού συντάχθηκε σέ μία πολύ δύσκολη στιγμή γιά τήν τύχη τῆς Βασιλεύουσας τῶν πόλεων καί ὁλόκληρου τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου· τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Ἀβάρους καί τούς Πέρσες κατά τό ἔτος 626. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ Ἀκολουθία αὐτή καλύπτει τίς λειτουργικές καί λατρευτικές ἀνάγκες δυσαρίθμητων πιστῶν, πού ἀπευθύνονται στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων, ὅταν αὐτοί πολιορκοῦνται ἀπό πάσης φύσεως ἐχθρούς, νοητούς καί αἰσθητούς καί ἀπό τόν ἴδιο τους τό ἑαυτό πολλές φορές, στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγή καί κάθαρση ἀπό τά πάθη, τό φωτισμό καί τή θέωση.


(...) Μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία μέσα ἀπό τήν πολύ ἐπιμελημένη αὐτή παρουσίαση τῆς Πανηγυρικῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου- πού ἐκδίδεται ἐδῶ ἐμπλουτισμένη ἀπό ἀνέκδοτο ὑμνογραφικό ὑλικό- νά βιώσουμε στή λατρευτική σύναξη, ἀκόμη ἐνεργέστερα τήν υἱϊκή αὐτή σχέση, πού θά πρέπει νά κάθε πιστός νά καλλιεργεῖ μέ τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία καί εἰσέβαλλε στήν τραγική ἀνθρώπινη ἱστορία γιά νά μεταμορφώσει τά πάντα καί νά ἑνώσει τή γῆ μέ τόν Οὐρανό, εἴθε, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά μᾶς στέλνει πλούσιο τό μέγα ἔλεός Του!





Ἀποσπάσματα ἀπό τόν Πρόλογο τοῦ γράφοντος στήν Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας (ἐπιμέλεια ἔκδοσης ἀπό τόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 127 ὑπό διακόνου Γεωργίου Κ. Μαγκιρίδη), Ἀθῆναι 2010.

Φωτογραφίες: Θεοτόκος, Ρόδον τό ἀμάραντον ἤ τοῦ Ἀκαθίστου. Εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. 1837. / Κώδ. Καυσοκαλυβίων 128, προμετωπίδα.




Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ Ἁγιαννανίτης ὁ ἐν Καλύμνῳ (1862-1948) φωτογραφία: ἡ ἀρχαιότερη εἰκόνα τοῦ ἁγ. Σάββα, ἔργο τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ ἔτους 1959. ὅσιος Σάββας (+7 Ἀπριλίου) ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1874 ὅπου καί ἐγκαταβίωσε στήν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς σκήτης Ἁγίας Ἄννης. Μετά ἀπό δωδεακαετή ἄσκηση ἐκεῖ ὅπου καλλιέργησε τήν ἁγιογραφία καί τή βυζαντινή ψαλτική τέχνη, ἀναχωρεῖ γιά τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἀσκεῖται στή μονή Ἁγ. Γεωργίου Χοζεβᾶ. Στή συνέχεια ἐπανέρχεται γιά λίγο στόν Ἄθωνα (1894-1897), ἐπανακάμπτει στούς Ἁγίους Τόπους (ἀσκήθηκε στόν Ἰορδάνη καί στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου) μέχρι τό ἔτος 1916. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἔζησε δύο χρόνια στήν Πάτμο, καί πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στό νησί τῆς Αἴγινας, ὅπου συναναστράφηκε τόν ἅγιο Νεκτάριο πρ. Πενταπόλεως τόν θαυματουργό... Ἄς μεταφερθοῦμε ὅμως στήν πανηγυρίζουσα σήμερα (μέ τό ἀθωνικό ἡμερολόγιο) Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. " Ἐδῶ ἔζησε ὁ Δωδεκανήσιος γέρων Μιχαήλ, ἀπό τό 1922 που καί κοινοβίασε. Ἦταν πολύ ἐνάρετος μοναχός, ἐπιμελέστατος στά πνευματικά, φιλακόλουθος καί φιλάδελφος στό ἔπακρον. Ἦταν καλός ἁγιογράφος καί εἶχε θεῖο ζῆλο γιά τήν θεοφιλῆ αὐτή ἐργασία. Ὁ Θεός μάλιστα εὐδόκησε, δύο ἀπό τίς εἰκόνες του, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, νά συνδεθοῦν μέ θαυμαστά γεγονότα. Συγκεκριμένα, τό 1959, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων στήν Κάλυμνο, πού φυλάσσεται τό ἅγιο λείψανο τοῦ ἁγίου Σάββα, παρήγγειλε στό γέροντα Μιχαήλ (ὁ ὁποῖος, νά σημειώσουμε, καταγόταν ἀπό τή γειτονική Σύμη) νά τοῦ στορήσει τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἐκεῖνος ὅμως μήν ἔχοντας πρότυπο καί μή γνωρίζοντας τή μορφή του, παρακάλεσε τόν Ἅγιο νά τόν φωτίσει στήν ἁγιογράφησή του. Ὅταν ἀργότερα ἡ εἰκόνα στάλθηκε στήν Κάλυμνο, ἡ καμπάνα τῆς μονῆς ἄρχισε νά κτυπᾶ ἀπό μόνη της, ἀπό τή στιγμή πού ἔφθασε στό λιμάνι τό πλοῖο, μέχρι τήν ἑπομένη πού ἔφεραν τήν εἰκόνα στή μονή. Πρόκειται γιά τήν παλαιότερη εἰκόνα πού ἱστορεῖ τήν ἱερή μορφή τοῦ ἁγίου Σάββα. Ὅσο γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο, αὐτός τόν θεράπευσε -ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος τοῦ ἀποκάλυψε- ἀπό ἀσθένεια πού ἐκδηλώθηκε κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρόδο, ὅπου εἶχε μεταβεῖ γιά νά παραδώσει τήν εἰκόνα του σέ ναό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Νεκτάριο· ναό πού κι αὐτός πάλι εἶχε κτιστεῖ κατ' ἐπιθυμία τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ''.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ γράφοντος: Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Ποφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2007


ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ( τό ἑπόμενο κείμενο ἀναρτήθηκε ἀπό τή μονή Παναγίας Ὑψενῆς)

Ο Όσιος Σάββας ο Νέος, κατά κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα της περιφέρειας Αβδίμ της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς και απλοϊκούς γονείς, τον Κωνσταντίνο και τη Σμαραγδή. Βασίλειος μεγάλωσε έχοντας βαθιά πίστη και μεγάλη ευσέβεια και προσπαθώντας να μιμηθεί την άσκηση των Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινά ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στα μέτρα του και ποθούσε μια άλλη ζωή. Ήθελε να ζήσει μόνο για τον Χριστό και να ακολουθήσει την οδό της μοναχικής πολιτείας. Έτσι έλαβε πλέον την αμετάκλητη απόφαση να φύγει, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια. Κατευθύνεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου επί δώδεκα έτη ζει πλέον με προσευχή και αυστηρή άσκηση.Έντονη ήταν και η επιθυμία του Οσίου να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, την οποία πραγματοποιεί αφού πρώτα διέρχεται από την γενέτειρά του. Δέος τον καταλαμβάνει καθώς αντικρίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο κείρεται μοναχός το 1890 και αργότερα, το έτος 1894, αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το 1902 χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί δε μέχρι το έτος 1906 ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος έλεγε για τον Άγιο Σάββα στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πριν ακόμη ο Άγιος κοιμηθεί: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος».Το έτος 1907 επανέρχεται στη μονή Χοζεβά, όπου διάγει βίο ασκητικό με τέλεια υποταγή στους ασκητικούς κανόνες, άκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός υλικού αγαθού, ακολουθώντας το πατερικό «ο ακτήμων μοναχός, υψιπέτης αετός». Η τροφή του ήταν μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι και νερό από τον ποταμό.Το έτος 1916 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δύο χρόνια και ιστορεί δύο εικόνες στο Καθολικό της μονής. Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Άγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε στην πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε την αυστηρή άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, την παροιμιώδη ταπείνωσή του, την απλότητά του. Έζησε το πρώτο θαύμα του Αγίου, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Άγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της. Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία και μια τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».Στην Αίγινα δεν μπορεί πλέον να μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος και αυτό κουράζει τον φιλήσυχο Όσιο. Μεταβαίνει στην Αθήνα και κατόπιν στην Κάλυμνο, όπου μετά από περιπλάνηση στις μονές και τα ησυχαστήρια του νησιού, καταλήγει στη μονή των Αγίων Πάντων. Εκεί αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει διά του στόματος και διά του παραδείγματός του και βοηθάει χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Πολλές φορές δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του τέκνων, κατά δε τη Θεία Λειτουργία είχε τέλεια προσήλωση στο συντελούμενο μυστήριο. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, καθώς και το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του. Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ, η ζωή του ήταν μια συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμπλήρωσε τις ημέρες της επίγειας ζωής του, με άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη, ενώ λίγο πριν το τέλος η τελευταία φράση του ήταν «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Η ομολογία αυτή ήταν η βεβαίωση της εν Χριστώ πορείας του. Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 , προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.Η επίσημη αγιοποίηση του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992.

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Ο ΘΗΚΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΥΜΝΟΙ



Παναγιώτου Ἰ. Σκαλτσῆ

Ἀναπλ. Καθηγητοῦ

Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης





Θηκαρᾶς καί οἱ Τριαδικοί του Ὕμνοι







φωτογραφία: ''Ἡ ψυχοσωτήριος καί οὐρανοδρόμος Κλίμαξ" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. Τοιχογραφία τοῦ 1820. Ἐργαστήριο Καρπενησιωτῶν ζωγράφων ὑπό μοναχοῦ Μητροφάνη ἐκ Βιζύης. Κυριακό Καυσοκαλυβίων.

Στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας ἔχουν καταγραφεῖ λαμπρά ποιητικά δημιουργήματα τά ὁποῖα, ἐκτός ἀπό τή λειτουργική τους χρήση καί τήν ἀξιοποίησή τους στήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας καί ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν εἶναι καί οἱ Τριαδικοί Ὕμνοι τοῦ Θηκαρᾶ, ἕνα ἔργο σπουδαῖο, πού συνδέθηκε μέ τήν κατ’ ἰδίαν προσευχή κυρίως τῶν μοναχῶν καί ἐκδόθηκε πρόσφατα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέ τό ὄνομα Θηκαρᾶς ἐννοοῦμε τόν λόγιο μοναχό καί ἡσυχαστή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τήν περίοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ (τέλη 13ου - ἀρχές 14ου αἰῶνα) καί ἔλαβε τήν προσωνυμία αὐτή ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦταν κατασκευαστής θηκῶν γιά μαχαίρια. Ἦταν πάρα πολύ ταπεινός μοναχός καί τό πραγματικό του ὄνομα τό γνώριζε μόνο ὁ ὑποτακτικός καί μαθητής του Θεόδουλος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δεσμευθεῖ μέ ὅρκο νά μήν ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς. Ἔχει βεβαίως ταυτισθεῖ κατά καιρούς μέ διάφορα πρόσωπα, ὅπως π.χ. μέ τόν προαναφερθέντα μαθητή του Θεόδουλο, τό μοναχό Διονύσιο, τό Θωμά Μάγιστρο ὁ ὁποῖος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόδουλος κ.ἄ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἔχει ἀπορρίψει κάποιες ἀπό αὐτές τίς ταυτίσεις, ἀλλά δέν ἔχει καταλήξει μέ βεβαιότητα ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς . Μέ τήν ἐν λόγῳ προσωνυμία, ἐκτός ἀπό τό ψευδωνύμως φερόμενο πρόσωπο, ἐννοεῖται καί ὁλόκληρη ἡ Συλλογή πού σχετίζεται μέ τό Θηκαρᾶ. Πρόκειται συγκεκριμένα γιά τό καθημερινό Ὡρολόγιο μέ τούς εἰδικούς Τριαδικούς Ὕμνους καί τίς Εὐχές, τήν Ἀσκητική Ἀκολουθία γιά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, διάφορα ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Θηκαρᾶ καί Πατερικά Ἀνθολόγια πού περιέχουν κείμενα ἀναφερόμενα στή σπουδαιότητα τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑμνολογίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θηκαρᾶς μᾶς πληροφορεῖ γιά τόν ἀποκαλυπτικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο διδάχθηκε καί ἐμπνεύσθηκε τούς ὑψηλῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης καί θεολογίας ὕμνους του, ἀλλά καί γιά τό βιβλικό καί πατερικό ὑπόβαθρο τοῦ πρωτότυπου καί προοριζόμενου γιά τήν ἀτομική προσευχή τῶν ἀσκητῶν Ὡρολογίου του. Στό σημαντικότερο ἀπό τά ὑπομνήματα τοῦ ἐν λόγῳ Ὡρολογίου, πού εἶναι αὐτό τοῦ Θεοδούλου, φαίνεται νά ἐκμυστηρεύεται ὁ Θηκαρᾶς ὅτι, ὅταν συμμετεῖχε στήν κοινή λατρεία καί ἄκουγε αἶνο ἤ δοξολογία στό Θεό, τότε παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τοῦ δώσει ὁ Κύριος τήν ἱκανότητα νά κάμει καί αὐτός ὕμνους προκειμένου νά δοξολογεῖ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· «Κύριε, λέγει, πάντα δύνασαι· ὁδήγησόν με ποῦ εἰσίν ὕμνοι τῆς βασιλείας σου, ἵνα, πάντα ὅσα ἔχω ἀπεμπολήσας θελήματα, ἀναλαβῶν ἐντρυφήσω αὐτούς» . Ὡς ἀπάντηση στήν ὡς ἄνω προσευχή τοῦ ὑμνητῆ τῆς Παναγάις Τριάδος Θηκαρᾶ ἦταν τόσο τό θάρρος πού πῆρε ὥστε νά καταγράφει τούς ὕμνους πού ἔβρισκε, ὅσο καί οἱ διάφορες ὀπτασίες μέ ἀγγέλους, τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, ἀκόμη καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό νά κρατᾶ κώδικα στά χέρια Του καί μικρό κοντύλι καί νά τόν ἐνθαρρύνει νά καταγράψει καί δοξολογήσει τόν ἐν Τριάδι Θεό. Ἡ ἐκλογή, γράφει χαρακτηριστικά, εἶναι ἀπ’ ὅλη τή θεόπνευστη Γραφή καί δή τό Ψαλτῆρι πού βρύθει ψαλμῶν ἀναφερομένων στούς θείους αἴνους . Οἱ ὕμνοι του ἐπίσης ἐμπνέ¬ονται καί ἀπό τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἀναφέρονται στή θεολογία, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἀλλά καί τούς Γρηγόριο Θεολόγο, Μέγα Βασίλειο, Μάξιμο Ὁμολογητή κ.ἄ.. «Ἀλλά καί ὅπου ἄν ἤκουσα καί εἶδον θεῖον αἶνον, εὐθύς ὥσπερ μέλισσα ἠνθολόγουν αὐτόν· ἡ δέ σύνταξις ἐστίν ἡμετέρα, μᾶλλον δέ οὔχ ἡμετέρα ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» . Μέ βάση λοιπόν τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική παράδοση, σέ μίαν ἐποχή πού ὑπῆρχαν ἔντονα τριαδολογικά ζητήματα καί κάποιες αἱρετικές ὁμάδες προερχόμενες ἀπό τούς Βογόμιλους ὑπερτόνιζαν τήν ἀτομική προσευχή σέ βάρος τῆς κοινῆς λατρείας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ , ὁ Θηκαρᾶς συνέταξε ἕνα νέο Ὡρολόγιο στή βάση τῶν τεταγμένων Ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου, ἀλλά μέ διαφορετικούς ὕμνους καί διαφορετικές εὐχές. Τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ εἶναι ὅτι ἐξυμνεῖ τήν Ἁγία Τριάδα καί κάθε ὕμνος διαιρεῖται σέ τρία μέρη προκειμένου νά εἶναι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς μίας θεότητος» . Οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι διαβάζονταν κατά τόν κανόνα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν ὡς περαιτέρω ἄσκηση, ἀλλά ἦταν δυνατόν νά ἀξιοποιηθοῦν καί στήν κοινή λατρεία, ἡ ὁποία πάντοτε προηγεῖτο καί ἀκολουθοῦσαν οἱ τριαδικοί ὕμνοι ἀλλά καί ἡ μονολόγιστος εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Οὕτως ἤ ἄλλως ὁ Θηκαρᾶς προέτρεπε τούς μοναχούς, σ’ ἕνα κλίμα πάντοτε ἐλευθερίας, νά εἶναι ἐραστές τῶν ὕμνων, διότι καλλιεργοῦν τήν ταπείνωση, ὁδηγοῦν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί συντελοῦν στήν ἐνοίκιση τῆς παναγίας Τριάδος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῶν ὑψηλῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ὅταν ἀναφέρεται στή θεολογία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, εἶναι καί τό παρακάτω κείμενο, ὅπου γιά τήν τριαδική βασιλεία λέγει ὅτι εἶναι «ἡ πάντων ἀρχή ὑπεράρχιος, καί ἀπειρία πάσης ἀπειρίας, καί πάντων πέρας ὑπερτελές· ἡ πάντα ἐν σεαυτῇ περιέχουσα κατά μίαν ὑπερουσίως ἀπειρίας ἁπλότητα» . Γιά τόν Τριαδικό Θεό δέ ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου γράφει ὅτι ἀπ’ αὐτόν προέρχεται «πᾶν πέρας, οἱ ὅροι πάντες· τά στοιχεῖα, τά εἴδη· αἱ ἑτερότητες, αἱ ταυτότητες· αἱ ποσότητες, αἱ σμικρότητες, αἱ μεγαλειότητες· πάντων αἱ συγκράσεις, αἱ διακρίσεις, αἱ ἀδιάλυτοι συνοχαί τῶν γινομένων» . Ὅπως εἶναι εὐνόητο τό ἔργο αὐτό τοῦ Θηκαρᾶ, πού στή χειρόγραφη παράδοση μαρτυρεῖται ἀπό τόν 14ο αἰῶνα , εἶχε εὐρεία διάδοση στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτές, ὅπως ἐπίσης καί στό μοναχισμό τῶν Σλαυικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτό μαρτυροῦν τά πολλά χειρόγραφα στά ὁποῖα διασώζεται τό ἐν λόγῳ Ὡρολόγιο, ἀλλά καί οἱ κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἔντυπες ἐκδόσεις του γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τόσο τῶν ἀσκητῶν, ὅσο καί τῶν ἐγγάμων λαϊκῶν. Τό κύρος πού εἶχε ὁ Θηκαρᾶς ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν Κολλυβάδων γι’ αὐτόν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης π.χ. τόν ἀναγνώριζε ὡς σπουδαῖο ὑμνογράφο καί συνιστοῦσε οἱ θεολογικοί του ὕμνοι καί οἱ εὐχές νά λέγονται κατ’ ἰδίαν καί ὄχι στίς κοινές συνάξεις . Στίς μέρες μας ὁ Θηκαρᾶς ἀποκτᾶ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον μέ τήν ἔννοια ὅτι καί σήμερα ἔρχεται νά ἐπισημάνει α) τήν ἑνότητα κοινῆς καί κατ’ ἰδίαν προσευχῆς β) τή σημασία τῆς πίστης καί προσευχῆς στόν Τριαδικό Θεό δημιουργό τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἐγγυητή τῆς ἀκεραιότητος τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου γ) τό μέγεθος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, μέσα ἀπό τή δοξολογία, τήν εὐχαριστία καί τήν εὐλόγηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἀπόλυτα ἐπίκαιρος ὁ λόγος ἑνός ἐκ τῶν παλαιῶν ἐκδοτῶν τοῦ Θηκαρᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος στόν φιλοαναγνώστη του σημειώνει ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι στήν ὑπέρθεον Τριάδα συνιστοῦν πολύτιμους λίθους «οἵτινες λάμποντες καί ἀστράπτοντες ἐν τῇ καρδίᾳ σου δείχνουσι καί φανερώνουσιν εἰς τήν ψυχήν σου τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τῆς τρισηλίου θεότητος» .