Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ



 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[1] γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ[2].
   Τό 1325 λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338)[3]. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος[4], τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε[5]. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. 

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ συγγραφέα: 
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Μητροφάνης μοναχός ζωγράφος


    [1] Γιά τόν Βίο του πού ἔγραψε ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος βλ. Τσάμη Δ., Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου, Ἁγιολογικά Ἔργα, Α΄ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι, Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 425-590. Ἐπίσης, Παπαμιχαήλ Γ., Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Meyendorf J., Introduction à l’étude de Grégoire Palamas. Χρήστου Π., Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1966, 1970, 1985. Ἀναστασίου Ι., ‘‘Οἱ κοινωνικές ἀντιλήψεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στόν τόμο: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, Θεσσαλονίκη 1986. σ. 197-209. Χρήστου Π., Τό Ἅγιον Ὄρος, σ. 160-166. Ζήσης Θ. πρωτοπρ., ‘‘Ἡ κοινωνική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ’’, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 127-138. Γιά τόν Ἡσυχασμό στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν θεολογική ἔριδα γύρω ἀπ’ αὐτόν, ἐκτός ἀπό ἀρκετές μελέτες στό προηγούμενο ἔργο βλ. Χατζησταύρου Θ., Αἱ περί τῶν ἡσυχαστῶν τῆς ΙΔ΄ ἑκατονταετηρίδος καί τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἔριδες, Λειψία 1905. Παπαμιχαήλ Γ., ‘‘Αἱ ἡσυχαστικαί ἔριδες τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος καί ὁ θρίαμβος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ’’, Ε Φ 5 (1910), σ. 289-320, 385-425. Χρήστου Π., ‘‘Περί τά αἴτια τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος’’, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 39 (1956) σ. 128-138. I. Clucas, The Heshychast Controversy in Byzantium in the Fourteenth Century: A Consideration of the Basic Evidence, Diss. Univ. of California, Los Angeles 1975. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου, ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ὁ βίος καί ἡ θεολογία του (1296-1359), Ἅγιον Ὄρος-Θεσσαλονίκη 1976. Ρωμανίδου Ἰ. πρωτοπρ., Γρηγορίου Παλαμᾶ, ‘Υπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Τριάς Α΄ (Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1), Θεσσαλονίκη 1984, 19912 σ. 51-189. Ἐπίσης Δωροθέου μον., Τό Ἅγιον Ὄρος, σ. 66-77. Koυτσούρη, Σύνοδοι και θεολογία γιά τόν Ἡσυχασμό. Κουμπῆ Δ., ‘‘Ἡ ἡσυχαστική ἔριδα καί ἡ ἐμπλοκή της στίς πολιτικές ἐξελίξεις στή διάρκεια τοῦ δευτέρου ἐμφυλίου πολέμου (1341-1347)’’, Βυζαντιακά 19 (1998) σ. 235-281. Μανάφη Κ., ‘‘Τό ἱστορικόν πλαίσιον τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος’’, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, Πρακτικά διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συμποσίων Ἀθηνῶν (12-15 Νοεμβ. 1998) καί Λεμεσοῦ (5-7 Νοεμβ. 1999), Ἅγιον Ὄρος 2000, σ. 525-539.
    [2] Χρυσοστόμου ἐπισκ. Ροδοστόλου, ‘‘Ἡ Ἡσυχαστική ζωή ὡς πρόγευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ’’, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ὅ.π., σ. 439.
    [3] Μαμαλάκης Ἰω., Τό Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διά μέσου τῶν αἰώνων, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 167.
    [4] «Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων διά τούς ἐξ ἰδίας ἀπειρίας καί τῆς πρός τούς ἁγίους ἀπειθείας ἀθετοῦντας τάς τοῦ Πνεύματος μυστικάς ἐνεργείας, κρεῖττον λόγος ἐν τοῖς κατά πνεῦμα ζῶσιν ἐνεργουμένας καί διἔργων θεωρουμένας, ἀλλοὐ διά λόγων ἀποδεικνυομένας», PG 150, στ. 1225-1236. Γιαὐτόν βλ. ἐπίσης Meyendorf, Introduction à l’ étude de Gregoire Palamas, .π., σ. 74-76. Δεντάκης Β., ‘‘Ἑπτά συμβολικά κείμενα περί Ἡσυχασμοῦ’’, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν 22 (1975) σ. 719-722 καί 731-737. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. 2, ὅ.π., σ. 551-553, 563-564 καί 567-578.
    [5] Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ὅ.π.,  στ. 1225 κ. ἑξ.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Β' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
   ( Β΄ μέρος)

Στό ὄρος Γάνος, ἐκτός ἀπό τά κοινόβια μοναστήρια ὑπῆρχαν καί μικρές ἤ μεγαλύτερες μοναστικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες συνιστοῦσαν μοναχοί πού ζοῦσαν μία πιό ἀσκητική ζωή, ἦσαν πιθανότατα ἐγκατεστημένοι σέ πλησιόχωρα μεταξύ τους κελλιά καί ἀσκοῦνταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση ἑνός γέροντος. Σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, τόν Γέροντα Μᾶρκο, πού διακρινόταν γιά τήν ἀρετή του, ἔ­γι­νε μο­να­χός ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης.
  Ὁ ἐρχομός τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη συμπίπτει μέ τήν περίοδο τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στό ὄρος Γάνος. Ὁ ὅσιος Μάξιμος πρέπει νά ἔφθασε στό Γάνο, περί τό 1287. Τό πιθανότερο εἶναι μάλιστα ἐκεῖ νά γνώρισε τόν μετέπειτα πατριάρχη, μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα, ὅπως θά δοῦμε, συναναστράφηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι μάλιστα πιθανό, ἀπ’ αὐτόν νά ἄκουσε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ἐκεῖ μοναχική ζωή.
  Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι «καὶ πλο­ί­ῳ ἐμ­βάς, εἰς τὸ ὑ­περ­κε­ί­με­νον ὄ­ρος τῆς Θρά­κης, ὃ Γάνου κα­λεῖ­ται, δι­α­πε­ρᾷ».
  Στό Βί­ο τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅπου βρίσκουμε ἀρκετές πληροφορίες γιά τή ζωή του στό Γάνο, δί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἀρχάριος μοναχός Μάξιμος ὑ­πο­τασ­σό­ταν στόν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα, Γέροντα Μάρκο: ‘‘Καί ἦταν κάτι θαυμαστό, πού ἀπ’ αὐτό τό σημεῖο ἐκκινήσεως (τῆς ὑπακοῆς δηλαδή) ἀγωνιζόταν γιά τά ἄκρα τῆς ἀρετῆς καί σέ κανένα δέν παραχωροῦσε τήν πρώτη θέση στούς κόπους τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά καί στήν ἀγρυπνία καί στή χαμευνία καί στήν περιφρόνηση τῶν ματαίων, στή δίψα καί τή νηστεία, καί μ’ ὅσα πιέζεται τό σῶμα μαζί καί ἡ ψυχή καί καθαρίζεται, κι ὁ νοῦς ξεσηκώνεται ἀπό τά γήινα καί ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Σ’ ὅλ’ αὐτά, ἄν καί νεοφερμένος, ξεπερνοῦσε ὅλους τούς πρίν ἀπ’ αὐτόν. Γι αὐτό καί ὁ Γέροντας τόν ἐπέπληττε, γιά τήν σκληρή του ἄσκηση. Γιατί ἄν ἤθελε νά τόν προάγει ὁμαλά, καί πολύ σοφά νά τοῦ περάσει στό λαιμό τόν χαλινό τῆς ὑπακοῆς, γιά νά μή σκοντάψει ἀπ’ τή βιασύνη ἤ ἀποκάμει πρίν λάβει τόν στέφανο ἤ τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα, γλυστρίσει στόν λάκκο τῆς ματαιοφροσύνης. Γι αὐτό βαστοῦσε τά ἡνία καί τά χαλάρωνε σιγά-σιγά. Μετά πάλι τά συγκρατοῦσε, κάνοντάς του παρατηρήσεις γιά τήν ἀμετρίαστη ἄσκησή του. Κι αὐτός ὑποχωροῦσε στά παραγγέλματα ἐκείνου, δίχως νά βγάζει λέξη γογγυσμοῦ καί ἀπό ἀμάθεια νά ἀπειθεῖ σάν κανένας ἀπαίδευτος. Ἀλλά παρέδιδε τόν ἑαυτό του τελείως ἐλεύθερο νά τόν ὁδηγεῖ  ὁ ἡνίοχος ὁπουδήποτε ἐκεῖνος ἔκρινε».
   Ὅμως αὐτή ἡ ἄθληση τοῦ Ὁσίου στούς πνευματικούς στίβους τῆς ἀρετῆς διακόπηκε προσωρινά ἀφοῦ «ὁ κα­τὰ Θε­ὸν αὐ­τοῦ γυ­μνα­στὴς τῶν ῥε­όντων με­θί­στα­ται καὶ πρὸς τὴν ἀ­γή­ρω ζω­ὴν με­τα­βα­ί­νει», ἀφήνοντας στόν μαθητή του ἀφόρητη λύ­πη.
   M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο τῆς Θρά­κης, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος, στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε φημισμένο μοναστικό κέντρο στά μέσα καί ὕστερα βυζαντινά χρόνια, ἰδιαίτερα κατά τόν 11-12ο αἰ., πού φαίνεται πώς ἦταν καί ἡ περίοδος τῆς μέγιστης ἀκμῆς του.
   Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο. ‘‘Μ’ αὐτούς λοιπόν τούς ἀναχωρητές συναναστρεφόμενος ὁ ὅσιος Μάξιμος κατάφερε σέ σύντομο χρονικό διάστημα νά ἀποτυπώσει ὅπως τό κερί τήν ἀρχέτυπη σφραγίδα, τήν ἔνθεη πολιτεία τους στόν ἑαυτό του, γενόμενος ὁ ἴδιος ὁλοκληρωτικα ἔνθεος καί πλήρης ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’.
  Καί στή συνάφεια αὐτή, βάζοντας μία παρένθεση στά τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό μοναστικό κέντρο τοῦ Παπικίου πέρασαν κι ἄλλοι ὀνομαστοί ἁγιορεῖτες ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), λίγες δεκαετίες μετά τόν ὅσιο Μάξιμο, περί τό 1316-1317 καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ.
   Τό 1325, λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
  Ὅταν ὁ νεαρός τότε ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποφάσισε νά μεταβεῖ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μονάσει στό Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τούς δύο ἀδελφούς του καί μέσω Θράκης διέρχεται τό Παπίκιον ὄρος, ὅπου καί παρέμεινε λόγω τοῦ χειμῶνα. Ἐκεῖ ἐξέπληξε ὅλους τούς πατέρες μέ τήν ἀρετή καί τή σοφία του. Τήν ἐποχή ἐκείνη στίς γύρω περιοχές ζοῦσαν πολλοί αἱρετικοί Μαρκιωνιστές ἤ Μασσαλιανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπισε μέ τήν ὑψηλή θεολογία του. Κατάφερε μάλιστα νά μεταστρέψει ἀπό τήν πλάνη καί τόν ἀρχηγό τους. Σέ ἀντίδραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ αἱρετικοί θέλησαν νά τόν δηλητηριάσουν, ἀλλά ὁ Ἅγιος μέ θεϊκή ἐπέμβαση φυλάχθηκε σῶος καί συνέχισε ἔπειτα τό δρόμο του πρός τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἀναφέρει γιά τό Παπίκιο: «ὄρος δ’ ἱερόν τοῦτο πάλαι μεταξύ κείμενον Θράκης τε καί Μακεδονίας, καί μονασταῖς ἀνειμένον ἀνδράσι τότε θαυμαστοῖς καί σπουδαῖοις, καί τά θεῖα φιλοσοφοῦσι καλῶς».  (συνεχίζεται........)


Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Φορητή εἰκόνα  τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ. τοῦ 1753 (ἀντίγραφο), στό πρόσφατα ἀνακαινισμένο παρεκκλήσι τῆς Καλύβης Ἁγ. Μαξίμου, σκήτης Καυσοκαλυβίων.


 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Α΄ μέρος)